Του Γιάννη Αντωνίου, ΝΕΑ, 13.5.13
Η κυβέρνηση, έστω και καθυστερημένα, προχώρησε στην αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κατά δύο ώρες. Το μέτρο ήταν αναμενόμενο και απολύτως αναγκαίο για την αποφυγή του λειτουργικού black-outτων σχολικών μονάδων το επόμενο έτος, εν όψει 7000 περίπου συνταξιοδοτήσεων και στις δύο βαθμίδες, μηδενικών διορισμών μονίμων εκπαιδευτικών και αναπληρωτών στη Δευτεροβάθμια. Την ίδια στιγμή η ΟΛΜΕ θεώρησε την αύξηση του ωραρίου αιτία πολέμου, εξαγγέλλοντας ως πεδίο αναμέτρησης με την κυβέρνηση και την κοινωνία τις πανελλαδικές εξετάσεις.
Τα λειτουργικά κενά ως πρόβλημα μιας παρατεταμένης παθογένειας
Τα προβλήματα σχετικά με την κάλυψη των λειτουργικών κενών των σχολείων, εκτός από τις μνημονιακές δεσμεύσεις και τους περιορισμένους οικονονομικούς πόρους, είναι άμεσα συναρτημένα με την ανθρωπογεωγραφία της εκπαίδευσης και την πολιτική στελέχωσης των σχολικών μονάδων τα τελευταία 30 χρόνια. Η κρίση απλώς τα επέτεινε.
Στην μακρά περίοδο της δανεικής ευημερίας οι κυβερνήσεις και μαζί τους ολόκληρο το πολιτικό σύστημα ουσιαστικά ευθυγραμμίζονταν με τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις, ακολουθώντας μια πολιτική μαζικών διορισμών. Στο όνομα της διεύρυνσης των γνωστικών πεδίων, αύξαναν συνεχώς τις ειδικότητες, αποτελεί μάλιστα κοινό μυστικό ότι σ’ αυτή τη λογική εν πολλοίς υποτάσσονταν και τα προγράμματα σπουδών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ιδιαίτερα στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη δεκαετία του 1970 οι ειδικότητες ήταν περίπου 15, ενώ σήμερα έχουν φτάσει τις 117. Πρακτικά σχεδόν όλοι οι πτυχιούχοι ΑΕΙ και ΑΤΕΙ μπορούσαν και μπορούν να διεκδικήσουν μία θέση στην αχανή αγορά εργασίας της εκπαίδευσης. Παράλληλα, υπό το κράτος των συντεχνιακών πιέσων, θεσπίστηκε ένα άκαμπτο πλέγμα ρυθμίσεων ως προς τις μετακινήσεις των εκπαιδευτικών και τις αναθέσεις διδασκαλίας των επί μέρους διδακτικών αντικειμένων που στις περισσότερες περιπτώσεις καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη την κινητικότητα εντός σχολικής μονάδας, περίπου αδύνατη από σχολική μονάδα σε σχολική μονάδα και αδιανόητη από περιοχή σε περιοχή. Εάν σ’ αυτά προστεθούν η σταδιακή μείωση του ωραρίου και οι αποσπάσεις σε διοικητικές θέσεις του Υπουργείου Παιδείας, σε διευθύνσεις εκπαίδευσης αλλά και σε άλλες υπηρεσίες άσχετες με την εκπαίδευση, στην Αρχιεπισκοπή, σε βιβλιοθήκες, σε βουλευτές, κόμματα κ.λπ με αδιαφανή και πελατειακά κριτήρια, εάν ακόμη προστεθούν οι κρυμμένοι σκελετοί μέσα σε σχολικές ντουλάπες, που με την ανοχή των διευθυντών των σχολείων και την κάλυψη των συνδικαλιστών δούλευαν ελάχιστα ή καθόλου, τα πλασματικά τμήματα και εν γένει κάθε είδους επινόημα της δημοσιοϋπαλληλικής καμαρίλας, η εικόνα του τρέχοντος αδιεξόδου συμπληρώνεται.
Το συμπέρασμα δεν είναι απροσδόκητο, το σύστημα πρόσληψης και διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού της εκπαίδευσης, όπως άλλωστε και στο σύνολο της δημόσιας διοίκησης, οικοδομήθηκε ανορθολογικά, χωρίς μέριμνα συνετής διαχείρισης οικονομικών πόρων, χωρίς σχέδιο αντιμετώπισης πραγματικών εκπαιδευτικών αναγκών, κατά βάση δηλαδή σε μία λογική εξυπηρέτησης πελατειακών σχέσεων με στόχο τη συντήρηση και την αναπαραγωγή του πολιτικού και συνδικαλιστικού συστήματος.
Υπερασπίζοντας τα ερείπια…
Δεν είναι λοιπόν παράξενο που η ηγεσία της ΟΛΜΕ ως οργανικό μέρος αυτού του παθογενούς συστήματος επιλέγει να δώσει τη μητέρα των μαχών με επίδικο αντικείμενο την αύξηση του ωραρίου. Αντίπαλοι του όποιου εξορθολογισμού, δεν τους νοιάζει εάν χωρίς τις αναγκαίες ρυθμίσεις τα σχολεία δεν θα μπορούν να λειτουργήσουν την επόμενη χρονιά. Ζητούν από μία χρεωκοπημένη χώρα κι άλλους διορισμούς σαν να μην έγινε τίποτα. Τρομοκρατούν την κοινωνία με το υποτιθέμενο όπλο της απεργίας στις εξετάσεις και διαπνεόμενοι από το σύνδρομο του Σαμψών αποφασίζουν να θαφτούν κάτω από τα ερείπια του συστήματος, στη δημιουργία του οποίου συνέβαλαν αποφασιστικά. Προσπερνούν με κυνική αδιαφορία τα πορίσματα διεθνών οργανισμών σχετικά με τους μέσους όρους διδακτικών ωρών των εκπαιδευτικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και διεθνώς που επιβεβαιώνουν ότι οι εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα διδάσκουν σε ετήσια βάση πολύ κάτω από το μέσο όρο συγκριτικά με τους συναδέλφους τους στην Ε.Ε. και στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ.
Οι διδακτικές ώρες στην Ελλάδα ανά εκπαιδευτικό στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση φτάνουν τις 589, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση φτάνει τις 778 και στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ τις 782. Στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, Γυμνάσιο και Λύκειο, οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι 415 για την Ελλάδα, ενώ οι μέσοι όροι για την ΕΕ φτάνουν τις 671 για το Γυμνάσιο και τις 635 για το Λύκειο και στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ τις 704 και 658 αντίστοιχα (Education at a glance 2012: http: //www.oecd.org/ edu/eag2012.htm).
Όμως οι αριθμοί είναι αμείλικτοι...
Σήμερα στη δημόσια εκπαίδευση υπηρετούν 151.386 μόνιμοι εκπαιδευτικοί, 68.666στην Πρωτοβάθμια και 82.720 στη Δευτεροβάθμια.
Τα προβλεπόμενα κενά στη Δευτεροβάθμια, εάν συνυπολογιστούν οι συνταξιοδοτήσεις, περίπου 4.000, οι 4319 αναπληρωτές του 2012-13, τα 1.200 κενά του ιδίου έτους, οι 2.783 αποσπασμένοι σε υπηρεσίες του υπουργείου Παιδείας και οι 380 σε διάφορες άλλες υπηρεσίες, κόμματα, βουλευτές κλπ, φτάνουν στον τρομακτικό αριθμό των 12.682. Η αύξηση δύο ωρών στη Δευτεροβάθμια προσθέτει 157.440 ώρες, ήτοι περίπου 8746 θέσεις επιπλέον σε εκπαιδευτικό προσωπικό. Παρά την αύξηση λοιπόν του ωραρίου απομένουν ακόμη περίπου 3936 κενά. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι η οριζόντια αύξηση του ωραρίου δημιουργεί πλεονάσματα σε ειδικότητες όπως οι ΠΕ19-20 (πληροφορικής 2500), γυμναστές, ξένων γλωσσών, ενώ αφήνει περίπου 4000 κενά στις βασικές ειδικότητες, φιλόλογοι, μαθηματικοί και φυσικών επιστημών.
Αντιστοίχως στη Πρωτοβάθμια εκπαίδευση με το συνυπολογισμό των συνταξιοδοτήσεων, περίπου 3000, τους λιγότερους διορισμούς αναπληρωτών (4500 έναντι 5711 το τρέχον έτος, ήτοι 1189 περίπου λιγότεροι), τους 941 αποσπασμένους, τα 800 περίπου κενά του τρέχοντος έτους φτάνουμε στα 5930 κενά για το 2013-14.
Προτάσεις επίλυσης του προβλήματος που επικεντρώνονται στην άμεση επιστροφή όλων των αποσπασμένων στις τάξεις ή αντί της οριζόντιας αύξησης του ωραρίου εισηγούνται την επιμήκυνση του χρόνου παραμονής στη βαθμίδα του ωραρίου από 6 ή 8 σε 10 χρόνια, παρά τις αγαθές τους προθέσεις, πάσχουν και από ρεαλισμό αλλά και από αποτελεσματικότητα. Για την πρώτη πρόταση, εάν προς στιγμή δεχτούμε ότι όλοι οι αποσπασμένοι επέστρεφαν στα σχολεία τους, αυτό, εκτός του ότι πρακτικά θα ισοδυναμούσε με διάλυση του κεντρικού διοικητικού μηχανισμού τoυ Υπουργείου και των διευθύνσεων, θα συνεισέφερε στην μεν Δευτεροβάθμια 3163 θέσεις, αφήνοντας ακάλυπτες 9519 περίπου θέσεις, ενώ στην Πρωτοβάθμια θα καλύπτονταν 941 θέσεις και τα κενά θα έφταναν τα 4989. Η δεύτερη πρόταση, η οποία σημειωτέον ότι δεν έχει μετρηθεί ως προς τα αποτελέσματά της, σίγουρα θα επηρέαζε μόνο κλάσμα των εκπαιδευτικών στις αντίστοιχες βαθμίδες ωραρίου, αφήνοντας τελείως ανεπηρέαστους από την αύξηση τους εκπαιδευτικούς που έχουν υπερβεί την εικοσαετία.
Η πρόταση
Η πρόταση για την αντιμετώπιση του προβλήματος όχι μόνο με ορίζοντα το επόμενο έτος, εκτός από την αύξηση του ωραρίου, είναι αναγκαίο να συμπεριλάβει και ένα άλλο μοντέλο διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού της εκπαίδευσης, καθώς και μία γενναία αναδιάταξη του εκπαιδευτικού χάρτη. Συγκεκριμένα:
- Άμεση εκπόνηση σχεδίου δραστικών συγχωνεύσεων σχολικών μονάδων και εφαρμογή του μέσα στο Καλοκαίρι.
- Κανένα τμήμα κάτω από 25 μαθητές (εξαίρεση μόνο για τις νησιωτικές και παραμεθόριες περιοχές).
- Απαγόρευση των αποσπάσεων σε υπηρεσίες εκτός του Υπουργείου Παιδείας.
- Δραστική μείωση των αποσπασμένων σε διοικητικές υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας, Διευθύνσεις κλπ. Οι όποιοι αποσπασμένοι για το επόμενο έτος να επιλέγονται αποκλειστικά από πλεονασματικές ειδικότητες (πληροφορικής, γυμναστές κλπ). Παράλληλα εκπόνηση σχεδίου ώστε η στελέχωση των διοικητικών υπηρεσιών του Υπουργείου να καλυφθεί μέχρι το τέλος του επόμενου χρόνου με το προσωπικό που θα μετακινηθεί από άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου.
- Εξάντληση του υποχρεωτικού ωραρίου απ’ όλους τους εκπαιδευτικούς.
- Ενεργοποίηση της δεύτερης και τρίτης ανάθεσης διδακτικού έργου σε ειδικότητες όπως πληροφορικής, γυμναστές, οικιακής οικονομίας, ξένων γλωσσών κλπ.
- Υποχρεωτικές υπερωρίες εντός σχολικής μονάδας στις ειδικότητες που καλύπτεται το αναγκαίο ωράριο.
- Μετακινήσεις εκπαιδευτικού προσωπικού από περιοχές που υπάρχουν πλεονάσματα σε άλλες που παρουσιάζουν ελλείμματα με κριτήρια διαφάνειας αντικειμενικότητας κλπ.
*Ο Γιάννης Αντωνίου είναι εκπαιδευτικός και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΔΗΜΑΡ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου