Από τον Θανάση Γιαλκέτση, Εφημερίδα των Συντακτών
Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από την παρέμβαση του Ινδού νομπελίστα οικονομολόγου Αμάρτια Σεν στο Φεστιβάλ της Επιστήμης, που έγινε στη Ρώμη τον περασμένο Ιανουάριο.
Οι δυνατότητές μας να ζήσουμε μια καλή ζωή, να είμαστε ευχαριστημένοι, ευτυχισμένοι, ελεύθεροι να επιλέξουμε τον τύπο ζωής που θέλουμε, υπερβαίνουν κατά πολύ αυτά που κατορθώνουμε να πραγματοποιήσουμε. Η ανθρώπινη μειονεξία πηγάζει από ποικίλους παράγοντες, αλλά μία από τις κύριες πηγές των ορίων μας –αλλά και της δύναμής μας, ανάλογα με τις περιστάσεις- είναι και το ότι η ατομική ζωή εξαρτάται από τον χαρακτήρα της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Η φύση του προβλήματος φωτίζεται πολύ καλά από την κρίση που έπληξε την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, από τα βάσανα και τις στερήσεις που επηρεάζουν τη ζωή των ανθρώπων στην Ιταλία και την Ελλάδα, στην Πορτογαλία και τη Μεγάλη Βρετανία, στη Γαλλία και τη Γερμανία, σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Οχι μόνο για τη σημερινή αλλά και για τη μελλοντική Ευρώπη πρόκειται για μια καταστροφή που έχει σύνθετες αιτίες και της οποίας οφείλουμε να ερευνήσουμε τη γένεση, την όξυνση και τη διάρκεια. Θα ήταν δύσκολο να κατανοήσουμε την κατάσταση των ανθρώπινων υπάρξεων που εμπλέκονται σε αυτήν την τραγωδία, χωρίς να μελετήσουμε πώς συνέβαλε σε αυτήν η κακή λειτουργία των θεσμών που κυβερνούν τη ζωή τους: τον ρόλο των αγορών και των θεσμών που συνδέονται με αυτές αλλά και των κρατικών θεσμών.
Στη σκληρή ύφεση στην οποία έχει βυθιστεί ο κόσμος, και ιδιαίτερα η Ευρώπη, υπάρχει ένας πελώριος αριθμός ανέργων, υπάρχουν άνθρωποι με δραστικά μειωμένα εισοδήματα, που δεν έχουν πρόσβαση σε θεμελιώδη αγαθά και υπηρεσίες και δεν διαθέτουν την ελευθερία να διαχειριστούν τη ζωή τους, ενώ άλλοι ευημερούν.
Είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας οικονομικής κρίσης το ότι προκαλεί βαθιές διαιρέσεις, αλλά το αίσθημα ότι ζούμε μια συμφορά, επειδή έγινε κάτι πολύ εσφαλμένο, μπορούν να το νιώσουν τόσο εκείνοι που πλήττονται από τη μακρά ύφεση όσο και εκείνοι που δεν έχουν πληγεί. Γιατί η Ευρώπη βρίσκεται σε αυτήν την τόσο άσχημη κατάσταση; Στην πραγματικότητα έχει δύο προβλήματα να αντιμετωπίσει: την ακαμψία του ενιαίου νομίσματος στην ευρωζώνη και τη διαχείριση της ύφεσης με την πολιτική της λιτότητας που επέλεξαν ισχυροί Ευρωπαίοι πολιτικοί και οικονομικοί ηγέτες. Στην ευρωζώνη η ολοκλήρωση και η νομισματική ένωση, που υλοποιήθηκαν χωρίς να υποστηρίζονται από μια οικονομική και πολιτική ένωση, δεν προκαλούν μόνο οικονομικά ατυχήματα αλλά και εχθρικές σχέσεις μεταξύ των λαών των διάφορων χωρών. Συνεπώς το σενάριο της κρίσης και των διασώσεων με αντάλλαγμα δρακόντειες περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες προκάλεσε κοινωνική δυσαρέσκεια (…).
Οι Αμερικανοί προκάλεσαν την κρίση, αλλά ενέργησαν ταχύτερα από τους Ευρωπαίους για να μετριάσουν την έντασή της παρέχοντας δημοσιονομικά κίνητρα. Η Ευρώπη υιοθέτησε, αντίθετα, μια εξαιρετικά αντιπαραγωγική φιλοσοφία σωτηρίας μέσω της λιτότητας. Είναι δύσκολο να δούμε στη λιτότητα μια συνετή οικονομική λύση στην τωρινή ευρωπαϊκή δυσθυμία. Δεν είναι καν ένα καλό μέσο για να μειωθούν τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα. Το πακέτο των μέτρων που απαιτούν οι οικονομικοί ηγέτες είναι ριζικά αντιαναπτυξιακό. Στην ευρωζώνη η ανάπτυξη παραπαίει και το ΑΕΠ έχει πέσει τόσο ώστε η αναγγελία μηδενικής ανάπτυξης να φαίνεται σαν «καλή είδηση». Είναι μια αποτυχημένη πολιτική στην Ευρώπη, όπως ήταν και στις Ηνωμένες Πολιτείες στη δεκαετία του 1930 και πιο πρόσφατα στην Ιαπωνία. Στην παγκόσμια ιστορία αφθονούν, αντίθετα, οι αποδείξεις ότι ο καλύτερος τρόπος για να μειωθεί το έλλειμμα δεν είναι η λιτότητα, αλλά μια ταχεία οικονομική ανάπτυξη που γεννάει δημόσιο εισόδημα, με το οποίο μπορεί να καλυφθεί το έλλειμμα. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα πελώρια ευρωπαϊκά ελλείμματα εξαλείφθηκαν σε μεγάλο βαθμό χάρη σε μια ταχεία ανάπτυξη.
Κάτι παρόμοιο έγινε κατά τα οκτώ χρόνια της προεδρίας Κλίντον, που άρχισε με ένα πελώριο έλλειμμα και έληξε με την εξάλειψή του, καθώς και στη Σουηδία μεταξύ των ετών 1994 και 1998. Σήμερα η κατάσταση είναι διαφορετική, επειδή η τιμωρία της λιτότητας επιβάλλεται για να μειωθούν τα ελλείμματα σε πολλές χώρες που έχουν μηδενικό ή αρνητικό ποσοστό ανάπτυξης. Το να δημιουργούν όλο και περισσότερη ανεργία, εκεί όπου υπάρχει μια αναξιοποίητη παραγωγική ικανότητα, είναι μια παράδοξη στρατηγική. Και δεν αρκεί σε αυτούς που καθορίζουν την ευρωπαϊκή πολιτική να λένε ότι δεν περίμεναν τόσο μεγάλη πτώση της παραγωγής και τόσο υψηλά και αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας. Γιατί δεν τα περίμεναν; Από ποια ιδέα για την οικονομία καθοδηγούνται; Σίγουρα η διανοητική ποιότητα της σκέψης τους είναι ένας λόγος για να είμαστε δυστυχισμένοι. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο να έχουμε μια ηθική της αλληλεγγύης, αλλά να έχουμε και μια λογική επιστημολογία. Το να λέμε ότι σε περίπτωση ύφεσης η πολιτική της λιτότητας κινδυνεύει να είναι αντιπαραγωγική μπορεί να φαίνεται σαν μια ουσιαστικά «κεϊνσιανή» κριτική.
Ο Κέινς υποστήριξε με τρόπο πειστικό ότι όσο υπάρχει ένα πλεόνασμα παραγωγικής ικανότητας, που οφείλεται στην ελλιπή ζήτηση της αγοράς, το να περικόπτουμε τη δημόσια δαπάνη επιβραδύνει την οικονομία και αυξάνει την ανεργία αντί να τη μειώνει. Πρέπει να του αναγνωριστεί η μεγάλη προσφορά ότι συνέβαλε ώστε αυτό το θεμελιώδες σημείο να γίνει κατανοητό από τους πολιτικούς υπεύθυνους όλων των τάσεων. Θα ήταν λογικό να χρησιμοποιήσουμε τους ορθούς λόγους του Κέινς, που ήδη αποτελούν μέρος της κοινής οικονομικής σκέψης (μολονότι τους αγνοούν οι Ευρωπαίοι ηγέτες), αλλά σε ό,τι αφορά την ολική ακαταλληλότητα της λιτότητας στην Ευρώπη υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Χρειάζεται να προχωρήσουμε πέρα από τον Κέινς και να αναρωτηθούμε σε τι χρησιμεύει η δημόσια δαπάνη, εκτός από το να ενισχύει τη ζήτηση της αγοράς, όποιο και αν είναι το περιεχόμενό της.
Η δυσφορία και η δυστυχία τόσων Ευρωπαίων για τις σκληρές περικοπές των δημόσιων υπηρεσιών και για τη γενικευμένη λιτότητα δεν βασίζεται μόνο, ούτε κυρίως, σε έναν κεϊνσιανό συλλογισμό. Γεγονός εξίσου σημαντικό, αν όχι περισσότερο, αυτή η αντίσταση εκφράζει μια ενδιαφέρουσα και εποικοδομητική γνώμη τόσο από οικονομική όσο και από πολιτική άποψη. Μιλάει για κοινωνική δικαιοσύνη, θέλει να μειώσουμε την αδικία αντί να την αυξάνουμε. Οι δημόσιες υπηρεσίες εκτιμούνται γι’ αυτό που προμηθεύουν συγκεκριμένα στα πρόσωπα, κυρίως στα πιο ευάλωτα, και στην Ευρώπη κατακτήθηκαν με αγώνες πολλών δεκαετιών.
Το να τις περικόπτουμε ανελέητα σημαίνει ότι απεμπολούμε την κοινωνική δέσμευση που η Ευρώπη ανέλαβε από τη δεκαετία του 1940 και που οδήγησε στην κοινωνική πρόνοια και στη δημόσια υγεία σε μια περίοδο ριζικής αλλαγής. Η ευρωπαϊκή ήπειρος υπήρξε η πρωτοπόρος, έδωσε ένα μάθημα κοινωνικής υπευθυνότητας το οποίο έπειτα διδάχθηκε στον υπόλοιπο κόσμο, από την ασιατική Ανατολή ώς τη Λατινική Αμερική (…).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου