Πίνακας Κώστας Ντιος |
Σημειώσεις για την καχεξία του πολιτικού λόγου
την εποχή της κρίσης - Μέρος 2ο
Του Μάκη Καραγιάννη την εποχή της κρίσης - Μέρος 2ο
Η Πολιτική Επιθεώρηση μετά από πέντε χρόνια και τρεις μήνες καθημερινής παρουσίας, 61o1 κείμενα και 1.206.169 προβολές σελίδων, έφτασε στο τέλος της. Όταν ξεκινούσε, μαζί με την κρίση, το καλοκαίρι του 2010 φιλοδοξούσε «να αναδείξει την κριτική σκέψη και τις ιδέες της ανανεωτικής δημοκρατικής αριστεράς, μέσα σε έναν κοινωνικό τοπίο στο οποίο κυριαρχoύσε ο θόρυβος των πληροφοριών και ο λαϊκισμός». Στα πέντε αυτά χρόνια όπου επικράτησε η πολεμική ρητορική περί χούντας και η συνωμοσιολογία, όπου οι λέξεις ιπτάμενα στιλέτα - «εθελόδουλοι», «δοσίλογοι», προδότες», "γερμανοτσολιάδες" - στόχευαν κάθε διαφορετική άποψη η Πολιτική Επιθεώρηση προσπάθησε να είναι μια νησίδα νηφάλιας σκέψης.
Από την θέση αυτή θέλω να ευχαριστήσω θερμά τους συνεργάτες της Πολιτικής Επιθεώρησης, όλους όσους της εμπιστεύθηκαν τα κείμενά τους, πολλές φορές ακόμη και επιστημονικά, όπως ο κ. Α. Μανιτάκης, αλλά και όσους -χωρίς την άδειά τους- αναδημοσίευσα κείμενα τους από τον τύπο. Είναι φανερό ότι το έκανα γιατί με εξέφραζαν πολιτικά, αλλά πολλές φορές με γοήτευσαν και θα ήθελα να τα έχω γράψει ο ίδιος. Παραφράζοντας τον Σεφέρη θα έλεγα ότι η πολιτική τα χρόνια της κρίσης, για όσους ήταν από την πλευρά της λογικής, ήταν μια πράξη απέραντης αλληλεγγύης.
Στα πέντε αυτά χρόνια η Ελλάδα ξυπνούσε με τα εμβατήρια του Τράγκα. Μεσουρανούσαν οι δωρεάν διαγραφές χρέους, τα παραμύθια του Σώρα και οι κραυγές του εθνολαϊκισμού για κρεμάλες στο Σύνταγμα. Προσπαθούσε μάταια να καταπολεμήσει την κρίση, αναπαράγοντας τον λόγο της χρεοκοπίας του παρασιτικού καταναλωτισμού. Ένα ολόκληρο σύστημα οργάνωσης και πολιτικής στην οποία στηρίχτηκε η μεταπολίτευση. Διότι δεν επρόκειτο μόνον για οικονομική χρεοκοπία, αλλά για τη χρεοκοπία των μυαλών και των συνειδήσεων.
Στα πέντε αυτά χρόνια η Ελλάδα ξυπνούσε με τα εμβατήρια του Τράγκα. Μεσουρανούσαν οι δωρεάν διαγραφές χρέους, τα παραμύθια του Σώρα και οι κραυγές του εθνολαϊκισμού για κρεμάλες στο Σύνταγμα. Προσπαθούσε μάταια να καταπολεμήσει την κρίση, αναπαράγοντας τον λόγο της χρεοκοπίας του παρασιτικού καταναλωτισμού. Ένα ολόκληρο σύστημα οργάνωσης και πολιτικής στην οποία στηρίχτηκε η μεταπολίτευση. Διότι δεν επρόκειτο μόνον για οικονομική χρεοκοπία, αλλά για τη χρεοκοπία των μυαλών και των συνειδήσεων.
Είναι πάντως λυπηρό, και ενδεικτικό για το επίπεδο της κοινωνίας μας, ότι για το μείζον πρόβλημα που δίχασε βαθιά την ελληνική ψυχή πέντε χρόνια τώρα, δεν έγινε ούτε ένας σοβαρός δημόσιος διάλογος ανάμεσα στους μεταρρυθμιστές και τους αντιμνημονιακούς, όπως έγινε το 1938 ανάμεσα στον Σεφέρη και τον Τσάτσο για την αντίληψη περί «ελληνικότητας». Δεν υπήρξε καν μια απλή αντιπαράθεση στον τύπο. Μόνον τόνοι μελάνης με ύβρεις, μονόπλευρες καταγγελίες και άπειρα χτυπήματα στα πλήκτρα, γεμίζοντας με τοξικό μίσος ολόκληρο το ίντερνετ και τον αέρα που αναπνέαμε.
Οι μέχρι τώρα μεταρρυθμίσεις απέτυχαν γιατί απέναντι στις αντιμνημονιακές χίμαιρες τα φθαρμένα πολιτικά κόμματα, πέραν του Σύριζα, δεν τόλμησαν ποτέ να πουν έως τώρα την απλή αλήθεια. Ότι χωρίς μια δίκαιη λιτότητα και χωρίς δομικές αλλαγές στο μοντέλο που μας χρεοκόπησε δεν θα μπορούσε να υπάρξει έξοδος από την κρίση. Από την άποψη αυτή οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι όσοι με τα καθημερινά τους κείμενα, έγραφαν επώδυνες αλήθειες, πολλές φορές με προσωπικό κόστος, συγκρότησαν ένα άτυπο μέτωπο της λογικής και επωμίστηκαν το δύσκολο βάρος της ορθολογικής σκέψης, όταν η χώρα κοίταζε με ίλιγγο την άβυσσο.
Οι μέχρι τώρα μεταρρυθμίσεις απέτυχαν γιατί απέναντι στις αντιμνημονιακές χίμαιρες τα φθαρμένα πολιτικά κόμματα, πέραν του Σύριζα, δεν τόλμησαν ποτέ να πουν έως τώρα την απλή αλήθεια. Ότι χωρίς μια δίκαιη λιτότητα και χωρίς δομικές αλλαγές στο μοντέλο που μας χρεοκόπησε δεν θα μπορούσε να υπάρξει έξοδος από την κρίση. Από την άποψη αυτή οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι όσοι με τα καθημερινά τους κείμενα, έγραφαν επώδυνες αλήθειες, πολλές φορές με προσωπικό κόστος, συγκρότησαν ένα άτυπο μέτωπο της λογικής και επωμίστηκαν το δύσκολο βάρος της ορθολογικής σκέψης, όταν η χώρα κοίταζε με ίλιγγο την άβυσσο.
Ενδεικτικά μόνον -και προφανώς αδικώντας πάρα πολλούς- αναφέρω τον Γιάννη Βούλγαρη, τον Φώτη Γεωργελέ και την αρθρογραφία της «Athens Voice», τα κείμενα της Καθημερινής γενικότερα, τη «Books’ Journal», τη «Μεταρρύθμιση», το «protagon», την «Athens Review of Books», το "Μη μαδάς τη μαργαρίτα" κ.ά. Ωστόσο, τα περισσότερα κείμενα κινούνταν σε ένα γενικόλογο πολιτικό επίπεδο και στην καταγγελία του ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή το «μέτωπο των μεταρρυθμιστών» έπαιζε ως αντίπαλος στο ίδιο γήπεδο και χωρίς πειστικά όπλα. Απέναντι στις καταγγελίες των αντιμνημονιακών για την κακούς ευρωπαίους, υπήρχε η καταγγελία για τον κακό Σύριζα.
Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο στα χρόνια της κρίσης το μοναδικό σχέδιο για την έξοδο από την κρίση -καλό ή κακό, με αστοχίες και λάθη- κατατέθηκε από την τρόικα. Το μνημόνιο και η μεθοδολογία του εκφράζει μια άλλη αντίληψη που ξαφνιάζει την καφενειακή ελληνική πολιτική νοοτροπία: Ανάδειξη όλων των προβλημάτων, μακροοικονονικό σενάριο για την επόμενη τριετία, στόχοι μετρήσιμοι με πρωτογενή πλεονάσματα και ελλείμματα, σχέδιο για το χρέος, ποσοτικοποιημένες μεταρρυθμίσεις σε όλα τα πεδία. Απουσίαζε δηλαδή και από το «μέτωπο της λογικής» ο αποδεικτικός λόγος με αριθμούς και στοιχεία, όπως τα κείμενα του Κ. Καλλίτση, του Α. Δοξιάδη ή τα εύστοχα άρθρα του Μάνου Ματσαγγάνη «Η κυβέρνηση δίνει μάχη, κατά των φτωχών, κατά των ανέργων και κατά των νέων» με τα οποία κατέρριπτε τους προσφιλείς μύθους τους «αντιασφαλιστικών μνημονιακών νόμων». Διότι πολιτική, αριστερή, κεντρώα ή δεξιά, δεν γίνεται με γενικόλογες πομφόλυγες και αναφορές σε ένα «άλλο» σχέδιο ή σε μια «άλλη» ανάπτυξη, χωρίς στοιχεία και αριθμούς για το πρωτογενές έλλειμμα, το πώς και από ποιους αυτό θα καλυφθεί.
Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο στα χρόνια της κρίσης το μοναδικό σχέδιο για την έξοδο από την κρίση -καλό ή κακό, με αστοχίες και λάθη- κατατέθηκε από την τρόικα. Το μνημόνιο και η μεθοδολογία του εκφράζει μια άλλη αντίληψη που ξαφνιάζει την καφενειακή ελληνική πολιτική νοοτροπία: Ανάδειξη όλων των προβλημάτων, μακροοικονονικό σενάριο για την επόμενη τριετία, στόχοι μετρήσιμοι με πρωτογενή πλεονάσματα και ελλείμματα, σχέδιο για το χρέος, ποσοτικοποιημένες μεταρρυθμίσεις σε όλα τα πεδία. Απουσίαζε δηλαδή και από το «μέτωπο της λογικής» ο αποδεικτικός λόγος με αριθμούς και στοιχεία, όπως τα κείμενα του Κ. Καλλίτση, του Α. Δοξιάδη ή τα εύστοχα άρθρα του Μάνου Ματσαγγάνη «Η κυβέρνηση δίνει μάχη, κατά των φτωχών, κατά των ανέργων και κατά των νέων» με τα οποία κατέρριπτε τους προσφιλείς μύθους τους «αντιασφαλιστικών μνημονιακών νόμων». Διότι πολιτική, αριστερή, κεντρώα ή δεξιά, δεν γίνεται με γενικόλογες πομφόλυγες και αναφορές σε ένα «άλλο» σχέδιο ή σε μια «άλλη» ανάπτυξη, χωρίς στοιχεία και αριθμούς για το πρωτογενές έλλειμμα, το πώς και από ποιους αυτό θα καλυφθεί.
Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι σχεδόν όλα τα άρθρα στη «Μεταρρύθμιση», στην «Athens Voice», στο «protagon», κινούνται σε ένα στενό εσωτερικό πολιτικό - κομματικό ορίζοντα. Δεν υπάρχει ούτε ένα κείμενο ευρωπαίου διανοούμενου που θα άνοιγε ένα παράθυρο στον κόσμο, επιδεικνύοντας μια επικίνδυνη αυτάρκεια. Εξαίρεση αποτελούν τα κείμενα του Γιώργου Σιακαντάρη, ο οποίος προσπαθεί κάθε φορά να εντάξει τα κείμενά του σε έναν γενικότερο θεωρητικό ή φιλοσοφικό ορίζοντα.
Σ’ αυτό το περιβάλλον δεν προσέχθηκαν από το πλατύ κοινό ενδιαφέροντα βιβλία τα οποία άρχισαν να θέτουν τα δάκτυλα επί τον τύπον των ήλων και ανατρέπουν την παραδεδεγμένη «σοφία» ή τα στερεότυπα της μεταπολίτευσης, όπως το «Κράτος και ομάδες συμφερόντων» του Χρυσάφη Ιορδάνογλου, το «Αόρατο ρήγμα» του Αρίστου Δοξιάδη, «Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας» του Κώστα Κωστή κ.ά. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, που μέσα στους τόνους φλυαρίας για τον νεοφιλελευθερισμό, το μνημόνιο και τις μεταρρυθμίσεις, πέρασε εκκωφαντικά απαρατήρητος ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο άνθρωπος που από 1992 πρόβλεψε τη μοίρα της Ελλάδας και ανέδειξε με ιστορικό βάθος την καχεξία και την κακοδαιμονία της.
Θα μπορούσε, παρ’ όλα αυτά, με ένα διαφορετικό πολιτικό λόγο να υπάρξει μια διαφορετική πορεία; Η απαισιοδοξία της γνώσης λέει πώς όχι. Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν ήταν πολιτικό, αλλά πολύ βαθύτερο. Μια κοινωνία που ξυπνούσε από τον λήθαργο της μπελ εποκ ενός καταναλωτικού ευδαιμονισμού που στηρίχτηκε στον υπερδανεισμό, δεν μπορούσε να αλλάξει με παραινέσεις, αλλά να ταρακουνηθεί με τραγωδίες. Μια κοινωνία που δημιουργεί εμφυλίους και δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα των σκουπιδιών τα οποία όζουν καθημερινά στους δρόμους και τις χωματερές – και για τα οποία η χρηματοδότηση είναι εξασφαλισμένη- φοβάμαι ότι δεν μπορεί να δει και να σχεδιάσει το μέλλον της. Κάτω από την πολιτική επιφάνεια προβάλλει μεγαλοπρεπώς η ελληνική ιδιαιτερότητα για την οποία έχουν μιλήσει μεγάλοι έλληνες στοχαστές όπως ο Κώστας Αξελός, ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Στέλιος Ράμφος κ. ά. Ένας ελληνοκεντρισμός αποκομμένος ως νησίδα από τον υπόλοιπο κόσμο που υπεραναπληρώνει τα ψυχολογικά του κενά με φορτία εθνικού εγωισμού, βρίζοντας τους ξένους για την κακοδαιμονία του.
Όμως, οι ψευδαισθήσεις που ζωγραφίζει με λέξεις η ρητορική του λαϊκισμού καταρρέουν με πάταγο, όταν τελειώνουν τα δανεικά. Ο ουρανός χαμηλώνει, ο ορίζοντας των προσδοκιών στενεύει επικίνδυνα και ριζώνει η εθνική μελαγχολία. Τότε η αναίρεση της ατομικής και εθνικής ταπείνωσης πρέπει να ξεκινήσει από την αυτογνωσία. Η «αλλαγή παραδείγματος» θα έρθει με μια νέα γλώσσα και μια καινούρια σκέψη. Γιατί η κρίση απέδειξε ότι «οι λέξεις δεν εφάρμοζαν πια πάνω στα πράγματα» (Γ. Ρίτσος).
Σ’ αυτό το περιβάλλον δεν προσέχθηκαν από το πλατύ κοινό ενδιαφέροντα βιβλία τα οποία άρχισαν να θέτουν τα δάκτυλα επί τον τύπον των ήλων και ανατρέπουν την παραδεδεγμένη «σοφία» ή τα στερεότυπα της μεταπολίτευσης, όπως το «Κράτος και ομάδες συμφερόντων» του Χρυσάφη Ιορδάνογλου, το «Αόρατο ρήγμα» του Αρίστου Δοξιάδη, «Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας» του Κώστα Κωστή κ.ά. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, που μέσα στους τόνους φλυαρίας για τον νεοφιλελευθερισμό, το μνημόνιο και τις μεταρρυθμίσεις, πέρασε εκκωφαντικά απαρατήρητος ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο άνθρωπος που από 1992 πρόβλεψε τη μοίρα της Ελλάδας και ανέδειξε με ιστορικό βάθος την καχεξία και την κακοδαιμονία της.
Θα μπορούσε, παρ’ όλα αυτά, με ένα διαφορετικό πολιτικό λόγο να υπάρξει μια διαφορετική πορεία; Η απαισιοδοξία της γνώσης λέει πώς όχι. Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν ήταν πολιτικό, αλλά πολύ βαθύτερο. Μια κοινωνία που ξυπνούσε από τον λήθαργο της μπελ εποκ ενός καταναλωτικού ευδαιμονισμού που στηρίχτηκε στον υπερδανεισμό, δεν μπορούσε να αλλάξει με παραινέσεις, αλλά να ταρακουνηθεί με τραγωδίες. Μια κοινωνία που δημιουργεί εμφυλίους και δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα των σκουπιδιών τα οποία όζουν καθημερινά στους δρόμους και τις χωματερές – και για τα οποία η χρηματοδότηση είναι εξασφαλισμένη- φοβάμαι ότι δεν μπορεί να δει και να σχεδιάσει το μέλλον της. Κάτω από την πολιτική επιφάνεια προβάλλει μεγαλοπρεπώς η ελληνική ιδιαιτερότητα για την οποία έχουν μιλήσει μεγάλοι έλληνες στοχαστές όπως ο Κώστας Αξελός, ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Στέλιος Ράμφος κ. ά. Ένας ελληνοκεντρισμός αποκομμένος ως νησίδα από τον υπόλοιπο κόσμο που υπεραναπληρώνει τα ψυχολογικά του κενά με φορτία εθνικού εγωισμού, βρίζοντας τους ξένους για την κακοδαιμονία του.
Όμως, οι ψευδαισθήσεις που ζωγραφίζει με λέξεις η ρητορική του λαϊκισμού καταρρέουν με πάταγο, όταν τελειώνουν τα δανεικά. Ο ουρανός χαμηλώνει, ο ορίζοντας των προσδοκιών στενεύει επικίνδυνα και ριζώνει η εθνική μελαγχολία. Τότε η αναίρεση της ατομικής και εθνικής ταπείνωσης πρέπει να ξεκινήσει από την αυτογνωσία. Η «αλλαγή παραδείγματος» θα έρθει με μια νέα γλώσσα και μια καινούρια σκέψη. Γιατί η κρίση απέδειξε ότι «οι λέξεις δεν εφάρμοζαν πια πάνω στα πράγματα» (Γ. Ρίτσος).