Του Μιχάλη Ιωαννίδη, www.protagon.gr
Στο πλαίσιο της επόμενης μέρας, το πρόβλημα με την έως τώρα δαιμονοποίηση του «μνημονίου» είναι διπλό. Αφενός, έχει πλέον δημιουργήσει τόσο αρνητικά αντανακλαστικά στην κοινωνία, ώστε θα είναι δύσκολο για οποιαδήποτε κυβέρνηση να παρουσιάσει στους πολίτες (ή και στη Βουλή) μια παρόμοια συμφωνία χωρίς εκτεταμένες αντιδράσεις. Αφετέρου, υπάρχει ο κίνδυνος η συζήτηση για τη νέα συμφωνία να περιοριστεί σε κοσμητικές αλλαγές που θα αφορούν τον τίτλο της. Το ζήτημα δεν είναι όμως πώς θα ονομαστεί το νέο μνημόνιο, αλλά τι θα περιέχει. Ο δημόσιος διάλογος πρέπει να απεγκλωβιστεί από το δίπολο «μνημόνιο»-«αντιμνημόνιο». Ήρθε η ώρα να στραφεί στην ουσία της αυριανής συμφωνίας με τους δανειστές – που δεν θα αργήσει.
Η Ελλάδα δεν είναι η μοναδική χώρα σε «μνημόνιο». Από το 2008, επτά
χώρες της ΕΕ, το ένα τέταρτο των κρατών-μελών, τέθηκαν σε αντίστοιχο
καθεστώς εποπτείας. Μόνο στην Ελλάδα, όμως, ο όρος «μνημόνιο» καθόρισε
τον δημόσιο διάλογο. Ενώ στις υπόλοιπες χώρες η πολιτική αντιπαράθεση
έγινε ανάμεσα στους υποστηρικτές της «λιτότητας», από τη μια, και της
«δημοσιονομικής επέκτασης», από την άλλη, στην Ελλάδα ο πολιτικός χώρος
αναδιατάχθηκε σε «μνημονιακό» και «αντιμνημονιακό».
Το «Μνημόνιο» δεν είναι, βέβαια, τίποτα παραπάνω από μια μορφή
διεθνούς συμφωνίας που συνοδεύει τη χορήγηση πιστωτικής στήριξης από
διεθνείς οργανισμούς. Μπορεί να περιέχει δημοσιονομικούς στόχους ή
δομικές μεταρρυθμίσεις, να είναι επιγραμματικό ή λεπτομερές, αυστηρό ή
λιγότερο αυστηρό. Το ότι στην Ελλάδα ο δημόσιος διάλογος καθορίστηκε από
τον τύπο των δεσμεύσεων προς τους δανειστές και όχι το περιεχόμενό τους
δείχνει καταρχάς τη ρηχότητά του. Η στρέβλωση αυτή μπορεί να έχει,
όμως, και πιο σοβαρές συνέπειες: να δυσχεράνει ουσιαστικά τη συζήτηση
για την επόμενη μέρα.
Η προϋπόθεση της τήρησης όρων για τη χορήγηση στήριξης δεν αφορά μόνο
τη μορφή χρηματοδότησης που έλαβε η χώρα από το 2010. Συνοδεύει κάθε
μορφή πιστωτικής στήριξης από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, περιλαμβανομένης
της προληπτικής γραμμής στήριξης ECCL, που προτάθηκε ως διάδοχο σχήμα
της ελληνικής χρηματοδότησης, και το πρόγραμμα ΟΜΤ της ΕΚΤ. Αυτό ορίζει η
Συνθήκη για τη Λειτουργία της ΕΕ, η Συνθήκη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού
Στήριξης, το δευτερογένες ενωσιακό δίκαιο και η νομολογία του
Δικαστηρίου της ΕΕ – χρηματοδοτική στήριξη παρέχεται μόνο υπό όρους, και
μάλιστα «αυστηρούς». Αν η Ελλάδα επιθυμεί κάποιας μορφής στήριξη από
την ΕΕ, άρα, πρέπει να αποδεχθεί ότι μετά το μνημόνιο ακολουθεί
μνημόνιο. Είτε αυτό ονομαστεί «νέο μνημόνιο», είτε πρόγραμμα ανόρθωσης,
ανασυγκρότησης, αναμόρφωσης ή όπως αλλιώς, η ουσία είναι η ίδια: θα
πρόκειται για μια συμφωνία που περιλαμβάνει τους όρους υπό τους οποίους
παρέχεται η στήριξη και θα αναθέτει σε ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς
την εποπτεία της τήρησής τους. Αν κρίνουμε από τη διεθνή εμπειρία, ακόμα
και η ελάφρυνση χρέους, αν υποτεθεί ότι είναι δυνατή, μπορεί να τεθεί
υπό ένα ανάλογο καθεστώς όρων και επιτήρησης.
Στο πλαίσιο της επόμενης μέρας, το πρόβλημα με την έως τώρα
δαιμονοποίηση του «μνημονίου» είναι διπλό. Αφενός, έχει πλέον
δημιουργήσει τόσο αρνητικά αντανακλαστικά στην κοινωνία, ώστε θα είναι
δύσκολο για οποιαδήποτε κυβέρνηση να παρουσιάσει στους πολίτες (ή και
στη Βουλή) μια παρόμοια συμφωνία χωρίς εκτεταμένες αντιδράσεις.
Αφετέρου, υπάρχει ο κίνδυνος η συζήτηση για τη νέα συμφωνία να
περιοριστεί σε κοσμητικές αλλαγές που θα αφορούν τον τίτλο της. Το
ζήτημα δεν είναι όμως πώς θα ονομαστεί το νέο μνημόνιο, αλλά τι θα
περιέχει. Ο δημόσιος διάλογος πρέπει να απεγκλωβιστεί από το δίπολο
«μνημόνιο»-«αντιμνημόνιο». Ήρθε η ώρα να στραφεί στην ουσία της αυριανής
συμφωνίας με τους δανειστές – που δεν θα αργήσει.
*Ο Μιχάλης Ιωαννίδης εργάζεται ως επιστημονικός συνεργάτης στο Ινστιτούτο Μax Planck Διεθνούς Δικαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου