Σελίδες

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Άλλο εικονοκλάστης ιστορικός, άλλο επαγγελματίας μύωψ

Μια απάντηση του Χ. Α. Χωμενίδη στους Σ. Καλύβα και Ν. Μαραντζίδη, The books' journal τχ.1
"Ο Στάθης Καλύβας δίνει τέτοια έμφαση στις προσωπικές αντιθέσεις μεταξύ των ανθρώπων στις τοπικές κοινωνίες (οι οποίες υπό τις έκνομες κατοχικές και μετακατοχικές συνθήκες βρήκαν έδαφος πρόσφορο για να εκτονωθούν) ώστε, διαβάζοντάς τον, να σου δημιουργείται συχνά η αίσθηση ότι κύριο διακύβευμα του Εμφυλίου δεν στάθηκε το κοινωνικό καθεστώς της Ελλάδας όσο το ξεκαθάρισμα επιμέρους περιουσιακών -και ερωτικών ακόμα- διαφορών. Ο Μαραντζίδης δίνει τέτοιο βάρος στη συμμετοχή Σλαβομακεδόνων στον Δημοκρατικό Στρατό που ώρες ώρες κάνει τον Εμφύλιο να φαντάζει σαν μια εκρηκτική φάση του Μακεδονικού Ζητήματος, η οποία οδηγήθηκε μοιραία προς το τέρμα της όταν ο Τίτο έκλεισε τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας στους αντάρτες…"
Από την εφηβική ηλικία της ανθρωπότητας -μα και του καθενός ξεχωριστά- ήταν άκρως γοητευτικό το να γίνεσαι εικονοκλάστης. Να βγάζεις τη γλώσσα στα ιερά και τα όσια, να αμφισβητείς παραδομένες αξίες και αποκρυσταλλωμένες αφηγήσεις, να σκοτώνεις -συμβολικά τουλάχιστον- τον πατέρα σου ή έστω τον πατέρα του διπλανού σου.
Πέρα από την ψυχωφελή εκτόνωση που προσέφερε, συνέβαλλε συνήθως και σε ό,τι αποκαλούμε πρόοδο: απελευθέρωνε το χώρο από τα μνημεία των προηγούμενων ώστε οι επόμενοι να ανεγείρουν τα δικά τους, τα οποία θα έμπαιναν στη μύτη και στο στόχαστρο των μεθεπόμενων. Και ούτω καθεξής…
Στην Ελλάδα, πατρίδα του Οιδίποδα, η παραπάνω διαδικασία υπήρξε -ανέκαθεν ίσως- ιδιαίτερα επίπονη και τραυματική. Ιδιαίτερα δε αφότου συγκροτήθηκε το νέο ελληνικό κράτος και αποφασίστηκε να γίνει αντιληπτό και να προβληθεί ως κληρονόμος και συνεχιστής του αρχαίου κλέους. Η φράση του Μακρυγιάννη "για αυτά τα μάρμαρα επολεμήσαμε!" μάς στοίχειωσε και μας κατέστησε θεματοφύλακες ενός εικονοστασίου, το οποίο όσο πήγαινε και εμπλουτιζόταν. Όταν η Βούλα Πατουλίδου αναφώνησε "για την Ελλάδα, ρε γαμώτο!", τα ιερά τέρατα συνωστίζονταν στο εθνικό υπερεγώ: από τον Μεγαλέξανδρο μέχρι τον Μίκη Θεοδωράκη κι απ'την Κυρά της Ρω ώς τη Μελίνα Μερκούρη, οι σκιές των προγόνων μας έτρεφαν το ιδιάζον σύμπλεγμα ανωτερότητας και κατωτερότητας συνάμα που χαρακτηρίζει πλείστες όσες δημόσιες και ιδιωτικές μας εκδηλώσεις.
Οι αποκαθηλώσεις, απ' την άλλη, γίνονταν εξαιρετικά προσεκτικά. Άτολμα.
Μπορεί ο Κωστής Παλαμάς να υποσκελίστηκε αμετάκλητα από τον Καβάφη και οι περισσότεροι στίχοι του να λησμονήθηκαν, κανείς όμως δεν διανοήθηκε να του αφαιρέσει το φωτοστέφανο του Εθνικού Ποιητή. Μπορεί ο Κώστας Κεντέρης, ο "γιός του ανέμου", να διαπομπεύτηκε από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, στην πατρίδα του ωστόσο ουκ ολίγοι επέμεναν να τον ζητωκραυγάζουν και να του συμπαρίστανται, βέβαιοι όντες ότι δεν ήταν συναυτουργός απάτης αλλά θύμα συνωμοσίας. Ανάμεσα στα δύο παραπάνω ακραία παραδείγματα υπάρχουν πολυάριθμοι αστέρες η λάμψη των οποίων έχει προ πολλού ξεθωριάσει (ή και σβήσει), αλλά παραμένουν καρφωμένα στο εθνικό στερέωμα διότι δεν βρίσκουμε το θάρρος -ή το θράσος;- να τους ξεκρεμάσουμε και να τους παραδώσουμε ευλαβικά στη λήθη. Η πατροκτόνα (και αδελφοκτόνα) μας διάθεση ξυπνά και παροξύνεται μονάχα όταν πρόκειται για εθνικούς διχασμούς. Η ρήξη ανάμεσα σε βενιζελικούς και βασιλόφρονες έχει τις ρίζες της στον πόλεμο του 1897 -πριν ακόμα από την έλευση του Βενιζέλου στην Ελλάδα-, γνώρισε όμως τις τελευταίες της εξάρσεις σχετικά πρόσφατα, με τον Ανδρέα Παπανδρέου να χαρακτηρίζει τη Δεξιά "επάρατο" και τη "μεγάλη κυρία" της Δεξιάς Ελένη Βλάχου να προτείνει τη λέξη "πασόκ" ως συνώνυμη της κακογουστιάς και της φτήνιας. Ο άλλος διχασμός, ανάμεσα στους θιασώτες του αστικού καθεστώτος και στη λενινιστική Αριστερά έλαβε ασύγκριτα αιματηρότερες διαστάσεις. Ένας εμφύλιος πόλεμος -όπως και να το κάνουμε- χρειάζεται δεκαετίες για να ξεπεραστεί. Δεκαετίες κατά τις οποίες οι μεν αρνούνται και να συνυπάρξουν με τους δε. Οι εκατέρωθεν νεκροί απαιτούν δικαίωση και υπαγορεύουν στους επιζώντες εκ διαμέτρου διαφορετικές αφηγήσεις: η "νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε" των μεν δεν αποτελούσε για τους δε παρά μια ξενοκίνητη αντεθνική ανταρσία. Και αντίστοιχα, η "ηρωική ταξιαρχία του Ρίμινι" είχε καταγραφεί από τους δε σαν δύναμη παραπληρωματική σχεδόν των δωσιλόγων και των ταγματασφαλιτών.
Έπρεπε να μεσολαβήσει η χούντα -το απόλυτο λούμπεν- για να επέλθει ο ελληνικός ιστορικός συμβιβασμός, ο οποίος ξεκίνησε με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1974 και ολοκληρώθηκε με τη συγκυβέρνηση του 1989. Κατά τη δεκαετία του 1990, οι εμφυλιοπολεμικές πληγές έμοιαζαν να έχουν επουλωθεί οριστικά: ο Τσακαλώτος και ο Βαφειάδης είχαν δώσει τα χέρια. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε κάνει κολεγιά με τον Χαρίλαο Φλωράκη και ο Αντώνης Σαμαράς είχε στην κοινοβουλευτική ομάδα της Πολιτικής Άνοιξης τον Ανδρέα Λεντάκη. Η Αντίσταση 1941-44 είχε σχεδόν αποστραγγιστεί από την ιδεολογική της διάσταση προκειμένου να περάσει στην εθνική μυθολογία ως επίτευγμα σύσσωμου του ελληνικού λαού και ο Εμφύλιος είχε αναθεματιστεί από όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Οι καπετάνιοι του ΕΛΑΣ φάνταζαν -με τα φυσεκλίκια και τα γένια τους- τόσο μακρινοί και γραφικοί, σχεδόν όσο και οι παλιοί ρεμπέτες. Θα στοιχημάτιζα ότι για αρκετούς νεότερους η πολιτική τους τοποθέτηση αποτελούσε ζήτημα αμελητέο. Αναρωτιόμαστε άλλωστε συχνά εάν οι ήρωες του 1821 ήταν, με τα μέτρα της εποχής τους, αριστεροί ή δεξιοί; Συνειδητοποιούμε ότι ο κοσμοπολιτισμός του Ρήγα Φεραίου βρισκόταν στους αντίποδες του μακρυγιαννικού "πατριωτισμού";

Ο ΤΡΙΤΟΣ ΓΥΡΟΣ

 

Και ξαφνικά -έπειτα από τόση συναίνεση- ξέσπασε ο "τρίτος γύρος". Το μεν ΚΚΕ αποφάσισε να επανοικειοποιηθεί τους ήρωές του, να τους ξαναβαφτίσει στα νάματα της κομμουνιστικής ορθοδοξίας, ώστε να πλαισιώσουν επάξια τον Στάλιν τον οποίον είχε μόλις πρόσφατα αναστυλώσει. Ενώ ωστόσο ο Στάλιν συνήθιζε να σβήνει από τις φωτογραφίες όσους είχε εκκαθαρίσει, το ΚΚΕ ξανάβαζε θριαμβευτικά στο κάδρο εκείνους που είχαν κάποτε στυγνά εξοντωθεί. Η μετά μισό και πλέον αιώνα αγιοποίηση τόσο του Ζαχαριάδη όσο και του Πλουμπίδη και του Βελουχιώτη (κυκλοφορούν και στο youtube σχετικά βίντεο φτιαγμένα από μερακλήδες κουκουέδες) συνιστά πράξη εικονοκλαστική και της πιο υποκειμενικής εικόνας της πραγματικότητας. Το να χαρακτηρίζει ο Ριζοσπάστης τον Πλουμπίδη "υπόδειγμα λαϊκού αγωνιστή, ο οποίος συκοφαντήθηκε από τους μοναρχοφασίστες σαν αντιζαχαριαδικός" είναι παραδοξολογία τέτοιας ολκής ώστε να χάνεται κι αυτός ακόμα ο βλάσφημος χαρακτήρας της.
Η άλλη αφήγηση -εκείνη των νικητών του Εμφυλίου- ξαναγράφεται τα τελευταία χρόνια όχι από κομματικά φύλλα αλλά από ιστορικούς επιστήμονες, οι οποίοι προτάσσουν έναντι των επιθέσεων που δέχονται τις ακαδημαϊκές τους περγαμηνές. Πράγματι, καθηγητές πανεπιστημίου όπως ο Στάθης Καλύβας και ο Νίκος Μαραντζίδης εργάζονται ακολουθώντας την πιο σύγχρονη μεθοδολογία: ο Καλύβας αντιλαμβάνεται την Ιστορία ως σύνθεση ιστοριών - αναζητά επιζώντες της δεκαετίας του 1940 στην Αργολίδα και συλλέγει τις μαρτυρίες τους. Ο Μαραντζίδης αναδιφεί στα αρχεία των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ και εμπλουτίζει με καινούργια στοιχεία τη γνώση μας για την περίοδο 1946-1949. Οι δημοσιεύσεις τους φιλοδοξούν να είναι εικονοκλαστικές, ρηξικέλευθες, απαλλαγμένες από ιδεοληψίες και σχηματοποιήσεις του παρελθόντος. Τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν μπορούν να χαρακτηριστούν εν μέρει πρωτότυπα κι εν μέρει με πρωτότυπο τρόπο εκπεφρασμένα. Για αυτό και χρήζουν εκτενέστερου σχολιασμού απ' τα καινούργια τροπάρια (τροπάρια με τη βυζαντινή έννοια της λέξης) του ΚΚΕ.
Ο Στάθης Καλύβας δίνει τέτοια έμφαση στις προσωπικές αντιθέσεις μεταξύ των ανθρώπων στις τοπικές κοινωνίες (οι οποίες υπό τις έκνομες κατοχικές και μετακατοχικές συνθήκες βρήκαν έδαφος πρόσφορο για να εκτονωθούν) ώστε, διαβάζοντάς τον, να σου δημιουργείται συχνά η αίσθηση ότι κύριο διακύβευμα του Εμφυλίου δεν στάθηκε το κοινωνικό καθεστώς της Ελλάδας όσο το ξεκαθάρισμα επιμέρους περιουσιακών -και ερωτικών ακόμα- διαφορών. Ο Μαραντζίδης δίνει τέτοιο βάρος στη συμμετοχή Σλαβομακεδόνων στον Δημοκρατικό Στρατό που ώρες ώρες κάνει τον Εμφύλιο να φαντάζει σαν μια εκρηκτική φάση του Μακεδονικού Ζητήματος, η οποία οδηγήθηκε μοιραία προς το τέρμα της όταν ο Τίτο έκλεισε τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας στους αντάρτες…
Η τάση αποϊδεολογικοποίησης -ακόμα και αποπολιτικοποίησης- της τραγωδίας υπάρχει έντονη στο έργο τους, αλλά δεν το χαρακτηρίζει συνολικά. Ίσα ίσα. Ο μεν Καλύβας ισχυρίζεται ρητά και επανειλημμένα ότι ο "κόκκινος τρόμος" που δοκίμασαν οι κάτοικοι της Πελοποννήσου τους ώθησε να ενταχθούν στα Τάγματα Ασφαλείας για να αντιμετωπίσουν την κομμουνιστική απειλή. Να συμμαχήσουν δηλαδή με τα ναζιστικά στρατεύματα προκειμένου να γλιτώσουν τη χώρα από τη σοβιετοποίηση. Ο δε Μαραντζίδης αποπειράται να ερμηνεύσει τη δυσεξήγητη -κατά τη γνώμη του- συμπάθεια της ελληνικής κοινωνίας προς την Αριστερά με τη θεωρία του "εξισωτισμού": Φθονεροί, ισχυρίζεται, απέναντι σε όποιον έτεινε να ξεχωρίσει από τον μέσο όρο, οι Έλληνες προσέβλεπαν προς τον ισοπεδωτικό ολοκληρωτισμό, προς τη μετριοκρατία, η οποία αποτελεί -κατά τη γνώμη του- το δέλεαρ των σοσιαλιστικών θεωριών… Θα μπορούσε κανείς να επιχειρήσει να αντικρούσει τα συμπεράσματά τους αμφισβητώντας τα πραγματικά στοιχεία πάνω στα οποία στηρίζονται. Να ελέγξει την αξιοπιστία των πηγών είτε να προτείνει (και) άλλες πηγές που λένε την Ιστορία διαφορετικά. Θα μπορούσε επίσης να επισημάνει σαρκαστικά πως οι εκδοχές τους παρουσιάζουν τέτοιες ομοιότητες με την προ πεντηκονταετίας "εθνικόφρονα" προπαγάνδα ώστε, αντί να γράφουν δικά τους βιβλία, θα αρκούσε να προσθέτουν υποσημειώσεις επιστημονικής τεκμηρίωσης στις διηγήσεις περί εαμοβουλγάρων και περί αντιστασιακών δωσιλόγων. (Να θυμήσω πως ένας τέτοιος "αντιστασιακός" δωσίλογος ήταν ο Ξενοφών -"Φον"- Γιοσμάς, εκ των οργανωτών της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη…)

Η ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

 

Ας μη γινόμαστε όμως υπέρ το δέον καυστικοί. Ας μην αρνηθούμε την καλή πίστη των καθηγητών ούτε βεβαίως και την επιστημονική τους επάρκεια. Ας προσπαθήσουμε με διαφορετικό τρόπο να εξηγήσουμε γιατί τόσο συχνά καταλήγουν σε θέσεις εξωφρενικές. Η πρόσφατη απορία, για παράδειγμα, του Στάθη Καλύβα "πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που να θαυμάζουν τον Άρη Βελουχιώτη;" σε κάνει να μην ξέρεις εάν πρέπει να βάλεις τις φωνές ή τα γέλια. Όχι επειδή περιλαμβάνεσαι στους θαυμαστές του Άρη. Αλλά διότι ο καθηγητής Καλύβας εμφανίζει μια βαθιά -στα όρια της αναπηρίας- αδυναμία κατανόησης του ελληνικού συλλογικού αισθήματος των τελευταίων δεκαετιών.
Θα χρησιμοποιήσω, προκειμένου να γίνω πιο κατανοητός, ένα παράδειγμα από διαφορετικό χώρο. Ως ακροατής, μπορώ να δηλώσω ότι ο Στέλιος Καζαντζίδης ηχεί δυσάρεστα στ' αυτιά μου. Ως μουσικολόγος, μπορώ να επιχειρήσω να αποδείξω ότι οι τραγουδιστικές του αρετές έχουν υπερεκτιμηθεί. Εάν όμως ήμουν ιστορικός της ελληνικής μουσικής, δεν θα 'ταν συγγνωστό να απορώ δημόσια για την εμβληματική θέση του Καζαντζίδη στο λαϊκό τραγούδι.
Εκείνο από το οποίο θεωρώ ότι πάσχει η παρ' ημίν εικονοκλαστική ιστοριογραφία είναι έλλειψη "empathy", "ενσυναίσθησης". Είτε ποίηση γράφεις είτε δοκίμιο, εφόσον ασχολείσαι με βίους και πολιτείες ανθρώπων πρέπει -αν όχι να μετέχεις- τουλάχιστον να συναισθάνεσαι τα πάθη και τους καημούς τους. Ειδάλλως και η πιο φιλότιμη και κοπιώδης εργασία σου θα φέρνει αποτελέσματα στεγνά, μονοδιάστατα και, άρα, εσφαλμένα. Μπορεί να χρησιμοποιείς με θαυμαστή επιδεξιότητα και με χειρουργική ακρίβεια τα πλέον σύγχρονα επιστημονικά εργαλεία. Εάν όμως στέκεσαι -με το άλλοθι της αντικειμενικότητας- σε απόσταση ασφαλείας, εάν αρνείσαι πεισματικά να μπεις στη θέση των ιστορικών υποκειμένων, θα καταλήξεις να μιλάς για ανθρώπινες συγκρούσεις και να 'ναι σαν να περιγράφεις video-games.
Η αφήγηση του παρελθόντος με τον τρόπο των video-games έχει, όντως, μεγάλη πέραση στη μεταμοντέρνα εποχή μας. Από τους 300 και την Troy έως τους Inglourious Basterds, ο κινηματογράφος τουλάχιστον δεν ορρωδεί προ ουδενός μύθου και ταμπού. Και πολύ καλά κάνει. Στον θεατή εναπόκειται να μπορεί να ξεχωρίσει την (καλλιτεχνικώς συχνά ενδιαφέρουσα) παρωδία από τη ρεαλιστική ανάπλαση της Ιστορίας. Εάν του λείπουν τα απαραίτητα εφόδια και οι γνώσεις, κινδυνεύει να μην αντιληφθεί το ευτράπελο πνεύμα του Ταραντίνο και να πιστέψει πως ο Χίτλερ όντως σκοτώθηκε μαζί με τους επιτελείς του μέσα σε κάποιο σινεμά του Παρισιού, χάρη στους "Μπάσταρδους". Είτε να πάρει τοις μετρητοίς τα βιβλία του Στάθη Καλύβα.
Για το χατίρι -εάν μη τι άλλο- των νεότερων, οι οποίοι κινδύνευουν να βρεθούν εν μέσω της σφύρας του Ριζοσπάστη και του άκμονος του αυτοαποκαλούμενου "νέου κύματος" στην ιστοριογραφία, θα παραθέσω συνοπτικά κάποια στοιχεία από τη δεκαετία του 1940 και τα μετέπειτα, η άρνηση των οποίων μονάχα άγνοια ή κακοπιστία μπορεί να σημαίνει:
α) Το ΚΚΕ στάθηκε απ' την επαύριο της 28ης Οκτωβρίου 1940 αταλάντευτα στο πλευρό των μαχόμενων Ελλήνων. Μολονότι το σύμφωνο Ρίπεντροπ-Μολότωφ παρέμενε εν ισχύι, ο έγκλειστος στην Κέρκυρα Νίκος Ζαχαριάδης παρέβλεψε τη (λυκο)φιλία μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης και, με ανοιχτή επιστολή του, κάλεσε τον λαό να αγωνιστεί υπό την καθοδήγηση του Μεταξά. Πολιτική οξυδέρκεια; Υπαγορευμένος ελιγμός; Ειλικρινής πατριωτισμός; Το αποτέλεσμα είναι αυτό που μετράει.
β) Από την επιβολή της τριπλής κατοχής, η Αριστερά ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οργάνωση της αντίστασης. Υπήρξαν βέβαια και άλλες πολιτικές δυνάμεις οι οποίες πολέμησαν τους κατακτητές. Από τους ηγέτες, ωστόσο, των "αστικών" κομμάτων οι οποίοι δεν είχαν διαφύγει στη Μέση Ανατολή, πολλοί έδειξαν ιδιαίτερη διστακτικότητα, καθυστέρηση, μέχρι και επίμονη άρνηση στο να ενεργοποιηθούν. Χαρακτηριστικότερη ίσως περίπτωση, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος διαφύλαξε επιμελώς τη μαχητικότητα και τον -μη αμφισβητούμενο- πατριωτισμό του για να τα αξιοποιήσει τη μεταπολεμική εποχή.
γ) Το ΕΑΜ και οι θυγατρικές του οργανώσεις στελεχώθηκαν από εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, οι οποίοι στην πλειονότητά τους κάθε άλλο παρά ήταν συνειδητοποιημένοι μαρξιστές-λενινιστές. Ούτε άλλωστε και το πρόγραμμα του ΕΑΜ επαγγελλόταν κάτι πιο ριζοσπαστικό από την εθνική απελευθέρωση και την ελεύθερη απόφαση του ελληνικού λαού σχετικά με το μέλλον του. Ούτε και οι θεσμοί που πρόλαβαν να δοκιμαστούν στο "βουνό" περιλάμβαναν την ίδρυση σοβιέτ και κολχόζ. Η καθολική ψηφοφορία, η επικράτηση της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση και το λαϊκό θέατρο αποτέλεσαν τα καυχήματα του αντάρτικου.
δ) Όσοι αντιθέτως εντάχθηκαν στα Τάγματα Ασφαλείας δεν μπορεί παρά να είχαν συνείδηση ότι, δίνοντας όρκο στον Αδόλφο Χίτλερ και υπακούοντας σε διαταγές Γερμανών, πρόδιδαν την πατρίδα τους, όπως αυτή είχε εκφραστεί -αν μη τι άλλο- κατά το "αλβανικό έπος". Το παράδειγμα του στρατηγού Τσολάκογλου -αντίστοιχο ίσως με του στρατάρχη Πετέν- δεν δίνει συγχωροχάρτι στους ημεδαπούς δωσίλογους. Προφανώς υπήρξαν φαινόμενα κόκκινης τρομοκρατίας και προφανώς κάθε ξεχωριστή ανθρώπινη περίπτωση επιδέχεται και αξίζει τη δική της ερμηνεία. Εκείνος πάντως που για οποιονδήποτε λόγο προσέφερε γην και ύδωρ στη ναζιστική Κομαντατούρ λαμβάνοντας γι' αυτό συγκεκριμένα ανταλλάγματα, πραγματοποιούσε μια ξεκάθαρη -υπαρξιακής τάξεως- επιλογή.
ε) Οι κρίσιμες αποφάσεις που οδήγησαν στη συντριβή του ΕΑΜικού κινήματος ελήφθησαν από μια πολύ στενή ηγετική ομάδα. Η πλειονότητα των ΕΑΜιτών δεν ρωτήθηκε σχετικά με τη Συμφωνία της Βάρκιζας, με την αποχή από τις εκλογές του 1946 και με την επίθεση στο αστυνομικό τμήμα του Λιτόχωρου, με την οποία ξεκίνησε και τυπικά ο Εμφύλιος Πόλεμος. Αποστασιοποιήθηκε σταδιακά από το ΚΚΕ. Πλήρωσε ωστόσο στο πετσί της και με τόκο την αντιστασιακή της δράση. στ) Επί τρεις σχεδόν δεκαετίες (και πάντως τουλάχιστον μέχρι το 1974) όσοι είχαν έντονη προσωπική είτε οικογενειακή συμμετοχή στην ΕΑΜική Αντίσταση επιβίωναν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, αποκλεισμένοι από τη δυνατότητα να φοιτήσουν στο Πανεπιστήμιο, να μεταναστεύσουν, ακόμα και να αποκτήσουν άδεια κυνηγίου. Για να "επιστρέψεις στην εθνική οικογένεια" όφειλες να υπογράψεις δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού "και των παραφυάδων αυτού", αποκηρύσσοντας ενδεχομένως και ονομαστικά τους γονείς ή τα αδέλφια σου. Και πάλι, οι γνήσιοι "εθνικόφρονες" (εκ των οποίων αρκετοί ήσαν πρώην ταγματασφαλίτες) σε κοιτούσαν καχύποπτα…
ζ) Η νεοπαγής θεωρία ότι η Αριστερά "κέρδισε" τον Εμφύλιο εκ των υστέρων, σε ιδεολογικό ή πολιτιστικό επίπεδο, είναι πομφόλυγας. Η πνευματική ηγεσία της χώρας κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες απαρτιζόταν τόσο από αριστερούς όσο και από δεξιούς. Σε κάθε Θεοδωράκη αντιστοιχούσε ένας Χατζιδάκις και σε κάθε Ρίτσο ένας Σεφέρης. Ούτε ο Μιχάλης Κακογιάννης, εξάλλου, υπήρξε αριστερός ούτε ο Γιάννης Τσαρούχης. Το γεγονός ότι, σταδιακά, μετά τη Μεταπολίτευση, καταργήθηκαν οι "γιορτές μίσους" κι ότι ένα τμήμα του πληθυσμού ριζοσπαστικοποιήθηκε πολιτικά τόσο ώστε να φέρει το 1981 το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, δεν συνιστά -υποθέτω- δικαίωση του Δημοκρατικού Στρατού.
η) Η Αριστερά στη μεταπολεμική Ελλάδα κάθε άλλο παρά φορέας στάθηκε του κατά Μαραντζίδη "εξισωτισμού", άλλως μετριοκρατίας. Οι άνθρωποι που την απάρτιζαν εμφορούνταν, ίσα ίσα, από μιαν αίσθηση ηττημένης ανωτερότητας. Περήφανοι για τα χίλια μύρια που είχαν θυσιάσει στο βωμό της "Ιδέας", αντιμετώπιζαν το λιγότερο συγκαταβατικά το μικροαστικό όνειρο ευζωίας και κοινωνικής ανόδου, όπως αυτό γλαφυρά απεικονίζεται στις παλιές ελληνικές ταινίες. Ο στίχος του Μιχάλη Κατσαρού "Αντισταθείτε σ' αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ" αποδίδει το πνεύμα της τότε Αριστεράς και, προφανώς, έρχεται σε αντίθεση με κάθε έννοια δημοσιοϋπαλληλίας. Οι αριστεροί της εποχής εκείνης διέθεταν τον δικό τους ηθικό κώδικα -συχνά απλοϊκό-, τον ιδιόρρυθμο πουριτανισμό τους καθώς και την άκαμπτη πεποίθηση ότι αργά ή γρήγορα "θα κατεβεί ο Μόσκοβας να φέρει το σεφέρι". Πίστευαν όμως, απ' την άλλη, με πάθος στην αξία της παιδείας και ήταν πρόθυμοι να στερηθούν και τα στοιχειώδη για να μορφώσουν τα παιδιά τους. "Αν χάσαμε εμείς με τα άρματα, θα κερδίσουν οι επόμενοί μας με τα γράμματα" έλεγαν συχνά…

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

 

Το ξανακοίταγμα και το ξαναγράψιμο της Ιστορίας παρουσιάζει εκτός από επιστημονικό ενδιαφέρον και ιδιαίτερη γοητεία. Μπορεί μάλιστα να παραγάγει έως και αριστουργήματα. Αρκεί εκείνος που το επιχειρεί να διαθέτει εικονοκλαστικό πνεύμα και ενσυναίσθηση. Δίχως συνδυασμό αυτών των δύο και ισορροπία μεταξύ τους, οι νέες προσεγγίσεις μοιάζουν να έχουν βγει από την κοιλιά κάποιου ανερμάτιστου και ημιμαθούς εφήβου. Ή μίας χολωμένης γριάς…
- Χ. Α. Χωμενίδης

1 σχόλιο:

  1. Πολύ όμορφο το σχόλιο του κ. Χωμενίδη και αρκούντως καυστικό. Δεν ξέρω αν από ευγένεια αναφέρεται στα μεθοδολογικά εργαλεία των Καλύβα-Μαραντζίδη, αλλά ισως εδώ να πρέπει να θυμηθούμε ότι τουλάχιστον ο πρώτος έχει κατηγορηθεί για συνειδητή παραποίηση αρχειακών πηγών.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.