Συνέντευξη στην Καθημερινή
«Ηταν η χειρότερη κυβέρνηση της δημοκρατίας, η πιο παλαβή». Η κριτική ανήκει στον διανοούμενο Δημήτρη Ραυτόπουλο, που επί δεκαετίες βίωσε εκ των έσω την πορεία και τους «εμφυλίους» της Αριστεράς στην Ελλάδα.
Είχα πρωτοακούσει για τον Δημήτρη Ραυτόπουλο, φοιτητής, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Υπήρχε σχεδόν ένας μύθος γύρω από το όνομά του, μύθος που μιλούσε για τον διανοούμενο της Αριστεράς, από τους σημαντικότερους της μαρξιστικής κριτικής μεταπολεμικά, ο οποίος όμως είχε εναντιωθεί στον ιδεολογικό δογματισμό του ΚΚΕ, ιδιαίτερα στην «κομματικότητα» της λογοτεχνίας και στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. «Τον Οκτώβριο του 1952, μόλις βγήκα από το στρατόπεδο εξορίστων του Αγιου Ευστράτιου –ως αδειούχος εξόριστος– πήγα στην “Αυγή” και δούλεψα από το πρώτο φύλλο της, ως ρεπόρτερ. Ο τότε διευθυντής της “Αυγής”, ο Βασίλης Εφραιμίδης, εμάς τους διανοούμενους μας αποκαλούσε μισοαστεία, μισοαπειλητικά “φορμαλιστές” – που ήταν ύβρη στην κομματική γλώσσα. Οπως αργότερα μας χαρακτήριζαν “ρεβιζιονιστές”, ακόμη βαρύτερο αυτό. Μας είχε, λοιπόν, ο Εφραιμίδης σε καραντίνα ιδεολογική, μακριά από τα πνευματικά θέματα της εφημερίδας. Είμαστε συχνά εκεί τότε με τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Τίτο Πατρίκιο, τον Κώστα Κουλουφάκο και άλλους από το φυτώριο της εξορίας, αλλά ο Εφραιμίδης τη στήλη της βιβλιοκρισίας δεν μας την εμπιστευόταν. Εχρισε κριτικό έναν δικηγόρο φίλο του, κομματικό γρανίτη, και επιπλέον Πόντιο, όπως και ο ίδιος. Ηταν καλός και τίμιος ο ευνοούμενος κριτικός, αλλά ολωσδιόλου άσχετος, κυριολεκτικά απροσδιόνυσος» θυμάται σήμερα ο κ. Ραυτόπουλος, μιλώντας για τα πρώτα βήματά του. «Ο Εφραιμίδης όταν ήταν ευχαριστημένος από τη δουλειά μου με φώναζε Ραυτοπουλίδη, ύψιστη εύνοια. Στο τέλος όμως παραλίγο να ’ρθούμε στα χέρια. Εφυγα από την “Αυγή” και επέστρεψα όταν έφυγε ο Εφραιμίδης».
«Ηταν η χειρότερη κυβέρνηση της δημοκρατίας, η πιο παλαβή». Η κριτική ανήκει στον διανοούμενο Δημήτρη Ραυτόπουλο, που επί δεκαετίες βίωσε εκ των έσω την πορεία και τους «εμφυλίους» της Αριστεράς στην Ελλάδα.
Είχα πρωτοακούσει για τον Δημήτρη Ραυτόπουλο, φοιτητής, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Υπήρχε σχεδόν ένας μύθος γύρω από το όνομά του, μύθος που μιλούσε για τον διανοούμενο της Αριστεράς, από τους σημαντικότερους της μαρξιστικής κριτικής μεταπολεμικά, ο οποίος όμως είχε εναντιωθεί στον ιδεολογικό δογματισμό του ΚΚΕ, ιδιαίτερα στην «κομματικότητα» της λογοτεχνίας και στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. «Τον Οκτώβριο του 1952, μόλις βγήκα από το στρατόπεδο εξορίστων του Αγιου Ευστράτιου –ως αδειούχος εξόριστος– πήγα στην “Αυγή” και δούλεψα από το πρώτο φύλλο της, ως ρεπόρτερ. Ο τότε διευθυντής της “Αυγής”, ο Βασίλης Εφραιμίδης, εμάς τους διανοούμενους μας αποκαλούσε μισοαστεία, μισοαπειλητικά “φορμαλιστές” – που ήταν ύβρη στην κομματική γλώσσα. Οπως αργότερα μας χαρακτήριζαν “ρεβιζιονιστές”, ακόμη βαρύτερο αυτό. Μας είχε, λοιπόν, ο Εφραιμίδης σε καραντίνα ιδεολογική, μακριά από τα πνευματικά θέματα της εφημερίδας. Είμαστε συχνά εκεί τότε με τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Τίτο Πατρίκιο, τον Κώστα Κουλουφάκο και άλλους από το φυτώριο της εξορίας, αλλά ο Εφραιμίδης τη στήλη της βιβλιοκρισίας δεν μας την εμπιστευόταν. Εχρισε κριτικό έναν δικηγόρο φίλο του, κομματικό γρανίτη, και επιπλέον Πόντιο, όπως και ο ίδιος. Ηταν καλός και τίμιος ο ευνοούμενος κριτικός, αλλά ολωσδιόλου άσχετος, κυριολεκτικά απροσδιόνυσος» θυμάται σήμερα ο κ. Ραυτόπουλος, μιλώντας για τα πρώτα βήματά του. «Ο Εφραιμίδης όταν ήταν ευχαριστημένος από τη δουλειά μου με φώναζε Ραυτοπουλίδη, ύψιστη εύνοια. Στο τέλος όμως παραλίγο να ’ρθούμε στα χέρια. Εφυγα από την “Αυγή” και επέστρεψα όταν έφυγε ο Εφραιμίδης».