Ο υπόρρητος εθνικισμός στις ιδεολογίες και πολιτικές για τη γλώσσα
Της Δήμητρας Κατή, www.metarithmisi.gr
Της Δήμητρας Κατή, www.metarithmisi.gr
Τα αυξανόμενα αιτήματα για
αυτόνομες περιφέρειες εντός των εθνικών κρατών αλλά και για απόσχιση
όπως της Καταλωνίας σηματοδοτούν ένα νέο κύμα εθνικισμού στην Ευρώπη.
Όπως όλοι οι εθνικισμοί, βλέπει στην περιχάραξη συνόρων τη λύση σε
ποικίλα προβλήματα, φαντασιώνοντας ένα ομοιογενές εντός και αποζητώντας
τον εξοστρακισμό του εκτός. Στρέφεται συνεπώς ενάντια στην ευρωπαϊκή
ενοποίηση, την πολυπολιτισμικότητα και πολυγλωσσία των εθνικών κρατών
και στη μετανάστευση. Ο νέος αυτός εθνικισμός συμπλέει όλο και
περισσότερο πλέον με την ακροδεξιά, παρά την τρανταχτή εξαίρεση της
Σκωτίας. Σε πιο εκλεπτυσμένη μορφή του ενισχύθηκε πρόσφατα
κοινοβουλευτικά ακόμη και στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου ιστορικά η
ακροδεξιά υπήρξε ιδιαίτερα περιθωριακή. Πιθανώς πιο κρίσιμο όμως
γνώρισμά του είναι ότι ταυτίζει, περισσότερο από ποτέ στην ιστορία, το
εθνικό κράτος με μια γλώσσα. Η ιδεολογία αυτή φαντάζει σήμερα τόσο
φυσική σε ευρύτερα στρώματα, ώστε να λειτουργεί ως υπόρρητο υπόβαθρο
προτεινόμενων πολιτικών. Η άμεση διατύπωσή της αποφεύγεται και γιατί
υιοθετείται εν μέσω ισχυρών αντιφάσεων, δηλαδή με ταυτόχρονη προάσπιση
της ευρωπαϊκής ενοποίησης και κατ’ επέκταση της γλωσσικής πολυμορφίας
όπως και της αναγνώρισης κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων σε όλους.
Η
γλωσσική όμως ομοιογένεια των εθνικών κρατών οικοδομήθηκε μόνο στο
δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, όχι μάλιστα παντού και στον ίδιο βαθμό.
Ξεκίνησε κατ’ ουσίαν με τη γέννηση αυτών των κρατών, κυρίως το 19ο
αιώνα. Μια ενιαία εθνική ταυτότητα υπήρξε ωστόσο αρχικά περισσότερο
«φαντασιακή», παρά την επίκληση μιας κοινής ιστορίας, γλώσσας,
κουλτούρας και θρησκείας. Στην πραγματικότητα η θρησκεία υπήρξε αρχικά
το πιο ενοποιητικό της στοιχείο. Αντιθέτως, η γλωσσική ομοιογένεια
απουσίαζε καθώς τα εθνικά κράτη αναδύθηκαν από πολύγλωσσες αυτοκρατορίες
όπως η Αυστροουγγρική. Διόλου τυχαία, ακόμη και όσα υιοθέτησαν τη
γλώσσα ως ισχυρό σύμβολο όπως το ελληνικό πριμοδότησαν σε σημαντικές
ιστορικές στιγμές τη θρησκεία ως το πλέον κρίσιμο γνώρισμά τους, όπως
στην ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία τη δεκαετία του 1920. Η εθνική
ταυτότητα χρειάστηκε πάντως για συμβολικούς και αντικειμενικούς λόγους
να καταστεί και πραγματική. Μεταξύ άλλων, τα κράτη επέβαλλαν μια γλώσσα
κυρίως μέσα από τις γραπτές χρήσεις της στη δημόσια διοίκηση και την
εκπαίδευση. Στην περίπτωση της Ελλάδας όπου το εγχείρημα αυτό θεωρείται
ιδιαίτερα «επιτυχές», μόλις τη δεκαετία του ’70 9 στους 10 πολίτες
έφτασαν να έχουν την ελληνική ως κύρια γλώσσα. Ο ρόλος της γλώσσας
στην οικοδόμηση της εθνικής ταυτότητας ενισχύθηκε πάντως και από την
αποδυνάμωση του ρόλου της θρησκείας με την εκκοσμίκευση των κοινωνιών.
Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η ευμάρεια ευνόησε το αίτημα για ευρωπαϊκή ενοποίηση, ενισχύοντας μέσα από το σύνθημα «ενότητα στην πολυμορφία» και την αναγνώριση δικαιωμάτων. Το 1992 συνιστά μάλιστα ορόσημο λόγω της Συνθήκης του Μάαστριχτ αλλά και της θέσπισης από το Συμβούλιο της Ευρώπης του Χάρτη για τις Περιφερειακές και Μειονοτικές Γλώσσες, της πρώτης διεθνούς σύμβασης για τα γλωσσικά δικαιώματα. Τι συνέβη λοιπόν και στο αποκορύφωμα της διαδικασίας για ενοποίηση και εκδημοκρατισμό αναδείχτηκαν εθνικιστικές εσωστρέφειες; Οι ισχυρότατες πολιτικές και ιδεολογικές αντιφάσεις της Ευρώπης μπορούν να αναδειχτούν μέσα από δύο παραδείγματα, το Χάρτη και τη Γαλλία.
Ο Χάρτης αναγνώρισε καταρχάς τις γλώσσες των γηγενών μειονοτήτων αλλά όχι των μεταναστών, παρότι οι τελευταίες έχουν ενίοτε πολύ περισσότερους ομιλητές - όπως η τουρκική έναντι της φρισιανής στη Γερμανία. Πολλές γηγενείς γλώσσες είχαν άλλωστε καταστεί πολιτικά ακίνδυνες, καθότι οι ομιλητές τους γνώριζαν πλέον και την εθνική γλώσσα ενώ δεν διεκδικούσαν αναγνώριση μιας ξεχωριστής ταυτότητας. Η Ευρώπη ως «κήπος» γλωσσών και πολιτισμών που όφειλε να ανθήσει υποστηρίχτηκε και από τις λιγότερο «ισχυρές» χώρες, των οποίων οι εθνικές γλώσσες, όπως η ελληνική, αναβαθμίστηκαν σε επίσημες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, άνοιγαν όμως οι ασκοί του Αιόλου και για αναγνώριση μειονοτήτων, ενίοτε πολιτικά επικίνδυνων γιατί ζητούσαν απόσχιση όπως οι Βάσκοι ή απλά σεβασμό της γλώσσας τους όπως οι σλαβόφωνοι της Ελλάδας. Όπου οι πολιτικές συγκρούσεις υπήρξαν πιο ισχυρές, όπως στο Βέλγιο, προωθήθηκε η ριψοκίνδυνη λύση αυτόνομων περιφερειών, που αναπαρήγαγαν ωστόσο το μοντέλο των εθνικών κρατών επιβάλλοντας μια μόνο γλώσσα στο δημόσιο χώρο. Ο Χάρτης υπήρξε πάντως προϊόν δύσκολων συμβιβασμών. Χαρακτηριστικά, ο όρος «περιφερειακές» γλώσσες προστέθηκε για να καμφθούν οι αντιδράσεις στον πολιτικά φορτισμένο όρο «μειονοτικές».
Η Γαλλία πάλι πρωτοστάτησε αφενός στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, αφετέρου στο φρενάρισμα του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Επιπλέον, παρότι χώρα της ισότητας παραμένει μεταξύ των ελάχιστων (στις οποίες συγκαταλέγεται και η Ελλάδα) που δεν έχουν επικυρώσει το Χάρτη για τις Περιφερειακές και Μειονοτικές Γλώσσες, γιατί αυτό κρίθηκε αντισυνταγματικό. Ούτως ή άλλως, η αναγνώριση δικαιωμάτων σε ομάδες συγκρούονταν με τη γαλλική παράδοση των ατομικών μόνο δικαιωμάτων. Ποικίλα εθνικιστικά και οπισθοδρομικά αντανακλαστικά αναδείχτηκαν τη δεκαετία του ‘90, και γιατί η γαλλική έχασε κύρος έναντι της αγγλικής στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το 1992 θεσπίστηκε μάλιστα επίσημη γλώσσα στο Σύνταγμα, παρότι η ηγεμονία της ήταν αδιαμφισβήτητη. Το μέτρο θεωρήθηκε ανάχωμα στην πίεση για αναγνώριση άλλων γλωσσών, όταν ταυτόχρονα η Γαλλία κόπτονταν για τα δικαιώματα γαλλόφωνων μειονοτήτων αλλού. Λίγο μετά ο πρόεδρος Σιράκ χαρακτήρισε το (υποτίθεται αγγλόφωνο) διαδίκτυο μέγιστο κίνδυνο για την ανθρωπότητα και θεσπίστηκαν νόμοι υποχρεωτικής χρήσης της γαλλικής σε διάφορες δραστηριότητες. Η μάχη πάντως ενάντια στην ηγεμονία της αγγλικής γίνεται με εθνοκεντρικούς όρους, δηλαδή με το επιχείρημα προστασίας μιας «περιούσιας» γλώσσας και όχι όλων των γλωσσών.
Παρά τις αντιφάσεις, υπήρξαν και σημαντικά θετικά βήματα. Ενδεικτικά, η Γαλλία πιέστηκε αργότερα από την ευρωπαϊκή ενοποίηση να αποδώσει στην πράξη δικαιώματα σε γλωσσικές μειονότητες αλλά και προς μια νέα εθνική ταυτότητα που έχει πλέον ως στοιχείο αναφοράς τις γλώσσες και όχι τη γλώσσα της Γαλλίας. Ταυτόχρονα, ο Χάρτης έχει γίνει τυπικά έστω αποδεκτός από τη συντριπτική πλειονότητα των χωρών, ενίοτε όπως στην Αυστρία με προχωρημένα μέτρα. Όμως, οι κίνδυνοι εθνικιστικής αποσύνθεσης ενισχύονται ταχύτατα. Η οικονομική κρίση έχει στρέψει τους φτωχούς ενάντια σε άλλους αδύναμους και τους πιο ισχυρούς σε άρνηση να «ταϊζουν» τους άλλους προτάσσοντας ενίοτε την απόσχιση περιοχών όπως στη Βόρειο Ιταλία. Η παγκοσμιοποίηση και η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει προκαλέσει ανασφάλεια στις πιο εύρωστες χώρες της Ευρώπης, προκαλώντας προβληματισμούς για την εθνική ταυτότητα ακόμη και στη Σουηδία, όπου θα ήταν παλαιότερα αδιανόητοι. Τέλος, η ανεξέλεγκτη πλέον μετανάστευση έχει διαταράξει τον παραδοσιακό κοινωνικό ιστό και έχει προκαλέσει σε συνδυασμό με την τρομοκρατία έκρηξη της ξενοφοβίας. Εν μέσω αυτών των εξελίξεων, την τελευταία δεκαετία μια επιδημία φραγμών στη μετανάστευση έθεσε ως φίλτρο για παραμονή στη χώρα τη γνώση της εθνικής γλώσσας, για πρώτη φορά στην ιστορία. Αλλά στο επίκαιρο αυτό ζήτημα θα επανέλθω αναλυτικά.
Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η ευμάρεια ευνόησε το αίτημα για ευρωπαϊκή ενοποίηση, ενισχύοντας μέσα από το σύνθημα «ενότητα στην πολυμορφία» και την αναγνώριση δικαιωμάτων. Το 1992 συνιστά μάλιστα ορόσημο λόγω της Συνθήκης του Μάαστριχτ αλλά και της θέσπισης από το Συμβούλιο της Ευρώπης του Χάρτη για τις Περιφερειακές και Μειονοτικές Γλώσσες, της πρώτης διεθνούς σύμβασης για τα γλωσσικά δικαιώματα. Τι συνέβη λοιπόν και στο αποκορύφωμα της διαδικασίας για ενοποίηση και εκδημοκρατισμό αναδείχτηκαν εθνικιστικές εσωστρέφειες; Οι ισχυρότατες πολιτικές και ιδεολογικές αντιφάσεις της Ευρώπης μπορούν να αναδειχτούν μέσα από δύο παραδείγματα, το Χάρτη και τη Γαλλία.
Ο Χάρτης αναγνώρισε καταρχάς τις γλώσσες των γηγενών μειονοτήτων αλλά όχι των μεταναστών, παρότι οι τελευταίες έχουν ενίοτε πολύ περισσότερους ομιλητές - όπως η τουρκική έναντι της φρισιανής στη Γερμανία. Πολλές γηγενείς γλώσσες είχαν άλλωστε καταστεί πολιτικά ακίνδυνες, καθότι οι ομιλητές τους γνώριζαν πλέον και την εθνική γλώσσα ενώ δεν διεκδικούσαν αναγνώριση μιας ξεχωριστής ταυτότητας. Η Ευρώπη ως «κήπος» γλωσσών και πολιτισμών που όφειλε να ανθήσει υποστηρίχτηκε και από τις λιγότερο «ισχυρές» χώρες, των οποίων οι εθνικές γλώσσες, όπως η ελληνική, αναβαθμίστηκαν σε επίσημες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, άνοιγαν όμως οι ασκοί του Αιόλου και για αναγνώριση μειονοτήτων, ενίοτε πολιτικά επικίνδυνων γιατί ζητούσαν απόσχιση όπως οι Βάσκοι ή απλά σεβασμό της γλώσσας τους όπως οι σλαβόφωνοι της Ελλάδας. Όπου οι πολιτικές συγκρούσεις υπήρξαν πιο ισχυρές, όπως στο Βέλγιο, προωθήθηκε η ριψοκίνδυνη λύση αυτόνομων περιφερειών, που αναπαρήγαγαν ωστόσο το μοντέλο των εθνικών κρατών επιβάλλοντας μια μόνο γλώσσα στο δημόσιο χώρο. Ο Χάρτης υπήρξε πάντως προϊόν δύσκολων συμβιβασμών. Χαρακτηριστικά, ο όρος «περιφερειακές» γλώσσες προστέθηκε για να καμφθούν οι αντιδράσεις στον πολιτικά φορτισμένο όρο «μειονοτικές».
Η Γαλλία πάλι πρωτοστάτησε αφενός στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, αφετέρου στο φρενάρισμα του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Επιπλέον, παρότι χώρα της ισότητας παραμένει μεταξύ των ελάχιστων (στις οποίες συγκαταλέγεται και η Ελλάδα) που δεν έχουν επικυρώσει το Χάρτη για τις Περιφερειακές και Μειονοτικές Γλώσσες, γιατί αυτό κρίθηκε αντισυνταγματικό. Ούτως ή άλλως, η αναγνώριση δικαιωμάτων σε ομάδες συγκρούονταν με τη γαλλική παράδοση των ατομικών μόνο δικαιωμάτων. Ποικίλα εθνικιστικά και οπισθοδρομικά αντανακλαστικά αναδείχτηκαν τη δεκαετία του ‘90, και γιατί η γαλλική έχασε κύρος έναντι της αγγλικής στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το 1992 θεσπίστηκε μάλιστα επίσημη γλώσσα στο Σύνταγμα, παρότι η ηγεμονία της ήταν αδιαμφισβήτητη. Το μέτρο θεωρήθηκε ανάχωμα στην πίεση για αναγνώριση άλλων γλωσσών, όταν ταυτόχρονα η Γαλλία κόπτονταν για τα δικαιώματα γαλλόφωνων μειονοτήτων αλλού. Λίγο μετά ο πρόεδρος Σιράκ χαρακτήρισε το (υποτίθεται αγγλόφωνο) διαδίκτυο μέγιστο κίνδυνο για την ανθρωπότητα και θεσπίστηκαν νόμοι υποχρεωτικής χρήσης της γαλλικής σε διάφορες δραστηριότητες. Η μάχη πάντως ενάντια στην ηγεμονία της αγγλικής γίνεται με εθνοκεντρικούς όρους, δηλαδή με το επιχείρημα προστασίας μιας «περιούσιας» γλώσσας και όχι όλων των γλωσσών.
Παρά τις αντιφάσεις, υπήρξαν και σημαντικά θετικά βήματα. Ενδεικτικά, η Γαλλία πιέστηκε αργότερα από την ευρωπαϊκή ενοποίηση να αποδώσει στην πράξη δικαιώματα σε γλωσσικές μειονότητες αλλά και προς μια νέα εθνική ταυτότητα που έχει πλέον ως στοιχείο αναφοράς τις γλώσσες και όχι τη γλώσσα της Γαλλίας. Ταυτόχρονα, ο Χάρτης έχει γίνει τυπικά έστω αποδεκτός από τη συντριπτική πλειονότητα των χωρών, ενίοτε όπως στην Αυστρία με προχωρημένα μέτρα. Όμως, οι κίνδυνοι εθνικιστικής αποσύνθεσης ενισχύονται ταχύτατα. Η οικονομική κρίση έχει στρέψει τους φτωχούς ενάντια σε άλλους αδύναμους και τους πιο ισχυρούς σε άρνηση να «ταϊζουν» τους άλλους προτάσσοντας ενίοτε την απόσχιση περιοχών όπως στη Βόρειο Ιταλία. Η παγκοσμιοποίηση και η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει προκαλέσει ανασφάλεια στις πιο εύρωστες χώρες της Ευρώπης, προκαλώντας προβληματισμούς για την εθνική ταυτότητα ακόμη και στη Σουηδία, όπου θα ήταν παλαιότερα αδιανόητοι. Τέλος, η ανεξέλεγκτη πλέον μετανάστευση έχει διαταράξει τον παραδοσιακό κοινωνικό ιστό και έχει προκαλέσει σε συνδυασμό με την τρομοκρατία έκρηξη της ξενοφοβίας. Εν μέσω αυτών των εξελίξεων, την τελευταία δεκαετία μια επιδημία φραγμών στη μετανάστευση έθεσε ως φίλτρο για παραμονή στη χώρα τη γνώση της εθνικής γλώσσας, για πρώτη φορά στην ιστορία. Αλλά στο επίκαιρο αυτό ζήτημα θα επανέλθω αναλυτικά.
Η Δήμητρα Κατή είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.