Του Ανδρέα Πετρουλάκη, www.protagon.gr
Είναι γνωστοί, είναι αρκετοί, είναι απόλυτα προβλέψιμοι. Είναι η χωροφυλακή του αντιμνημονιακού μετώπου. Δημοσιογράφοι οι περισσότεροι, έχουν απονείμει στον εαυτό τους τον τίτλο του τιμητή συναδέλφων τους. Δημοσιογράφων, γελοιογράφων, αναλυτών αλλά και συγγραφέων. Τελευταία επέκτειναν τη δραστηριότητά τους και στον καλλιτεχνικό χώρο και έβαλαν στο στόχαστρό τους και τον Νίκο Πορτοκάλογλου. Το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι η κριτική τους δεν εντοπίζεται στην αξία, στη συγκρότηση, στην αισθητική ή στη συνέπεια του κειμένου, του σκίτσου ή του τραγουδιού, κάτι που θα ήταν λογικό. Δεν εντοπίζεται καν στο περιεχόμενό τους (ποιoς θα είχε αντίρρηση;), και ας μην το καταλαβαίνουν οι ίδιοι, που πιστεύουν ότι κάνουν πολιτική. Διότι την πολιτική θέση την αντιμετωπίζεις με πολιτικά επιχειρήματα, όχι με επιφωνήματα, επίθετα και επιρρήματα. Πόσω μάλλον όταν το ίχνος που έχει αφήσει η δημοσιογραφική ιστορία σου είναι αχνότερο από εκείνο των κρινομένων- τότε μπαίνει και ένα θέμα ασυμμετρίας που θα έπρεπε να τους κάνει πιο απαιτητικούς στην προσπάθειά τους. Στην ουσία είναι οι άγρυπνοι αριστεροί φρουροί που στοχοποιούν με ζηλευτά αντανακλαστικά καθέναν με αντίθετη άποψη απλώς γιατί είναι άποψη με την οποία οι ίδιοι, η παρέα τους και το κόμμα τους δεν συμφωνούν. Αυτό τους αρκεί. Συνεννοούνται μεταξύ τους, αλληλοθαυμάζονται, αυτοτροφοδοτούνται και προφανώς αυτοϊκανοποιούνται ενώ στην ουσία συμμετέχουν σε ένα μονόχνωτο, αυτιστικό, διαδικτυακό κυρίως, περιθώριο το οποίο όμως είναι πιθανώς αρκετό να προκαλέσει τη διάχυση της προγραφής σε χώρους πιο επικίνδυνους, όπως τους υποτιθέμενους αντιεξουσιαστές. Δεν είναι λίγες οι φορές που επιθέσεις σε δημοσιογράφους και συγγραφείς, στα Εξάρχεια και αλλού, ακολούθησαν διαδικτυακή στοχοποίηση. Κανείς, ασφαλώς, από αυτούς δεν καταδίκασε απερίφραστα αυτή τη βία.
Είναι γνωστοί, είναι αρκετοί, είναι απόλυτα προβλέψιμοι. Είναι η χωροφυλακή του αντιμνημονιακού μετώπου. Δημοσιογράφοι οι περισσότεροι, έχουν απονείμει στον εαυτό τους τον τίτλο του τιμητή συναδέλφων τους. Δημοσιογράφων, γελοιογράφων, αναλυτών αλλά και συγγραφέων. Τελευταία επέκτειναν τη δραστηριότητά τους και στον καλλιτεχνικό χώρο και έβαλαν στο στόχαστρό τους και τον Νίκο Πορτοκάλογλου. Το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι η κριτική τους δεν εντοπίζεται στην αξία, στη συγκρότηση, στην αισθητική ή στη συνέπεια του κειμένου, του σκίτσου ή του τραγουδιού, κάτι που θα ήταν λογικό. Δεν εντοπίζεται καν στο περιεχόμενό τους (ποιoς θα είχε αντίρρηση;), και ας μην το καταλαβαίνουν οι ίδιοι, που πιστεύουν ότι κάνουν πολιτική. Διότι την πολιτική θέση την αντιμετωπίζεις με πολιτικά επιχειρήματα, όχι με επιφωνήματα, επίθετα και επιρρήματα. Πόσω μάλλον όταν το ίχνος που έχει αφήσει η δημοσιογραφική ιστορία σου είναι αχνότερο από εκείνο των κρινομένων- τότε μπαίνει και ένα θέμα ασυμμετρίας που θα έπρεπε να τους κάνει πιο απαιτητικούς στην προσπάθειά τους. Στην ουσία είναι οι άγρυπνοι αριστεροί φρουροί που στοχοποιούν με ζηλευτά αντανακλαστικά καθέναν με αντίθετη άποψη απλώς γιατί είναι άποψη με την οποία οι ίδιοι, η παρέα τους και το κόμμα τους δεν συμφωνούν. Αυτό τους αρκεί. Συνεννοούνται μεταξύ τους, αλληλοθαυμάζονται, αυτοτροφοδοτούνται και προφανώς αυτοϊκανοποιούνται ενώ στην ουσία συμμετέχουν σε ένα μονόχνωτο, αυτιστικό, διαδικτυακό κυρίως, περιθώριο το οποίο όμως είναι πιθανώς αρκετό να προκαλέσει τη διάχυση της προγραφής σε χώρους πιο επικίνδυνους, όπως τους υποτιθέμενους αντιεξουσιαστές. Δεν είναι λίγες οι φορές που επιθέσεις σε δημοσιογράφους και συγγραφείς, στα Εξάρχεια και αλλού, ακολούθησαν διαδικτυακή στοχοποίηση. Κανείς, ασφαλώς, από αυτούς δεν καταδίκασε απερίφραστα αυτή τη βία.