Του Γρηγόρη Καλφέλη, ΒΗΜΑ, 18.12.12
«Αν μια δίκαιη κοινωνία απαιτεί ένα ισχυρό αίσθημα κοινότητας, θα πρέπει να καλλιεργήσει στους πολίτες το ενδιαφέρον για το σύνολο , την αφοσίωση για το κοινό αγαθό». Αυτά αναφέρει ο διανοούμενος του Χάρβαρντ Michael Sandel σε μια πρόσφατη εκπληκτική πραγματεία του για τη Δικαιοσύνη και φαίνεται σαφώς ότι οι έλληνες δικαστές δεν συμμερίζονται αυτό το ενδιαφέρον για το σύνολο, αφού προτιμούν μια απόλυτα ιδιωτικοποιημένη ερμηνεία για την ευτυχία (:ο καθένας για τον εαυτό του). Πώς φαίνεται αυτό; Από το ακατανόητο γεγονός ότι συνεχίζουν την αντισυνταγματική πρακτική της διακοπής των συνεδριάσεων κάθε ημέρα (οδηγώντας κατ’ αποτέλεσμα- και ολέθρια- σε παραγραφή πολλές ποινικές υποθέσεις και διαπαιδαγωγώντας τους πολίτες -ως εφαρμοστές του νόμου- με μια κουλτούρα ανομίας)! Πράγμα, βεβαίως, το οποίο είχε κάνει πριν από λίγο καιρό και μια άλλη πνευματική ελιτ -η ελιτ των πρυτάνεων- που δεν εφάρμοζε μέχρι την τελευταία στιγμή τον νόμο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Βεβαίως, οι δικαστικοί λειτουργοί έκαναν μια μικρή (και άνευ σημασίας) παραχώρηση, δηλαδή αποφάσισαν να διακόπτουν τις συνεδριάσεις των δικαστηρίων λίγο πριν από το μεσημέρι και όχι το πρωί ( όπως γινόταν μέχρι τώρα), αναπαράγοντας κατ' ουσία το ίδιο εκρηκτικό αδιέξοδο στη συνολικότερη απονομή της δικαιοσύνης.
Όμως, το ερέθισμα για τη διατύπωση αυτών των παρατηρήσεων δόθηκε από ένα παράδοξο άρθρο της προέδρου της Ένωσης των Δικαστών και των Εισαγγελέων («ΤΑ ΝΕΑ, 8/12/2012»).
Σε αυτό το άρθρο υποστηρίχθηκε η πρωτοφανής άποψη, ότι η εμφανής αντισυνταγματικότητα της αποχής των δικαστών (κατά το άρθρο 23 του Συντάγματος) αναιρείται και ακυρώνεται, επειδή οι υπερβολικές «μειώσεις των αποδοχών των δικαστών» οδηγούν σε παραβίαση άλλων συνταγματικών διατάξεων (26, 87, 88) και θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των δικαστών!
Ωστόσο, η αρεοπαγίτης πρόεδρος λησμονεί εσφαλμένα τα ακόλουθα μεγέθη:
1. Τη μοναδική ιστορικότητα της περιόδου που βιώνουμε, δηλαδή τη χρεοκοπία της χώρας μας (γεγονός που έχει οδηγήσει βίαια στη φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας).
Υπό την έννοια αυτή η θεμελιώδης έννοια της ισότητας (ή της ισότιμης μεταχείρισης) που επικαλείται η πρόεδρος των Δικαστών και των Εισαγγελέων είναι απαραίτητο να ειδωθεί και κάτω από αυτό το γενικότερο πρίσμα που έχει επεξεργαστεί η θεωρία της πολιτικής φιλοσοφίας (με άλλα λόγια ότι πολλοί συμπολίτες μας και ιδίως οι συνταξιούχοι δεν μπορούν πλέον να επιβιώσουν, ενώ ακόμη και οι κατώτεροι δικαστές εξακολουθούν να λαμβάνουν σχετικά αξιοπρεπείς μισθούς).
2. Η μη μείωση -σκανδαλωδώς- των βουλευτικών αποζημιώσεων (στο βαθμό που θα ήταν απαραίτητο) δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση, ότι οι δικαστές νομιμοποιούνται να αντιδρούν απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις των κοινοβουλευτικών μας αντιπροσώπων με πρακτικές οι οποίες παραβιάζουν ευθέως το Θεμελιώδη νόμο της χώρας μας (όπως υποστηρίζει αδικαιολόγητα και πάλι η αεροπαγίτης πρόεδρος, υπονοώντας μια μορφή νόμιμης άμυνας απέναντι σε μια εκτελεστική εξουσία η οποία παίρνει τη μορφή μιας απολυταρχικής ή εχθρικής «δύναμης κατοχής»)!
3. Η αναγωγή της περικοπής των μισθών σε ένα ύψιστο θεσμικό ζήτημα και η επικέντρωση του αγώνα των δικαστικών λειτουργών μόνο στο ζήτημα τούτο, «υπαλληλοποιεί» αφάνταστα και απαράδεκτα τη δικαστική εξουσία (ενώ η τελευταία είναι λειτούργημα και διακριτή μορφή εξουσίας σε ένα δυτικό κοινοβουλευτικό καθεστώς).
Ας μη ξεχνούμε, άλλωστε, ότι στην αμερικανική ιδίως θεωρία υπήρχαν στοχαστές, όπως ο Ronald Dworkin, που υποστήριξαν -εσφαλμένα κατά τη γνώμη μου- την πρωτοκαθεδρία (ή την «υπεροχή») της δικαστικής εξουσίας, επειδή ακριβώς τα θεμελιώδη ζητήματα που αντιμετωπίζει μια πολιτική κοινότητα στους τομείς της εκπαίδευσης, της ανεργίας κλπ., επιλύονται καλύτερα από τους δικαστές, εφόσον αυτοί ερμηνεύουν το Σύνταγμα εν αναφορά προς την αρχή της πολιτικής ισότητας.
Ενόψει αυτών των προσεγγίσεων, η παραπάνω άποψη της προέδρου των Δικαστών και των Εισαγγελέων δεν συμβάλλει στοιχειωδώς στην ανύψωση του πνευματικού επιπέδου του δημόσιου διαλόγου (για να θυμηθώ κάτι από την περίφημη ομιλία που είχε εκφωνήσει ο Ρόμπερτ Φ. Κένεντι στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας στις 18 Μαρτίου του 1968).
Και υπό την έννοια αυτή η συνδικαλιστική -δυστυχώς- ηγεσία μετατρέπει τους δικαστές (ή τουλάχιστον τμήματά τους) σε μια απομονωμένη ή αριστοκρατική ελιτ, η οποία αδυνατεί ή δεν θέλει να ανιχνεύσει τα πραγματικά δεδομένα της χώρας μας.
Και αξίζει δημόσιο έπαινο και η στάση του Εισαγγελέα και της Προέδρου του Αρείου Πάγου, που κάλεσαν πρόσφατα τους δικαστικούς λειτουργούς να σταματήσουν άμεσα τις αντισυνταγματικές τους πρακτικές (πράγμα που ήδη έκαναν οι Διοικητικοί Δικαστές)!
Εξάλλου, ο γνωστός διανοητής Σλαβόι Ζίζεκ υποστηρίζει ότι τμήματα της ελληνικής «έμμισθης ηγετικής ελιτ» (salaried bourgeoisie) αντιδρούν έντονα, γιατί δεν θέλουν να απολέσουν τον «πλεονάζοντα» μισθό (surplus-wage) και τα πολλά προνόμια που είχαν αποκτήσει, ιδίως κατά την τελευταία δεκαετία, με τις μεγάλες κεφαλαιακές εισροές από την Ευρωπαική Ένωση (Zizek, The years of dreaming dangerously).
Ποιο είναι το συμπέρασμα; Οι δικαστές πρέπει να σταματήσουν άμεσα τις πρακτικές εκείνες, που παραβιάζουν ευθέως το Σύνταγμά μας!
Kalfelis@law.auth.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου