Του Θέμη Λαζαρίδη, www.aixmi.gr
Η αξιολόγηση των ελληνικών Πανεπιστημίων θεσπίστηκε το 2005 μετά από πιέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην αρχή πολεμήθηκε με πάθος από τους συνδικαλιστές και τις ηγεσίες των Πανεπιστημίων,
αλλά με τα χρόνια ο θεσμός έγινε αποδεκτός. Πρόσφατα ανακοινώθηκε ότι
ολοκληρώθηκαν οι εξωτερικές αξιολογήσεις όλων των ελληνικών
πανεπιστημιακών Τμημάτων, με τις εκθέσεις αναρτημένες στην ιστοσελίδα
της Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας (ΑΔΙΠ, adip.gr). Στις περισσότερες περιπτώσεις οι αξιολογητές ήταν
καθηγητές ελληνικής καταγωγής που εργάζονται σε Πανεπιστήμια της
αλλοδαπής. Όλα αυτά είναι πολύ θετικά, αλλά ο θεσμός δεν θα επιτελέσει
το στόχο του, που είναι η βελτίωση της Εκπαίδευσης, αν δεν ακολουθήσουν
περαιτέρω βήματα. Το πρώτο ερώτημα που μπορεί να θέσει κάποιος είναι το εξής: ποια είναι η ποιότητα αυτών των αξιολογήσεων;
Είναι πλήρεις; Είναι αντικειμενικές; Είναι αυστηρές; Είναι, φυσικά,
δύσκολο να γίνει συστηματική «αξιολόγηση των αξιολογήσεων» και η
μεθοδολογία για κάτι τέτοιο δεν είναι προφανής.
Θα κάνω όμως, μια μικρή δειγματοληψία με βάση
αντικειμενικά δεδομένα και άλλες πληροφορίες, που υπέπεσαν στην αντίληψή
μου τα τελευταία χρόνια, και θα εκφέρω μια προσωπική γνώμη.
Πολύ πρόσφατα δημοσιεύθηκε μια βιβλιομετρική μελέτη των ελληνικών
Τμημάτων Πολιτικών Μηχανικών (N.Kazakis, Scientometrics, online
27/5/14). Η μελέτη αυτή μέτρησε τις δημοσιεύσεις και τις αναφορές κάθε μέλους ΔΕΠ
στα Τμήματα αυτά και εξήγαγε κάποιους μέσους βιβλιομετρικούς δείκτες.
Τα συνέκρινε, μάλιστα, με το αντίστοιχο τμήμα του Imperial College του
Λονδίνου.
Σύμφωνα με τους περισσότερους δείκτες η κατάταξη των Τμημάτων, όσον
αφορά την ερευνητική παραγωγή, είναι: Imperial > Πάτρας > Αθηνών
> Βόλου > Ξάνθης > Θεσσαλονίκης. Η κατάταξη δείχνει ξεκάθαρα
ότι το Τμήμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου είναι το χειρότερο στην Ελλάδα.
Ας δούμε τώρα στην εξωτερική αξιολόγηση του τμήματος Πολιτικών
Μηχανικών του ΑΠΘ, που ολοκληρώθηκε το 2013 και υπογράφεται από 5
Έλληνες πανεπιστημιακούς του εξωτερικού.
Στο τμήμα της αξιολόγησης που ασχολείται με την έρευνα αναφέρει (σε
δική μου μετάφραση από τα Αγγλικά): «Ο αριθμός και η ποιότητα των
δημοσιεύσεων που δηλώθηκαν, είναι συγκρίσιμος με άλλα Ιδρύματα του
εξωτερικού. Ανάμεσα στα μέλη ΔΕΠ υπάρχουν άτομα με διεθνή πρωτοποριακή
ερευνητική παραγωγή. Ο κατάλογος των ερευνητικών εργασιών είναι
εντυπωσιακός … Υπάρχουν στοιχεία αριστείας σε όλα τα εργαστήρια … Το
αποτέλεσμα της έρευνας είναι υψηλά εκτιμώμενο σε εθνικό και διεθνές
επίπεδο. Αυτό αποδεικνύεται από τις αναφορές, τις προσκλήσεις για
ομιλίες, τη συμμετοχή σε διεθνείς επιτροπές».
Διαβάζοντας το παραπάνω θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για πολύ καλό Τμήμα. Ποτέ δεν θα σκεφτόταν ότι πρόκειται για το χειρότερο (ερευνητικά) ελληνικό τμήμα. Η διαφορά οφείλεται στο ότι η μελέτη αυτή είναι υποκειμενική, ποιοτική και αναφέρεται σε ένα μόνο Τμήμα, ενώ η μελέτη του κ. Καζάκη είναι ποσοτική και συγκρίνει ανάλογα τμήματα.
Οι ποιοτικές αξιολογήσεις είναι πολύτιμες, αλλά οι ποσοτικές, με το αμείλικτο των αριθμών, βγάζουν κάποιες αλήθειες που δεν είναι ορατές στις ποιοτικές αξιολογήσεις. Είναι, επίσης, αλήθεια ότι πολλές φορές οι αξιολογητές τείνουν να «στρογγυλέψουν» το λόγο τους, είτε γιατί έχουν φιλικές σχέσεις με το Τμήμα, είτε από απλή ευγένεια και συναδελφικότητα.
Βρίσκω επομένως, την αξιολόγηση αυτή υπερβολικά επιεική.
Σε προηγούμενο άρθρο του ο κ. Καζάκης και οι συνεργάτες του εφάρμοσαν
την ίδια μεθοδολογία στις 7 Ιατρικές Σχολές (Scientometrics, 98:1367,
2014). Η κατάταξη που έκαναν ήταν Κρήτης >Ιωαννίνων > Αθηνών>
Θεσσαλίας > Πάτρας> Αλεξανδρούπολης>Θεσσαλονίκης. Ως χειρότερη
επομένως, εμφανίζεται η Ιατρική του ΑΠΘ.
Πριν από μερικά χρόνια είχα δημοσιεύσει λίστα των λεκτόρων και
επίκουρων της Ιατρικής ΑΠΘ, που έδειχνε ότι {30-40% ήταν παιδιά
καθηγητών.} Είχα επομένως, μια περιέργεια αν η εξωτερική αξιολόγηση, που
έγινε στις αρχές του 2011 από 5 Έλληνες καθηγητές του εξωτερικού, θα
ανέφερε κάτι για αυτό το πρόβλημα. Ι
Με ικανοποίηση είδα ότι αναφέρεται ρητά στον νεποτισμό,
σε αρκετά σημεία. Επίσης, αναφέρει ότι το πρόβλημα έχει αναγνωριστεί
από την ηγεσία του Πανεπιστημίου και γίνονται προσπάθειες να
περιοριστεί.
Αυτό ακούγεται θετικό, αλλά δεν θα το χειροκροτήσω μέχρι να δω απτά
αποτελέσματα. Και στα άλλα θέματα οι κριτές μιλούν ανοιχτά. Δίνουν
εύσημα εκεί που πρέπει, αλλά και επικρίνουν χωρίς ενδοιασμό τη μικρή
απήχηση του ερευνητικού έργου των καθηγητών και τα άλλα μεγάλα
προβλήματα, κάνοντας εξαιρετικές συστάσεις.
Είναι, νομίζω, ποιοτική και εύστοχη αξιολόγηση.
Πριν από μερικά χρόνια είχα κάνει ανάλογη μελέτη για τα τμήματα
Χημείας, Φυσικής και Χημικών Μηχανικών (Scientometrics, 82:211, 2010).
Στη μελέτη εκείνη η κατάταξη των τμημάτων Φυσικής ήταν η εξής:
Κρήτης>Ιωαννίνων>Αθηνών>Θεσσαλονίκης>Πάτρας. Τελευταίο,
δηλαδή, από άποψη ερευνητικής απήχησης ήταν το τμήμα της Πάτρας. Η
εξωτερική αξιόλογηση του τμήματος αυτού έγινε το 2013. Δεν μπορεί κανείς
από αυτήν να συναγάγει το συμπέρασμα ότι πρόκειται για το χειρότερο
Τμήμα στην Ελλάδα, διότι δεν συγκρίνεται με άλλα Ιδρύματα.
Ωστόσο, η αξιολόγηση είναι αρκετά επικριτική και, άρα, ανταποκρίνεται ποιοτικά στην παραπάνω κατάταξη.
Τέλος, είχα ένα ενδιαφέρον για το Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας του
ΕΚΠΑ. Το Τμήμα αυτό απασχόλησε αρκετά τα Μέσα Ενημέρωσης γύρω στο
2009-2010 για κρούσματα οικογενειοκρατίας και ταχείες προαγωγές.
Ο τότε υφυπουργός κ. Πανάρετος προέβη σε αρκετές
ανακλήσεις διορισμών και, μάλιστα, έθεσε το ερώτημα στο ΕΚΠΑ για πιθανή
κατάργησή του. Το ΕΚΠΑ αρνήθηκε να το κάνει και η επόμενη κυβέρνηση
ξανάρχισε να εισάγει φοιτητές στο Τμήμα αυτό, αναιρώντας μάλιστα κάποιες
ανακλήσεις διορισμών.
Η εξωτερική του αξιολόγηση ολοκληρώθηκε το 2013 και υπογράφεται από
τρεις καθηγητές του εξωτερικού. Βρήκα το κείμενο υψηλής ποιότητας. Θέτει
το σοβαρό θέμα της διάκρισης μεταξύ των δύο Τμημάτων της Θεολογικής
Σχολής και προβαίνει σε εξαιρετικές συστάσεις τόσο προς
το Τμήμα όσο και προς τη διοίκηση του ΕΚΠΑ και την Πολιτεία. Το
συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω από τη μικρή αυτή δειγματοληψία είναι ότι
κάποιες εξωτερικές αξιολογήσεις που έχουν γίνει πιθανόν να είναι πιο
κολακευτικές από ό,τι θα έπρεπε. Οι περισσότερες όμως φαίνονται
αντικειμενικές, αυστηρές και υψηλής ποιότητας.
Αξίζει, λοιπόν, να επαινέσουμε τόσο την ΑΔΙΠ, που οργάνωσε τη
διαδικασία αυτή, όσο και τα ίδια τα Τμήματα, που στο τέλος αγκάλιασαν το
θεσμό και έκαναν με πληρότητα τις εσωτερικές τους αξιολογήσεις.
Το ερώτημα είναι «τι γίνεται τώρα».
Οι κριτές κάνουν συστάσεις προς τα Τμήματα, προς τις διοικήσεις των Πανεπιστημίων και προς την Πολιτεία.
Πώς θα διασφαλιστεί ότι ο καθένας από τους παραπάνω φορείς θα ανταποκριθεί στις συστάσεις αυτές, ώστε να αναβαθμιστεί η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση; Ότι τα Τμήματα θα προκηρύσσουν θέσεις στα κατάλληλα γνωστικά αντικείμενα και θα προσλαμβάνουν τον καλύτερο διαθέσιμο επιστήμονα; Ότι οι διοικήσεις και η Πολιτεία θα κάνουν ό,τι είναι δυνατό για την επίλυση των προβλημάτων στις υποδομές;
Πώς θα πιέσουμε την Πολιτεία να μειώσει τον υπέρμετρα μεγάλο αριθμό εισακτέων που παραλύει πολλά Τμήματα και υποβαθμίζει την ποιότητα της εκπαίδευσης;
Κεντρικό ρόλο στο επόμενο διάστημα θα παίξει και πάλι η ΑΔΙΠ. Εδώ
υπάρχουν κάποια σύννεφα στον ορίζοντα. Οι επιστήμονες που στελέχωσαν την
ΑΔΙΠ τα προηγούμενα χρόνια και πιστώνονται την επιτυχία των μέχρι τώρα
αξιολογήσεων έχουν, οι περισσότεροι, αποχωρήσει και αντικατασταθεί με τρόπο αδιαφανή και ασύμβατο με το νόμο 4009/2011.
Αν και έγιναν διεθνείς προκηρύξεις, οι επιτροπές κρίσης που προέβλεπε
ο νόμος δεν συγκροτήθηκαν ποτέ και τα μέλη της ΑΔΙΠ επιλέχθηκαν
αυθαίρετα από την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας.
Γνωρίζω ότι κατατέθηκαν στο παρελθόν συγκεκριμένες προτάσεις για την
επεξεργασία και αξιοποίηση των αξιολογήσεων που, όμως, απορρίφθηκαν. Ο
ρόλος και τα καθήκοντα της ΑΔΙΠ για το επόμενο διάστημα δεν είναι
ξεκάθαρα. Θα επαναληφθούν κάποτε οι εξωτερικές αξιολογήσεις και, αν ναι, πότε;
Θα ελεγχθεί αν τα Τμήματα υλοποίησαν τις συστάσεις
των κριτών και θα υπάρξουν επιπτώσεις αν δεν το κάνουν, με προσαρμογή
π.χ. της χρηματοδότησης;
Με ποια κριτήρια θα δοθεί η λεγόμενη «πιστοποίηση» των προγραμμάτων σπουδών;
Σε όλα αυτά τα ερωτήματα καλούνται να δώσουν απάντηση οι ηγεσίες της
ΑΔΙΠ και του Υπουργείου Παιδείας, αλλά και όσων άλλων πολιτικών φορέων
φιλοδοξούν να κυβερνήσουν στο προσεχές μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου