Ο επιστημονικός λόγος καταρρίπτει το εξωτερικό τοίχο των γεγονότων και καταδεικνύει τι κρύβεται πίσω από το προφανές. Αυτή όντως είναι μια πλευρά του επιστημονικού λόγου. Και όμως ο επιστημονικός λόγος έχει και μια δεύτερη διάσταση, να αναδεικνύει με μεθοδικότητα, ορθολογισμό, πειθαρχία και συνέπεια αυτά που ο κοινός νους διακρίνει σʼ ένα πρώτο επίπεδο. Και οι δύο αυτές διαστάσεις του επιστημονικού λόγου έχουν έναν κοινό αντίπαλο. Αυτός δεν είναι άλλος από την αστυνομική και συνωμοσιολογική εξήγηση των κοινωνικών φαινομένων. Ο Τάσος Γιαννίτσης, με το συνολικό του έργο καλύπτει και τις δύο διαστάσεις του επιστημονικού λόγου. Από τη μια, δείχνει τις κρυφές ή σκοπίμως αποκρυπτόμενες πλευρές κοινωνικών φαινομένων όπως η κρίση τώρα, το ασφαλιστικό παλαιότερα και από την άλλη, αποδεικνύει πως πολλές από τις διαγνώσεις για την κρίση δεν απέχουν από μια απλή διαπίστωση του κοινού νου, αρκεί αυτός να απελευθερωθεί από τα δεσμά του συνωμοσιολογικού λόγου. Για μένα τα βιβλία του ΤΓ είναι έργα που απελευθερώνουν τον νου από τα δεσμά της «ψεκασμένης» ή όπως τη λέγαμε παλαιότερα της φενακισμένης συνείδησης.
Αυτό το βιβλίο του Τάσου Γιαννίτση δεν αποτελεί απλά ένα ακόμη βιβλίο για την ελληνική κρίση. Τρία χρόνια μετά το ξέσπασμά της, έχουμε ένα βιβλίο, το οποίο αν και φαίνεται να εξετάζει την κρίση από οικονομικής πλευράς, στην ουσία είναι ένα πολιτικό έργο. Ενώ υπήρξαν σημαντικά βιβλία που εξέταζαν την κρίση από τη μια ή την άλλη πλευρά της επιστημονικής σκέψης, αυτό το βιβλίο χρησιμοποιεί άψογα την επιστήμη για να κάνει πολιτική. Γιατί τελικά όπως προτείνει ο Τάσος Γιαννίτσης πολιτική είναι να κάνεις το ανέφικτο εφικτό. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει, όταν η πολιτική περιφρονεί τη γνώση και την επιστήμη.
Αυτό που ξεφούσκωσε μετά το 2009 είναι η φούσκα των κυρίαρχων μύθων και των στερεότυπων της μεταπολίτευσης. Μια ολόκληρη κοινωνία ανακάλυψε το 2009 ότι η ουτοπία που είχε ξεκινήσει το 1974 τελείωνε. Μια κοινωνία μύθων που τελείωσε το 2009. Μύθοι που ήθελαν μια χώρα να αδιαφορεί για τη βιωσιμότητά της και να επικεντρώνεται στην «στηριγμένη στα δάνεια ευημερία». Αυτό που συμπεραίνουμε από την ανάλυση και τα πολλαπλά στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας για τις αιτίες της κρίσης, είναι πως οι πολίτες αυτού του τόπου είναι θύματα και εν μέρει θύτες ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής που μισεί τον μακροχρόνιο σχεδιασμό.
Ο Γιαννίτσης περιγράφει την κατάρρευση του συστήματος της «εύκολης» αναδιανομής, όπως αυτό κυριάρχησε στο μεταπολιτευτικό αναπτυξιακό μοντέλο. Μια κατάρρευση που δεν ήρθε φυσιολογικά λόγω του κορεσμού του, αλλά λόγω του αδειάσματός του. Ένα άδειασμα που ήταν συνέπεια πολλών – φαινομενικά μόνο άσχετων μεταξύ τους στοιχείων- όπως η απουσία στέρεης παραγωγικής βάσης, η διαφθορά, οι υπόγειες μη θεσμικές συναλλαγές, το πελατειακό σύστημα, ο κρατισμός, αλλά και φαινόμενα όπως η απουσία ορθολογισμού στην πολιτική και στην οικονομία, μιας θεμελιώδους πολιτικής ηθικής και έγνοιας για το συλλογικό συμφέρον.
«Στην ουσία, η κρίση ανέδειξε ένα τεράστιο συστημικό πολιτικό, ηθικό και αναπτυξιακό πρόβλημα. Ανέδειξε τη σθεναρή άρνηση των κυβερνήσεων να ανατρέψουν ή έστω να αμβλύνουν το μεγαλύτερο σκάνδαλο της ελληνικής τάξης πραγμάτων: το τετράγωνο ‘μεγάλη φοροδιαφυγή στα υψηλά εισοδήματα και εκτεταμένη φοροδιαφυγή στα μικρότερα εισοδηματικά κλιμάκια, βαθιά διαφθορά και αυθαιρεσία όλου του συστήματος (ξεκινώντας από το πολιτικό σύστημα, τη δημόσια διοίκηση, την τοπική αυτοδιοίκηση, και φτάνοντας σε τμήματα σε όλο το φάσμα της κοινωνίας), κρατικό πελατειακό σύστημα της δημόσιας διοίκησης, και το συναφές με τα παραπάνω θεμελιακό θέμα της ισονομίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης’.» (σελ. 90-91)
Όλοι οι παράγοντες αυτής της κοινωνίας έδειχναν αποφασισμένοι να συνεχίσουν εκείνο τον τρελό μεσαιωνικό χορό, όπου οι χορευτές συνέχιζαν να χορεύουν μέχρι λιποθυμίας ή και ακόμη θανάτου τους, τον χορό του Αγίου Βίτου.
Ο Γιαννίτσης με γλαφυρότητα αναφέρεται στην πεντάλφα της κατάρρευσης: Αδράνεια, αμορφωσιά, ανορθολογισμός, απληστία και αρνητισμός. Στοιχεία που εντοπίζει τις πηγές τους σ’ ενδογενείς και όχι εξωγενείς παράγοντες. Αν και καθόλου δεν υποτιμά την κακή αρχιτεκτονική του κοινού νομίσματος, ενώ επίσης δεν φείδεται κριτικής και προς την τρόικα, επικεντρώνει την κύρια κριτική του στις δικές μας αδυναμίες.
Ο συγγραφέας απαντά στον ανορθολογισµό του «ορθολογισµού» των αγορών, σύμφωνα µε τον οποίο για τα ελλείμματα και την ανεργία φταίει µόνο ο υπερδιογκωμένος δημόσιος τομέας. Το κύριο μειονέκτημα αυτού του τομέα ήταν πως χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για την άσκηση μιας κοινωνικής πολιτικής που ενσωμάτωνε την ανισότητα. Ένας δημόσιος τομέας που αύξανε αντί να μειώνει τις ανισότητες.
Σ’ αυτό το πλαίσιο ασκεί και την κριτική του στο Μνημόνιο.
Εδώ, όπως πολύ σωστά επισήμανε στην βιβλιοκριτική του ο Δημήτρης Σκάλκος στο The Books Journal, ο Τάσος Γιαννίτσης κάνει τρεις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Πρώτον, η Τρόικα παρέβλεψε την αδυναμία του συστήματος να μεταρρυθμιστεί, κάτι που εκφράζεται με την ολοφάνερη απροθυμία των κυβερνώντων να θίξουν τον πυρήνα της λειτουργίας του πελατειακού κράτους (όπως πχ. η εκταταμένη φοροδιαφυγή), επιλέγοντας να μεταφέρουν το βάρος της προσαρμογής σε εκείνους που δεν έχουν αυξημένη διαπραγματευτική πολιτική δύναμη. Δεύτερο, σε μία οικονομία με καθημαγμένο τον παραγωγικό της ιστό, η «εσωτερική υποτίμηση» αδυνατεί να μετασχηματιστεί σε ουσιαστική βελτίωση της παραγωγής καθώς οι πόροι που εξοικονομούνται δεν έχουν που να διοχετευτούν και τελικά κατορθώνουν μόνο να μειώσουν την (περιορισμένη) συνολική ζήτηση. Και τέλος, τα υπαρκτά όρια των μειωμένων αντοχών του κοινωνικού σώματος το οποίο δοκιμάζεται επί μακρώ «σε συνθήκες οιωνεί πολεμικής καταστροφής» (σελ. 124-125).
Τελικά οι επιλογές αυτής της περιόδου οδήγησαν σ’ αύξηση των ανισοτήτων και αυτό είναι πρόβλημα που οφείλει να αναδείξει ο μεταρρυθμιστικός πόλος. Θα αναφερθώ και σ’ αυτόν στο τέλος της ομιλίας μου. Πάντως αν το Μνημόνιο έπρεπε να κριθεί από το πόσο μείωσε αναλογικά τα εισοδήματα, τότε αυτό απέτυχε οικτρά. Αλλά καλύτερα να αφήσω τον συγγραφέα να τα πει γι’ αυτό το θέμα που τα λέει καλύτερα.
«οι επιπτώσεις της κρίσης στις ομάδες που σημειολογικά χαρακτηρίστηκανπληβείοι και ανέγγιχτοι δεν είναι άσχετες μεταξύ τους. Ως έναν βαθμό, οι πληβείοι υφίστανται τις επιπτώσεις της κρίσης επειδή υπάρχουν οι ανέγγιχτοι, και οι ανέγγιχτοι αποφεύγουν τις επιπτώσεις που υφίστανται οι πληβείοι, επειδή όλο το βάρος πέφτει στους δεύτερους. Η ευνοϊκή μεταχείριση της μίας κατηγορίας επιδρά αρνητικά στην άλλη και, τελικά, η οικονομία δεν πληρώνει μόνο το κόστος της ελλειμματικής διαχείρισης του Δημοσίου αλλά και το κόστος της ύφεσης και της ανεργίας, που οφείλεται στην εμμονή των κυβερνήσεων να συνεχίζουν να ευνοούν το δημόσιο σύστημα, ως εάν αυτό δεν επιβαρύνει- περισσότερο από το ιδιωτικό- το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας.» (σελ. 171-172)
Γι αυτόν η Ελλάδα πάσχει κυρίως από το χάσμα μεταξύ εσόδων και δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ και όχι από αποκλειστικά από τις υπερβολικές της δαπάνες. Ο ανορθολογισμός των δαπανών και όχι το ύψος τους είναι η αιτία του κακού. Ο Γιαννίτσης επισημαίνει επίσης τις τεράστιες ανισότητες που γεννά το φορολογικό µας σύστημα και προτείνει τέσσερεις άξονες μιας νέας πολιτικής αντίληψης.
Την ίδια στιγμή που δεν αφήνει στο απυρόβλητο τόσο τις ευθύνες του δημόσιου τομέα, όσο και της αγοράς, κρατάει αποστάσεις τόσο από το νεοφιλελεύθερο πρότυπο, όσο και από τον κεϊνσιανισμό ως ακατάλληλα φάρμακα.
Ο Γιαννίτσης δεν απαξιώνει τη μεταπολίτευση, αλλά την αξιολογεί με ένα πνεύμα μετριοπάθειας, που τού το επιβάλλει το επιστημονικό ήθος σε συνδυασμό με το ευγενές και ορθολογικό πάθος του ανθρώπου που κάποτε (το 2001 με το ασφαλιστικό) επιχείρησε να συγκρουστεί με την πεντάλφα της κατάρρευσης. Σήμερα πλέον καταθέτει προτάσεις για την εφαρμογή μιας «οικονομικής πολιτικής της κοινής λογικής». Αν και για να σας πω τη μαύρη αλήθεια ποτέ δεν είχα εμπιστοσύνη, όταν για παράδειγμα στα κόμματα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς δημιουργούνταν διάφορες ομάδες με αντικείμενο τον καθορισμό των τομέων ανάπτυξης, του τύπου «Η αναπτυξιακή μας πρόταση». Γιατί για μένα κάθε αναπτυξιακή πρόταση έχει δυο σκέλη. Ένα είναι αυτή που προέρχεται από την αγορά και σ’ αυτή την περίπτωση όσα περισσότερα λένε αυτοί που βρίσκονται εκτός αγοράς τόσο το χειρότερο για την ανάπτυξη. Η ανάπτυξη της αγοράς θα στηρίζεται σε προτάσεις που θα βγουν από την ίδια την αγορά. Προτάσεις που σε συνδυασμό με τις αναγκαίες αλλαγές στη διακυβέρνηση της ευρωζώνης θα συμβάλλουν στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Οι επιστήμονες οφείλουν να εξετάζουν την σκοπιμότητα αυτών των προτάσεων και το δε κράτος να ελέγχει τη συμβατότητά τους με το νόμο και τις κοινωνικές επιταγές. Το δεύτερο σκέλος της ανάπτυξης είναι η διαμόρφωση ενός κράτους παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, η λειτουργία του οποίου δεν θα είναι η υποστήριξη απλά των ασθενέστερων στρωμάτων, αλλά η διευθέτηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι πολίτες στους κεντρικούς τομείς της υγείας, παιδείας και ασφάλισης, έτσι ώστε οι πολίτες να μπορούν με το εισόδημα που εξασφαλίζουν από τη δημόσια παροχή υπηρεσιών, να μπορούν να συμβάλλουν επενδυτικά και καταναλωτικά στο πρώτο σκέλος της ανάπτυξης που αναφέρθηκα. Η πρόταση για το κράτος παροχής υπηρεσιών ως αναπτυξιακό πυλώνα δεν κομίζει γλαύκας εις Αθήνας, αλλά αποτελούσε πάντα το ένα σκέλος του σοσιαλδημοκρατικού παραδείγματος.
Ο μεταρρυθμιστικός πόλος ας σκεφτεί και αυτή την πλευρά, αντί να ταυτίζει τις μεταρρυθμίσεις με τα αναγκαία, αλλά ανεπαρκέστατα Μνημόνια. Η ιδεολογική κριτική στην τρόικα, ακόμα και αν είμαστε υποχρεωμένοι να τηρήσουμε όσα ζητάει για να αποφύγουμε την παύση πληρωμών, θεωρώ ότι είναι απαράβατος όρος για τη συγκρότηση του σοσιαλδημοκρατικού χώρου. Ενώ επίσης δεν υπάρχει πουθενά κεντροαριστερά αν δεν γίνεται λόγος για την πάλη κατά των ανισοτήτων. Και το βιβλίο του ΤΓ βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση.
Το κείμενο αυτό είναι η ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του Τ. Γιαννίτση «Η Ελλάδα στην κρίση», εκδόσεις Πόλις
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος, συγγραφέας, μέλος της συντακτικής επιτροπής της Μεταρρύθμισης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.