Της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, Αυγή, ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ, 1.4.12
Αν δεν μπορούμε να σκεφθούμε αλλιώς (πράγμα που πίστευε ο 18ος αιώνας), τότε το σύστημα θα μείνει κι αυτό αναλλοίωτο, σκληραίνοντας συνεχώς.
Ο πρώην καγκελάριος Χέλμουτ Κολ θύμισε στους Ευρωπαίους πολιτικούς ότι παραβλέπουν την ανάγκη για μελλοντικές πολιτικές συμμαχίες, που υποχρεώνει την Ευρώπη να παίξει το ρόλο ισχυρής πολιτικής δύναμης. Η Ευρωπαϊκή Ενωση θα μπορούσε, χάρη στο πνεύμα που κληρονόμησε, να παίξει αυτό τον ρόλο με πολιτικές αποφάσεις ουσιαστικής αναδιάρθρωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αντί γι΄ αυτό, αρκείται να μετατρέπει σε ξερές οικονομικο-τεχνικές μεταβλητές τις γενικές και ειδολογικές έννοιες που προσδιορίζουν την φυσική και κοινωνικο-ιστορική πραγματικότητα του πλανήτη. Ο Κολ, με την προοπτική μιας ενιαίας Ευρώπης, θα μπορούσε να θυμίζει στους Ευρωπαίους πολιτικούς ότι λησμονούν την ψήφο εκατομμυρίων πολιτών, αρκούμενοι στον ρόλο δαμαστών με τεχνικές πολύ κατώτερες θηριοδαμαστών.
Πράγματι, η τεχνο-λογιστική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης μετατοπίζει το βάρος της ευθύνης από την προώθηση της δημοκρατίας και ενός στάτους κβο στοιχειώδους δικαιοσύνης στην διάσωση των χρηματοπιστώσεων, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να χαράξει πορεία με προοπτική και κατεύθυνση την προστασία και την χειραφέτηση των λαών της. Επιχειρεί απλώς να σταματήσει το χρόνο, πασχίζοντας να διορθώσει σοβαρές βλάβες των μηχανισμών υπερχρέωσης και υπερσυσσώρευσης∙ πράγμα σχεδόν αδύνατο, αν δεν αλλάξει τη λογική της και τη λογική αυτών των μηχανισμών.
Οι μισθωτοί και άνεργοι πολίτες, που με την εξαθλίωσή τους καλούνται να περισώσουν το καθεστώς μιας ατέρμονης και άσκοπης απληστίας, γνωρίζουν, από την εμπειρία τους, ότι ο χρόνος της Ιστορίας δεν είναι αναστρέψιμος και ότι σφάλματα που κάναμε στο παρελθόν και συνεχίζουμε να τα κάνουμε, πληρώνονται πολύ ακριβά, σε κόπο και χρόνο προκειμένου να διορθωθούν, αν, βέβαια, διορθώνονται∙ πράγμα που η Ιστορία κατά κανόνα, διαψεύδει. Ούτε μπορούμε να ξεχάσουμε ότι η τεχνοκρατούμενη, σήμερα, Ευρώπη άντλησε τις ιδέες για την πρόοδό της από έναν αρχαίο μοναδικό πολιτισμό που της έμαθε να σκέφτεται ορθολογικά και στοχαστικά ώστε να αναπτύξει μια μεγαλειώδη κουλτούρα, η οποία άγγιξε το ναδίρ, όταν στην μανία της Δύσης, για υπερσυσσώρευση και υπερέλεγχο, παρέδωσε το πνεύμα στην τεχνική και στη μαζική κουλτούρα που το ισοπεδώνουν. Λίγο μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου Πολέμου, Ευρωπαίοι θεωρητικοί, έχοντας κατά νου την καντιανή συσχέτιση δικαιοσύνης και ομοσπονδοποίησης των κρατών, και τις ιδέες του Προυντόν για μια ομόσπονδη Ευρώπη, προβληματίζονταν πάνω σ’ αυτή την προοπτική, για να ξεχαστούν όλα αυτά, μέσα στο ψυχροπολεμικό κλίμα που ακολούθησε.
Κανείς δεν είπε ότι η ανθρώπινη φύση είναι αγγελική ούτε ότι ο άνθρωπος ξεπέρασε την ροπή του στη θηριωδία και στη φενάκη. Κι επομένως, κανείς δεν ισχυρίζεται ότι η άσκηση της πολιτικής είναι εύκολη. Αντίθετα, προκειμένου να ελέγχει αντί να ελέγχεται από ιδιωτικά συμφέροντα, είναι θηριωδώς δύσκολη, πράγμα που καταλαβαίνει κανείς, όταν έλθει αντιμέτωπος με τον δόλο της Ιστορίας να θέτει υπό διακύβευση τα κυβεύματα της πολιτικής.
Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, Ευρωπαίοι επιστήμονες και φιλόσοφοι αντιπαρέθεσαν στη βλέψη της κατίσχυσης που υπηρέτησε η τεχνο-επιστήμη (techno-science) μια σκεπτόμενη επιστήμη (reflexive science) ικανή για ολιστικές και σε βάθος προσεγγίσεις που δείχνουν τι συμβαίνει κάτω από τα τυποποιημένα και χιλιομετρημένα ποσά και μεγέθη.
Με την επαναφορά της αναστοχαστικής σκέψης στον πυρήνα της επιστήμης, μπορέσαμε να δούμε ότι, στην κρίσιμη φάση που διανύει η νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς, κοινός παρονομαστής των κάθε λογής διακυβεύσεων είναι η αβεβαιότητα. Η διασφάλιση των μισθωτών από την ανήθικη μείωση του κόστους εργασίας και των ανέργων από την ανήθικη στέρησή της, η διάσωση του πλανήτη από την υπεράντληση φυσικών πόρων και από τον υπερπληθυσμό, η διάσωση, τέλος, της ίδιας της σκέψης που θα επέφερε τις αναγκαίες αλλαγές στη διαχείριση των πραγμάτων και στη διακυβέρνηση των λαών, όλα είναι πλέον στην κόψη του ξυραφιού.
Και ενώ κάθε διακινδύνευση μας επιβάλλει να προβληματισθούμε για την μια ή την άλλη ενδεχόμενη έκβαση, επικρατεί η φλυαρία ή η σιωπή, που παραπέμπουν στην ασκεψία και σε μια κτηνώδη απώθηση του συναισθήματος. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η τεχνο-λογιστική πολιτική, και η κοσμο-εικόνα της κυριάρχησης που την καθοδηγεί, είναι αδύνατο να παραμείνουν ίδιες∙ πράγμα που αρχίζουν να αντιλαμβάνονται εκατομμύρια εργαζομένων και ανέργων, που το τεχνοκρατικό καθεστώς δεν διστάζει να εξοντώσει φυσικά, ηθικά, και πνευματικά, αρκεί το ίδιο να μείνει αλώβητο. Το παραδέχονται και οι στυλοβάτες του, που όσο πιο πολύ βλέπουν την κρισιμότητα της κατάστασης, τόσο πιο πολύ εντείνουν τις λογιστικές τεχνικές.
Το σύστημα, παγιδευμένο στα χρηματοπιστωτικά παίγνια που επινόησε για τη διαιώνισή του, επιμένει στην τεχνο-πολιτική που το υπηρετεί, προκειμένου να μη σκεφθεί τρόπους αναδιάρθρωσης της δομής του, με βάση μια ουσιαστική και όχι απλώς τυπικά έγκυρη λογική: μια ενοποιητική λογική της μεσότητας κι όχι των προσθαφαιρέσεων και των αποκλεισμών. Και δεν φτάνει αυτό∙ μάς ειδοποιεί ότι η δημοκρατία κινδυνεύει από τον φασισμό, ενόσω η τεχνοκρατία είναι ήδη το προανάκρουσμα. Και, φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που ανακρούει πρύμνα. Η λυσσαλέα, όμως, προσπάθεια να ισχύει, χωρίς αναδιάρθρωση της δομής και της λογικής του, είναι ένα παρανοϊκό εγχείρημα, έξω από κάθε σχέση με την ιστορική πραγματικότητα. Έχοντας εξαντλήσει τους τρόπους συντήρησής του, μας ξαναγυρίζει σ’ έναν μεσαίωνα ανάλογο με αυτόν που το γέννησε, όταν ο φεουδαλισμός είχε φτάσει στα όρια του. Πολλούς αιώνες μετά, και ο καπιταλισμός, μη μπορώντας να αποφύγει δομικές αναδιαρθρώσεις, αν πρόκειται να σεβαστεί την δημοκρατία και τη νομιμότητα της, παλινδρομεί από τις τυπικές δημοκρατίες που εγκαθίδρυσε, στην παλινόρθωση μιας δεσποτείας στην υπηρεσία της οποίας θα τελούν οι αξιωματούχοι μικρών και μεγάλων χωρών.
Με αυτούς τους όρους, το ερώτημα τι να κάνουμε που κατέληξε να είναι το κατ’ εξοχήν ζήτημα της πολιτικής, είναι δραματικό. Ερώτημα υπαρξιακό, ηθικό και επιστημολογικό, με μακραίωνη ιστορία που αναδεικνύει θαυμάσια τις πολλαπλές του πτυχές. Εκτός από τους χριστιανούς κατηχητές και τους δογματικούς μεταφυσικούς φιλοσόφους, το έθεσε η εκσυγχρονισμένη μεσαιωνική οντολογία του καταδαμάζοντος όντος/είναι. Το έθεσε, όμως, και η Κριτική των Ιδεολογιών και η Κοινωνική θεωρία, όπως το θέτει και μια δυναμική Οντολογία του όντος/είναι και του δυνατόν-είναι που δεν θα αργήσει να δώσει την δική της απάντηση.
Όμως, όπως και η τεχνο-επιστήμη, έτσι και η τεχνο-πολιτική απογυμνώθηκε από τις στοχαστικές παραμέτρους της, αποσπώμενη επικίνδυνα από εκείνο το είδος της σκέψης που ξανασκέφτεται τα πεπραγμένα της για να δώσει λόγο γι’ αυτά. Επί χρόνια, η τεχνο-πολιτική αρκείται να κομπάζει τη δύναμή της να θέτει τη σκέψη υπό τον έλεγχο της εργαλειακότητας. Μάταιη κίνηση, γιατί η σκέψη, όταν την καθιστάς εργαλείο, την παροπλίζεις. Αφαιρώντας την οικουμενική προοπτική της, την κάνεις να μη μπορεί να σκεφτεί τι, ποιος και γιατί.
Χωρίς την οικουμενικότητα της σκέψης, η τεχνο-πολιτική είναι καταδικασμένη σε ρηχούς χειρισμούς, ενώ επείγει να καταστρωθούν στρατηγικές, στα μέτρα των αναγκών και όχι των περισπάσεων με τις οποίες τίς συγκαλύπτει, εκ του προχείρου, κάθε φορά.
Επείγει, επομένως –αν θέλουμε να συνεχίσουμε να σκεπτόμαστε και να αισθανόμαστε- να αποφασίσουμε αν μπορούμε να σκεφθούμε αλλιώς. Τους δυο τελευταίους αιώνες, χύθηκε πολύ μελάνι για να απαντηθεί αυτό το κρίσιμο ερώτημα, ώστε να ξέρουμε, σήμερα, ότι αν δεν μπορούμε να σκεφθούμε αλλιώς (πράγμα που πίστευε ο 18ος αιώνας), τότε το σύστημα θα μείνει κι αυτό αναλλοίωτο, σκληραίνοντας συνεχώς. Πράγμα παράδοξο για την φορά των πραγμάτων στο σύμπαν. Γι’ αυτό και οι Ευρωπαίοι ψηφοφόροι, παρά την χειραγώγηση των ΜΜΕ που εξοντώνουν μεθοδικά τα διαθέσιμα αποθέματα μνήμης, φαντασίας, διανοητικής περιέργειας και κριτικής σκέψης των λαών, αναλογίζονται την επερχόμενη εξαθλίωση και αμάθεια από την οποία πιστέψαμε ότι έχουμε απαλλαγεί.
Για μας που ζούμε τις ολέθριες συνέπειες της πελατειακής πολιτικής που επί χρόνια ασκείται στην χώρα μας, με έξοδα του δημοσίου, η τεχνο-πολιτική που ελέγχει συντάξεις-επιδόματα δήθεν ζώντων, τυφλών, αναπήρων, δεν φτάνει για να μειώσει το δημόσιο έλλειμμα. Το πέρασμα σε μια σκεπτόμενη πολιτική είναι κρίσιμο.
Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη διδάσκει Φιλοσοφία στο ΑΠΘ και είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου