Της Χριστίνας Πάντζου, Ελευθεροτυπία, 28.11.10
Oταν ο Καλατράβα χτίζει φαραωνικά έργα σε μια μικρή και βασανισμένη χώρα, κάποιο κακό προοιωνίζεται. Μετά από μας, το κατάλαβαν και οι Ιρλανδοί. Τη δεκαετία των 00s διάβαιναν, μεθυσμένοι από την πλαστή ευτυχία τού να ζεις αρχοντικά με δανεικά, τις νέες φαντασμαγορικές γέφυρες του ισπανού αρχιτέκτονα στο παλιό λιμάνι του Δουβλίνου, που έγινε μοντέρνο προς δόξαν του νέου πλούτου. Ξεχνώντας, ίσως, τη ρήση του Σάμιουελ Μπέκετ, «Προσπάθησε ξανά, απότυχε ξανά, απότυχε καλύτερα». Μαγεμένοι από το σύνδρομο της Σταχτοπούτας, απολάμβαναν το ότι από φτωχοί έγιναν πλούσιοι. Για να γίνουν στο μεσονύκτιο της κρίσης, αυτοί οι περήφανοι Κέλτες, θύματα μιας καλά στημένης ψευδαίσθησης. Και ξανά φτωχοί.
Ο Τζίμι σκορπά τα λεφτά τού μπαμπά σε μουσικούς, χαρτιά και αυτοκίνητα, πρόθυμος να τα χάσει όλα προκειμένου να μπει στον κύκλο των πλούσιων ξένων νεαρών μποέμ. Η Εβελιν έχει μπροστά της το εισιτήριο που θα την απαλλάξει από μια μίζερη και υποταγμένη ζωή, αλλά δεν τολμά -από φόβο- το ταξίδι της ελευθερίας. Ο Κόρλεϊ πουλά αδιάντροπα έρωτες σε υπηρετριούλες, αποσπώντας τους λεφτά για να διασκεδάσει με τους φίλους του. Ο Λένεχαν, στα τριάντα του, έχει απαυδήσει να τη βολεύει με τεχνάσματα και να ονειρεύεται μάταια μια καλή δουλειά και ένα δικό του σπίτι. Η Μαντάμ Μόνεϊ φροντίζει η κόρη της να ατιμαστεί, ώστε να εξασφαλίσει έναν καλό γάμο. Ο μικρός Τσάντλερ ζηλεύει τον επιτυχημένο στην Αγγλία φίλο του και νιώθει πόσο μάταιο είναι να αγωνίζεται ενάντια στη μοίρα σε μια χώρα όπου για να πετύχεις πρέπει να την εγκαταλείψεις. Ο Φάρινγκτον καταφεύγει σε τοκογλύφους για να μπορέσει να μετάσχει στα παραδοσιακά κεράσματα στις παμπ κι έπειτα ξεσπά στα παιδιά του για τη φτώχειά του. Οι «Δουβλινέζοι» του Τζέιμς Τζόις, εκείνοι οι αντιήρωες του ξεπεσμού, του περιθωρίου, του κενού, σχεδόν έναν αιώνα μετά συναντούν τους Δουβλινέζους τού σήμερα στο πρόσωπο της 81χρονης Αν Καμίνσκι, που κάηκε ζωντανή πριν από μερικές μέρες από τα κεριά που φώτιζαν και ζέσταιναν την οικογένειά της, επειδή ο άνεργος γαμπρός της δεν μπορούσε να πληρώσει το λογαριασμό του ηλεκτρικού.
Το ονειρικό διάλειμμα της ευημερίας και του άκρατου καταναλωτισμού έδωσε τη θέση του στην «άλωση και την παράδοση άνευ όρων», όπως χαρακτηρίζουν τα ιρλανδικά μίντια την προσφυγή της Ιρλανδίας στο μηχανισμό στήριξης Ε.Ε. και ΔΝΤ, λαβώνοντας έναν πατριωτισμό που αμφισβήτησε δύο φορές την οικοδόμηση της Ε.Ε. και τώρα θα δει μη εκλεγμένους γραφειοκράτες να διαχειρίζονται τις υποθέσεις της χώρας.
Η «κέλτικη τίγρη» βρυχάται πληγωμένη θανάσιμα, έτσι όπως συντρίφτηκε, μετά τη θεαματική ανάπτυξη που την έκανε σε ελάχιστα χρόνια από τη φτωχότερη αγροτική χώρα της Ε.Ε. στη δεύτερη σε πλούτο μετά το Λουξεμβούργο. Χάρη κυρίως στους πόρους του Ταμείου Συνοχής, στη στροφή στις εξαγωγές και στο μόλις 12,5% του φόρου επί των επιχειρηματικών κερδών, κατέκτησε τον μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρώπη και προσέλκυσε περισσότερες από 1.300 πολυεθνικές. Τι κι αν το «θαύμα της ανάπτυξης» παρέμεινε αθέατο για το 17% των εργαζόμενων, που ήδη την εποχή της άνθησης (2005) ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας... Μικρό το τίμημα για την είσοδο στο κλαμπ των πλουσίων.
Η «επιτυχία» τη μέθυσε, κι όσο οι Ιρλανδοί απολάμβαναν άπληστα το στάτους του νεόπλουτου «καλού μαθητή» του φιλελευθερισμού που τους καλούσε να καταναλώνουν, να δανείζονται, να υποκλίνονται στο πλαστικό χρήμα, εκείνη απορρύθμισε το χρηματοπιστωτικό της σύστημα, χρεώθηκε χωρίς μέτρο, η τράπεζά της στοιχημάτισε τυφλά στο χρηματιστήριο της οικοδομής οδηγώντας στη «φούσκα» των στεγαστικών. Πληρώνοντας (μαζί με τη φιλαργυρία) τις ακρότητες και την ανικανότητα πολιτικών, τραπεζιτών, κατασκευαστών, κτηματομεσιτών που τροφοδοτούσαν το κυνήγι του κέρδους και του τζόγου, έγινε η πρώτη που πήρε το ρετσινόλαδο της λιτότητας το φθινόπωρο του 2008, όταν η «φούσκα» έσκασε με αντίκτυπο ατομικής βόμβας πάνω στη ζωή των πολιτών.
Οι 4,5 εκατομμύρια Ιρλαδοί ξύπνησαν έκπληκτοι από το σοκ, χρεωμένοι καθένας τους με 12.500 ευρώ από το κόστος διάσωσης των τραπεζών. Μπορεί ο κόσμος να μην κάνει ουρές μπροστά στα πιστωτικά ιδρύματα για να αποσύρει τα λεφτά του, το έκαναν όμως οι επιχειρήσεις, αποσύροντας ήδη από την Τράπεζα Ιρλανδίας το 12% των καταθέσεων και από την Anglo Irish το 17%, αφήνοντας το τραπεζικό σύστημα υπό κατάρρευση, παρά την ένεση των 50 δισ. που ήδη πήρε.
Η ανεργία τριπλασιάστηκε από το 2006 και πλησιάζει το 14%, φτάνοντας το 30% στους νέους και στις κατασκευές, εκεί που ο κυνικός ευφημισμός αποκαλεί τους άνεργους «αυταποασχολούμενους οικοδόμους». Οι μισθοί έχουν περικοπεί από 5% ώς 20%, οι δημόσιες υπηρεσίες καταρρέουν μειώνοντας δραματικά τις κοινωνικές παροχές, ο νέος προϋπολογισμός που επιδιώκει να περάσει η υπό παραίτηση (ώς την ώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές) κυβέρνηση προβλέπει νέες περικοπές για το 2011 ύψους 6 δισ. ευρώ, ενώ κάπου 20.000 θα χάσουν τη δουλειά τους στον δημόσιο τομέα, πέραν των 12.000 που την έχασαν φέτος.
Στη χώρα που -με δάνεια και υποθηκευμένα σπίτια- τους έκαναν να πιστέψουν ότι τα κύματα μετανάστευσης θάφτηκαν στην Ιστορία, οι ανύπαρκτες προοπτικές έχουν οδηγήσει ήδη 40.000 -κυρίως νέους- εργαζόμενους (μόνο φέτος) να μεταναστεύσουν. Ενας στους πέντε πτυχιούχους ψάχνει δουλειά στο εξωτερικό, 1.250 φοιτητές το μήνα εγκαταλείπουν τη χώρα και η Ενωση Φοιτητών Ιρλανδίας εκτιμά πως 150.000 φοιτητές θα μεταναστεύσουν την επόμενη πενταετία.
«Είναι μια νέα Μεγάλη Εξοδος, μια τρελή φυγή. Εχουμε φτιάξει μουσεία αφιερωμένα στην ιστορία της μετανάστευσης, πιστεύοντας ότι είχε τελειώσει, και τώρα ξεκινάμε από την αρχή» λέει ο Φρανκ Ο' Μπράιαν στην «Ιντιπέντεντ», καθώς αποχαιρετά τους δύο γιους του που μεταναστεύουν στον Καναδά, επαναλαμβάνοντας αυτό που οι γονείς του έκαναν τη δεκαετία του '50 και ο ίδιος τη δεκαετία του '80. Και επιβεβαιώνοντας τον Τζόις, όταν έγραφε στην αγαπημένη του Νόρα, «Κανένας που σέβεται τον εαυτό του δεν μένει πια στην Ιρλανδία. Ολοι προσπαθούν να φύγουν μακριά απ' τη χώρα που την κατέχει ένας θυμωμένος και εκδικητικός Δίας», συγκρίνοντας τη ράτσα με ιταλίδα πόρνη και τη χώρα με γουρούνα που τρώει τα παιδιά της.
Πολλοί ακόμη θα έφευγαν, αλλά δεν μπορούν να πουλήσουν τα σπίτια τους και παραμένουν, περιμένοντας να βυθιστεί ο Τιτανικός. Ηδη 200.000 δανειολήπτες χρωστούν περισσότερα από την αξία των σπιτιών τους, ενώ 300.000 σπίτια μένουν απούλητα, παρότι οι τιμές τους έπεσαν κατά 35% από το 2006.
Η κρίση θολώνει το αύριο και, ελλείψει προοπτικής, όλο και περισσότερες γυναίκες καταφεύγουν στην Αγγλία για μία άμβλωση, καθώς στην Ιρλανδία απειλούνται με ισόβια κάθειρξη αν αποφασίσουν ότι η ανεργία και η ανέχεια δεν τους επιτρέπουν πια την πολυτέλεια ενός παιδιού. Η φιλανθρωπική οργάνωση Barnardo λέει πως οικογένειες που εξαρτώνται από κρατικά επιδόματα είδαν το 2010 να μειώνονται οι παροχές κατά 120 ευρώ το μήνα. Τα κέντρα κοινωνικής στήριξης παιδιών και ηλικιωμένων αρχίζουν και κλείνουν λόγω έλλειψης πόρων. Και οργανώσεις που μοιράζουν γεύματα σε άστεγους και άπορους λένε ότι εφταπλασιάστηκε στο Δουβλίνο ο αριθμός των πολιτών που επιβιώνουν με δωρεάν συσσίτια.
Απέναντι σε όλα αυτά, η κυβέρνηση απαντά μοιράζοντας 50 τόνους τσένταρ στους πιο φτωχούς, κάνοντας μιντιακή υπόθεση ένα κοινοτικό πρόγραμμα που ισχύει εδώ και δέκα χρόνια. Και με ζήλο που μόνο μία καθολική θεοκρατία θα μπορούσε να επιδείξει, ενώ τα δημόσια ταμεία αιμορραγούσαν, η κυβέρνηση πλήρωσε 1,2 δισ. ευρώ (δηλαδή, το 90%) των αποζημιώσεων για τα θύματα της παιδεραστικής λαγνείας των παπάδων.
Πώς να μη σαλέψεις ύστερα απ' αυτήν τη μεταμόρφωση από φτωχό σε νεόπλουτο και μετά σε νεόπτωχο, σε μια χώρα όπου τα οικονομικά προβλήματα έχουν αυξήσει κατά 70% τον κίνδυνο αυτοκτονιών, ιδίως στους νέους, και όπου οι αυτοκτονίες έχουν ξεπεράσει τους θανάτους από τροχαία;
Αυτή η χώρα -που έζησε στο ρυθμό επαναστάσεων, ηρώων, λιμών και μετανάστευσης- τύλιξε τη μελαγχολία της σε μπαλάντες και ποίηση και αντέταξε στις δυστυχίες πνεύμα και φλεγματικό χιούμορ. Από τον Γέιτς και τον Ουάιλντ ώς τους Σουίφτ, Σο, Τζόις ή Μπέκετ, μια αφρόκρεμα διανοητών κάνει τέχνη με ιστορίες για ξεπεσμένους, πολιτικάντηδες, τυχοδιώκτες, μέθυσους, παραστρατημένες γυναίκες, ανθρώπους συμβιβασμένους σε αδιέξοδα κενά, απελπισία, πίκρα και ανεκπλήρωτα όνειρα. Είναι αυτοί που σήμερα αναβιώνουν στους δρόμους ενός Δουβλίνου που χάνει τη ζωντάνια και τις μικρές του απολαύσεις.
Και ίσως δεν υπάρχει κανένας καλύτερος δείκτης αυτής της απώλειας από την κατανάλωση αλκοόλ, στην οποία οι Ιρλανδοί υπήρξαν πρωταθλητές της Ε.Ε. Ο Λέοπολντ Μπλουμ, ήρωας του «Οδυσσέα» του Τζόις, έλεγε ότι ήταν απίθανο να διασχίσεις κάποιο στενό του Δουβλίνου χωρίς να συναντήσεις ένα μπαρ. Σήμερα, ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανό, διότι η ακρίβεια μείωσε την κατανάλωση αλκοόλ κατά 8,9% σε σχέση με πέρυσι και 1.500 παμπ έχουν κλείσει (αφήνοντας άνεργα 15.000 άτομα το τελευταίο 18μηνο) - μικρό μόνο τμήμα των χρεοκοπημένων επιχειρήσεων, που αυξήθηκαν κατά 81% σε σχέση με πέρυσι.
Σαν να ζει σε άλλη πραγματικότητα, η πόλη συνεχίζει να διαφημίζει την πολεοδομική της αναγέννηση, με το εντυπωσιακό της Aviva Stadium (αξίας 400 εκατ. ευρώ, από τα οποία τα 190 έδωσε η κυβέρνηση), τα νέα πολυτελή ξενοδοχεία σαν το Gibson στο Point Village, την τελευταία φάση της πολυδάπανης ανάπλασης των Docklands στο παλιό λιμάνι, που πλαισιώνεται από συνεδριακό κέντρο, το Θέατρο της Μεγάλης Διώρυγας, εμπορικά καταστήματα και την (πανομοιότυπη με άλλες και αξίας 60 εκατ. ευρώ - εξαπλάσια από το αρχικό της κόστος) γέφυρα του Καλατράβα στη μνήμη του Μπέκετ, που θεωρείται σύμβολο του νέου Δουβλίνου. Ενός Δουβλίνου που ξαφνικά πάλιωσε και επέστρεψε στα παλιά δεινά.
«Για τη γενιά μου, η εξουσία της Καθολικής Εκκλησίας δεν σημαίνει σχεδόν τίποτα στην καθημερινότητά μας. Αλλες εξουσίες και άλλη θρησκεία, αυτή του χρήματος, πήραν τη θέση της. Και αυτό είχε ηθικές επιπτώσεις: στη διάρκεια της οικονομικής άνθησης ο πλούσιος δεν ήταν κάποιος πιο τυχερός, αλλά κάποιος καλύτερος» λέει η Τέινα Φρεντς, που με το πρώτο της μυθιστόρημα «In the Woods» κέρδισε ένα Εντγκαρ (το Νόμπελ του «μαύρου» μυθιστορήματος). Γι' αυτό και οι «εγκληματίες» της δεν είναι οι συνήθεις ύποπτοι διεστραμμένοι παιδεραστές παπάδες ή οι μέθυσοι βίαιοι πατεράδες, αλλά πολιτικοί και κατασκευαστές, θυμίζοντάς μας ότι «Σε 15 χρόνια ζήσαμε ριζικές αλλαγές. Αν κάποιος έχει ζήσει στη μιζέρια και ξαφνικά του πέσει το ΛΟΤΤΟ, αλλά συνεχίζει να διατηρεί το φόβο μήπως πεινάσει, δεν θα μπορέσει να ζήσει υγιώς τον πλούτο. Εκτός από τη φιλαργυρία, άλλο βίτσιο που πάλλεται στην καρδιά της ιρλανδικής κοινωνίας είναι μια πολύ περίεργη σχέση με την εξουσία. Είμαστε μια πρώην αποικία: τείνουμε να πειθαρχούμε στην εξουσία και να αναζητούμε τρόπους να αποφύγουμε τους κανόνες της».
Τώρα που νέα λιτότητα και περικοπές τούς περιμένουν, είναι άγνωστο πώς θα επιχειρήσουν να αποφύγουν τους κανόνες του μνημονίου που έρχεται αυτοί οι πολίτες που νιώθουν διπλά λαβωμένοι από το γεγονός ότι πλέ- ον είναι εκείνοι και όχι οι Ελληνες οι χειρότεροι μαθητές της Ε.Ε. Ναι, η κυβέρνηση Κάουεν και του Fianna Fail, που αδιάλειπτα σχεδόν κυβερνά τη χώρα επί δεκαετίες και ευθύνεται για την κρίση, αναγκάστηκε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, αλλά πριν θα επιδιώξει να ψηφιστεί ο νέος προϋπολογισμός της λιτότητας και το μνημόνιο με Ε.Ε. και ΔΝΤ.
Την ίδια μέρα που η κυβέρνηση προσέφευγε στο μηχανισμό στήριξης Ε.Ε. - ΔΝΤ, κάποιες εργατικές ενώσεις προειδοποιούσαν: «Είμαστε στα πρόθυρα μιας σοβαρής κοινωνικής αναταραχής, τέτοιας που δεν έχουμε δει εδώ και δεκαετίες», καλώντας άλλα συνδικάτα να συμφωνήσουν σε γενική απεργία. Αλλά τον περασμένο Ιούνιο, με τη συμφωνία του Croke Park, η Διάσκεψη των Ιρλανδικών Συνδικάτων συνομολόγησε 4ετή παύση απεργιών και συναίνεσε σε περικοπές μισθών και στην απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας, θεωρώντας ότι «αυτή η θυσία είναι απαραίτητη για να βγει η χώρα από την οικονομική θύελλα».
Λες και τα δεινά και οι αδικίες της ύφεσης έγιναν συστατικό κομμάτι της εθνικής ιρλανδικής ταυτότητας εδώ και δύο χρόνια και μόνο λίγη οργή και πολλή παραίτηση σημαδεύουν την αντίδραση των Ιρλανδών ώς τα τώρα, με μία μεγαλειώδη διαδήλωση πέρυσι και άλλη μία φέτος τον Μάιο στο Δουβλίνο. Οργή για την απώλεια της κυριαρχίας που φέρνει η υπαγωγή στο μηχανισμό στήριξης και για τους πολιτικούς που οδήγησαν στην εθνική τραγωδία, αλλά και αυτό το νοσηρό αίσθημα ενοχής, μετέωρο ανάμεσα σε μαζοχισμό και αυτομα- στίγωση, χαρακτηριστικό μιας καθολικής κοινωνίας, γράφει ο Ντέβιν Ο' Ντιούερ των «Αϊρις Τάιμς»: «Οπως αποδεχτήκαμε τις ακρότητες στη διάρκεια της οικονομικής άνθησης, έτσι προσαρμοστήκαμε και στο νέο μας στάτους των φτωχών, χωρίς να κάνουμε τίποτ' άλλο εκτός από το να λυπόμαστε συλλογικά. Κοιτάξτε πώς αντιδράσαμε στο ρόλο μας του παγκόσμιου εκπροσώπου της λιτότητας. Τα κόλπα όσων προκάλεσαν τη στεγαστική φούσκα θα οδηγούσαν κανονικά σε εξεγέρσεις, πόσω μάλλον όταν συνοδεύονται από τεράστιες ενέσεις δημόσιων χρημάτων στους θεσμούς που τη χρηματοδότησαν. Αλλά εμείς παραμείναμε φλεγματικοί και λες και παρηγοριόμαστε κάθε φορά που μας συγχαίρουν γιατί υφιστάμεθα στωικά τη λιτότητα. Οταν βλέπουμε τους Ελληνες να εξεγείρονται και τους Ισπανούς να διαδηλώνουν, μετανιώνουμε που δεν τους μιμούμαστε ή μήπως τους κατηγορούμε γιατί δεν παίρνουν σοφά το φάρμακό τους;»
Ο κύριος Ντάφι, πρώην ταμίας σε ιδιωτική τράπεζα, έλεγε στους «Δουβλινέζους» ότι καμιά κοινωνική επανάσταση δεν είναι αρκετή για να συγκλονίσει το Δουβλίνο πριν περάσουν αιώνες. Εχει περάσει μόνο ένας από τότε που ο Τζόις έγραψε αυτές τις γραμμές, και οι Ιρλανδοί μοιάζουν να ζουν περιμένοντας τον Γκοντό ως υπερφυσικό από μηχανής θεό, σε μια «τραγικωμωδία» δύο πράξεων, όπως θα έλεγε κι ο Μπέκετ.
Διαβάστε
..............1.............
Τζέιμς Τζόις, «Οι Δουβλινέζοι», μτφρ. Μαντώ Αραβαντινού, εκδ. Ηριδανός
Ενα καταραμένο βιβλίο για εγκλωβισμένους ανθρώπους σε μια εγκλωβισμένη χώρα, που κανείς δεν ήθελε να εκδώσει στην Ιρλανδία (εκδόθηκε τελικά στο Λονδίνο). Οπως άλλωστε και το μνημειώδες «Οδυσσέας» (μετ. Σωκράτης Καψάσκης, εκδ. Κέδρος), το οποίο απαγορεύτηκε ως άσεμνο στις ΗΠΑ, που παρουσιάζει -μέσα από τη διήγηση μιας ημέρας της ζωής του ήρωα- και μια ιστορία της ζωής στο Δουβλίνο.
..............2..............
Φρανκ ΜακΚορτ, «Οι στάχτες της Αντζελα», μτφρ. Αλ. Καλοφωλιάς, εκδ. Λιβάνης
Γεννημένος στο Μπρούκλιν από ιρλανδούς μετανάστες και μεγαλωμένος στις φτωχογειτονιές του Λίμερικ της Ιρλανδίας, ο ΜακΚορτ επέζησε για να αφηγηθεί τα χρονικά της φτώχειας, της αδιαφορίας και της σκληρότητας απέναντι σε μια ολόκληρη γενιά. Το βιβλίο μετέφερε στο σινεμά ο Αλαν Πάρκερ.
Δείτε
..............1..............
«In America», σκην. Τζιμ Σέρινταν
Ο σκηνοθέτης της βραβευμένης ταινίας «Το αριστερό μου πόδι» αφηγείται την οδύσσεια μιας οικογένειας Ιρλανδών που, μετά το θάνατο του γιου τους, μεταναστεύουν με τις κόρες τους στη Νέα Υόρκη, νοικιάζουν ένα άθλιο διαμέρισμα και προσπαθούν να ορθοποδήσουν.
«Το κορίτσι "ταξιδιώτης"», σκην. Πέρι Ογκντεν
Η ζωή ενός δεκάχρονου κοριτσιού, βίαιου κατά καιρούς και εξαιρετικά ευαίσθητου, που ζει με τη μητέρα και τα πολλά αδέλφια της σε ένα τροχόσπιτο στα περίχωρα του Δουβλίνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.