Της Άννας Φραγκουδάκη, http://athensreviewofbooks.com, τχ. 53
Ο
τίτλος του άρθρου συνοψίζει με ακρίβεια τα περιεχόμενα που τεκμηριώνουν
επιστημονικά ερευνητικά δεδομένα και υποστηρίζουν τα ακόλουθα. Την
ελληνική κοινωνία χαρακτηρίζει αντισημιτισμός όχι μόνο με τις μορφές που
εμφανίζεται και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες αλλά με την αξιοσημείωτη
διαφορά ότι εδώ σε μεγάλο βαθμό ο αντισημιτισμός δεν αναγνωρίζεται ως
συστατικό μέρος της ακροδεξιάς ιδεολογίας. Τούτο σχετίζεται με μια
διαδεδομένη παρανόηση απέναντι στα στερεότυπα και τις διακρίσεις, μια
σφαλερή αντίληψη για το τι είναι ρατσισμός. Το διπλό αυτό φαινόμενο,
εισηγείται το άρθρο, είναι προϊόν της επίσημης εθνικής ιδεολογίας που
καλλιεργούν και αναπαράγουν οι θεσμοί και ιδίως το σχολείο καθώς
διαμορφώνει μια εθνική ταυτότητα βασικά εύθραυστη και ανασφαλή.
Αφορμή του άρθρου είναι η επέτειος για τα 70 χρόνια από το ολοκαύτωμα των Εβραίων των Ιωαννίνων[1],
ως φόρος τιμής στην πόλη με την αρχαιότερη ευρωπαϊκή κοινότητα στην
Ευρώπη, τους Ρωμανιώτες. Οι Ρωμανιώτες είναι ιδιαίτερη ομάδα της
παλαιότατης εβραϊκής διασποράς, ελληνόφωνη και με συνεχή παρουσία στην
Ελλάδα που μαρτυρείται από τη ρωμαϊκή περίοδο[2].
Οι Ρωμανιώτες Έλληνες Εβραίοι έζησαν επί αιώνες στη βόρειο Ελλάδα με
κέντρο τα Γιάννενα και πέρασαν διάφορες εποχές άνθισης στο εμπόριο και
τα γράμματα[3] έως τη ναζιστική κατοχή.
Το 1944, μια μέρα που ήταν Σάββατο και
εθνική επέτειος, 25 Μαρτίου, σχεδόν ολόκληρη η γιαννιώτικη εβραϊκή
κοινότητα, κοντά 1.800 άντρες, γυναίκες και παιδιά αναγκάστηκαν από τους
ναζί να συγκεντρωθούν στο Κάστρο, να ανέβουν σε 80 ανοιχτά φορτηγά, που
ξεκίνησαν σε φάλαγγα το δρόμο προς την Κατάρα, με προορισμό το
Άουσβιτς.
Από το Άουσβιτς γύρισαν ζωντανοί 112
Ρωμανιώτες Γιαννιώτες, επέζησαν ακόμα άλλοι 69 που είχαν βγει στο βουνό
και μερικοί που τους έκρυψαν χριστιανικές οικογένειες. Ποσοστό
εξοντωθέντων 90,5%.
Η εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων των
Ιωαννίνων έχει δύο ιδιαιτερότητες σε σχέση τη λοιπή Ελλάδα. Έγινε πολύ
αργά, εξίμισι μόνο μήνες πριν από το τέλος της ναζιστικής κατοχής και
την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων. Επίσης έγινε με εντυπωσιακή
ταχύτητα. Μέσα σε λίγες μόνο ώρες ολοκληρώθηκε η επιχείρηση που έστελνε
στο θάνατο κοντά δυο χιλιάδες ανθρώπους. Άρχισε τα χαράματα της ημέρας
εκείνης και η φάλαγγα των φορτηγών ξεκίνησε γύρω στις οχτώ η ώρα το
πρωί.
Ακόμα και θεωρητικά είναι βάσιμο να
υποθέσει κανείς ότι η ταχύτητα και αποτελεσματικότητα της επιχείρησης
εξόντωσης των Ελλήνων Εβραίων στα Γιάννενα δείχνει πως οι ναζί δεν
συνάντησαν δυσκολίες. Φαίνεται πως είχαν καταφέρει να ξεγελάσουν την
εβραϊκή κοινότητα και τον πρόεδρό της. Υπάρχουν όμως και τεκμήρια
συνενοχής. Υπάρχει έγγραφο της γερμανικής στρατονομίας που αναφέρει ότι η
συγκέντρωση του εβραϊκού πληθυσμού στα φορτηγά εκείνη την ημέρα έγινε
«με την υποδειγματική συνεργασία της ελληνικής χωροφυλακής»[4].
Είναι επίσης πολλές οι μαρτυρίες ότι λεηλασίες στα σπίτια και τα
μαγαζιά των Εβραίων εμφανίστηκαν αμέσως, μερικές ώρες μετά την αναχώρηση
της φάλαγγας των φορτηγών. Ακόμα χειρότερη είναι η λήστευση των
εβραϊκών περιουσιών που έγινε τους μήνες που ακολούθησαν από ιδιώτες
αλλά και δημόσιες υπηρεσίες.
Γιατί να τα θυμόμαστε όλα τούτα;
Το ερώτημα εμφανίζεται συχνά στον δημόσιο λόγο όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά
και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες[5].
Το ερώτημα σχετίζεται με τον αντισημιτισμό. Αν δεν υπήρχαν οι
ακροδεξιές ιδεολογίες, αυθόρμητα θα ερχόταν σε κάθε ανθρώπου το μυαλό
άλλο ερώτημα, πώς στάθηκε δυνατό, πώς μπόρεσε κάτι τέτοιο να συμβεί. Κι
ακόμα θα συνοδευόταν αυτό το ερώτημα με μια εξίσου αυθόρμητη επίκληση,
πώς θα εξασφαλιστεί να μην ξαναγίνει, για καμία ανθρώπινη ομάδα, ποτέ.
Το ερώτημα, πώς μπόρεσε να συμβεί ένα
τόσο αποτρόπαιο μαζικό έγκλημα, ερώτημα ενοχοποιητικό για ολόκληρο τον
δυτικό κόσμο, έχει απαντηθεί με αναφορά στην ανοχή και τη σιωπή. Πλήθος
δεδομένα από το 1945, αρχειακά και επιστημονικά, έχουν τεκμηριώσει ότι
οι περισσότεροι εκπρόσωποι θεσμών και οι πολίτες ως μάρτυρες της
εφαρμογής του σχεδίου θεώρησαν ότι δεν τους αφορά επειδή δεν ήταν
Εβραίοι, μερικοί έκριναν ότι μπορεί και να τους συμφέρει, ενώ οι πιο
πολλοί σώπασαν και το ανέχτηκαν. Και αυτό δεν έγινε μόνο στη Γερμανία,
αλλά σε όλες τις κατακτημένες από τους ναζί χώρες και στην Ελλάδα. Η
επίκληση, πώς θα εξασφαλιστεί να μην ξαναγίνει, αφορά το ίδιο θέμα,
δηλαδή τον αντισημιτισμό, όχι πια τον παραδοσιακό εκείνων των πριν τον
πόλεμο εποχών αλλά τον σημερινό.
Ο αντισημιτισμός δεν είναι μόνο
αντιεβραϊσμός, είναι το βασικό θεμέλιο όλων των διακρίσεων και
ρατσισμών. Άρα δεν αφορά τους Εβραίους Έλληνες αλλά όλους: σε μια
κοινωνία, που έστω ανέχεται τον αντισημιτισμό, κανένας δεν είναι ασφαλής
και άρα η ενεργητική καταπολέμησή του από μη Εβραίους δεν είναι
αλτρουισμός, είναι αυτοπροστασία.
Μια από τις σύγχρονες μορφές του
αντισημιτισμού είναι η αποσιώπηση της ιστορίας. Από την επίσημη και
σχολική ιστορία, όπως έχει επανειλημμένα σχολιαστεί, σχεδόν απουσιάζει
το Ολοκαύτωμα και υπάρχει ισχυρή αντίσταση στην αποκατάσταση της μνήμης
του, όπως δείχνουν οι εξαιρετικά αργοπορημένες σε σχέση με τη λοιπή
Ευρώπη ημερομηνίες (κοντά μισόν αιώνα μετά τον πόλεμο) της έγερσης στις
μεγάλες πόλεις και μάλιστα στη Θεσσαλονίκη μνημείου του Ολοκαυτώματος.
Ακόμα πιο αποκαλυπτική είναι η
αποσιώπηση που αφορά τη μεγάλη διάρκεια της ιστορίας των εβραϊκών
κοινοτήτων της Ελλάδας. Πόσοι άραγε Γιαννιώτες και μάλιστα νέοι
γνωρίζουν την αρχαιότητα της εβραϊκής παρουσίας των Ρωμανιωτών Εβραίων,
την ιστορική συνέχεια και τις εποχές άνθισης σαν συστατικό κομμάτι της
ιστορίας του τόπου; Πόσοι άραγε ανάμεσα στους χιλιάδες φοιτητές του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης γνωρίζουν ότι σπουδάζουν, μελετούν ή
περιδιαβαίνουν σε 350 στρέμματα όπου είναι θαμμένο το αρχαιότερο εβραϊκό
νεκροταφείο της Ευρώπης; Πόσοι άραγε ξέρουν ποια ήταν η εβραϊκή
Θεσσαλονίκη έως το 1943… Θα μπορούσε να συνεχίσει κανείς με μακρύ
κατάλογο από παραδείγματα.
Ειδικά για την παλαιότατη κοινότητα των
Ρωμανιωτών η αποσιώπηση είναι από μόνη της αποκαλυπτική. Κατά την εθνική
μας ιδεολογία, από τον καιρό του ελληνικού διαφωτισμού, την εποχή που
μερικοί διανοούμενοι διαμόρφωναν το όραμα του ανεξάρτητου ελληνικού
κράτους, οι Έλληνες καμαρώνουν για την αρχαιότητα των πολιτιστικών τους
ριζών, θεωρώντας την κάτι σαν τίτλο ευγενείας ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς
λαούς.
Αυτή η ιδεολογία της αρχαιολατρίας είναι
παρούσα παντού και ιδίως στο σχολείο. Αν δεν κυριαρχούσε ο
αντισημιτισμός, θα ήταν αυτονόητα ταιριαστό με αυτή την ιδεολογία να
αναδεικνύεται στη σχολική ιστορία η αρχαιότητα της εβραϊκής παρουσίας
στην Ελλάδα και μάλιστα των Ρωμανιωτών. Σε μια χώρα που η εθνική της
ιδεολογία επικαλείται συνεχώς την πολιτιστική συνέχεια, τα μέλη της
εβραϊκής κοινότητας των Ελλήνων Ρωμανιωτών έζησαν την άνοδο και πτώση
της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όντας
δηλαδή ελληνόφωνοι και εντόπιοι στη «μεγάλη διάρκεια» της ιστορίας, επί
δύο χιλιετίες στη γη που βρίσκεται σήμερα το ελληνικό κράτος.
O αντισημιτισμός που είναι γύρω
μας εκφράζεται με πολλές μορφές. Μία από αυτές είναι η άρνηση της
μοναδικότητας του αποτρόπαιου ιστορικού φαινομένου που ονομάστηκε
Ολοκαύτωμα. Είναι η μετατροπή του σε κοινότοπο ιστορικό φαινόμενο, απλώς
μία ακόμα ανάμεσα στις μαζικές σφαγές από τις οποίες είναι γεμάτη η
ιστορία του κόσμου έως σήμερα.
Αντίθετα με αυτόν τον αρνητισμό, η
λεγόμενη «λύση» του «Εβραϊκού Ζητήματος» που συνέλαβαν και εφάρμοσαν οι
ναζί είναι μοναδική. Δεν έχει όμοιό της στην ιστορία η γενικευμένη,
συστηματική και εφιαλτικά γραφειοκρατική σύλληψη και εφαρμογή του
σχεδίου εξόντωσης μιας ανθρώπινης ομάδας όπως οι Εβραίοι, όχι επειδή
τους θεωρούσαν «εχθρούς» αλλά επειδή ήταν Εβραίοι[6].
Δεν έχει όμοιό της η πολιτική εξόντωσης στην οποία έδωσαν τον
ανατριχιαστικό ευφημισμό «Τελική Λύση», καθώς δεν είχε αυτή η φονική
επιχείρηση στόχο την αποπομπή μιας ανεπιθύμητης ομάδας «ξένων» ή «άλλων»
από μια περιοχή ή μια χώρα, δεν αφορούσε τη διεκδίκηση εδαφών ούτε
στρεφόταν ενάντια στον «εχθρό» πολιτικών ή εθνικών σχεδίων και όλα τα
συναφή που έχουν κοστίσει ποταμούς αίματος στην ιστορία του κόσμου και
κοστίζουν ακόμα σήμερα. Στόχος της μοναδικός και ακραία παράλογος ήταν η
ολοσχερής εξαφάνιση μιας ανθρώπινης ομάδας από το πρόσωπο της γης.
Η
άρνηση ότι αυτό το έγκλημα είναι μοναδικό είναι το κατώφλι για το άλλο
μοναδικό στην ιστορία φαινόμενο, την άρνηση ότι συνέβη. Καμία άλλη στην
ιστορία παλιότερη ή πρόσφατη αγριότητα με μαζικές δολοφονίες δεν
συνοδεύεται από παρόμοια άρνηση. Γίνονται διορθωτικές προσπάθειες,
προβάλλονται δικαιολογίες, επεξηγηματικές απόπειρες και άλλα διάφορα,
αλλά ωμή άρνηση ότι συνέβη δεν υπάρχει άλλη.
Η άρνηση του Ολοκαυτώματος είναι τελείως
παράλογη και ακραία ασύστατη. Λέει ότι δεν υπήρξε το σχέδιο εξόντωσης
των Εβραίων, δεν υπήρξαν οι θάλαμοι αερίων, δεν υπήρξαν τα εκατομμύρια
θύματα… Δηλαδή λέει ότι δεν υπήρξε και δεν συνέβη αυτό που
• είδαν εμβρόντητα με τα μάτια τους και αποτύπωσαν με φωτογραφίες και φιλμ τα συμμαχικά στρατεύματα που μπήκαν στα στρατόπεδα,
• περιέχεται με λεπτομέρειες σε πλήθος γερμανικά στρατιωτικά και πολιτικά έγγραφα,
• στοιχειοθετήθηκε στις δίκες της Νυρεμβέργης και μάλιστα με βάση τη νομική αρχή της χωρίς αμφιβολία αποδεδειγμένης ενοχής,
• την αφηγήθηκαν τα θύματα που επέζησαν με τον αριθμό χαραγμένο στο χέρι…
Η άρνηση είναι εγγενής στο φασιστικό
παράλογο, είναι απομεινάρι της αποτρόπαιας ναζιστικής πολιτικής. Άρα η
καταπολέμηση του αντισημιτισμού είναι μέρος της μάχης ενάντια στο
φασιστικό παράλογο και για τούτο αφορά όλους τους ανθρώπους σε όλες τις
χώρες.
Στην
Ελλάδα η καταπολέμηση του αντισημιτισμού είναι θέμα δυσκολότερο από
αλλού. Εκτός από τις μορφές του που είναι κοινές στις ευρωπαϊκές
κοινωνίες, έχει μερικά χαρακτηριστικά διαφορετικά, τα οποία είναι μεγάλη
ανάγκη να γίνουν κατανοητά, για να καταπολεμηθεί αυτό το θεμέλιο των
ρατσισμών. Προϋπόθεση για να καταπολεμηθεί είναι να γίνει ο
αντισημιτισμός αντιληπτός ως το ιδεολογικό υπόβαθρο όλων των ρατσισμών
και διακρίσεων.
Ο αντισημιτισμός στη χώρα μας είναι
ιδεολογία των φορέων ακροδεξιών αντιλήψεων, αλλά εμφανίζεται και σε
κοινωνικές ομάδες με πολιτικές και ιδεολογικές αντιλήψεις θεωρητικά
αντίπαλες με τα στερεότυπα, τις διακρίσεις, τις φυλετικές θεωρίες και
τους ρατσισμούς. Είναι συχνό φαινόμενο να μην ταυτίζεται ο
αντισημιτισμός με τις ρατσιστικές πεποιθήσεις και θέσεις, να εκφράζεται
χωρίς να ανακαλεί στο μυαλό της πλειονότητας των πολιτών την ακραία
ιδεολογία του. Με άλλα λόγια, ο αντισημιτισμός δεν είναι αναγνωρίσιμος.
Σε ψηλά ποσοστά οι έλληνες πολίτες δεν ταυτίζουν τις αντισημιτικές
απόψεις και θέσεις με το ρατσισμό, τις διακρίσεις και τις ακροδεξιές
ιδεολογίες. Η αντίφαση είναι μεγάλη, εκφράζουν αντισημιτικά στερεότυπα,
ενίοτε κραυγαλέα, και παράλληλα πιστεύουν ότι δεν είναι ρατσιστές ούτε
αντισημίτες.
Ακραίες μειοψηφίες με φιλοναζιστικές
πεποιθήσεις υπάρχουν παντού. Πουθενά αλλού όμως, σε καμία δημοκρατική
χώρα δεν υπάρχει αντίστοιχο φαινόμενο με τη δικαστική αθώωση του Κ.
Πλεύρη για το βιβλίο του, για το οποίο το Εφετείο στην αθωωτική του
απόφαση αναγνωρίζει ότι προτρέπει σε μίσος και βία κατά των Εβραίων. Η
αθώωση, παρά το περιεχόμενο αυτό, στηρίζεται στο σκεπτικό ότι δεν αφορά
τους Εβραίους «λόγω της φυλετικής και εθνικής καταγωγής τους», αλλά «κυρίως λόγω των επιδιώξεών τους για παγκόσμια κυριαρχία, των μεθόδων που χρησιμοποιούν για την ευόδωση αυτών και τη συνωμοτική τους δράση». Τον Απρίλιο του 2010 αυτή την απόφαση την επικύρωσε ο Άρειος Πάγος.
Παντού υπάρχουν θρησκευτικοί εκπρόσωποι
με μισαλλόδοξες αντιλήψεις, όπως μεμονωμένοι υψηλόβαθμοι ιεράρχες της
ελληνικής Εκκλησίας που την κρίσιμη χρονιά της οικονομικής ύφεσης, το
2011, σε δημόσιες δηλώσεις απέδιδαν την οικονομική κρίση στον «διεθνή
σιωνισμό» που έχει «αλώσει» το παγκόσμιο «τραπεζικό σύστημα»… Πουθενά
αλλού όμως τέτοιες εμπρηστικές δηλώσεις δεν συνοδεύει σιωπή των
επικεφαλής της Εκκλησίας και των δημοκρατικών θεσμών.
Σε πολλές ευρωπαϊκές δημοκρατίες σήμερα
υπάρχουν ακροδεξιά κόμματα. Σε κανένα από τα ευρωπαϊκά Κοινοβούλια όπου
συμμετέχουν δεν έχουν ακουστεί αντισημιτικές ακρότητες σαν κι αυτές που
εκφώνησε επανειλημμένα στη Βουλή των Ελλήνων ο αρχηγός του ΛαΟΣ και
πάντως πουθενά αλλού δεν επικράτησε τέτοια ηχηρή σιγή απέναντι σε
τέτοιου είδους ακρότητες. Επίσης πουθενά αλλού δεν υπάρχει αντίστοιχο με
τη Χρυσή Αυγή πολιτικό μόρφωμα, που συνεχίζει επιπλέον να έλκει
σημαντικά ποσοστά ψηφοφόρων μετά από τη δολοφονία πολίτη από μέλος του
και ενώ οι ηγέτες του είναι στη φυλακή κατηγορούμενοι για πλήθος
κακουργήματα.
Σε όλες τις χώρες υπάρχουν μεμονωμένοι
διανοούμενοι με ακροδεξιές και μισαλλόδοξες απόψεις. Διαδίδονται όμως
τέτοιες απόψεις από κίτρινα και ακροδεξιά ΜΜΕ, ενώ μια από τις πολλές
φράσεις του Χρ. Γιανναρά: «Τίποτα το αμιγώς εβραϊκό δεν κατέκτησε
ποτέ πανανθρώπινο ενδιαφέρον, δεν έχουν δική τους συνεισφορά οι Εβραίοι
στον πολιτισμό», περιέχεται σε άρθρο του 2009 σε έγκυρη και δημοκρατική εφημερίδα[7] στην οποία αρθρογραφεί επί χρόνια ανά εβδομάδα.
Ο εθνικισμός, ο αντιευρωπαϊσμός και οι
ακροδεξιές ιδεολογίες κερδίζουν σχεδόν παντού έδαφος μέσα στη
γενικευμένη κρίση που ζει όλη η Ευρώπη. Στην Ελλάδα, εκτός από την
ευρεία ανοχή του δημοκρατικού κόσμου απέναντι στον πιο απεχθή
αντισημιτισμό, υπάρχει κάτι χειρότερο, ο αντισημιτισμός με φορείς
κόμματα και πρόσωπα της αριστεράς. Σε σημαντικό ποσοστό εκπροσώπων και
ΜΜΕ της αριστεράς και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς επικρατεί
βαθύτατη σύγχυση ανάμεσα στην πολιτική κριτική στις κυβερνήσεις του
Ισραήλ για την επιθετική μιλιταριστική τους πολιτική και στη
συμφυρματική καταδίκη ολόκληρου του ισραηλινού λαού και των Εβραίων
παντού στον κόσμο.
Την
1η Αυγούστου 2006 στη Θεσσαλονίκη, το ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα
παραβίασε το διεθνές πολιτικό ταμπού του σεβασμού στη μνήμη των θυμάτων
του ναζισμού, όταν το πλήθος των διαδηλωτών «έσπασε», σύμφωνα με την
ειδησεογραφία, «τον κλοιό της αστυνομίας» και βεβήλωσε το μνημείο του
Ολοκαυτώματος με φωτογραφίες αιμόφυρτων θυμάτων από τον πόλεμο στο
Λίβανο. Προφανώς δεν είχαν οι διαδηλωτές του ΚΚΕ καμία συνείδηση της
βαρβαρότητας που αποτελεί η ρατσιστική ταύτιση των Εβραίων γενικά με τον
συγκεκριμένο πόλεμο, ώστε να φτάσουν στο σημείο να αποδώσουν την ευθύνη
του πολέμου στα θύματα του ναζισμού.
Ένα ψήφισμα για «τη μνήμη του
Ολοκαυτώματος» στο Ευρωκοινοβούλιο εγκρίθηκε το 2005 από σχεδόν όλους,
με εξαίρεση ελάχιστους και ανάμεσά τους τρεις ευρωβουλευτές του ΚΚΕ.Η
επίσημη αιτιολόγηση αυτής της στάσης περιέχει τους ακόλουθους
ισχυρισμούς: «Οι κομμουνιστές αγωνίζονται για τη συναδέλφωση των λαών
και των εργαζομένων όλου του κόσμου, ανεξάρτητα από γένος, φυλή, χρώμα
και θρησκεία. Γι’ αυτό και είναι τα κύρια θύματα του φασισμού. Οι
Ευρωβουλευτές του ΚΚΕ δεν ψηφίσαμε το Κοινό Ψήφισμα, γιατί δεν κάνει
καμία αναφορά στους δεκάδες χιλιάδες κομμουνιστές και άλλους
αντιφασίστες αγωνιστές που δολοφονήθηκαν στα χιτλερικά στρατόπεδα
συγκέντρωσης». Και καταλήγει: «Με την πολλή συζήτηση για τον
αντισημιτισμό, επιχειρείται να συγκαλυφθεί η σιωνιστική πολιτική του
Ισραηλινού κράτους, που εφαρμόζει γενοκτονία σε βάρος των Παλαιστινίων,
παρόμοια με εκείνη που έζησαν οι Εβραίοι που μαρτύρησαν στα χιτλερικά
στρατόπεδα»[8].
Ιδεατός τύπος του φαινομένου να
αναπαράγονται δημόσια τα χονδροειδέστερα αντισημιτικά στερεότυπα και να
μην αναγνωρίζει ο πομπός τους ότι πρόκειται για «αντισημιτισμό» είναι ο
Μίκης Θεοδωράκης. Παρακάμπτω τις αντισημιτικές του δηλώσεις και θυμίζω
μόνο τη δήλωσή του εκείνη το Μάιο του 2011 γεμάτη από ειλικρινή οργή
γιατί τον συκοφαντούν. Γράφει με φορτισμένο ύφος ότι «μισεί» τον
«Φασισμό – Ναζισμό – Εθνικισμό – Αντικομμουνισμό και Αντισημιτισμό».
Συνεχίζει: «Ναι, ματώσαμε για να υπερασπίσουμε τις ιδέες μας, έτσι που
να έχουμε το δικαίωμα να ισχυριζόμαστε ότι αναδειχθήκαμε μεταξύ των
πρωτεργατών στην υπεράσπιση των θυμάτων του Φασισμού και
Αντισημιτισμού». Και ύστερα, σε κραυγαλέα αντίφαση με αυτές τις φράσεις,
καταλήγει ως εξής: «οΣιωνισμός[...]χρησιμοποιεί σαν άλλοθι το Ολοκαύτωμα για πράξεις καθαρά αντιδραστικού χαρακτήρα, όπως είναι η κρατική πολιτική του Ισραήλ και ο ρόλος παραγόντων του Εβραιοαμερικανικού λόμπυ στη διαμόρφωση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των ΗΠΑ. Έτσι κάθε κριτική χαρακτηρίζεται έντεχνα αντισημιτισμός [...] Επειδή είμαι από εκείνους που δεν με σταματά τίποτα προκειμένου να πω την αλήθεια [...] οι αντίπαλοί μου [...] με μειώνουν ως άνθρωπο και ως συνθέτη. Κυρίως ως συνθέτη, γιατί οι Σιωνιστές ελέγχουν σε ποσοστό 99% τη μουσική ζωή της Οικουμένης».
Σε πολλές χώρες υπάρχουν οι
άνθρωποι δίχως πρόσωπο που τις νύχτες καταδιώκουν φαντάσματα νεκρών,
καταστρέφουν τάφους, βεβηλώνουν με αγκυλωτούς σταυρούς μνημεία του
Ολοκαυτώματος και εβραϊκά νεκροταφεία. Δεν αντιμετωπίζονται όμως τέτοια
συμβάντα με σιωπή όπως εδώ, ούτε συμβαίνει να μη συλλαμβάνεται ποτέ
κανένας δράστης, όπως συνέβη επανειλημμένα με τέτοιους βανδαλισμούς σε
τόσες πόλεις, Γιάννενα, Βόλο, Κέρκυρα, Ρόδο, Αθήνα, Βέροια, Κομοτηνή,
Δράμα, Λάρισα.
Δεν ανέφερα τα Χανιά γιατί είναι η
μοναδική εξαίρεση. Κατά τον δεύτερο εμπρησμό τη νύχτα της 15ης
Ιανουαρίου 2010, που κατέστρεψε το ιστορικό κόσμημα των Χανίων, τη
Συναγωγή Ετς Χαΐμ, έγιναν συλλήψεις και… οι δράστες δεν ήταν Έλληνες.
Αφήνω κατά μέρος τα σχόλια για την αλλοδαπή εθνικότητα των δραστών από
τα ακροδεξιά ΜΜΕ για να σταθώ σε ένα παράδειγμα. Μεγάλη «αριστερή»
αθηναϊκή εφημερίδα δημοσιεύει την επομένη των συλλήψεων άρθρο
«αριστερού» δημοσιογράφου και σκιτσογράφου[9], όπου σε χυδαίο ύφος γράφει την αδιανόητη ακρότητα ότι οι εμπρηστές της Συναγωγής είναι πράκτορες της Μοσάντ με τη βοήθεια της CIA, που επιπλέον είχαν, λέει, στόχο να «συκοφαντήσουν» την Ελλάδα για «αντισημιτισμό» [sic], για να εμποδίσουν «τους Έλληνες» να υπερασπίζονται τους Παλαιστίνιους…
Tο φαινόμενο της άρνησης αναγνώρισης του
αντισημιτισμού, σε τόσο εκτυφλωτικά αντισημιτικές θέσεις, είναι ανάγκη
να ερμηνευτεί ώστε να γίνει αντιληπτό. Σύντομα και σχηματικά θα αναπτύξω
ότι σχετίζεται με μια μεγάλη παρανόηση που υπάρχει στην ελληνική
κοινωνία για το ρατσισμό η οποία οφείλεται στην επίσημη εθνική
ιδεολογία. Όπως έχω εισηγηθεί από το 1997 ήδη[10],
η επίσημη εθνική ιδεολογία που καλλιεργεί το σχολείο είναι ανεπίκαιρη
και βλαβερή. Αναπαράγει το κεντροευρωπαϊκό στερεότυπο του κλασικού
ρατσισμού και έτσι καλλιεργεί μια εθνική ταυτότητα εύθραυστη, αμφίθυμη
και ανασφαλή.
Η επίσημη ιδεολογία και τα σχολικά
βιβλία παρουσιάζουν το ελληνικό έθνος σαν οντότητα φυσική και περίπου
αιώνια. Αναπαράγοντας την εθνική ιδεολογία του 19ου αιώνα, τα σχολικά
βιβλία αξιολογούν τον «ευρωπαϊκό πολιτισμό» σαν τον ανώτερο στη γη.
Εγκλωβίζουν έτσι την εθνική ταυτότητα στην «κατωτερότητα» που το
ευρωκεντρικό στερεότυπο του ρατσισμού αποδίδει σε όλους τους λαούς και
πολιτισμούς της «Ανατολής» και του «Νότου». Στη συνέχεια, για να
αποκαταστήσουν την εθνική ανωτερότητα, καταφεύγουν στο μύθο ότι οι
Έλληνες «διατήρησαν» τα «εθνικά» τους χαρακτηριστικά ίδια και αναλλοίωτα
από την πιο μακρινή αρχαιότητα. Δηλαδή δεν έχουν επιδράσεις παρά μόνο
από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και τον Διαφωτισμό…
Η έμμεση άρνηση των πολιτισμικών
επιδράσεων αντιφάσκει κραυγαλέα με την παρουσία πλήθους επιδράσεων που
το στερεότυπο θεωρεί κατώτερες (οθωμανικές, σλαβικές, μεσανατολίτικες,
σεφαρδίτικες, αραβικές, ιταλικές, για να περιοριστούμε στις πιο παλιές
και πιο έντονες). Καθώς αυτές οι επιδράσεις επιπλέον είναι αισθητές και
αναγνωρίζονται από όλους, η επίσημη ιδεολογία, σε τελική ανάλυση, κρύβει
με ένα προσωπείο αρχαίου κάλλους το πραγματικό και «κατώτερο» εθνικό
μας πρόσωπο. Άρα καλλιεργεί μια εύθραυστη, αμφίθυμη και ανασφαλή εθνική
ταυτότητα.
Με βάση την τεράστια, παλιά και σύγχρονη
βιβλιογραφία για τα αίτια των διακρίσεων, είναι σχεδόν κοινός τόπος ότι
ο ρατσισμός γεννάει ρατσισμό. Η υποτιμημένη από τους φορείς της
ελληνική εθνική ταυτότητα είναι η βασική αιτία του φαινομένου της
μεγάλης παρανόησης που επικρατεί για τον αντισημιτισμό, μαζί με μια
γενικότερη παρανόηση του ρατσισμού συνολικά.
Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα[11]
με αντικείμενο την εθνική ταυτότητα και τα άλλα έθνη, οι έλληνες
πολίτες δεν εμφανίζονται χωρίς ευαισθησία στο θέμα του ρατσισμού και των
διακρίσεων. Ακόμα και εκείνοι που διατυπώνουν ανοιχτά ρατσιστικές
θέσεις, τις αναγνωρίζουν και κάνουν απόπειρες αποποίησης του στίγματος
ότι είναι ρατσιστές, δηλαδή τουλάχιστον σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν το
ρατσισμό. Τον αναγνωρίζουν, αλλά με μία εξαίρεση, πολύ αποκαλυπτική αν
αποπειραθούμε να την ερμηνεύσουμε μαζί με την αντίστοιχη εξαίρεση του
αντισημιτισμού.
Τα ερευνητικά υποκείμενα αναγνωρίζουν το
ρατσισμό όταν αφορά τους λαούς που ο ρατσισμός ταξινομεί ως κατώτερους.
Εμφανίζονται να έχουν συνείδηση ότι είναι ρατσισμός να αποκαλεί κανείς
τους Αλβανούς «εγκληματικές φυσιογνωμίες», αλλά χωρίς καθόλου συνείδηση
ότι το ίδιο ρατσιστικό είναι να αποκαλεί τους Άγγλους «βάρβαρους» είτε
τους Γερμανούς αντί ανθρώπους «ρομπότ». Σαν να μην ήταν ο ρατσισμός
στερεοτυπική γενίκευση που αποδίδει μειωτικά χαρακτηριστικά σε μιαν
οποιαδήποτε ανθρώπινη ομάδα. Σαν να ήταν ρητή αναγνώριση μιας ήδη
δοσμένης κατώτερης ύπαρξης.
Ο αντισημιτισμός χαρακτηρίζεται από μια
σειρά στερεότυπα που εμπνέουν μίσος, καθώς περιγράφουν τους Εβραίους
γενικά σαν ένα κακό, επικίνδυνο για τα άλλα έθνη, αποδίδοντάς τους την
ευθύνη για όλα τα δεινά του κόσμου. Για να στηριχθεί αυτή η ρατσιστική
υπερβολή, παρουσιάζουν τον «διεθνή σιωνισμό» να κατέχει, πέρα από κάθε
λογική και τεκμηρίωση, τον έλεγχο της παγκόσμιας οικονομίας, της
κυβέρνησης των ΗΠΑ, του διεθνούς χρηματιστηριακού κεφαλαίου, των ΜΜΕ
όλης της οικουμένης… Δηλαδή αποδίδουν στο μυθικό θηρίο, τον «διεθνή
σιωνισμό», ένα είδος παντοδυναμίας που τον παρουσίαζει να ελέγχει όλο
τον πλανήτη.
Αν τώρα συνδέσουμε τα παραπάνω με το πώς
αντιλαμβάνεται μεγάλο μέρος των Ελλήνων το ρατσισμό, σαν την υποτίμηση
εκείνων που είναι εξ αντικειμένου φτωχοί, περιθωριοποιημένοι και ιδίως
ανίσχυροι, ερμηνεύεται γιατί ο αντισημιτισμός είναι μη αναγνωρίσιμος. Με
άλλα λόγια, η πηγή του αντισημιτισμού που δεν αναγνωρίζεται είναι αυτή η
αλλοτινή και βλαβερή, ιδίως για τις νέες γενιές, εθνική ιδεολογία, που
έμμεσα περιγράφει το ελληνικό έθνος ως ανώτερο αποδίδοντάς του μυθική
«καθαρότητα». Η εθνική ταυτότητα που στηρίζεται σε μύθους είναι
ανασφαλής και φοβική, γι’ αυτό ανίκανη να ενσωματώσει την ευρωπαϊκή της
διάσταση, να συγκροτήσει συμμαχίες, να διαπραγματευτεί ως ισότιμο μέλος
στον ευρωπαϊκό συνασπισμό.
Ο αντισημιτισμός σήμερα είναι μέρος
αυτής της φοβικής ταυτότητας που στηρίζει την αξία της σε ξεπερασμένους
και επικίνδυνους μύθους περί εθνικής καθαρότητας. Γι’ αυτό η
καταπολέμησή του είναι αναγκαία για όλους. Γνωρίζουμε πλέον όχι μόνο
τους ποταμούς αίματος που κόστισε στο παρελθόν αυτός ο μύθος αλλά και τη
φτώχεια της αναλλοίωτης ταυτότητας, τον απομονωτισμό της μονοδιάστατης
ταυτότητας. Γνωρίζουμε ότι η πολιτισμική ποικιλία ήταν η νόρμα στις
κοινωνίες σε όλη την ιστορία και ότι η πολλαπλότητα των ταυτοτήτων,
εκτός του ότι είναι αναπόφευκτη, είναι πλούτος και δημιουργικότητα.
Συμπερασματικά, η καταπολέμηση
του αντισημιτισμού από όλους είναι αναγκαία γιατί τις τραγικές
επετείους, όπως τα 70 χρόνια από το Ολοκαύτωμα, δεν πρέπει μόνο να τις
θυμόμαστε σαν ιστορικά μνημόσυνα. Και τούτο γιατί όση λύπη κι αν
δηλώσουμε, όση ενοχή κι αν αναγνωρίσουμε οι μη Εβραίοι, όση ενσυναίσθηση
κι αν εκφράσουμε, η ανείπωτη φρίκη μένει ακέραιη και, το τραγικότερο,
τα αμέτρητα θύματα δεν έρχονται πίσω.
Αντί λοιπόν να τις θυμόμαστε μόνο σαν
ιστορικά μνημόσυνα, πρέπει να τις θυμόμαστε ως μέρος της ατομικής και
συλλογικής ευθύνης όλων ανεξαιρέτως απέναντι σε εκείνες τις ιδέες που
γέννησαν τα πολιτικά τέρατα και επέβαλαν την φρίκη τη μνημονευόμενη σε
αυτές τις επετείους. Και μόνο αν τις θυμόμαστε ως μέρος της ατομικής και
συλλογικής ευθύνης όλων ανεξαιρέτως, μόνο τότε μπορούμε να
εξασφαλίσουμε συναίνεση ώστε να μη συμβεί «ποτέ ξανά» και για καμία
ανθρώπινη ομάδα.
[1] Το άρθρο είναι αναδιατυπωμένη εκδοχή ομιλίας
που έγινε, με την ευγενική πρόσκληση του Προέδρου της Ισραηλιτικής
Κοινότητας Ιωαννίνων, καθηγητή Ιατρικής, κ. Μωυσή Ελισάφ, στα Γιάννενα
στα πλαίσια των τριήμερων εκδηλώσεων για τα 70 χρόνια από το ολοκαύτωμα
των Εβραίων των Ιωαννίνων, 24-30 Μαρτίου 2014, με την παρουσία επίσημων
εκπροσώπων και πρεσβειών από πολλές χώρες και μεγάλο αριθμό
συμμετεχόντων, με οργανωτές τον Δήμο Ιωαννιτών, την Ισραηλιτική
Κοινότητα Ιωαννίνων, το Εβραϊκό Μουσείο της Ελλάδος και τη Διεθνή Ενωση
για την Ανάμνηση του Ολοκαυτώματος (IHRA).
[2] Η πρώτη Συναγωγή των Ιωαννίνων χτίστηκε στο
Κάστρο της πόλης τον 5ο αιώνα και διατηρήθηκε μέχρι την εποχή του Αλή
Πασά, οπότε καταστράφηκε, και το 1826 χτίστηκε στην ίδια εβραϊκή
συνοικία η Συναγωγή που υπάρχει μέχρι σήμερα. Άλλες δύο Συναγωγές και το
κτίριο των σχολείων της Alliance Israélite, ένα αρρένων από το 1904
όπου φοίτησε και ο ποιητής Γιοσέφ Ελιγιά και ένα παρθεναγωγείο,
καταστράφηκαν από τους ναζί.
[3] Για τους Ρωμανιώτες Εβραίους των Ιωαννίνων η πλουσιότερη πηγή είναι το βιβλίο της Rae Dalven, The Jews of Ioannina,
Cadmus Press, Νέα Υόρκη 1989. Η συγγραφέας ήταν κόρη ελληνόφωνης
ρωμανιώτικης εβραϊκής οικογένειας από την Πρέβεζα, που μετανάστευσε
αρχές του 20ού αιώνα στις ΗΠΑ, έζησε και πέθανε στη Νέα Υόρκη όπου ήταν
καθηγήτρια Σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στο New York University και έχει μεταξύ άλλων μεταφράσει Καβάφη, Ρίτσο και Σαπφώ.
[4] Η μνεία περιέχεται σε έκθεση της Ομάδας 621
της Μυστικής Γερμανικής Στρατονομίας, 27.3.1944· παραπέμπεται από τη
Ρένα Μόλχο στην ομιλία της με τίτλο, «Πώς εξιχνιάζεται ένα έγκλημα που
έμεινε ατιμώρητο;», στην ανακοίνωσή της στην επιστημονική ημερίδα
«Κατοχικά Γιάννενα», 26 Απριλίου 2010.
[5] Οι χώρες με πολύ χαμηλά ποσοστά
αντισημιτισμού είναι λίγες· στη δυτική Ευρώπη βρίσκονται τα χαμηλότερα:
στη Σουηδία (πρώτο χαμηλότερο), τη Βρετανία και τη Δανία.
[6] Στη ναζιστική Γερμανία τα θύματα της
αποτρόπαιης πολιτικής εξόντωσης δεν ήταν, όπως είναι γνωστό, μόνο οι
Εβραίοι. Το ιδεολογικό δηλητήριο περί ανώτερης φυλής και κατώτερων φυλών
αφορούσε επίσης τους Σλάβους και τους Αφρικανούς, ενώ στα ναζιστικά
στρατόπεδα εξοντώθηκαν Τσιγγάνοι, ομοφυλόφιλοι, πολιτικοί αντίπαλοι των
ναζί, ιδίως κομμουνιστές και σοσιαλιστές, κι ακόμα εκείνοι που οι ναζί
έκριναν ασθενείς ή αναπήρους. Και εδώ υπάρχει όμως διαφορά. Όλες αυτές
τις ανθρώπινες ομάδες επίσης επιδίωξαν να τις εξοντώσουν, ωστόσο μόνο
για τους Εβραίους εφάρμοσαν με τόση εμμονή και σε όλες τις κατακτημένες
χώρες συστηματικές έρευνες για να τους εντοπίσουν και μαζικές συλλήψεις
ώστε να τους εξαφανίσουν από παντού στον κόσμο.
[7] Στην Καθημερινή με τίτλο, «Διάλειμμα
παιγνιώδους αδολεσχίας»,22.3.2009. Στη φράση αυτή εντός εισαγωγικών, και
με τη μνεία: «ο καθηγητής φιλοσοφίας κ. Χρήστος Γιανναράς … τους δίνει
την απάντηση», παραπέμπει θεωρητικός της Χρυσής Αυγής για να στηρίξει
σχεδόν παραληρηματικές αντισημιτικές θέσεις, στην ιστοσελίδα της. Βλ.
Απ. Καραΐσκος, «Σιωνισμός και Παγκοσμιοποίηση», στη στήλη «ιδεολογικά
κείμενα», 25.9.2012, http://goo.gl/4zCzbC
[8] Βλ. τη δημόσια δήλωση της αιτιολόγησης σε δημοσίευμα με τίτλο «Διαστρέβλωση της ιστορίας και του αντιφασιστικού αγώνα», Ριζοσπάστης,
1.2.2005. Σημειωτέον ότι ο Συνασπισμός κατέκρινε την αποχή από το
ψήφισμα σε άρθρο, «Το ΚΚΕ απορρίπτει ψήφισμα για το Ολοκαύτωμα», Η Αυγή, 30.1.2005.
[9] Ελευθεροτυπία, στήλη «Ναυτίλος»,
25.1.2010, άρθρο και σκίτσο του Στάθη Σταυρόπουλου· το σκίτσο είναι το
εξής: σκιάχτρο με κουκούλα της Κου-Κλουξ-Κλαν, τα ονόματα της CIA και
της Μοσάντ, με διακόσμηση τον αγκυλωτό σταυρό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου