Της Μαρίας Κατσουνάκη, Καθημερινή
«Στην Ελλάδα υπήρξε κοινωνικό ζήτημα. Υπήρξε διεύρυνση της φτώχειας, των ανισοτήτων, της ανεργίας. Δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με ένα πολιτισμικό ζήτημα, με πρόβλημα κοινωνικών συμπεριφορών και λαϊκισμού. Υπήρξε κοινωνική οδύνη. Η απάντηση δεν θα μπορούσε να είναι, λοιπόν, συμβατική. Επρεπε να πάει κανείς παραπέρα, να επινοήσει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Αυτό δεν έγινε και η κύρια δύναμη που της ανέθεσε η δυναμική των πραγμάτων να το φέρει εις πέρας, ο ΣΥΡΙΖΑ –όχι μόνη της, αλλά σε διάλογο με άλλες δυνάμεις–, πήγε στην ευκολία. Πήγε σε έναν ιδιότυπο εθνικισμό βασισμένο περισσότερο στη μνήμη, τη νεανική μνήμη, τη μνήμη του ΕΑΜ ή σε άλλες μνήμες, όπως τον αντιφασισμό»
Η ταινία είναι παλιά,
ανήκει στα must των απανταχού
σινεφίλ, λίγοι είναι όσοι δεν την έχουν δει ή, τουλάχιστον, δεν έχουν ακούσει
γι’ αυτήν. Το «Ζαμπρίσκι Πόιντ» του Μικελάντζελο Αντονιόνι γυρίστηκε στα τέλη
της δεκαετίας του ’60 και διακατεχόταν από το πνεύμα της εποχής. Περιέχει σύγκρουση του αναρχικού - ριζοσπάστη κεντρικού ήρωα με την αστυνομία,
φυγή στην έρημο, αντισυμβατικούς - χίπικους έρωτες, αντιπαράθεση της αθωότητας
με την αλλοτρίωση, οξεία κριτική στον κόσμο της κατανάλωσης και της
κερδοσκοπίας. Περιέχει και μια σκηνή - σημείο αναφοράς της ταινίας: μια έκρηξη,
σαν αποκάλυψη, όπου αντικείμενα σύμβολα της καταναλωτικής κοινωνίας (διάφορα
προϊόντα, τηλεοράσεις, βιβλία κ.ο.κ.), εκτοξεύονται στον αέρα. Θεωρητικοί και
αναλυτές ερμήνευσαν τις εικόνες και τις προθέσεις του σκηνοθέτη ως εξής: «Ο
Αντονιόνι είδε μιαν Αμερική σοβαρά άρρωστη, διαιρεμένη σε γενιές και
πολιτισμούς που δεν καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο, μιαν Αμερική που οι στόχοι
της είναι αντιφατικοί και που είναι ολόκληρη ένα αγχωτικό παράδοξο».
Τότε, αντικείμενο της κριτικής ήταν η Αμερική, σήμερα στο επίκεντρο των
συζητήσεων η Ευρώπη. Ομως, αν επανερχόμαστε στο «Ζαμπρίσκι Πόιντ», είναι για τη
σκηνή της έκρηξης. Γι’ αυτήν την κρίση με καταστροφική διέξοδο, στην οποία
ανατινάσσονται αντικείμενα που μας προσδιόρισαν επί χρόνια, επιθυμίες,
εξαρτήσεις, ό,τι συναποτελούσε αυτό που αποκαλούσαμε «μοντέλο ζωής».
Το «αγχωτικό παράδοξο» της τελευταίας ελληνικής πενταετίας είναι η προσκόλληση
σε ό,τι καταρρέει και δεν ανασυντίθεται. Ψεύδη, ψέματα και ψευδαισθήσεις,
βολικοί διαχωρισμοί και μέτωπα που δεν άντεξαν την πρόσκρουση με μια
πραγματικότητα εξαιρετικά σύνθετη και πολυπρισματική. Διχαστικά «ναι» και
«όχι», «εμείς» και «οι άλλοι», «μνημονιακοί» και «αντιμνημονιακοί», «οι
υπερήφανοι Ελληνες» και οι «τρομοκράτες εταίροι», απέκλεισαν –και συνεχίζουν να
αποκλείουν– κάθε συναίνεση. Δεν μπορεί να ενοχοποιείται διαρκώς η άλλη άποψη ως
εθνική προδοσία και αυτή η εμφυλιοπολεμική συνθήκη να προτείνεται ως το
διαπραγματευτικό χαρτί μιας συνεχιζόμενης «δημιουργικής ασάφειας». Δεν υπάρχει
τίποτα δημιουργικό και τίποτα ασαφές στην καχυποψία, στη διαστρέβλωση και στον
κοινωνικό φθόνο. Γιατί μπορεί να υπερψηφίστηκε το νομοσχέδιο «Διαπραγμάτευση
και Σύναψη Δανειακής Σύμβασης με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM)»
που είχε αποστείλει η κυβέρνηση στους θεσμούς με 251 ψήφους υπέρ, όμως αυτό δεν
μεταφράζεται και σε συναίνεση. Η υπερψήφιση, στη δεδομένη συνθήκη, ήταν
μονόδρομος. Βοήθησε, επίσης, να «καταρρεύσει η μυθολογία της αντιμνημονιακής
αντίληψης» (όπως επισήμανε ο Ευ. Βενιζέλος). Γιατί ναι μεν η λιτότητα είναι
μισητή σε όλους, αλλά, επί πέντε χρόνια τώρα, δεν εμφανίστηκε διαφορετική
εφικτή πολιτική πρόταση. Μνημόνια υπέγραψαν, εν τέλει, όλες οι κυβερνήσεις στο
διάστημα αυτής της πενταετίας. Μοιραίας, κυκλικής, αντιπαραγωγικής, γεμάτης
ανησυχία και φόβο. Οπως είχε επισημάνει και σε συνέντευξή του ο καθηγητής
Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο και συγγραφέας Νικόλας Σεβαστάκης: «Στην
Ελλάδα υπήρξε κοινωνικό ζήτημα. Υπήρξε διεύρυνση της φτώχειας, των ανισοτήτων,
της ανεργίας. Δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με ένα πολιτισμικό ζήτημα, με πρόβλημα
κοινωνικών συμπεριφορών και λαϊκισμού. Υπήρξε κοινωνική οδύνη. Η απάντηση δεν
θα μπορούσε να είναι, λοιπόν, συμβατική. Επρεπε να πάει κανείς παραπέρα, να
επινοήσει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Αυτό δεν έγινε και η κύρια δύναμη που
της ανέθεσε η δυναμική των πραγμάτων να το φέρει εις πέρας, ο ΣΥΡΙΖΑ –όχι μόνη
της, αλλά σε διάλογο με άλλες δυνάμεις–, πήγε στην ευκολία. Πήγε σε έναν
ιδιότυπο εθνικισμό βασισμένο περισσότερο στη μνήμη, τη νεανική μνήμη, τη μνήμη
του ΕΑΜ ή σε άλλες μνήμες, όπως τον αντιφασισμό». (Lifo, 27/04/2015).
Η Ευρώπη μπορεί να νοσεί αλλά τα προβλήματά της δεν έχουν σχέση με τις ελληνικές
παθογένειες. Η καταστροφική διέξοδος, όπως η έκρηξη στο «Ζαμπρίσκι Πόιντ», είχε
και έχει επιπτώσεις που θα συνεχίζονται για δεκαετίες. Η σκόπιμη αναβλητικότητα
για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, που χαρακτηρίζει τις κυβερνήσεις, επέτεινε την
ανισοκατανομή των βαρών, την αδικία, τη φοροδιαφυγή.
Οταν, με την
κρίση, επλήγη η επιφανειακή ταυτότητα της καταναλωτικής κοινωνίας, δεν
αναζητήθηκαν σταθερότερες, συλλογικότερες και συνεκτικότερες αναφορές για τη
διαμόρφωση μιας άλλης ταυτότητας. Το κενό καλύφθηκε από δόγματα, προσηλώσεις σε
παρωχημένα και παρηκμασμένα σχήματα, εθνολαϊκιστικές στρεβλώσεις και
συνεπαγόμενους διχασμούς.
«Νέο κοινωνικό
συμβόλαιο» δεν συντάχθηκε ποτέ. Περίσσεψαν η πολιτική δημαγωγία, η
αντιμνημονιακή ρητορεία, η προσπάθεια συγκάλυψης της βαθύτατα ριζωμένης
αντιμεταρρυθμιστικής επιθυμίας, η προστασία της μεγάλης εκλογικής δεξαμενής του
δημόσιου τομέα και των συνταξιούχων. Η συμπόρευση με μια, όλο και περισσότερο
φαντασιακή, πλειοψηφία παραμένει η μόνη βούληση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου