Της Ελίζας Παπαδάκη, NEA, 24.10.12
Οι δυσκολίες στις μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα παρουσιάζονται πλέον τόσο μεγάλες ώστε πολλοί καλλιεργούν την ιδέα μιας φυγής προς τα εμπρός: στην πολιτική διαπραγμάτευση με τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Είναι αμφίβολο όμως τι θα απέδιδε μια τέτοια τακτική. Το τελευταίο διάστημα ακούσαμε, είναι αλήθεια, σημαντικές δηλώσεις υπέρ της ακεραιότητας της ευρωζώνης (άρα έμμεσης απόρριψης των σεναρίων εγκατάλειψης της Ελλάδας στη χρεοκοπία και συνακόλουθη έξοδο από τη νομισματική ένωση), τον ίδιο τον γερμανό υπουργό Οικονομικών να αναγνωρίζει ότι το ελληνικό ζήτημα δεν είναι θέμα αριθμών μόνο αλλά και πολιτικό. Από την άλλη πλευρά, πληθαίνουν οι πληροφορίες για τις εσωτερικές διαφωνίες στην Ευρωπαϊκή Ενωση, καθώς και μεταξύ ΕΕ και ΔΝΤ, όχι ειδικά για την ελληνική περίπτωση, συνολικά για την αντιμετώπιση της κρίσης του χρέους που εμπλέκει κράτη, τράπεζες και ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η τραπεζική ένωση, η οποία έχει προταθεί ως άμεσα αναγκαίο βήμα, φαίνεται να προσκρούει σε εθνικούς εσωτερικούς υπολογισμούς, της γερμανικής κυβέρνησης ιδίως.
Οταν έτσι εντείνεται η αβεβαιότητα και η ύφεση στην Ισπανία, κατ' επέκταση στην Ιταλία και αλλού, μια ξεχωριστή νέα ρύθμιση για την Ελλάδα δεν μοιάζει πιθανή. Και την ευνοϊκότερη δήλωση να αποσπάσει ο κ. Σαμαράς στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής στις 18 Οκτωβρίου, και πάλι θα απαιτηθεί χρόνος για πολύπλοκες διαπραγματεύσεις σε τεχνικό επίπεδο ώσπου να μεταφραστεί σε πρακτικά αποτελέσματα για τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας - και αν... Το έχουμε ξαναδεί το έργο. Ο χρόνος όμως δουλεύει εις βάρος μας.
Το επιχείρημα που επικαλείται η ελληνική κυβέρνηση για να αιτιολογήσει την αδυναμία επίτευξης των δημοσιονομικών ποσοτικών στόχων στον χρονικό ορίζοντα της δανειακής σύμβασης είναι η βαθύτερη παρ' όσο προβλέφθηκε ύφεση της οικονομίας. Συμφωνώντας και επαυξάνοντας, η τρόικα απαιτεί επιπρόσθετα επώδυνα μέτρα, ακόμη μεγαλύτερες περικοπές δημοσίων δαπανών για μισθούς, συντάξεις, επιδόματα, κοινωνικές και άλλες πολιτικές, μαζί με νέες αυξήσεις φορολογίας, καθώς δυσπιστεί στην ικανότητα της διοίκησης να περιορίσει φοροδιαφυγή και διαφθορά. Δεν παραγνωρίζει ότι θα επέτειναν την ύφεση, γι' αυτό επιμένει επίσης σε πρόσθετες περικοπές αμοιβών, αποζημιώσεων κ.λπ. στον ιδιωτικό τομέα, επιτάχυνση κάθε θεσμικής αλλαγής που θα καθιστούσε τη χώρα ελκυστικότερη για επενδύσεις, βελτιώνοντας τις προσδοκίες κερδών, και βέβαια των ιδιωτικοποιήσεων. Απέναντι στις ασφυκτικές αυτές πιέσεις η κυβέρνηση επιδιώκει την επιμήκυνση, ώστε να απλωθεί σε τέσσερα χρόνια, έως το 2016, η προσαρμογή, μήπως και προκύψει ηπιότερη και βοηθηθεί από κάποιαν ανάκαμψη στο μεταξύ. Μοιάζει εξάλλου να καλοβλέπει τις εμμονές του ΔΝΤ να περικοπεί ξανά το χρέος, τα ομόλογα τώρα που τα έχουν στην κατοχή τους η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ο Μηχανισμός, δηλαδή τα άλλα κράτη της ευρωζώνης. Ετσι οι διαπραγματεύσεις δεν τελειώνουν.
Κάθε παράταση της αβεβαιότητας, ωστόσο, διαιωνίζει και βαθαίνει την ύφεση αποσαθρώνοντας την οικονομία, όλη την κοινωνία. Πρωταρχική επιδίωξη τούτη την ώρα θα έπρεπε να είναι να αντιστραφεί η πτωτική τάση του εθνικού προϊόντος, να διαψευσθούν εφιαλτικές προβλέψεις για περαιτέρω μείωσή του και ακόμη μεγαλύτερη ανεργία. Στο προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2013 ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας προβλέπει πράγματι ότι το ΑΕΠ, μετά την εφετινή μείωση κατά 6,5%, θα μειωθεί κατά άλλο 3,8% το επόμενο έτος, αλλά «αγνοώντας», όπως επισημαίνει, «μέτρα και πρωτοβουλίες που προγραμματίζει η κυβέρνηση, με την απαραίτητη συμβολή των εταίρων, για την ανάκαμψη της οικονομίας». Σε τέτοια μέτρα και πρωτοβουλίες χρειάζεται να επικεντρωθούν οι προσπάθειες, εδώ να ζητηθεί συγκεκριμένη συμβολή από την Ευρώπη. Πρώτη προϋπόθεση θα ήταν να κλείσουν αμέσως οι ατέρμονες συζητήσεις με την τρόικα, να γίνουν αποδεκτοί όσοι όροι θέτει - αλλά με τη ρήτρα που πρότεινε η ΔΗΜΑΡ και υιοθέτησαν Πρωθυπουργός και ΠΑΣΟΚ, εφόσον διαπιστώνονται καλύτερες επιδόσεις, τα κοινωνικά επαχθέστερα μέτρα να αμβλύνονται -, ώστε να εκταμιευθεί αμέσως η καθυστερούσα δόση των 31,5 δισ., να ανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες, να μπορούν πάλι να χρηματοδοτούν επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Μας κοστίζει ήδη ακριβά ότι δεν έκλεισαν από το καλοκαίρι, όπως και το προηγούμενο σφάλμα, να εμποδιστεί η κυβέρνηση Παπαδήμου να προχωρήσει την ανακεφαλαιοποίηση από τον Απρίλιο ακόμη.
Μένει το τεράστιο πρόβλημα της ευρύτατης λαϊκής δυσφορίας ενάντια στα μέτρα, της δικαιολογημένα διογκούμενης δυσπιστίας απέναντι στα κόμματα και τους χειρισμούς τους, που τροφοδοτείται αυτές τις ημέρες με αποκαλύψεις για λίστες φοροφυγάδων. Μπορεί όντως να ακυρώσει κάθε σχέδιο. Εδώ βοηθούν μόνον υπεύθυνες, καθαρές κουβέντες: να παρουσιαστούν οι πραγματικές δυνατότητες και επιλογές, χωρίς να βαυκαλιζόμαστε με σωτήριες τάχα ευρωπαϊκές πολιτικές λύσεις, να αναγνωριστούν λάθη και αδικίες, να χαραχθεί μια δύσκολη προοπτική ελπίδας, με κοινωνική συμμετοχή, για να ξεπεραστούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου