Ο Ζαν-Πολ Φιτουσί είναι καθηγητής οικονομικών στο Ινστιτούτο
Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού. Στη γλώσσα μας κυκλοφορούν τα βιβλία
του «Η απαγορευμένη συζήτηση» (Πόλις, 1997), «Για να μπορούμε να
επιλέγουμε» (Πόλις, 2003) και «Η νέα πολιτική οικολογία» (Μεταίχμιο,
2011). Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το τελευταίο βιβλίο
του Ζαν-Πολ Φιτουσί «Le théorėme du lampadaire» (Les liens qui libėrent,
2013).
Ζούμε σε καιρούς παράλογους, στους οποίους η πιο μεγάλη αθλιότητα ζει
πλάι στον πιο μεγάλο πλούτο και κάθε χώρα είναι ένα δείγμα στην κλίμακα
του κόσμου, που διαιρείται σε διάφορα επίπεδα φτώχειας. Ενα μικρό ακόμα
αλλά αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού των αναπτυγμένων χωρών βρίσκεται σε
κίνδυνο. Δύσκολα βρίσκει πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και
εξαρτάται από την ελεημοσύνη των άλλων για να τραφεί, να ντυθεί ή να
κοιμηθεί. Ο αριθμός των φτωχών εργαζομένων συνεχίζει να μεγαλώνει. Αυτό
σημαίνει ότι τα συστήματά μας δεν είναι πλέον σε θέση να εγγυηθούν την
επιβίωση όλου του πληθυσμού; […] Είναι εντελώς παράλογο αυτό που συμβαίνει στον κόσμο σήμερα: το
επίπεδο της ανισότητας και εκείνο της ανεργίας, ο μεγάλος αριθμός των
επαγγελματικών σταδιοδρομιών που διακόπτονται, ο απίστευτος αριθμός των
προσώπων που δεν κατορθώνουν καν να ξεκινήσουν μια τέτοια σταδιοδρομία ή
εκείνων που χάνουν την εργασία τους λίγα χρόνια πριν από τη
συνταξιοδότηση, οι πελώριες περιουσίες που συσσωρεύουν άλλοι, η
αδιαντροπιά ορισμένων αμοιβών, η γενικευμένη ανασφάλεια που βασιλεύει
στις πλούσιες χώρες.
Εχουμε γίνει πιο εγωιστές ή έχουμε εξοικειωθεί με αυτήν την εξέλιξη
του περιβάλλοντός μας, έχοντας χάσει την ελπίδα ότι μπορούμε να το
αλλάξουμε; Υπάρχουν και τα δύο αυτά στοιχεία στο νέο κοινωνικό μας
συμβόλαιο. Αν σήμερα, όμως, αποδεχόμαστε αυτό που χθες μας φαινόταν
απαράδεκτο, το αποδεχόμαστε και επειδή μας επαναλαμβάνουν συνεχώς ότι
δεν υπάρχει άλλος δυνατός δρόμος. Από πού προέρχεται αυτός ο
παραλογισμός και γιατί τον αποδεχόμαστε; Ισως δεν θέλουμε να δούμε
τίποτα από όσα συμβαίνουν μακριά από τα φώτα των τόπων εξουσίας.
Σχεδόν όλοι γνωρίζουν την ιστορία εκείνου που αναζητούσε τα κλειδιά
του κάτω από ένα φανάρι, όχι επειδή τα είχε χάσει εκεί, αλλά επειδή ήταν
το μοναδικό φωτισμένο σημείο του δρόμου. Συνήθως τα ανέκδοτα δεν
γίνονται αμέσως κατανοητά παντού. Σπάνια το χιούμορ διασχίζει τα σύνορα
και γενικά διατηρεί ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε εθνικό επίπεδο. Αλλά σε
αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε και να σχετίζεται με ένα χαρακτηριστικό
σύμφυτο με την ανθρώπινη φύση: το να προσπαθούμε να βλέπουμε καθαρά,
είτε μιλάμε για την όραση είτε για τον στοχασμό. «Οσο περισσότερο
προοδεύει η επιστήμη τόσο περισσότερο κατανοεί το γιατί δεν μπορεί να
λύσει τα προβλήματα» έγραφε ο Κλοντ Λεβί-Στρος. Γιατί το ημίφως
παραμένει θαμπό και το σκοτάδι είναι αδιαπέραστο. Εμείς είμαστε αυτοί
που επιλέγουμε τι πρέπει να φωτίσουμε, τα φαινόμενα που θα αναλύσουμε,
τα συστήματα μέτρησης που αρμόζει να χρησιμοποιήσουμε, τους στόχους που
θα επιδιώξουμε. Αλλά αν εμφανιστούν νέα φαινόμενα ή αν επανεμφανιστούν
άλλα που νομίζαμε ότι ανήκαν στο παρελθόν και τα συστήματά μας δεν είναι
πλέον κατάλληλα για να τα σταθμίσουν, τότε χάνουμε κάθε δυνατότητα να
βλέπουμε καθαρά. Και όταν δεν κατανοούμε πλέον τι συμβαίνει, τότε και οι
αποφάσεις μας είναι κατά κανόνα εσφαλμένες. Αν οι στόχοι που η
οικονομική πολιτική φέρνει κάτω από τα φωτεινά φανάρια δεν είναι αληθινά
σημαντικοί για την κοινωνία, δεν θα έχουμε καμιά δυνατότητα να
κατανοήσουμε γιατί το γεγονός ότι τους πετύχαμε δεν επιλύει με κανέναν
τρόπο το αρχικό πρόβλημα. Αυτό που αποκαλώ θεώρημα του φαναριού εκφράζει
ακριβώς αυτόν τον τύπο αδυναμίας. Το θεώρημα όμως προχωράει και λίγο
παραπέρα: μπορούμε να επιλέξουμε τι θέλουμε να φωτίσουμε, εμείς
αποφασίζουμε για τις θέσεις στις οποίες θα τοποθετηθούν τα φανάρια. Και
αν οι επιλογές μας δεν είναι ορθές, οι αναζητήσεις μας θα είναι άκαρπες.
Στο πεδίο της πολιτικής δράσης αυτό μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες,
επειδή τα λάθη μπορεί να συσσωρεύονται: λάθη στον προσδιορισμό του
στόχου, στην αποτίμησή του, στην επιλογή των εργαλείων που
χρησιμοποιούνται σε συνάρτηση με τους επιδιωκόμενους στόχους, δηλαδή στη
θεωρία που θα καθοδηγεί τη δράση.
Εδώ και καιρό, ακολουθώντας την κυρίαρχη σκέψη, οι δημόσιες εξουσίες
έχουν στρέψει τα φωτεινά φανάρια στη σταθερότητα των τιμών ως στόχο της
οικονομικής πολιτικής –σταθερότητα η οποία θα έπρεπε να καθιστά δυνατή
και τη μέγιστη αύξηση του ΑΕΠ– και στη θεωρία των ανταγωνιστικών αγορών
για να νομιμοποιούν τη δράση τους. Γνωρίζουμε τι συνέβη. Η σταθερότητα
των τιμών αποκαλύφθηκε συμβατή με τη μέγιστη οικονομική και
χρηματοπιστωτική αστάθεια. Η αύξηση του ΑΕΠ συνοδεύτηκε από μια βαθιά
κοινωνική εξαθλίωση και η απορρύθμιση των αγορών εγκαινίασε την περίοδο
της χειρότερης λειτουργίας τους από τον καιρό της κρίσης της δεκαετίας
του 1930. Δεν άναψαν τα σωστά φανάρια και προσπάθησαν να δράσουν με βάση
μια θεωρητική αναπαράσταση του κόσμου που δεν είχε και μεγάλη σχέση με
την υπαρκτή πραγματικότητα, προσδιορίζοντας στόχους που δεν είχαν
αποτιμηθεί σωστά (το ΑΕΠ, για παράδειγμα) και που δεν ήταν αληθινά
σημαντικοί για τις κοινωνίες. Οπως το φως των νεκρών αστεριών φτάνει σε
μας πολύ καιρό μετά το τέλος τους, έτσι κι εκείνο των θεωριών που έχουν
επανειλημμένα διαψευστεί από τα γεγονότα συνεχίζει να διαδίδεται.[…]
Οι ευρωπαϊκές κρίσεις είναι μια αλληγορία των προβλημάτων που
δυσκολευόμαστε να επιλύσουμε, όταν τοποθετούμε τα φανάρια σε εσφαλμένες
θέσεις.
Μπορούμε να επιλύσουμε ένα πολιτικό πρόβλημα –συνταγματικού τύπου– με
οικονομικά μέτρα; Ενα νόμισμα μπορεί να διατηρείται επί μακρόν χωρίς
κυρίαρχη εξουσία; Η Ευρώπη είναι τέκνο της οικονομίας, αλλά είναι ορφανό
της πολιτικής. Από ’δώ προκύπτει η αναστάτωσή της.
Πρέπει να επιδιώκουμε τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους σε βάρος της
βιωσιμότητας της ανάπτυξης και ιδιαίτερα της ανάπτυξης του ανθρώπου;
Μια νομισματική ένωση μπορεί να στηρίζει επί μακρόν στρατηγικές
ανταγωνιστικής υποτίμησης; Μια αλληγορία, έλεγα, που φανερώνει όλες τις
δράσεις που μπορούν να αναληφθούν, που έχουν αναληφθεί και που
συνεχίζουν να αναλαμβάνονται υπό το φως ενός νεκρού αστεριού.
Ο John Quiggin μιλάει για «οικονομική θεωρία ζόμπι», για να
περιγράψει αυτό το παράξενο σύνολο νεκρών ιδεών που πλανώνται ανάμεσά
μας. Υπάρχει όμως και κάτι βαθύτερο που μας εμποδίζει να απαλλαγούμε από
αυτές και να τις εκθέσουμε στο μουσείο των επιστημών, κάτι ουσιωδώς
πολιτικό που συνεχίζει να εμπνέει έμμεσα όλες τις συζητήσεις μας: η
δυσπιστία απέναντι στη δημοκρατία, ο φόβος ότι η καθολική ψηφοφορία
οδηγεί σε μιαν υπερβολικά μεγάλη ισότητα. Αν η κυρίαρχη σκέψη είναι
πεισμένη ότι η αυτορρύθμιση των αγορών είναι πάντοτε ανώτερη από την
κρατική ρύθμιση, είναι ακριβώς εξαιτίας αυτής της δυσπιστίας.
Διαφορετικά πώς να εξηγήσουμε το γιατί συνεχίζουμε να εμπιστευόμαστε τις
αρετές της αγοράς, ακόμα και όταν έχουμε πληροφορηθεί για τις αδυναμίες
της;
Η οικονομική κρίση θα έπρεπε να μας έχει βοηθήσει να κατανοήσουμε σε
ποιες συμφορές μπορούν να μας οδηγήσουν οι δυσλειτουργίες της. Δεν
διδαχτήκαμε τίποτα και συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε ότι το μοναδικό
σημαντικό πράγμα είναι ο ανταγωνισμός και ότι οι ελεύθερες αγορές θα
αναλάβουν να κάνουν τα υπόλοιπα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.