Του Γιώργου Παγουλάτου, Καθημερινή
Η κορυφαία
στιγμή πολιτικής ωριμότητας του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, στη συνέντευξη Τύπου
μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ήταν όταν εκθείασε την αξία του συμβιβασμού στην
Ευρώπη. Πρέπει να ξέρεις πότε να συγκρουστείς και πότε να συμβιβαστείς, είπε.
Το ίδιο περίπου είχε πει νωρίτερα η κ. Μέρκελ. Η Ε.Ε. δεν θα βρισκόταν πουθενά
χωρίς την τέχνη των αμοιβαίων συμβιβασμών. Η διαπραγμάτευση της κυβέρνησης πλησιάζει τα όριά της σε όσα μπορεί να πετύχει
στη φάση αυτή. Η απόφαση ελάφρυνσης της καθαρής παρούσας αξίας του χρέους είναι
κοντά, αποτελούσε άλλωστε δέσμευση προς την προηγούμενη κυβέρνηση. Υπάρχει
κατανόηση στην ανάγκη σημαντικής μείωσης του ασφυκτικού στόχου του πρωτογενούς
πλεονάσματος από το εξωπραγματικό 4,5%. Και το ηθικό και πολιτικό επιχείρημα
υπέρ των μέτρων άμεσης ανθρωπιστικής βοήθειας τείνει να κερδηθεί. Ομως, από την
πλευρά της, η κυβέρνηση πρέπει να δεχτεί αυτό που αποτελεί αυτονόητο κοινό τόπο
στην Ευρωζώνη: ότι οι προγραμματικές δεσμεύσεις μιας χώρας απέναντι στους
εταίρους έχουν συνέχεια, προκειμένου να έχουν αξιοπιστία. Οτι το
πρόγραμμα-γέφυρα ή, όπως αλλιώς -ευφυώς- ονομαστεί, θα διορθώσει λάθη και
ατέλειες, αλλά θα συνεχίσει και θα επεκτείνει την πλειονότητα των
μεταρρυθμίσεων του Μνημονίου. Η αρχική στρατηγική μιας μαξιμαλιστικής διεκδίκησης, σ’ ένα παίγνιο με ισχυρά
γνωρίσματα «παιγνίου του δειλού» (chicken game), στηρίχθηκε σε μια βασική
προπαραδοχή: ότι μια τελική σύγκρουση θα οδηγούσε σε αμοιβαία εξασφαλισμένη
καταστροφή, το κόστος της οποίας, παρότι συντριπτικό για την ελληνική πλευρά, θα
διαχεόταν και στην Ευρώπη. Η ανάγκη αποφυγής μιας αμοιβαία καταστροφικής
έκβασης θα οδηγούσε την Ευρωζώνη σε συμβιβασμό.
Στην πορεία των τελευταίων εβδομάδων, ορισμένα από τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Το κόστος για την Ευρώπη μιας ελληνικής χρεοκοπίας ή εξόδου από το ευρώ παραμένει, βέβαια, συνολικά αποτρεπτικό. Κανείς Ευρωπαίος ηγέτης (ούτε ο Ντράγκι, ούτε ο Γιουνκέρ, ούτε η Μέρκελ) δεν θα ήθελε να κηλιδώσει την υστεροφημία του με μια τέτοια εξέλιξη. Ομως, η αρχική ισορροπία μεταβάλλεται. Η επιθετική διεθνής δημοσιότητα προκαλεί μερικές δηλώσεις συμπάθειας, αλλά πολλαπλάσιες φωνές αντιπάθειας και προκατάληψης. Τα αρνητικά στερεότυπα του 2010 ανασύρονται, διευρύνοντας το χάσμα επικοινωνίας. Υστερα από πέντε χρόνια ενασχόλησης με το «ελληνικό πρόβλημα», πολλοί στην Ευρωζώνη αναζητούν πλεονεκτήματα σε μια ελληνική έξοδο. Ανάμεσά τους και πολλοί ευρωπαϊστές, που θεωρούν την οικοδόμηση μιας συνεκτικής Ευρωζώνης, χωρίς «βαρίδια», ως αναγκαία προϋπόθεση περαιτέρω ολοκλήρωσης. Οι προτάσεις τους θέλουν την Ευρωζώνη να προχωράει σε στενή ενοποίηση, με όσους «μπορούν και θέλουν». Ερμηνεύουν πολλές από τις θέσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ως διαβατήριο διευρυνόμενης οικονομικής απόκλισης της Ελλάδας, ως απόδειξη ότι τελικά δεν μπορεί να καταστεί οικονομικά βιώσιμη εντός του ευρώ. Προσθέτουν τη στροφή προς τη Ρωσία, που γίνεται αντιληπτή ως μια επιλογή καιροσκοπική, από «μια χώρα που δεν μπορεί να αντιληφθεί την έννοια της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης». Ας το προσέξουμε, μελλοντικά θα τη χρειαστούμε.
Η κοινωνία μας πέρασε τεράστιες θυσίες τα τελευταία πέντε χρόνια για να υπερασπιστούμε τη θέση μας στο ευρώ. Οι άλλες χώρες της περιφέρειας (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία) επίσης δοκιμάστηκαν, για να αποδείξουν ότι μπορούν να ανήκουν σε μια Ευρώπη του πυρήνα. Κι οι τρεις ανακάμπτουν δυναμικά, με ταχεία αύξηση των εξαγωγών τους. Η Ισπανία δημιούργησε 400.000 θέσεις εργασίας το 2014. Το κόστος χρηματοδότησής τους έχει πλέον συγκλίνει με τις οικονομίες του Βορρά, κι η συμμετοχή τους στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ θα ολοκληρώσει τη σύγκλιση. Πορτογαλία και Ιρλανδία ήδη εκμεταλλεύονται τα χαμηλά επιτόκια για να αποπληρώνουν χρέος. Κλείνει σιγά-σιγά το χάσμα κέντρου-περιφέρειας. Η συμμαχία του Νότου, στην οποία προσβλέπαμε, δεν υπάρχει. Είμαστε δυστυχώς μόνοι, με την Ευρωζώνη απέναντι, όπως αρκετοί ξένοι ηγέτες φρόντισαν φιλικά να μας υπενθυμίσουν.
Ακόμα χειρότερα, τα δυναμικά δεδομένα αλλάζουν. Ο δογματισμός αρκετών μελών της κυβέρνησης αυξάνει το διαφαινόμενο κόστος προσαρμογής. Μπορεί να φανταστεί κανείς τον κ. Λαφαζάνη να εφαρμόζει πολιτικές αποκρατικοποίησης ή προσέλκυσης ιδιωτικών επενδύσεων; Τον υπουργό Παιδείας («η αριστεία είναι ρετσινιά») να προάγει την αριστεία στην εκπαίδευση, όπως συνιστά η εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ στην οποία προστρέχουμε; Το κόστος ενός προγράμματος χρηματοδότησης μεγαλώνει –οι Financial Times το υπολογίζουν σε 38 δισ. Παράλληλα υποχωρούν τα έσοδα, ενώ η παρατεταμένη αβεβαιότητα ακυρώνει την εύθραυστη ανάκαμψη του 2014, απειλώντας με ένα νέο γύρο ύφεσης. Τα δεδομένα δεν εξελίσσονται κατά τον ευμενέστερο δυνατό τρόπο – μιας που οι ευφημισμοί έχουν επιστρέψει στη μόδα. Θα μπορούσε κανείς να θυμηθεί τον μεγάλο Κέυνς, απευθύνοντας την ερώτηση στον υπουργό Οικονομικών: When things change I change my mind. What do you do, sir?
Στον ορίζοντα υπάρχει, βέβαια, πάντα το Σχέδιο Β. Μόνο που δεν είναι η στήριξη των ΗΠΑ (που κατέστησαν σαφές ότι δεν πρόκειται να είναι μαζί μας σε μια αντιπαράθεση με την Ευρωζώνη), ούτε της Κίνας (που διαμήνυσε ότι δεν μελετά χρηματοδότηση της Ελλάδας), ούτε της οικονομικά χειμαζόμενης Ρωσίας (που θα ενδιαφερόταν ίσως να διασπάσει το ευρωπαϊκό μέτωπο –αλλά διευκρίνισε ότι δανείζει μόνο σε ρούβλια). Το μόνο υπαρκτό Σχέδιο Β είναι αυτό του κ. Αλαβάνου, παλαιού μέντορα του σημερινού πρωθυπουργού. Ο κόσμος το γνωρίζει ως Grexit. Δεν θα θέλαμε να το ζήσουμε.
*Ο κ. Γιώργος
Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό
Πανεπιστήμιο Αθηνών και επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου