Του Δημήτρη Ψυχογιού, the book's journal, τχ. 4
Oι χάρτινες εκδόσεις των εφημερίδων πνέουν τα λοίσθια. H αγορά τους συρρικνώνεται παγκοσμίως, και αναλόγως συμβαίνει στη μικρή αγορά και της Eλλάδας. Tο ηλεκτρονικό μέλλον της δημοσιογραφίας αλλάζει πολλά. Tι χάνεται σε αυτή την εποχή της μετάβασης, τι μπορεί να διατηρηθεί και τι μπορεί να κερδηθεί.
Την Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010 οι αναγνώστες του ημερήσιου Βήματος είδαν να επιβεβαιώνονται οι φόβοι τους και οι ψίθυροι που κυκλοφορούσαν, όταν διάβασαν στην πρώτη σελίδα του ότι «το Βήμα παύει να τυπώνεται σε χαρτί. Από σήμερα οι αναγνώστες του θα μπορούν να το διαβάζουν στην οθόνη του υπολογιστή τους»,
για την ακρίβεια, «μόνο στην οθόνη του υπολογιστή τους» θα έπρεπε να γράφει η ανακοίνωση: στις οθόνες το κυριακάτικο Βήμα βρίσκεται από το 1997 και από το 2007 το ημερήσιο. Οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας είχαν υποστεί την ψυχρολουσία την προηγουμένη, όταν ανακοινώθηκε ότι η από καιρού αναμενόμενη κατάργηση της έντυπης έκδοσης είχε αποφασιστεί και το φύλλο για το οποίο έγραφαν θα ήταν το τελευταίο. Πάντα ελπίζει κανείς στο θαύμα που μπορεί να σώσει τον ασθενή και τις θέσεις εργασίας, στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στο εξής, θα έπρεπε να προσαρμοστούν στις αναγκαιότητες της ψηφιακής δημοσιογραφίας. Στις 28 Νοεμβρίου, ο Σταύρος Ψυχάρης εξηγούσε στο τακτικό κυριακάτικο άρθρο του ότι:Το γεγονός αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μόνον της οικονομικής κρίσης στον κόσμο, στην Ευρώπη ειδικότερα και στην Ελλάδα ιδιαίτερα. Η διακοπή εκδόσεως του καθημερινού φύλλου του «Βήματος» είναι αναπόφευκτη συνέπεια της τεχνολογικής εξέλιξης, αλλά και της επιθυμίας των πολιτών να έχουν όλο και περισσότερη, ταχύτερη και ευρύτερη ενημέρωση.
Η «επιθυμία των πολιτών» τεκμαίρεται από το γεγονός ότι το ημερήσιο έντυπο Βήμα είχε κυκλοφορία 6.000 φύλλα την εβδομάδα πριν κλείσει (άρα 20-25 χιλιάδες αναγνώστες, αν υποθέσουμε ότι κάθε φύλλο που αγοράζεται το διαβάζουν 3-4 άτομα συνολικά), ενώ η αναγνωσιμότητα του ψηφιακού Βήματος ήταν κοντά στις 85.000 ημερησίως εκείνη την εποχή. Αθροιστικά οι αναγνώστες, ξεπερνούσαν καθημερινά τις 100.000 (και ήσαν πολλαπλάσιοι τις Κυριακές λόγω της υψηλής κυκλοφορίας του Βήματος), αριθμός που θυμίζει τις παλιές καλές ημέρες, όταν η ανάγνωση των εφημερίδων αποτελούσε καθημερινή συνήθεια εκατομμυρίων πολιτών. Και όμως, παρά τη μεγάλη αναγνωσιμότητα, το έντυπο Βήμα αναγκάστηκε να κλείσει. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν χιλιάδες εφημερίδες σε όλον τον κόσμο (και όλες οι ελληνικές): η αναγνωσιμότητα τους παραμένει υψηλή αλλά η οικονομική τους κατάσταση είναι πολύ κακή και η καθημερινή εκτύπωση τους καταντά δυσβάστακτο βάρος. Η αιτία βρίσκεται στην απώλεια εσόδων από πωλήσεις φύλλων λόγω της μείωσης της κυκλοφορίας τους, στο γεγονός ότι η ανάγνωση στο Διαδίκτυο είναι δωρεάν (ή σχεδόν) και στο ότι τα διαφημιστικά έσοδα από το Ιντερνέτ δεν είναι υποκαθιστούν αυτά που χάνονται από τις έντυπες εκδόσεις τους λόγω της μείωσης της κυκλοφορίας τους: η διαφήμιση στο Διαδίκτυο είναι πολύ φθηνότερη από τη διαφήμιση στο χαρτί. Είναι πασίγνωστο ότι όλα οι ημερήσιες εκδόσεις των ελληνικών εφημερίδων είναι εδώ και χρόνια παθητικές, συντηρούνται από τις κυριακάτικες εκδόσεις. Εξαίρεση αποτελούν πολλές εφημερίδες, η πλειοψηφία των αθηναϊκών εφημερίδων «εθνικής κυκλοφορίας», με ελάχιστες πωλήσεις που συντηρούνται είτε από το πολιτικό χρήμα (κυρίως αυτό της κρατικής διαφήμισης αλλά και της άμεσης χορηγίας από κόμματα ή πολιτικούς) και από σκανδαλώδεις ρυθμίσεις σε ό,τι αφορά την υποχρέωση «δημοσίευσης ισολογισμών» από τις ελληνικές εταιρείες και (στην επαρχία κυρίως) την υποχρέωση δημοσίευσης αποφάσεων δικαστηρίων, τοπικών αρχών, πλειστηριασμών, κτλ.
Αλλά οι 20.000 καθημερινοί αναγνώστες του έντυπου Βήματος μάλλον είδαν το κλείσιμό του σαν απώλεια παρά σαν τεχνολογική πρόοδο: έχαναν τον παλιό σύντροφο στον πρωινό καφέ, τον φιλικό συνεπιβάτη στο κατά τη μετακίνηση προς τη δουλειά. Έχασαν τις περιχαράκωμένες στήλες με τα κείμενα των αρθρογράφων που εκτιμούσαν ή μισούσαν, το οικείο «στήσιμο» των σελίδων που καθοδηγούσε την ανάγνωση, τη γνωστή τάξη της θεματικής διάρθρωσης που οργάνωνε το χάος των ειδήσεων τις ημέρας. Όταν κάποια εφημερίδα σταματά να τυπώνεται, οι αναγνώστες της νιώθουν σαν να αναγκάστηκαν να αφήσουν αγαπημένο βιβλίο ημιτελές. Η ανάγνωση στο Διαδίκτυο είναι σαν να έχεις πολλά βιβλία ανοιχτά ταυτόχρονα και να διαβάζεις πότε από το ένα, πότε από το άλλο. Αποκλειστικός, μονογαμικός έρωτας για τα sites δεν υπάρχει.
Οι τετραπλάσιοι, 70-80 χιλιάδες που το διάβαζαν καθημερινά (και δωρεάν) στο Ιντερνέτ μάλλον δεν θα καταλάβουν τη διαφορά, μπορεί και να περάσει πολύς καιρός ώσπου να μάθουν ότι το χάρτινο υπόβαθρο των κειμένων δεν υπάρχει πλέον. Και τι τους νοιάζει; Τα κείμενα και οι φωτογραφίες, τα ρεπορτάζ και τα άρθρα που θα ετοιμάζουν πια μόνο για το Ιντερνέτ οι συντάκτες του Βήματος θα είναι πάντα εκεί να τους περιμένουν. Βέβαια, δεν θα έχουν την γλωσσική και εικαστική αρτιότητα των έντυπων κειμένων: οι παραδόσεις της τυπογραφίας απαιτούν να ελέγχουν και να ξαναελέγχουν τα κείμενα πριν τυπωθούν πολλά ζευγάρια μάτια: αρχισυντάκες, συντάκτες ύλης, διορθωτές και να γίνονται διορθωτικές επεμβάσεις ακόμα και με διακοπή του πιεστηρίου _ τουλάχιστον στις εφημερίδες που σέβονται τους αναγνώστες τους και τα κείμενα, όπως συνέβαινε στο Βήμα. Η ιντερνετική δημοσιογραφία ενδιαφέρεται περισσότερο για την ταχύτητα και θέτει σε δεύτερη μοίρα γραμματική και την καλλιέπεια. Ενδυναμώνει, βέβαια, τις ενημερωτικές και γνωστικές δυνατότητες με τα links των ψηφιακών υπερκειμένων αλλά αυτά κάνουν την ανάγνωση ακόμη πιο χαοτική και ενταφιάζει ακόμη βαθύτερα την αποκλειστικότητα της σχέσης που διαμορφώνει η έντυπη εφημερίδα.
Μερικές χιλιάδες από αυτούς τους ιντερνετικούς αναγνώστες μπορεί και να μην ήξεραν καν ότι υπήρχε το έντυπο Βήμα γιατί οδηγούνταν τυχαία στα δικτυακά κείμενα του, μέσα από τις μηχανές αναζήτησης ή επειδή κάποιος φίλος τους ανάρτησε link στο facebook: βλέπουν απλώς μπροστά τους σελίδα που έχει τις πληροφορίες που τους ενδιαφέρουν, διαβάζουν, κλέβουν με copy-paste για την εργασία τους οι φοιτητές ό,τι τους αρέσει _ και με ένα κλικ πάνε για άλλα.
Δεν είναι δηλαδή ότι χάνεται η μυρωδιά του χαρτιού, η αφή, η κίνηση του ξεφυλλίσματος μαζί με το χάρτινο Βήμα, όπως θρηνούν οι ρομαντικοί νοσταλγοί του Γουτεμβέργιου _ αποδυναμώνεται ή και χάνεται η ταυτότητα κάθε εντύπου που περνά το περιεχόμενό του στο Ιντερνέτ: το αντικείμενο «εφημερίδα Το Βήμα» είναι χωρικά και χρονικά προσδιορισμένο, ήταν συνειδητή απόφαση να το διαλέξεις ανάμεσα σε όλες τις άλλες εφημερίδες από το περίπτερο και να το πάρεις μαζί σου ή να το φέρεις σπίτι σου. Το να διαβαστεί ένα κείμενο σε ιστότοπό, στις μισές περίπου περιπτώσεις, δείχνουν οι καταμετρήσεις για τις εφημερίδες, είναι αλγοριθμικό γεγονός: οφείλεται στις μηχανές αναζήτησης και στις τεχνικές που χρησιμοποιούν για να προβάλουν στον χρήστη των υπηρεσιών τους τις ιστοσελίδες που υποθέτουν ότι ικανοποιούν τα κριτήρια αναζήτησης περιεχομένου. Δεδομένου ότι υπάρχουν sites που στήνονται μόνο και μόνο για να εκμεταλλευθούν υπέρ αυτών τους αλγορίθμους των μηχανών αναζήτησης και επιπλέον κοπιάρουν ασύστολα το περιεχόμενο των εφημερίδων, είναι πολύ πιθανόν να διαβάζει κανείς το περιεχόμενο του Βήματος ή της Καθημερινής χωρίς ποτέ να φθάσει στους ιστοτόπους τους.
Η απωλεια του εμπιστου συνομιλητη
Σε αντίθεση με τα έντυπα μέντια (τις εφημερίδες, τα βιβλία, τα περιοδικά) για τα οποία αποτελεί συνειδητή απόφαση η απόκτησή τους και η ένταξη τους στον ιδιωτικό χώρο, τα ηλεκτρονικά, ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί, βρέθηκαν στα σπίτια μας απροσκάλεστα ευθύς εξ αρχής _ θυμάμαι τη γιαγιά μου να διαμαρτύρεται πριν τριάντα χρόνια στην κόρη της που άνοιξε την τηλεόραση στο σαλόνι «τι μου τους έφερες όλους αυτούς εδώ μέσα;». Δυνάμει, ήσαν όλοι εκεί όχι μόνο αυτοί που έβλεπε αλλά και εκατοντάδες άλλοι: αρκούσε να πατήσεις ή να γυρίσεις το κουμπί για να μεταφερθείς από τον ένα σταθμό στο άλλο. Τώρα και όλες οι ψηφιακές εφημερίδες είναι στο σπίτι μας, ένα κλικ απόσταση η μία από την άλλη _ οι αναγνωστικές συνήθειες δεν έχουν τον παλιό γραμμικό τους ειρμό που όριζε το ξεφύλλισμα της εφημερίδας.
Και λίγη ώρα μετά το βόσκημα στο Ιντερνέτ, έχεις ξεχάσει αν το τάδε κείμενο το διάβασες στο site αυτής ή της άλλης εφημερίδα, όπως ξεχνάς σε ποιο σταθμό άκουσες κάποια είδηση ή τραγούδι. Τι σημασία έχει άλλωστε από πού ήρθαν όλα αυτά τα δωρεάν κοινής λήψεως περιεχόμενα _ γιατί ειδησεογραφικές αποκλειστικότητες δεν υπάρχουν στο Ιντερνέτ, λίγα δευτερόλεπτα μετά τη δημοσίευσή της η αποκλειστική είδηση που ήταν περιχαρακωμένη στην έντυπη έκδοση (και ενίοτε κρατιόταν μυστική ακόμα και στις νυχτερινές συσκέψεις για το «κλείσιμο» της πρώτης σελίδας) έχει αντιγραφεί σε δεκάδες, εκατοντάδες sites.
Στο Δίκτυο, τα κείμενα αυτονομούνται από την πηγή, τον φορέα, που τα δημοσιεύει – και κάθε κειμενογράφος αυτονομείται από τη συλλογικότητα της πηγής που εντάσσεται: γυρίζοντας εδώ και εκεί οι νομάδες αναγνώστες έχουν εντοπίσει αυτούς που γράφουν κείμενα που τους αρέσουν ή τους εκνευρίζουν και, είτε φιλήδονοι είτε μαζοχιστές, επιστρέφουν καθημερινά, αδιαφορώντας για όλο το άλλο περιεχόμενο του site. Κάποτε έπρεπε να αγοράζεις το Βήμα για να διαβάζεις τον Μαρωνίτη και ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να τον απομονώσεις από όσους έγραφαν δίπλα ή μετά. Στην οθόνη του υπολογιστή μπορείς να πας κατευθείαν στο κείμενό του, και οι αρθρογράφοι όλων των άλλων εφημερίδων είναι σε απόσταση μερικών κλικ, στην ίδια ακριβώς απόσταση με τους αρθρογράφους του Βήματος που, θεωρητικά, συντροφεύουν τον Μαρωνίτη.
Άλλωστε, το πλήρες περιεχόμενο των sites δεν το μαθαίνουν ποτέ οι αναγνώστες: ξεφυλλίζοντας το αντικείμενο «εφημερίδα» έχεις πλήρη εικόνα της ύλης της, οι τίτλοι και οι υπογραφές και διαγώνιες ματιές σε βοηθούσαν να έχεις συνολική εποπτεία του περιεχομένου και να επιλέξεις κείμενα, ήσαν όλα σχεδόν εντελώς δημοκρατικά παρατεταγμένα. Τώρα, μόνο τίτλους βλέπεις, και μόνο αν είναι στην πρώτη σελίδα. Ποιος έχει το κουράγιο να κάνει κλικ σε όλους για να αποκτήσει τη συνολική εποπτεία;
Ήτοι, οι αναγνώστες του ημερήσιου Βήματος δεν στερήθηκαν απλώς την «έντυπη μορφή» περιεχομένου που μπορούν πια να το βρίσκουν στο Δίκτυο έχασαν έμπιστο συνομιλητή που δεν θα τον βρουν εκεί: στο Ιντερνέτ θα έχουν μεμονωμένα κείμενα και μεμονωμένες υπογραφές για συνομιλητές. Που άλλοι θα είναι στο Βήμα, άλλοι αλλού. Μπορεί να μελαγχολούν κάποιοι αναγνώστες ή δημοσιογράφοι για αυτό αλλά δεν μου φαίνεται πως η ελευθερία επιλογής συνομιλητών είναι κακή εξέλιξη _ θα είναι κακή μόνο για τους παραγωγούς περιεχομένου που δεν μπορούν να προσαρμοστούν σε αυτή τη νέα κατάσταση ελευθερίας των αναγνωστών τους.
Το ψηφιακό Βήμα ή η ψηφιακή Καθημερινή ή τα ψηφιακά Νέα για αυτούς που τα εκτιμούν και τα αγαπούν δεν θα είναι τόποι συμβίωσης με αγαπημένα κείμενα, ενδιαφέρουσα θεματική και ειδησεογραφία: θα είναι ασφαλή αγκυροβόλια από όπου θα ξεκινούν τα ταξίδια τους στο Δίκτυο με κλικ εδώ και εκεί και θα επιστρέφουν σοφότεροι _ αλλά και απαιτητικότεροι.
ολα αλλαζουν
Αλλά ίσως τα πράγματα αλλάξουν, αν αλλάξουν η οικονομία και η τεχνολογία της ψηφιακής παραγωγής περιεχομένου: αν η πρόσβαση στα sites πάψει να είναι δωρεάν, αν αποκτήσουν δομή που να επιτρέπει να ξαναγίνουν ολότητα τα κατακερματισμένα ψηφιακά κείμενά τους, ίσως αποκτήσουν πάλι ταυτότητα, ίσως γίνουν πάλι οι παλιοί γνωστοί προνομιακοί συνομιλητές. Αλλά και αυτό, απλή υπόθεση είναι: τα έντυπα που ονομάζουμε εφημερίδες χρειάστηκαν αιώνες για να αποκτήσουν την μορφή που έχουν και είναι αναγνωρίσιμη όπου και αν βρεθούμε στον κόσμο. Τα ψηφιακά μέσα είναι ακόμη στα σπάργανα, incunabula, όπως αποκαλούν και τα πριν το 1500 έντυπα βιβλία.
*Και η συντακτική διαδικασία θα κατακερματιστεί: η τρομερή και ιερή στιγμή που η εφημερίδα «κλείνει» τη μία μετά την άλλη τις σελίδες της για να τις στείλει στο τυπογραφείο, η στιγμή που καθόριζε την ημερήσια δημοσιογραφική ρουτίνα και απαιτούσε όλοι να είναι παρόντες στην αίθουσα σύνταξης νωρίς το απόγευμα για να γράψουν και να παραδώσουν τα κείμενα τους, αυτή η κορυφαία στιγμή καταργείται. Η ιντερνετική δημοσιογραφία απαιτεί συνεχή παραγωγή περιεχομένου, όπως στα πρακτορεία ειδήσεων και στους ραδιοφωνικούς σταθμούς, απαιτεί βάρδιες που εναλλάσσονται _ που θα πει ότι οι πρωινοί συντάκτες μπορεί να μη συναντηθούν ποτέ με τους βραδινούς. Η κοινωνικότητα και οι εργασιακές σχέσεις θα είναι διαφορετικές στη νέα εποχή.
Που θα πει, επίσης, ότι οι ρεπόρτερ πρέπει να γράφουν αμέσως και όχι να περιμένουν το απόγευμα· ότι θα χρειάζεται να στέλνουν τα ρεπορτάζ από εκεί που βρίσκονται, να φωτογραφίζουν, να ηχογραφούν, να βιντεοσκοπούν και να δημιουργούν πολυμεσικό περιεχόμενο για να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες του νέου μέσου. Η αποκλειστική ενασχόληση με το γράψιμο θα είναι πολυτέλεια (ίσως και εκφραστική φτώχεια) για λίγους, κυρίως τους παλιούς, όπως πριν λίγα χρόνια κάποιοι επέμεναν να γράφουν με πένα σε δημοσιογραφικό χαρτί και ας είχαν στα γραφεία τους υπολογιστές. Θα πρέπει να είναι άνθρωποι ορχήστρες που τρέχουν σε αγώνα ταχύτητας οι ιντερνετικοί δημοσιογράφοι. Αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι η Διεύθυνση μπορεί να γνωρίζει πόσους αναγνώστες προσέλκυσε κάθε δημοσίευμα, όπως στους τηλεοπτικούς σταθμούς γνωρίζουν την τηλεθέαση κάθε εκπομπής τους, το επάγγελμα θα γίνει πιο ανταγωνιστικό.
Προσφιλεις νεκροι
Αλλά ώσπου να φθάσουμε εκεί, το δημοσιογραφικό επάγγελμα θα αντιμετωπίσει τρομερή κρίση: αν η Απογευματινή έκλεισε νέτα-σκέτα, αν το ημερήσιο Βήμα προηγείται κατά πέντε χρόνια των New York Times (ο εκδότης τους ανακοίνωσε πως πιθανότατα το 2015 η εφημερίδα δεν θα τυπώνεται, θα υπάρχει μόνο στο Ιντερνέτ), αν άλλες ιστορικές εφημερίδες έκαναν το ίδιο πριν το Βήμα, αυτές οι μετακινήσεις δεν είναι ξένοιαστος περίπατος που οδηγεί από το μελάνι και το χαρτί στα λειβάδια πυριτίου και στις οθόνες πλάσματος της νέας τεχνολογίας: η κατάσταση των εφημερίδων ήταν δύσκολη σε Ευρώπη και Αμερική εδώ και δέκα χρόνια περίπου, ήρθε η κρίση και έγινε τραγική – ιδιαίτερα στη χώρα μας που βρίσκεται μάλλον στη χειρότερη θέση από όλες. Πρακτικά, καμιά ελληνική ημερήσια εφημερίδα δεν έχει κυκλοφορία που να αξίζει να την υπερασπιστεί, ζημιές μόνο συσσωρεύουν. Φυσικά, υπάρχει η ελπίδα του «τελευταίου»: όταν οι άλλες (ή οι περισσότερες) αναγκαστούν να κλείσουν τις έντυπες ημερήσιες εκδόσεις τους, οι αναγνώστες τους θα έρθουν σε εμάς. Αλλά αμφιβάλλω αν αυτή η τακτική θα επιτρέψει μεσοπρόθεσμα την ύπαρξη έστω και μιας έντυπης ημερήσιας έκδοσης _ εκτός από τις εκδόσεις των προνομιούχων λαθρόβιων στις οποίες αναφέρθηκα παραπάνω, αν οι πολιτικοί εξακολουθούν να τις έχουν ανάγκη.
Οι εφημερίδες θα χάσουν την παραδοσιακή ταυτότητά τους, όμως εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες, συντάκτες, τεχνικοί, διοικητικοί θα χάσουν τη δουλειά τους ή θα δεχθούν μειώσεις μισθών στα ελληνικά μέσα. Δεν φταίει μόνο η κρίση: βαριές ευθύνες έχουν κυβερνήσεις και κόμματα, οι εκδότες αλλά και οι δημοσιογράφοι _ οι επαγγελματικές ενώσεις τους εννοώ, την ΕΣΗΕΑ κυρίως. Τα προβλήματα είναι γνωστά εδώ και χρόνια, άλλοι δεν τα έβλεπαν και άλλοι δεν τολμούσαν να τα θίξουν. Η πολύ άσχημη έως τραγική κατάσταση όλων σχεδόν των ελληνικών μεντιακών επιχειρήσεων δεν επιτρέπει καμιά αισιοδοξία για το μέλλον.
Αλλά χρειάζονται σελίδες και σελίδες για να περιγραφούν και να αναλυθούν όλα αυτά. Για παράδειγμα και μόνο, τα δημοσιογραφικά ασφαλιστικά και επικουρικά ταμεία στηρίζονται στο «αγγελιόσημο», στο 20% που καταβάλλουν οι διαφημιζόμενοι επιπλέον της τιμής της καταχώρησης (ή του τηλεοπτικού/ραδιοφωνικού σποτ) και αυτό το τέλος αντικαθιστά την εργοδοτική εισφορά, οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές. Έτσι έχουμε μεταφορά πόρων από τις μεγάλες εφημερίδες (και περιοδικά και σταθμούς) που συγκεντρώνουν τον μεγάλο όγκο της διαφημιστικής δαπάνης στις μικρές που δεν έχουν διαφημίσεις (πλην των κρατικών χαριστικών). Ο τεράστιος, συγκριτικά με τις ευρωπαϊκές χώρες, εφημερίδων και σταθμών στη χώρα μας ευνοείται και από το γεγονός της μη καταβολής εργοδοτικών εισφορών από τους εκδότες. Είναι καλό αυτό επειδή εξασφαλίζει την πολυφωνία; Μια ματιά στα περίπτερα πείθει για το πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο της πολυφωνίας που εξασφαλίζουν οι χαριστικές πολιτικές ρυθμίσεις.
Επιπλέον, για τις διαφημίσεις στο Ιντερνέτ δεν υπάρχει αγγελιόσημο _ και αυτό είναι το πρόσχημα για να μη γίνονται μέλη των δημοσιογραφικών ενώσεων οι νέοι, κυρίως, που εργάζονται σε αυτά και να χάνουν τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα, άλλο σκάνδαλο αυτό. Με δεδομένο ότι η διαφήμιση συνεχώς μετακινείται προς το Διαδίκτυο (στις ΗΠΑ, η συνολική διαφημιστική δαπάνη σε αυτό ξεπέρασε φέτος για πρώτη φορά τη δαπάνη προς τις εφημερίδες) και ότι είναι μάλλον αδύνατο να αναγκάσεις τη μεγαλύτερη διαφημιστική εταιρεία στο Δίκτυο, την Google, να πληρώσει αγγελιόσημο, αναρωτιέμαι τι σκέφτεται να πράξει η ΕΣΗΕΑ για το θεμελιώδες αυτό ζήτημα. Πιθανότατα, απολύτως τίποτα: βλέποντας και κάνοντας, ώσπου να έρθουν τα ακόμη χειρότερα από τα σημερινά.
Σε όποια αίθουσα σύνταξης και αν πας τις ημέρες αυτές, σε εφημερίδες και σταθμούς, υπάρχει ανησυχία, αγωνία, φόβος ατομικός, και συλλογικός για το αν περιλαμβάνονται αυτοί που συναντάς στα θύματα της κρίσης. Υπάρχει θλίψη σαν σε κηδεία. Λες «καλημέρα, τι γίνεται;», ο άλλος σου απαντά «καλά, εσύ τι κάνεις;», ανταπαντάς «ας τα λέμε καλά». Ο νους όμως τρέχει στον προσφιλή νεκρό και ντρέπεσαι που χρησιμοποιείς αμήχανα το συμβατικό «καλά» ενώ αυτός κείτεται λίγα μέτρα πιο πέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου