Του Κωστή Παπαϊωάννου, NEA, 20.10.12
«Ερωτώνται οι κ. Υπουργοί: θα προβούν άμεσα στις απαραίτητες ενέργειες μέσω της υπηρεσίας δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος για την άμεση αφαίρεση του συγκεκριμένου προφίλ από το Διαδίκτυο; Ή μήπως θα συνεχίσουν να κωφεύουν και να ανέχονται τον επονείδιστο εμπαιγμό του Γέροντα Παΐσιου;». Αυτή η ερώτηση βουλευτή της Χρυσής Αυγής επέφερε τη δίωξη του δημιουργού της σατιρικής ιστοσελίδας. Απαίτησε δηλαδή ο βουλευτής από την Πολιτεία να παρέμβει ώστε η Δικαιοσύνη να διώξει ένα πρόσωπο, επειδή ο ερωτών θεωρούσε πως η πίστη ορισμένων (βεβαίως όχι του ίδιου του βουλευτή που εικάζουμε πως έχει ακλόνητη πίστη) κλονίζεται και θίγεται από μια ιστοσελίδα που θα δουν μόνο αν πεισμόνως την αναζητήσουν. Στο θέατρο Χυτήριο, οι υπερασπιστές της πίστης πέρασαν στο επόμενο στάδιο. Ζήτησαν από την Πολιτεία να τους αφήσει να «καθαρίσουν» μόνοι τους. Περί βλασφημίας ο λόγος. Θα ήταν κατ' αρχήν εύκολο να θυμίσει κανείς στους αντιδρώντες πιστούς πως ο ιδρυτής της θρησκείας που υπερασπίζονται καταδικάστηκε για βλασφημία από την πολιτική εξουσία.
Επαθε δηλαδή ό,τι ζητούν οι πιστοί για τους εχθρούς τους. Παρακάμπτουμε την παρατήρηση για να μη χαρακτηριστούμε είρωνες ή βλάσφημοι. Είναι προτιμότερο να θυμίσουμε πως οι ίδιοι οι πιστοί δεν εκτίθενται στο «βλάσφημο» έργο παρά μόνο αν το επιδιώξουν: αν επισκεφτούν το θέατρο ή την έκθεση ζωγραφικής, αγοράσουν το βιβλίο ή αναζητήσουν την ιστοσελίδα. Εάν δεν το πράξουν, δεν κινδυνεύουν να προσβληθεί η πίστη τους.
Εδώ είναι ίσως το σημαντικότερο σημείο: η ποινικοποίηση της βλασφημίας δεν προστατεύει τους πιστούς από ένα έργο που προσβάλλει τη θρησκεία τους. Στην πραγματικότητα, τους επιτρέπει να παρεμποδίσουν όσους θέλουν να εκτεθούν στο έργο. Ενώ λοιπόν η κίνησή τους ενδύεται τον μανδύα της άμυνας, είναι στην ουσία εξόχως επιθετική κατά του καλλιτέχνη και του κοινού του. Και είναι για τούτο λειψή όποια αντίδραση εστιάζει μόνο στην ελευθερία έκφρασης του καλλιτέχνη και παραγνωρίζει τη σημαντική βλάβη που υφίσταται όποιος θέλει να εκτεθεί στο έργο τέχνης και παρεμποδίζεται.
Επαθε δηλαδή ό,τι ζητούν οι πιστοί για τους εχθρούς τους. Παρακάμπτουμε την παρατήρηση για να μη χαρακτηριστούμε είρωνες ή βλάσφημοι. Είναι προτιμότερο να θυμίσουμε πως οι ίδιοι οι πιστοί δεν εκτίθενται στο «βλάσφημο» έργο παρά μόνο αν το επιδιώξουν: αν επισκεφτούν το θέατρο ή την έκθεση ζωγραφικής, αγοράσουν το βιβλίο ή αναζητήσουν την ιστοσελίδα. Εάν δεν το πράξουν, δεν κινδυνεύουν να προσβληθεί η πίστη τους.
Εδώ είναι ίσως το σημαντικότερο σημείο: η ποινικοποίηση της βλασφημίας δεν προστατεύει τους πιστούς από ένα έργο που προσβάλλει τη θρησκεία τους. Στην πραγματικότητα, τους επιτρέπει να παρεμποδίσουν όσους θέλουν να εκτεθούν στο έργο. Ενώ λοιπόν η κίνησή τους ενδύεται τον μανδύα της άμυνας, είναι στην ουσία εξόχως επιθετική κατά του καλλιτέχνη και του κοινού του. Και είναι για τούτο λειψή όποια αντίδραση εστιάζει μόνο στην ελευθερία έκφρασης του καλλιτέχνη και παραγνωρίζει τη σημαντική βλάβη που υφίσταται όποιος θέλει να εκτεθεί στο έργο τέχνης και παρεμποδίζεται.
Η ποινικοποίηση της βλασφημίας παίρνει ένα ηθικό παράπτωμα (που εν τέλει αφορά μόνο όποιον δέχεται τον ηθικό κώδικα της εκάστοτε θρησκείας) και το μετατρέπει σε ποινικό αδίκημα που αφορά όλους. Ετσι αλλάζει η φύση του έννομου κράτους: πλέον δεν παρατηρεί ουδέτερα τη θρησκευτικότητα και την πίστη στον Θεό. Δεν προστατεύει απλώς το συνταγματικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Επιλέγει να προστατεύσει προνομιακά τα θρησκευτικά συναισθήματα και τα ανάγει σε έννομα αγαθά. Ποινικοποιεί λοιπόν ό,τι υποτίθεται πως θίγει τα συναισθήματα αυτά. Δρα συμπληρωματικά προς την εκκλησιαστική εξουσία, τιμωρεί την αμαρτία. Το κράτος καθίσταται θρησκευόμενο, θυσιάζει το δικαίωμα του δημιουργού στην ελευθερία της έκφρασης και των υπολοίπων στην ελεύθερη πληροφόρηση και επαφή με τα προϊόντα της τέχνης. Το αδίκημα της βλασφημίας επιτρέπει στους ζηλωτές να διεκδικούν για τον εαυτό τους ρόλο γενικού επιθεωρητή ιδεών και τεχνών.
Η ποινικοποίηση της βλασφημίας εν τέλει επιχειρεί να φιμώσει την τέχνη ή τον σατιρικό λόγο που δεν αρέσει σε κάποιους. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να αναζητήσει κανείς σε όλες τις πρόσφατες περιπτώσεις εάν όντως κλονίστηκε η πίστη των πιστών ή απλώς επικαλέστηκαν αυτή την απειλή για να περιορίσουν τα δικαιώματα των υπολοίπων. Οι ίδιοι πιστοί προ ετών κατέστρεφαν κινηματογράφους για να μην προβάλουν τον «Τελευταίο πειρασμό» του Σκορσέζε. Δεν προσβάλλονται σήμερα που η απαγορευμένη ταινία κυκλοφορεί παντού; Απλούστατα η ποινικοποίηση της βλασφημίας είναι ανόητη.
Και πάντως αφορά πράξεις που, ακόμα και αν κινούνται σε οριακά σημεία, στη συνείδηση του κόσμου δεν αποτελούν έγκλημα. Να γιατί η καταδίκη ή η αθώωση του βλάσφημου σε τίποτα τελικά δεν επηρεάζει την πρόσληψη του έργου του από το κοινό. Σφάλλει όποιος παραγνωρίζει πως η βέβηλη τέχνη και η σάτιρα έχουν ρίζες πολύ βαθιές. Το ίδιο και το θρησκευτικό αίσθημα. Είναι τόσο αστείο να πιστεύει κανείς πως μπορεί ένας εισαγγελέας να φιμώσει την πρώτη όσο ότι μπορεί ένας βλάσφημος να ξεριζώσει το δεύτερο.
ΥΓ: Ο τίτλος του άρθρου είναι δανεισμένος από την πολύ επιτυχημένη εκδήλωση της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι μέλος του ΔΣ της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου