Του Γιώργου Γιαννουλόπουλου, Εφημερίδα των Συντακτών
Ολοι ξέρουμε το δίλημμα της κοντής κουβέρτας. Οταν την τραβάμε μέχρι
το σαγόνι, τα πόδια μας εξέχουν απροστάτευτα· κι αν την κατεβάσουμε για
να καλυφθούν, εκθέτουμε στο κρύο το μισό στήθος μας. Με άλλα λόγια,
μερικές φορές για να κερδίσουμε κάτι πρέπει πρώτα να χάσουμε κάτι άλλο.
Ή, όπως λέει το γνωστό γνωμικό, δεν μπορούμε να έχουμε και την πίτα
αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο. Νομίζω ότι η επιτυχημένη προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να βελτιώσει στο
εξωτερικό την εικόνα που ο ίδιος κατασκεύασε εντός Ελλάδας για να
αλιεύσει ψήφους, μπορεί να διαβαστεί με τους όρους του διλήμματος της
κοντής κουβέρτας που ανεβοκατεβαίνει. Οταν άρχισε η κρίση, ο ΣΥΡΙΖΑ
απάντησε εξαγγέλλοντας τη ριζική ανατροπή που θα έσκιζε τα μνημόνια και
θα ανάγκαζε τους ανάλγητους δανειστές μας να κάνουν πίσω διαγράφοντας το
χρέος ή το μεγαλύτερο μέρος του (όπως εξακολουθεί να λέει ο Π.
Λαφαζάνης). Σήμερα όμως η Κουμουνδούρου επαίρεται επειδή οι εν λόγω
ανάλγητοι δανειστές μας είναι διατεθειμένοι να βρεθούν στο ίδιο δωμάτιο
με τον Αλέξη Τσίπρα. Βάζοντας κατά μέρος το γεγονός ότι στην Ευρωπαϊκή
Ενωση οι ιδεολογικές διαφωνίες και πολιτικές αντιπαραθέσεις δεν οδηγούν
στον εξοστρακισμό του ανεπιθύμητου -υπήρξαν και εξαιρέσεις, όπως οι
Αυστριακοί νεοναζί- και επιπλέον ότι αύριο ο Τσίπρας μπορεί να κάθεται
στο τραπέζι ως πρωθυπουργός, άρα οφείλουν να τον γνωρίσουν από τώρα,
τίθεται το εξής ερώτημα: πρόκειται για συναντήσεις ή εκδηλώσεις ρουτίνας
ή κάποιος μετακινήθηκε, και αν ναι, ποιος και προς ποιον; Διότι αν
δεχτούμε τον ισχυρισμό του ΣΥΡΙΖΑ, ότι ο συγχρωτισμός με τον Μπαρόζο
κάτι σημαίνει και μάλιστα καλό, τότε ο Μπαρόζο έβαλε νερό στο κρασί του ή
ο Τσίπρας;
Η διαφαινόμενη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές έστειλε
δύο αντιφατικά μηνύματα στην Κουμουνδούρου. Το πρώτο ήταν σαφώς
ευχάριστο και γι' αυτό το επικοινωνιακό επιτελείο του κόμματος το
τονίζει με χίλιους δυο τρόπους: ολοένα και περισσότεροι πείθονται ότι
μια κυβέρνηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς θα μας απαλλάξει επιτέλους από
τα βάρη που στοίβαξαν οι ντόπιοι και αλλοδαποί νεοφιλελεύθεροι στην
πλάτη του χειμαζόμενου αλλά, σε τελική ανάλυση, αθώου ελληνικού λαού. Το
δεύτερο όμως -κι εδώ έρχονται τα δύσκολα, με την κουβέρτα να κονταίνει-
ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναλάβει την ευθύνη να πραγματοποιήσει ό,τι έχει
υποσχεθεί. Δηλαδή, δεν θα μπορεί πλέον μόνο να αγορεύει, αλλά θα
αναγκαστεί να πράττει. Και τότε, δεν θα είναι τόσο εύκολο να παραμείνει
κρυφή και υπό έλεγχο η αντίφαση που σήμερα χαρακτηρίζει τον πολιτικό
λόγο του: από τη μια η ρητορική της ανατροπής και το κάλεσμα στη μάχη,
κι από την άλλη η έκδηλη ικανοποίηση όταν οι ορκισμένοι εχθροί του
ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να ανησυχούν ιδιαίτερα με την προοπτική να κερδίσει
τις εκλογές. Ή, αλλιώς, η εμμονή στον ριζοσπαστισμό που θα φέρει τα πάνω
κάτω συνδυάζεται με την καθησυχαστική διαβεβαίωση ότι το εγχείρημα δεν
είναι επικίνδυνο και τίποτα κακό δεν πρόκειται να συμβεί. Ετσι, το
μήνυμα που απευθύνεται στο εγχώριο κοινό μετά τις εμφανίσεις του αρχηγού
της ριζοσπαστικής Αριστεράς στο εξωτερικό είναι: «Οι πιστωτές μας δεν
φαίνεται να ανησυχούν. Αρα, μην ανησυχείτε ούτε εσείς».
Γιατί δεν ανησυχούν άραγε; Μήπως η Μέρκελ, ο Σόιμπλε και οι υπόλοιποι
σκληροί πείστηκαν από τον Αλεξη Τσίπρα; Μήπως πιθανολογούν ότι παρά τις
ρητορικές εξάρσεις που απευθύνονται στο ελληνικό ακροατήριο, ο ΣΥΡΙΖΑ,
ως κυβέρνηση πλέον, θα αντιδράσει σαν τον λαγό στο ανέκδοτο με το
λιοντάρι; Ή μήπως εκλαμβάνουν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ως αναγκαία προϋπόθεση
για το τελεσίδικο ξεφούσκωμά του, ενώ μερικοί -κι αυτοί είναι οι
πραγματικά επικίνδυνοι- το βλέπουν σαν μια θαυμάσια ευκαιρία να
απαλλαγούν από μας; Γιατί όποιος πιστεύει ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση μπορεί
να λειτουργεί με ορισμένα κράτη να καταγγέλλουν μονομερώς συμφωνίες με
τους εταίρους τους και η ζωή να συνεχίζεται κανονικά, είναι βαθιά
νυχτωμένος. Αρα, όταν ο στόχος μιας ανατροπής σαν αυτή που υπόσχεται ο
ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα, δύο τινά μπορεί να
συμβαίνουν: είτε οι αντίπαλοί του το πήραν απόφαση να ενδώσουν, είτε δεν
θεωρούν την απειλή επαρκώς σοβαρή ή πραγματοποιήσιμη.
Μέχρι τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να
αντιληφθούν οι κάθε λογής ψηφοφόροι του την αντίφαση που προκύπτει όταν
το κόμμα διαλαλεί και ταυτόχρονα υποβαθμίζει την ανατρεπτικότητά του. Κι
αυτό επειδή μέχρι ενός σημείου την αποκρύπτουν με την εξής έξυπνη
κίνηση: εφόσον για να συνυπάρξουν τα δύο σκέλη της αντίφασης στην ίδια
πρόταση προϋποθέτει την παραβίαση της κοινής λογικής, η Κουμουνδούρου
διαθέτει στελέχη που υποστηρίζουν το ένα σκέλος και στελέχη που
υποστηρίζουν το άλλο. Π.χ. ο Π. Λαφαζάνης και ο Γ. Σταθάκης. Μετά τις
εκλογές, όμως, το κόμμα θα αναγκαστεί να διαλέξει. Και τότε θα δούμε
αμφότερες τις πλευρές να τραβούν την κουβέρτα προς δύο αντίθετες
κατευθύνσεις, με τη φρούδα ελπίδα ότι θα μακρύνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου