Του Γιάγκου Ανδρεάδη, Αυγή, ΕΝΘΕΜΑΤΑ, 4.12.11
Ο σύντροφος Λούτσιο Μάγκρι διάλεξε να τελειώσει τη ζωή του τη Δευτέρα, στα 79 του χρόνια, με «επικουρούμενο θάνατο» στην Ελβετία, όπου η ευθανασία δεν διώκεται, «για προσωπικούς και πολιτικούς λόγους». Είχε κάνει ήδη το ίδιο ταξίδι προς την Ελβετία μια ή δυο φορές, αλλά είχε επιστρέψει στην Ιταλία, γιατί δεν ένιωθε βέβαιος ότι ήταν έτοιμος να αναχωρήσει. Κάποιοι από τους πιο στενούς του φίλους, ειδοποιημένοι για το έσχατο αυτό ταξίδι του, περίμεναν συγκεντρωμένοι στο σπίτι του με ένα ποτήρι κρασί το τηλεφώνημα που ανήγγειλε ότι αυτή τη φορά δεν θα υπήρχε επιστροφή. Ο σύντροφος Μάγκρι ζήτησε να μη γραφούν νεκρολογίες. Σεβόμενος την επιθυμία του θα μιλήσω σα να ήταν ζωντανός, για τις ιδέες, τις θέσεις του και τη δράση του, για τον κόσμο του Ιl manifesto και τη σχέση του με τον κομμουνισμό, την επανάσταση, καθώς και με την ελληνική αντίσταση κατά της Χούντας. Και, αψηφώντας μια παράδοση που θέλει τους αριστερούς να μιλούν μόνον για τα συλλογικά, για τη μορφή του και τη ζωή του.
Ο Μάγκρι ήταν από τους πιο όμορφους άντρες που είδα ποτέ μου. Μαζί με τη σύντροφό του, τη Λουτσιάνα Καστελίνα, ήταν για μας τους νεότερους, που στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 βρεθήκαμε κοντά στο Ιl manifesto, το χρυσό ζευγάρι της ιταλικής Aριστεράς. Οι δυο τους, μαζί με τη Ροσάνα Ροσάντα, τον Πιντόρ, τον Νατόλι και άλλους νέους, αποτελούσαν το ρεύμα της κομμουνιστικής Αριστεράς, που συσπειρώνονταν γύρω από τον Πιέτρο Ινγκράο, τον ηγέτη που με τη δράση, τα γραφτά, αλλά κυρίως με την καθημερινή πράξη του, όπως μπορέσαμε να γνωρίσουμε από κοντά οι Έλληνες, έπειθε ότι κομμουνισμός μπορεί να σημαίνει ανθρωπισμός.
Όταν η ομάδα διαγράφηκε από το κόμμα, ο Ινγκράο δεν τους ακολούθησε. Παρά ταύτα, ολόκληρα τμήματα του κόμματος σε πανιταλική κλίμακα, κυρίως σε επίπεδο μεσαίων στελεχών, μπήκαν σε επαφή με την επιθεώρηση και στη συνέχεια με την εφημερίδα του Il Manifesto, και τελικά προσχώρησαν στην οργάνωση που σχηματίστηκε γύρω της. Γνώρισα την ηγετική ομάδα από κοντά σε σύντομα ταξίδια και στη συνέχεια όταν, μετά τις συλλήψεις των μελών του «Κινήματος 20 Οκτώβρη», το 1970, έμεινα στην Ιταλία, ως συνεργάτης της εφημερίδας. Το πρώτο που εντυπωσίαζε ήταν το επίπεδο της σκέψης και της μόρφωσής τους, που συνδυαζόταν με μια ακατάβλητη αγωνιστικότητα. Ήδη γνώριζα τη σκέψη της Ροσάντα από το διάλογο που είχε με τον Σαρτρ, δημοσιευμένο στους Temps Μodernes, για το μέλλον της Αριστεράς και την επανάσταση στον κόσμο. Από τα κείμενα του Μάγκρι θυμάμαι κυρίως το δοκίμιό του όπου ανέλυε γιατί το πιο σημαντικό βιβλίο του Λένιν δεν είναι τo Τι να κάνουμε;, αφιερωμένο στην ιδέα του επαναστατικού κόμματος, αλλά το Κράτος και επανάσταση, όπου ο ρώσος ηγέτης εξηγούσε γιατί το κράτος –και συνεπώς το κόμμα– έπρεπε σταδιακά να σβήσουν μέσα στην επαναστατική διαδικασία.
Οι ιδέες αυτές δεν μπορούν να εκτιμηθούν έξω από τις συνθήκες, ιταλικές και διεθνείς, τις εποχής. Από τη μια υπογράμμιζαν, με μια προσέγγιση συγγενή με τις ιδέες του Παζολίνι για την τέχνη και την κοινωνία, ότι η Aριστερά έπρεπε να απαγκιστρωθεί από τα κοινωνικά και πολιτικά της στερεότυπα και να ανοίξει τα μάτια της στις νέες πραγματικότητες του υποπρολεταριάτου και των κάθε μορφής καταπιεσμένων, αντικαθιστώντας παράλληλα τις συγκεντρωτικές δομές της με άλλες πιο ευέλικτες και δημοκρατικές. Από την άλλη, ωστόσο, η ομάδα αυτή, συμπεριλαμβανομένου και του Μάγκρι, επέμενε να αναζητά, όπως δήλωνε στις καταστατικές της θέσεις, ένα «διεθνές κέντρο αναφοράς» που θα υποκαθιστούσε το σοβιετικό. Η επιλογή της Κίνας της Πολιτιστικής Επανάστασης (μετά την Κούβα που εγκαταλείφθηκε γρήγορα), αλλά και η ίδια η έννοια ότι το κίνημα θα έπρεπε να προσβλέπει προνομιακά σε κάποια οδηγητική πραγματικότητα έξω από το ίδιο, ήταν ίσως το πιο αδύνατο μέρος των ιδεών τους, αυτό που γρήγορα διαψεύστηκε από τα γεγονότα. Εκείνο ωστόσο που οδήγησε στην πρώτη μείζονα κρίση της οργάνωσης ήταν από τη μια πλευρά η βιασύνη να αναμετρηθούν εκλογικά με το Κομμουνιστικό Κόμμα, κάτι που τουλάχιστον πρόσκαιρα έβλαψε ολόκληρη την ιταλική Αριστερά, καθώς και οι δύο πλευρές έχασαν εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους λόγω του εκλογικού συστήματος. Από την άλλη, η χώρα μπήκε σύντομα σε έναν κύκλο βίας που πυροδοτήθηκε από την ακροδεξιάς και δεξιάς εμπνεύσεως «στρατηγική της έντασης»: οι εξελίξεις αυτές σε ένα πρώτο στάδιο οδήγησαν στη διάσπαση του Il manifesto, στην παροδική γιγάντωση της πιο λαϊκής συνιστώσας του, της Εργατικής Aυτονομίας, αλλά τελικά ωφέλησαν το βαθύ κράτος της Ιταλίας και τους ξένους πάτρωνές του. Η πορεία του Μάγκρι στις επόμενες δεκαετίες θα είναι μια παλινδρόμηση ανάμεσα σε σχηματισμούς της ανεξάρτητης Aριστεράς όπως το PDUP, στην αριστερή πτέρυγα του ΚΚΙ και, μετά τη διάλυση του Κόμματος, στην Κομμουνιστική Eπανίδρυση.
Πίσω όμως από αυτές τις πολιτικές περιπέτειες υπάρχει ένα πολιτισμικό και οικονομικό φόντο. Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 αναμετρήθηκαν σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, από τη μια το όραμα για μια διαφορετική, εναλλακτική και χειραφετημένη ανθρωπότητα και από την άλλη η επέλαση του καταναλωτισμού που έγινε το μίγμα «ιδεών» και συμπεριφορών το οποίο ακόμα στηρίζει τον νεοφιλελευθερισμό. Στην ίδια την Ιταλία, ο καταναλωτισμός και η ιδεολογική αφασία, που είχαν καταγγείλει άνθρωποι σαν τον Μάγκρι, διέβρωσε πλατιά στρώματα, διέλυσε σε πολύ μεγάλο βαθμό ένα λαϊκό ιστό, με πολύ βαθιές ρίζες που έφταναν ως την Αναγέννηση και είχαν ανανεωθεί με την αντιφασιστική Aντίσταση, στρώνοντας έτσι τον δρόμο για τον Μπερλουσκόνι και τον Μόντι .
Το Il manifesto προέβλεψε την καταστροφική αυτή πορεία, αλλά δεν μπόρεσε να την ανατρέψει. Το εγχείρημά τους έμεινε λοιπόν ανολοκλήρωτο, και σε πρακτικό επίπεδο ατελέσφορο. Αλλά οπωσδήποτε κανείς δεν μπορεί να τους αρνηθεί την ποιότητα της σκέψης και της δράσης τους, το πολιτικό και το φυσικό τους θάρρος, την αγωνιστικότητά τους. Προτερήματα που έδειξαν και στις σχέσεις τους με τους ξένους συντρόφους τους, ανάμεσα στους οποίους και οι Έλληνες, που βρήκαμε σ’ αυτούς όχι συμπαθούντες αλλά ενεργούς συναγωνιστές, οι οποίοι πρωτοστάτησαν στα δίκτυα υποστήριξης στον αγώνα κατά της Χούντας και στη διάρκεια των δικών του αντιδικτατορικού κινήματος το 1971, συγκλονίζοντας τη Ρώμη με μια μαχητική διαδήλωση πενήντα τουλάχιστον χιλιάδων ανθρώπων.
Κανείς επίσης δεν μπορεί να τους αρνηθεί την ειλικρίνεια και τη δύναμη του ονείρου τους. Στο τελευταίο άρθρο του, ο Μάγκρι, παραπέμποντας στον Μπρεχτ, μιλά ταυτιζόμενος με τον Ράφτη της Ουλμ, έναν άνθρωπο που τον 16ο αιώνα κατασκεύασε μια πτητική μηχανή. Ο επίσκοπος της πόλης τον υποχρέωσε να πετάξει με αυτήν από έναν πύργο και, όταν απέτυχε και σκοτώθηκε, δήλωσε πως είχε οριστικά αποδειχθεί ότι η πτήση του ανθρώπου αποτελεί αυταπάτη. Ο Μάγκρι χρησιμοποιούσε το περιστατικό για να δείξει ότι η έλευση μιας μη εκμεταλλευτικής και καταστροφικής κοινωνίας μπορεί να ακυρώθηκε στον 20ό αιώνα, αλλά είναι δυνατόν να αποτελέσει σήμερα την απαίτηση των καιρών. Με άλλα λόγια, ότι η πτήση προς μια νέα ανθρωπότητα δημιουργίας και δικαιοσύνης, αντίστοιχη με αυτή που ευαγγελιζόταν στην αρχή της Ρωσικής Επανάστασης το Λιετατλίν, η πτητική μηχανή του Τάτλιν, μπορεί να είναι η χειρονομία που μας απομένει, αν θέλουμε να αρνηθούμε τη βαρβαρότητα και την ολοκληρωτική καταστροφή.
Ο Γιάγκος Ανδρεάδης διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου