Του Παύλου Τσίμα, www.huffingtonpost.gr/
Αρκεί να θέσει κάποιος το ερώτημα ή να
επιχειρηματολογήσει υπέρ της επιλογής που δημοσκοπικά πλειοψηφεί, για να
ξεσηκωθεί θύελλα. Από όλα τα θέματα- κι είναι εκατοντάδες- που
έχουν τεθεί προς συζήτηση από αυτές τις στήλες, εύκολα διαπιστώνει
κανείς ότι εκείνο που ξεσηκώνει περισσότερο τα πάθη, εκείνο που
παρακινεί περισσότερα και πιο μαχητικά σχόλια, είναι το θέμα του
νομίσματος.
Μόνο που η περί νομίσματος συζήτηση, όπως διεξάγεται, παραμένει στενά «νομισματική», δημοσιονομική, οικονομική.
Καταγράφει σε καταλόγους τα «πλεονεκτήματα» και τα «μειονεκτήματα» κάθε
μιας από τις δύο επιλογές. Τι κερδίζουμε, τι χάνουμε με το ευρώ; Τι θα
κερδίζαμε, τι θα χάναμε με την επιστροφή στην δραχμή; Αδιέξοδη συζήτηση,
αφού φαίνεται ότι ο καθένας προσέρχεται σε αυτήν ήδη βαθύτατα και
φανατικά πεπεισμένος για την θεολογική ορθότητα της άποψής του. 'Ετοιμος
να στολίσει με κάθε είδους προσωπική ύβρι και απαξιωτικό στολίδι
εκείνους που εκκλησιάζονται την αντίθετη άποψη.
Προσωπικά,
η μόνη εισφορά που θα είχα σε αυτήν την συζήτηση, είναι αυτή που
υποστήριξε και ο Πωλ Κρούγκμαν, κατά το πρόσφατο πέρασμά του από την
Αθήνα:
Η Ελλάδα υπέστη, τα τελευταία πέντε χρόνια, μιαν «εσωτερική υποτίμηση», ανάλογη της «εξωτερικής», νομισματικής υποτίμησης που θα έφερνε η επιστροφή στην δραχμή. Το μέσο εισόδημα μειώθηκε σχεδόν κατά το ένα τρίτο και ειδικά στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας το «μισθολογικό κόστος» μειώθηκε κατά περίπου 40%. Με μια τέτοιας έκτασης υποτίμηση δεν θα έπρεπε να έχουν απογειωθεί οι ελληνικές εξαγωγές; Δεν θα έπρεπε να έχει θριαμβευτικά ανακτηθεί η χαμένη ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας; Γιατί, αντιθέτως, οι εξαγωγές μειώθηκαν; Γιατί ακόμη και του τουρισμού η μπονάντσα ελάχιστα οφείλεται σε μείωση κόστους και κυρίως αποδίδεται σε γεωπολιτικούς λόγους και λόγους ασφάλειας; Και τι, τέλος πάντων, τώρα πια που την υποτίμηση την υποστήκαμε με τον πιο επώδυνο τρόπο, θα είχαμε να κερδίσουμε, ως μέρισμα ευημερίας, από μια περαιτέρω, μεγάλη υποτίμηση γυρίζοντας στην δραχμή; Τι, πέραν της εθνικής περηφάνειας που κάποιοι ίσως αισθανθούν;
Μα εκείνο που πιστεύω και θέλω να προτείνω, είναι πως πρέπει η συζήτηση να βγει έξω από το στενό, οικονομικό της καλούπι.
Να θέσει δύο σημαντικότερα ερωτήματα: Η Δημοκρατία μας θα είναι
ισχυρότερη, πληρέστερη με το το ευρώ ή με την δραχμή; Και το αίτημα της
κοινωνικής δικαιοσύνης, της άμβλυνσης των εισοδηματικών και κοινωνικών
ανισοτήτων (οι οποίες, στα χρόνια του «μνημονίου», αυξήθηκαν)
εξυπηρετείται καλύτερα στα πλαίσια του ευρώ η της δραχμής;
Τα ερωτήματα, για να απαντηθούν, απαιτούν να δούμε το ευρώ όχι ως νόμισμα αλλά ως όχημα συμμετοχής σε μια ευρύτερη, περιφερειακή οικονομική και πολιτική ένωση- με τα καλά της και τα κακά της. Και την δραχμή, επίσης, όχι ως νόμισμα αλλά ως πράξη αποχωρισμού μας από την ένωση αυτή, ως διαζύγιο.
Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, στην πιο «σκληροπυρηνική» της εκδοχή μάλιστα,
με την υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος από 19 διαφορετικές και
διαφορετικού επιπέδου ανάπτυξης χώρες- έχει ειπωθεί από πολλούς και
πολλές φορές- πάσχει από ένα δημοκρατικό έλλειμμα. Η τρόϊκα, όπως την
γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια είναι, επίσης, σύμφωνα με το πόρισμα του
ευρωκοινοβουλίου, μια ήκιστα δημοκρατική κατασκευή. Αλλά αν ρίχναμε
μαύρη πέτρα πίσω μας, αν γυρίζαμε στην ανάδελφη και χιλιοτραγουδισμένη
εθνική μας μοναξιά, θα ανακτούσαμε το χαμένο δημοκρατικό κεφάλαιο; Ή θα
περιπίπταμε σε κατάσταση Βουλγαρίας ή Ουγγαρίας, χώρες μέλη της
Ευρωπαϊκής ένωσης, με εθνικό νόμισμα μεν, αλλά με προβληματική
δημοκρατία δε;
Θα αντιστεκόταν η Δημοκρατία μας στην βία των αρπακτικών οικονομικών ελίτ,
οι οποίες, έχοντας τα κεφάλαιά τους ασφαλή σε ξένες τράπζες και ξένα
νομίσματα, θα έμπαιναν στον πειρασμό να αγοράσουν πάμφθηνα, και
ελεύθερες κάθε περιοσρισμού, όχι μόνον τις υποτιμημένες αξίες μιας
Ελλάδας της δραχμής, αλλά και τους θεσμούς της και τις πολτικές της
ελίτ, σε βαθμό ακόμη μεγαλύτερο του σημερινού- σε βαθμό βουλγαρικό,
ουγγρικό;
Κι έπειτα, αν θεμέλιο της δημοκρατίας είναι η
ισότητα- σχετική έστω- των πολιτών που μετέχουν σε αυτήν, ανεξάρτητα από
καταγωγή και (κληρονομημένο) πλούτο, η Ελλάδα τη δραχμής θα ήταν μια
χώρα μικρότερης ή μεγαλύτερης ανισότητας; Θα πρότεινα να
ξαναδούμε το πιο πολυσυζητημένο βιβλίο του πιο πολυσυζητημένου
οικονομολόγου της χρονιάς, το «Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα» του Thomas
Piketty. Ο Piketty εξηγεί πολύ πειστικά τον μηχανισμό διεύρυνσης των
ανισοτήτων στον σύγχρόνο μας καπιταλισμό:
"Εφόσον το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου υπερβαίνει διαρκώς τον ρυθμό αύξησης της παραγωγής και του εισοδήματος, όπως συνέβαινε στον 19ο αιώνα και απειλεί να ξαναγίνει κανόνας στον 21ο, ο καπιταλισμός παράγει μηχανικά ανισότητες αφόρητες και αυθαιρετες, υποσκάποτοντας τις αρχές της αξιοκρατίας στις οποίες θεμελιώνονται οι δημοκρατικές μας κοινωνίες".
Προτείνει, επίσης, μια σειρά από μεθόδους και μέτρα
που μπορούν να κάνουν την απόδοση του νεκρού, κληρονομημένου πλούτου
μικρότερη από την αύξηση της παραγωγής και, συνεπώς, του εισοδήματος από
εργασία. Μόνο που καμμιά δεν είναι εφαρμόσιμη στα στενά εθνικά πλαίσια
ενός παλιού έθνους-κράτους. Στην εθνική κλίμακα, το ματς πλούτος-εργασία
είναι καταδικασμένο να καταλήγει σε ένα θριαμβευτικό «καλώς τα παιδιά,
καλώς τα, 3-0». Μόνον σε υπερεθνικά πλαίσια, στα πλαίσια μιας μεγάλης
περιφερειακής οικονομικής ένωσης- όπως η ευρωζώνη- μπορεί (θεωρητικά) να
καμφθεί η τάση διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων.
Ας το σκεφτούμε κι έτσι, λοιπόν:
Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι η Δραχμή θα είχε, ως όχημα οικονομικής
μεγέθυνσης, πλεονεκτήματα, τι θα σήμαινε η εισαγωγή της για τα άλλα δύο
Δέλτα- την Δημοκρατία και την Δικαιοσύνη;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου