Την περασμένη Τετάρτη στο
Γκάζι ο Σπύρος Λυκούδης απευθυνόμενος σε ΕΛΙΑ, Ποτάμι και ΔΗΜΑΡ πρότεινε
τη σύσταση μιας επιτροπής «που θα ξεκινήσει έναν έντιμο και ειλικρινή
ανοιχτό διάλογο χωρίς όρους και προαπαιτούμενα για τη συγκρότηση της
νέας μεγάλης ελπίδας», «…για τη δημιουργία της μεγάλης συνάντησης που θα
αλλάξει τα πράγματα». Και κατέληξε διαβεβαιώνοντας ότι «εμείς, οι
δημοκράτες αριστεροί μεταρρυθμιστές θα είμαστε παρόντες και παρούσες,
υπερβαίνοντας τις δυσκολίες……». Ταυτόχρονα σχεδόν ο Αλέκος Παπαδόπουλος
έθετε έναν όρο ενδεικτικό μιας άλλης λογικής, τον αποκλεισμό των
λαϊκιστών. Δεν παραβρέθηκα στην Τεχνόπολη – συμμετείχα στις
Βρυξέλλες στην α΄ συνάντηση της ομάδας του S&D. Παρακολούθησα όμως
και παρακολουθώ τα της κεντροαριστεράς με ελπίδα, επιφυλάξεις πολλές και
προσδοκίες από λίγους. Η προσπάθεια συμπαράταξης των φορέων με
σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό περιεχόμενο δεν είναι ούτε σημερινή ούτε
χθεσινή. Ανήκουν βέβαια στην ιστορία οι αλλεπάλληλες προσπάθειες
αριστερών και κεντροαριστερών να συνεννοηθούν με το ΠΑΣΟΚ σε όλη την
μεταπολίτευση και ως το 2009. Αλλά και οι σύγχρονες, μετά τα μνημόνια,
διαρκούν τουλάχιστον 3 χρόνια. Το 2011 η ΔΗΜΑΡ έθεσε ως στρατηγικό της
στόχο τη δημιουργία της μεγάλης κεντροαριστεράς και το ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε
την αναγκαιότητα μετά τη δεινή ήττα το 2012 και συμμετείχε στη δημόσια
συζήτηση, όπως και όλα τα σχήματα, κόμματα και προσωπικότητες που
προέκυψαν από τις διασπάσεις του μετά το 2010.
Δυο τουλάχιστον θεσμικές και ορατές προσπάθειες διαλόγου κατά την 3ετία 2011-2014 γεννήθηκαν με διαφορετικό τρόπο αλλά απευθύνονταν στους ίδιους αποδέκτες και απέτυχαν. Αναφέρομαι στη (μη) δημιουργία του forum διαλόγου για την κεντροαριστερά και στην πρόσκληση των 58, οι αποδέκτες της οποίας μείωσαν την αξιοπιστία και μηδένισαν την απήχησή της.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι (συλλογικότητες και κόμματα) στους οποίους απευθύνονταν οι πρωτοβουλίες, συνομιλούν μεταξύ τους επί 3 χρόνια, πολιτικά, κοινωνικά και δι΄αρθρογραφίας. Κι ενώ συνομολογείται από όλους η αναγκαιότητα και η χρησιμότητα της μεγάλης κεντροαριστεράς, μοναδικό επίτευγμα είναι μια αναιμική συσπείρωση ενός μικρού μέρους του ΠΑΣΟΚ του 2011, υπό άλλη ονομασία. Και πολύ φοβούμαι ότι κι αυτή προέκυψε κυρίως επειδή το ΠΑΣΟΚ είναι κυβερνητικός εταίρος – αναφέρομαι και στην ανάγκη κυβερνητικής σταθερότητας και στη δυνατότητα συμμετοχής στην εξουσία.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Γιατί άνθρωποι και πολιτικοί χώροι ενώ υιοθετούν ως αδήριτη ανάγκη για τη χώρα και στοίχημα πολιτικής επιβίωσης τη συγκρότηση μιας μεγάλης κεντροαριστεράς, δεν μπορούν να τη συγκροτήσουν;
Η πρώτη απάντηση είναι ότι η λέξη διάλογος είναι μια κακοπαθημένη λέξη. Συχνά είναι η εύκολη διαφυγή από τα πραγματικά διλλήματα, ενίοτε και το άλλοθι της αδιαλλαξίας. Θυμηθείτε τις προσκλήσεις διαλόγου του ΣΥΡΙΖΑ προς το ΚΚΕ, αναλογιστείτε την επίδραση της διαλεκτικής ρητορικής του Βενιζέλου στο σώμα των 58, σκεφτείτε πόσες φορές τα κόμματα καταφεύγουν στην πρόταση ατέρμονα διαλόγου για να αποφύγουν να πάρουν θέση.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ο μόνος ιδεολογικός διάλογος, η μόνη πολιτική διαπραγμάτευση μεταξύ κομμάτων ήταν αυτή από την οποία προέκυψε ο ενιαίος Συνασπισμός. Και ακριβώς επειδή ήταν μια επιτυχής διαπραγμάτευση κι όχι ένας προσχηματικός διάλογος, δεν συνοδεύτηκε από προεξαγγελτικές και πολυετείς τυμπανοκρουσίες αλλά αναλήφθηκε από στελέχη πεισμένα για τη χρησιμότητά του και καθοδηγημένα από ηγεσίες που πίστευαν ότι πρόκειται για μια αμφότερα ωφέλιμη συμφωνία.
Διακρίνεται ο διάλογος για την κεντροαριστερά από ανάλογα χαρακτηριστικά;
Οι πρωταγωνιστές της 3ετούς προσπάθειας δεν συνομιλούν απλώς μεταξύ τους, συμμετέχουν ή συμμετείχαν στα ίδια κόμματα, συνεργάστηκαν ή συνεργάζονται σε κυβερνητικά σχήματα και όλοι εκδηλώνουν επιθυμία, από τους βενιζελικούς, τους παπανδρεϊκούς και τους κουβελικούς, ως τον Μόσιαλο, την Διαμαντοπούλου, τον Μπίστη, τον Φλωρίδη, τον Λοβέρδο και τον Λυκούδη. Τι εμπόδισε ή εμποδίζει αυτήν την επιθυμία να μετεξελιχθεί σε δυνατότητα;
Η απάντηση σ΄αυτό το ερώτημα είναι πολυεπίπεδη. Από τις ιδεολογικές δυσκολίες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας μέχρι την αμαρτωλή ελληνική ιδιαιτερότητα του σοσιαλιστικού πελατειακού συστήματος ακόμη και την κυνική διαπίστωση της ύπαρξης υπεράριθμων υποψηφίων ηγετών και στελεχών σ΄αυτόν τον πολιτικό χώρο.
Υπάρχουν σήμερα περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουν τον στόχο οι άνθρωποι και οι συλλογικότητες που επί 3 χρόνια αποτυγχάνουν;
Προσωπικά απαντώ όχι, και, σ΄ εκείνους που θεωρούν ότι προέκυψαν πιο ευοίωνα δεδομένα μετά την απομείωση του ΠΑΣΟΚ και τη συντριβή της ΔΗΜΑΡ στις ευρωεκλογές, συστήνω μια προσεκτική ανάγνωση όσων συμβαίνουν μετεκλογικά στα δυο αυτά κόμματα. Η ΕΛΙΑ αμφισβητείται ευρύτατα εκ των ένδον – προβλέπω με μεγαλύτερη ένταση μετά τον ανασχηματισμό- και η ΔΗΜΑΡ φαίνεται να δρομολογεί, και ορατή πλέον, πορεία και κατάληξη προς ΣΥΡΙΖΑ.
Το Ποτάμι θα μπορούσε να αποφύγει αυτήν τη συζήτηση, καθώς δεν διαθέτει βουλευτές, δεν αυτοπροσδιορίζεται ως κεντροαριστερά στο κάδρο ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και δήλωσε εξαρχής την απόστασή του από το παλαιό κομματικό σύστημα και τις ιδεολογικές ταμπέλες. Όμως για κάθε πολιτική δύναμη το θέμα της στρατηγικής των συνεργασιών είναι ζητούμενο στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του. Όσο κι αν θεωρώ περιοριστικό, πρωθύστερο και απλοϊκό το ερώτημα «με ποιόν θα κυβερνήσετε», δεν μπορώ να αγνοήσω ότι η πολιτική φυσιογνωμία ενός κόμματος διαμορφώνει και οριοθετεί τις δυνάμει πολιτικές και κοινωνικές του συμμαχίες.
Θα την απαντήσουμε λοιπόν την ερώτηση, αργά ή γρήγορα. Και το γεγονός ότι δεν διαθέτουμε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση στη φάση αυτή, άρα πρακτικά δεν επηρεάζεται από τις πρωτοβουλίες μας η κυβερνητική σταθερότητα ή αστάθεια ούτε διαθέτουμε στελέχη με κυβερνητικές προσδοκίες, είναι πλεονέκτημα για τους άλλους δυνάμει συνομιλητές.
Σ΄αυτήν τη φάση λοιπόν, στόχος μας δεν είναι η συμμετοχή αλλά ο επηρεασμός της εξουσίας, η επίδραση μας, με συναινετικό τρόπο, στην καθημερινή άσκηση πολιτικής. Και μέσα από αυτό το μονοπάτι, η καλλιέργεια των αυριανών συνεργασιών.
Αυτό κατά τη γνώμη μου το στάδιο είναι απολύτως απαραίτητο και ευρύτερα στην πολιτική σκηνή, τουλάχιστον ώσπου να εκσυγχρονιστεί το πολιτικό μας σύστημα και οι θεσμοί, μέχρι να εμπεδωθεί ένα κλίμα συνεννόησης κι ένα πλαίσιο συναινετικής διακυβέρνησης. Να βρεθεί ένας τρόπος και τα κατάλληλα πρόσωπα, ώστε να αναπτυχθεί μια δυναμική συνεργασιών των λογικών ανθρώπων, των εκσυγχρονιστών, των φιλοευρωπαίων και της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς.
Σε κάποιους αυτό μπορεί να φαίνεται απολίτικο, επειδή προτάσσει την αξία της λογικής συνεννόησης και της αποκατάστασης εμπιστοσύνης. Αλλά ναι, αυτά είναι τα βασικά προαπαιτούμενα, το γήπεδο οποιασδήποτε συνάντησης, διαλόγου και διαπραγμάτευσης, ειδικά όταν στην πολιτική σκηνή θριαμβεύουν ο παραλογισμός, η υπεριδεολογικοποίηση και η καχυποψία.
Υπάρχουν ενδείξεις για την ανάγκη διαμόρφωσης μιας κεντρώας παράταξης με χαρακτηριστικά κοινωνικής σοσιαλδημοκρατίας και στοιχεία πολιτικού φιλελευθερισμού, μιας παράταξης που θα προτάσσει τη λογική και τον εκσυγχρονισμό κράτους και κοινωνίας και θα εμποδίζει την οπισθοδρόμηση στο πελατειακό σύστημα και στην κομματοκρατία.
Για εμάς λοιπόν στη συγκεκριμένη φάση το ερώτημα είναι αν θα συμβάλουμε σε άλλη μια προσπάθεια πολιτικού διαλόγου χωρίς εχέγγυα θετικής εξέλιξης ή αν θα υιοθετήσουμε, θεσμοθετημένα και ειλικρινά, μια άλλη πολιτική διαλόγου με όσες από τις κεντροαριστερές και κεντροδεξιές δυνάμεις το επιθυμούν πραγματικά.
Σύντομα το Ποτάμι θα έχει συγκροτηθεί σε κόμμα με το Συνέδριό του. Και με τη διακήρυξή του θα διαμορφώσει τον προβληματισμό και τις προτάσεις του για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας. Και εκεί, στη βάση συγκεκριμένων τομέων και θέσεων θα επιδιώξουμε διάλογο και διαπραγμάτευση. Όχι με στόχο κάποια κομματική ή στελεχιακή επιβίωση αλλά για το δρομολόγιο της κοινωνίας μας προς την πρόοδο, της χώρας μας προς την ανάκαμψη. Προφανώς, όπως όλες οι συμμαχίες, κι αυτή θα γίνει με όρους σύγκρουσης και σύνθεσης κι εκεί θα φανεί αν θα αποτελέσουν το πρόπλασμα μιας ενδεχόμενης μετεκλογικής συνεργασίας. Γιατί πλέον δεν θα μιλούμε γενικά και αόριστα για έναν προγραμματικό διάλογο κορυφής, αλλά για μια τεκμηριωμένη πολιτική συνεργασία, με συνομολογημένους στόχους, εργαλεία, χρονοδιαγράμματα και κόκκινες γραμμές.
Συμβολικά μπορούμε να ονομάσουμε την τακτική αυτή «θεματικές συμμαχίες». Ας δούμε μερικές περιπτώσεις:
Για να ανιχνεύσουμε τη συμμαχία του φορολογικού ο Χ. Θεοχάρης και η ομάδα του είναι απαραίτητοι συνεργάτες, και γιατί κατάφεραν να προσφέρουν εξαιρετικά σημαντικό έργο υποδομής και απέδειξαν πόσο αποτελεσματικός μπορεί να είναι κάποιος στη δημόσια διοίκηση αλλά και γιατί εκδιώχθηκαν νύχτα. Επίσης χρήσιμος είναι ο διάλογος με προσωπικότητες του κεντροδεξιού και φιλελεύθερου χώρου, όπως ο Θ. Σκυλακάκης και η Α. Λυμπεράκη όχι φυσικά για να τους απορροφήσουμε αλλά για να συζητήσουμε την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα οπτική τους στα πεδία των μεταρρυθμίσεων και της επιχειρηματικότητας. Απολύτως χρήσιμο και αναγκαίο θεωρώ και το διάλογο με την ομάδα που εκπροσωπεί τον ΣΥΡΙΖΑ στα οικονομικά - αναφέρομαι στους Γ. Δραγασάκη και Γ. Σταθάκη- αναφορικά με τις λεπτομέρειες της επόμενης (κατά ΣΥΡΙΖΑ) ημέρας.
Ξέρω ότι πολλοί νομίζουν ότι όλοι όσοι προανέφερα χωρίζονται από χαώδεις διαφορές. Προσωπικά είμαι πεισμένος ότι θα βρεθούν πολλές συγκλίσεις και στα απαιτούμενα εργαλεία και στους στόχους. Είμαι, π.χ. βέβαιος ότι όλοι θα συμφωνήσουν στην βασική εξίσωση: καλό φορολογικό είναι το δίκαιο και σταθερό φορολογικό και αποτελεσματικό φορολογικό είναι μόνο το μηχανοργανωμένο, το απλό, αυτό που διαθέτει αξιόπιστους μηχανισμούς ελέγχου.
Για τα ζητήματα της ανώτατης εκπαίδευσης είναι απολύτως αναγκαία η Α. Διαμαντοπούλου και η ομάδα του ΠΑΣΟΚ που επεξεργάστηκε το νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ, τον μοναδικό εκπαιδευτικό νόμο που ψηφίστηκε με τρομακτική για τα ελληνικά δεδομένα πλειοψηφία και αμέσως μετά ξηλώθηκε συστηματικά από τα κόμματα που τον στήριξαν.
Και για την αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα ο Αντώνης Μανιτάκης και η ομάδα της ΔΗΜΑΡ που στήριξε τη διοικητική μεταρρύθμιση, χρειάζεται να μας πουν ξεκάθαρα ποιές δυσκολίες δεν επέτρεψαν στη ΔΗΜΑΡ να αφήσει τη σφραγίδα της στο κυβερνητικό έργο.
Ναι λοιπόν στο διάλογο, με τη συνείδηση όμως ότι ουσιαστικός προγραμματικός διάλογος σημαίνει διαπραγμάτευση ιεραρχημένων στόχων και επιλεγμένων τομέων κι όχι παράθεση προθέσεων, μονολόγων ή εκθέσεις ιδεών.
Ο άλλος διάλογος, των ηγεσιών, με στόχο τη διαμόρφωση κυβερνητικών πλειοψηφιών, προτείνεται μεν από αξιόλογους ανθρώπους, φοβούμαι όμως πως δεν θα ευδοκιμήσει ως διάλογος θέσεων αλλά καθισμάτων. Κυβερνητικών και εσωκομματικών. Αλλά ακόμη κι αν προχωρούσε, θα έδινε κοινοβουλευτική πλειοψηφία μάλλον εύθραυστη κι όχι μια συναινετική διέξοδο από την κρίση και μια πραγματική καλλιέργεια των συνεργασιών και της τεκμηρίωσής τους σε στέρεα βάση.
Προτείνω λοιπόν να ξεκινήσουμε περπατώντας μαζί για πρώτη φορά το δύσκολο δρόμο της αναμέτρησης με τα συγκεκριμένα προβλήματα της πραγματικότητας. Και ν’ αφήσουμε για το μέλλον τη σκέψη για αρραβώνες, πολιτικούς γάμους και σύμφωνα συμβίωσης.
Δυο τουλάχιστον θεσμικές και ορατές προσπάθειες διαλόγου κατά την 3ετία 2011-2014 γεννήθηκαν με διαφορετικό τρόπο αλλά απευθύνονταν στους ίδιους αποδέκτες και απέτυχαν. Αναφέρομαι στη (μη) δημιουργία του forum διαλόγου για την κεντροαριστερά και στην πρόσκληση των 58, οι αποδέκτες της οποίας μείωσαν την αξιοπιστία και μηδένισαν την απήχησή της.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι (συλλογικότητες και κόμματα) στους οποίους απευθύνονταν οι πρωτοβουλίες, συνομιλούν μεταξύ τους επί 3 χρόνια, πολιτικά, κοινωνικά και δι΄αρθρογραφίας. Κι ενώ συνομολογείται από όλους η αναγκαιότητα και η χρησιμότητα της μεγάλης κεντροαριστεράς, μοναδικό επίτευγμα είναι μια αναιμική συσπείρωση ενός μικρού μέρους του ΠΑΣΟΚ του 2011, υπό άλλη ονομασία. Και πολύ φοβούμαι ότι κι αυτή προέκυψε κυρίως επειδή το ΠΑΣΟΚ είναι κυβερνητικός εταίρος – αναφέρομαι και στην ανάγκη κυβερνητικής σταθερότητας και στη δυνατότητα συμμετοχής στην εξουσία.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Γιατί άνθρωποι και πολιτικοί χώροι ενώ υιοθετούν ως αδήριτη ανάγκη για τη χώρα και στοίχημα πολιτικής επιβίωσης τη συγκρότηση μιας μεγάλης κεντροαριστεράς, δεν μπορούν να τη συγκροτήσουν;
Η πρώτη απάντηση είναι ότι η λέξη διάλογος είναι μια κακοπαθημένη λέξη. Συχνά είναι η εύκολη διαφυγή από τα πραγματικά διλλήματα, ενίοτε και το άλλοθι της αδιαλλαξίας. Θυμηθείτε τις προσκλήσεις διαλόγου του ΣΥΡΙΖΑ προς το ΚΚΕ, αναλογιστείτε την επίδραση της διαλεκτικής ρητορικής του Βενιζέλου στο σώμα των 58, σκεφτείτε πόσες φορές τα κόμματα καταφεύγουν στην πρόταση ατέρμονα διαλόγου για να αποφύγουν να πάρουν θέση.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ο μόνος ιδεολογικός διάλογος, η μόνη πολιτική διαπραγμάτευση μεταξύ κομμάτων ήταν αυτή από την οποία προέκυψε ο ενιαίος Συνασπισμός. Και ακριβώς επειδή ήταν μια επιτυχής διαπραγμάτευση κι όχι ένας προσχηματικός διάλογος, δεν συνοδεύτηκε από προεξαγγελτικές και πολυετείς τυμπανοκρουσίες αλλά αναλήφθηκε από στελέχη πεισμένα για τη χρησιμότητά του και καθοδηγημένα από ηγεσίες που πίστευαν ότι πρόκειται για μια αμφότερα ωφέλιμη συμφωνία.
Διακρίνεται ο διάλογος για την κεντροαριστερά από ανάλογα χαρακτηριστικά;
Οι πρωταγωνιστές της 3ετούς προσπάθειας δεν συνομιλούν απλώς μεταξύ τους, συμμετέχουν ή συμμετείχαν στα ίδια κόμματα, συνεργάστηκαν ή συνεργάζονται σε κυβερνητικά σχήματα και όλοι εκδηλώνουν επιθυμία, από τους βενιζελικούς, τους παπανδρεϊκούς και τους κουβελικούς, ως τον Μόσιαλο, την Διαμαντοπούλου, τον Μπίστη, τον Φλωρίδη, τον Λοβέρδο και τον Λυκούδη. Τι εμπόδισε ή εμποδίζει αυτήν την επιθυμία να μετεξελιχθεί σε δυνατότητα;
Η απάντηση σ΄αυτό το ερώτημα είναι πολυεπίπεδη. Από τις ιδεολογικές δυσκολίες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας μέχρι την αμαρτωλή ελληνική ιδιαιτερότητα του σοσιαλιστικού πελατειακού συστήματος ακόμη και την κυνική διαπίστωση της ύπαρξης υπεράριθμων υποψηφίων ηγετών και στελεχών σ΄αυτόν τον πολιτικό χώρο.
Υπάρχουν σήμερα περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουν τον στόχο οι άνθρωποι και οι συλλογικότητες που επί 3 χρόνια αποτυγχάνουν;
Προσωπικά απαντώ όχι, και, σ΄ εκείνους που θεωρούν ότι προέκυψαν πιο ευοίωνα δεδομένα μετά την απομείωση του ΠΑΣΟΚ και τη συντριβή της ΔΗΜΑΡ στις ευρωεκλογές, συστήνω μια προσεκτική ανάγνωση όσων συμβαίνουν μετεκλογικά στα δυο αυτά κόμματα. Η ΕΛΙΑ αμφισβητείται ευρύτατα εκ των ένδον – προβλέπω με μεγαλύτερη ένταση μετά τον ανασχηματισμό- και η ΔΗΜΑΡ φαίνεται να δρομολογεί, και ορατή πλέον, πορεία και κατάληξη προς ΣΥΡΙΖΑ.
Το Ποτάμι θα μπορούσε να αποφύγει αυτήν τη συζήτηση, καθώς δεν διαθέτει βουλευτές, δεν αυτοπροσδιορίζεται ως κεντροαριστερά στο κάδρο ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και δήλωσε εξαρχής την απόστασή του από το παλαιό κομματικό σύστημα και τις ιδεολογικές ταμπέλες. Όμως για κάθε πολιτική δύναμη το θέμα της στρατηγικής των συνεργασιών είναι ζητούμενο στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του. Όσο κι αν θεωρώ περιοριστικό, πρωθύστερο και απλοϊκό το ερώτημα «με ποιόν θα κυβερνήσετε», δεν μπορώ να αγνοήσω ότι η πολιτική φυσιογνωμία ενός κόμματος διαμορφώνει και οριοθετεί τις δυνάμει πολιτικές και κοινωνικές του συμμαχίες.
Θα την απαντήσουμε λοιπόν την ερώτηση, αργά ή γρήγορα. Και το γεγονός ότι δεν διαθέτουμε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση στη φάση αυτή, άρα πρακτικά δεν επηρεάζεται από τις πρωτοβουλίες μας η κυβερνητική σταθερότητα ή αστάθεια ούτε διαθέτουμε στελέχη με κυβερνητικές προσδοκίες, είναι πλεονέκτημα για τους άλλους δυνάμει συνομιλητές.
Σ΄αυτήν τη φάση λοιπόν, στόχος μας δεν είναι η συμμετοχή αλλά ο επηρεασμός της εξουσίας, η επίδραση μας, με συναινετικό τρόπο, στην καθημερινή άσκηση πολιτικής. Και μέσα από αυτό το μονοπάτι, η καλλιέργεια των αυριανών συνεργασιών.
Αυτό κατά τη γνώμη μου το στάδιο είναι απολύτως απαραίτητο και ευρύτερα στην πολιτική σκηνή, τουλάχιστον ώσπου να εκσυγχρονιστεί το πολιτικό μας σύστημα και οι θεσμοί, μέχρι να εμπεδωθεί ένα κλίμα συνεννόησης κι ένα πλαίσιο συναινετικής διακυβέρνησης. Να βρεθεί ένας τρόπος και τα κατάλληλα πρόσωπα, ώστε να αναπτυχθεί μια δυναμική συνεργασιών των λογικών ανθρώπων, των εκσυγχρονιστών, των φιλοευρωπαίων και της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς.
Σε κάποιους αυτό μπορεί να φαίνεται απολίτικο, επειδή προτάσσει την αξία της λογικής συνεννόησης και της αποκατάστασης εμπιστοσύνης. Αλλά ναι, αυτά είναι τα βασικά προαπαιτούμενα, το γήπεδο οποιασδήποτε συνάντησης, διαλόγου και διαπραγμάτευσης, ειδικά όταν στην πολιτική σκηνή θριαμβεύουν ο παραλογισμός, η υπεριδεολογικοποίηση και η καχυποψία.
Υπάρχουν ενδείξεις για την ανάγκη διαμόρφωσης μιας κεντρώας παράταξης με χαρακτηριστικά κοινωνικής σοσιαλδημοκρατίας και στοιχεία πολιτικού φιλελευθερισμού, μιας παράταξης που θα προτάσσει τη λογική και τον εκσυγχρονισμό κράτους και κοινωνίας και θα εμποδίζει την οπισθοδρόμηση στο πελατειακό σύστημα και στην κομματοκρατία.
Για εμάς λοιπόν στη συγκεκριμένη φάση το ερώτημα είναι αν θα συμβάλουμε σε άλλη μια προσπάθεια πολιτικού διαλόγου χωρίς εχέγγυα θετικής εξέλιξης ή αν θα υιοθετήσουμε, θεσμοθετημένα και ειλικρινά, μια άλλη πολιτική διαλόγου με όσες από τις κεντροαριστερές και κεντροδεξιές δυνάμεις το επιθυμούν πραγματικά.
Σύντομα το Ποτάμι θα έχει συγκροτηθεί σε κόμμα με το Συνέδριό του. Και με τη διακήρυξή του θα διαμορφώσει τον προβληματισμό και τις προτάσεις του για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας. Και εκεί, στη βάση συγκεκριμένων τομέων και θέσεων θα επιδιώξουμε διάλογο και διαπραγμάτευση. Όχι με στόχο κάποια κομματική ή στελεχιακή επιβίωση αλλά για το δρομολόγιο της κοινωνίας μας προς την πρόοδο, της χώρας μας προς την ανάκαμψη. Προφανώς, όπως όλες οι συμμαχίες, κι αυτή θα γίνει με όρους σύγκρουσης και σύνθεσης κι εκεί θα φανεί αν θα αποτελέσουν το πρόπλασμα μιας ενδεχόμενης μετεκλογικής συνεργασίας. Γιατί πλέον δεν θα μιλούμε γενικά και αόριστα για έναν προγραμματικό διάλογο κορυφής, αλλά για μια τεκμηριωμένη πολιτική συνεργασία, με συνομολογημένους στόχους, εργαλεία, χρονοδιαγράμματα και κόκκινες γραμμές.
Συμβολικά μπορούμε να ονομάσουμε την τακτική αυτή «θεματικές συμμαχίες». Ας δούμε μερικές περιπτώσεις:
Για να ανιχνεύσουμε τη συμμαχία του φορολογικού ο Χ. Θεοχάρης και η ομάδα του είναι απαραίτητοι συνεργάτες, και γιατί κατάφεραν να προσφέρουν εξαιρετικά σημαντικό έργο υποδομής και απέδειξαν πόσο αποτελεσματικός μπορεί να είναι κάποιος στη δημόσια διοίκηση αλλά και γιατί εκδιώχθηκαν νύχτα. Επίσης χρήσιμος είναι ο διάλογος με προσωπικότητες του κεντροδεξιού και φιλελεύθερου χώρου, όπως ο Θ. Σκυλακάκης και η Α. Λυμπεράκη όχι φυσικά για να τους απορροφήσουμε αλλά για να συζητήσουμε την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα οπτική τους στα πεδία των μεταρρυθμίσεων και της επιχειρηματικότητας. Απολύτως χρήσιμο και αναγκαίο θεωρώ και το διάλογο με την ομάδα που εκπροσωπεί τον ΣΥΡΙΖΑ στα οικονομικά - αναφέρομαι στους Γ. Δραγασάκη και Γ. Σταθάκη- αναφορικά με τις λεπτομέρειες της επόμενης (κατά ΣΥΡΙΖΑ) ημέρας.
Ξέρω ότι πολλοί νομίζουν ότι όλοι όσοι προανέφερα χωρίζονται από χαώδεις διαφορές. Προσωπικά είμαι πεισμένος ότι θα βρεθούν πολλές συγκλίσεις και στα απαιτούμενα εργαλεία και στους στόχους. Είμαι, π.χ. βέβαιος ότι όλοι θα συμφωνήσουν στην βασική εξίσωση: καλό φορολογικό είναι το δίκαιο και σταθερό φορολογικό και αποτελεσματικό φορολογικό είναι μόνο το μηχανοργανωμένο, το απλό, αυτό που διαθέτει αξιόπιστους μηχανισμούς ελέγχου.
Για τα ζητήματα της ανώτατης εκπαίδευσης είναι απολύτως αναγκαία η Α. Διαμαντοπούλου και η ομάδα του ΠΑΣΟΚ που επεξεργάστηκε το νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ, τον μοναδικό εκπαιδευτικό νόμο που ψηφίστηκε με τρομακτική για τα ελληνικά δεδομένα πλειοψηφία και αμέσως μετά ξηλώθηκε συστηματικά από τα κόμματα που τον στήριξαν.
Και για την αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα ο Αντώνης Μανιτάκης και η ομάδα της ΔΗΜΑΡ που στήριξε τη διοικητική μεταρρύθμιση, χρειάζεται να μας πουν ξεκάθαρα ποιές δυσκολίες δεν επέτρεψαν στη ΔΗΜΑΡ να αφήσει τη σφραγίδα της στο κυβερνητικό έργο.
Ναι λοιπόν στο διάλογο, με τη συνείδηση όμως ότι ουσιαστικός προγραμματικός διάλογος σημαίνει διαπραγμάτευση ιεραρχημένων στόχων και επιλεγμένων τομέων κι όχι παράθεση προθέσεων, μονολόγων ή εκθέσεις ιδεών.
Ο άλλος διάλογος, των ηγεσιών, με στόχο τη διαμόρφωση κυβερνητικών πλειοψηφιών, προτείνεται μεν από αξιόλογους ανθρώπους, φοβούμαι όμως πως δεν θα ευδοκιμήσει ως διάλογος θέσεων αλλά καθισμάτων. Κυβερνητικών και εσωκομματικών. Αλλά ακόμη κι αν προχωρούσε, θα έδινε κοινοβουλευτική πλειοψηφία μάλλον εύθραυστη κι όχι μια συναινετική διέξοδο από την κρίση και μια πραγματική καλλιέργεια των συνεργασιών και της τεκμηρίωσής τους σε στέρεα βάση.
Προτείνω λοιπόν να ξεκινήσουμε περπατώντας μαζί για πρώτη φορά το δύσκολο δρόμο της αναμέτρησης με τα συγκεκριμένα προβλήματα της πραγματικότητας. Και ν’ αφήσουμε για το μέλλον τη σκέψη για αρραβώνες, πολιτικούς γάμους και σύμφωνα συμβίωσης.
Ο Μίλτος Κύρκος εκλέχτηκε ευρωβουλευτής με Το Ποτάμι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου