Του Γιάννη Βούλγαρη, ΝΕΑ
Τι έχει αλλάξει σε αυτή τη χώρα έπειτα από έξι χρόνια ύφεσης, πέντε χρόνια χρεοκοπίας και Μνημονίων; Αυτή θα έπρεπε να είναι η πρώτη ερώτηση τώρα που ολοκληρώνεται ο κύκλος τής πιο μακριάς ύφεσης που γνώρισε η Ελλάδα από τη μεταπολεμική περίοδο. Η απάντηση δυστυχώς δεν σηκώνει αντιρρήσεις. Πολύ λίγα και ασφαλώς λιγότερα απ’ ό,τι χρειάζεται. Μεταρρυθμίσεις απαραίτητες και χρήσιμες που έγιναν στο πλαίσιο του Μνημονίου ενώ έπρεπε να τις είχαμε κάνει μόνοι μας και για τις οποίες πληρώθηκε στο ακέραιο το πολιτικό και κοινωνικό κόστος, μένουν ακόμα εκκρεμείς. Οπως εύστοχα περιγράφει η τελευταία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους: «Στον τομέα των μεταρρυθμίσεων που έχουν και άμεσες δημοσιονομικές επιπτώσεις το τοπίο είναι ασαφές και ευμετάβλητο. Η εντύπωση που έχουμε είναι ενός εργοταξίου όπου το έργο προχωρεί χωρίς αποσαφηνισμένο σχέδιο ή είναι υπό συνεχή διαπραγμάτευση και δεν τελειώνει ποτέ» (ΓΠΚ, Ιούνιος - Σεπτέμβριος 2014). Κοντολογίς, παρά το κόστος, δεν έγινε δυνατό να συσσωρευτεί εκείνο το αναγκαίο ελάχιστο δυναμικό αλλαγής που θα μετασχημάτιζε την κατάσταση σε βάθος χρόνου, από τη δημόσια διοίκηση ώς τα σκουπίδια, από το Ασφαλιστικό ώς τη φορολογία, από την επιχειρηματικότητα ώς την καινοτομία και την έρευνα. Βρισκόμαστε σε μια ιστορική φάση που η Ελλάδα προσαρμόζεται χωρίς να μετασχηματίζεται. Αλλάζει τόσο ώστε να μείνει όσο γίνεται ίδια. Το σοκ της χρεοκοπίας δεν ξύπνησε επαρκείς εσωτερικές δυνάμεις για να αλλάξει η χώρα ουσιαστικά, κι έτσι πελαγοδρομεί μεταξύ μικρών βημάτων αλλαγής και οπισθοχωρήσεων. Το απαισιόδοξο είναι ότι δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό στη σύγχρονη Ιστορία μας. Το αισιόδοξο είναι ότι η Ελλάδα μπορεί και αλλιώς, έχει γνωρίσει περιόδους και έχει δείξει ικανότητες πιο δυναμικής αλλαγής.
Προφανώς δεν έχει έρθει αυτή η στιγμή της
ουσιαστικής αλλαγής. Αντιθέτως, προσπαθούμε να μην ξανακυλήσουμε πίσω.
Το πόσο εύκολο είναι, μας το πιστοποιεί η απίστευτη εμμονή του ΣΥΡΙΖΑ
και των άλλων αριστερίστικων ομάδων στις πιο οπισθοδρομικές συμπεριφορές
στον χώρο της εκπαίδευσης. Ο μείζων όμως κίνδυνος υποτροπής θα έλθει
από την πιθανή φάση πολιτικής αστάθειας που μας προαναγγέλλουν από
κοινού η ρητορική της εμφυλιοπολεμικής πόλωσης και η ιδιοτέλεια του
μικροκομματισμού. Το σκηνικό έχει στοιχεία πολιτικού σουρεαλισμού. Αν
πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, η κοινωνία εξακολουθεί να είναι δύσπιστη
στο συνολικό κομματικό σύστημα, θεωρεί κατά πλειοψηφία ότι η χώρα δεν
χρειάζεται πρόωρες εκλογές και ότι η Βουλή πρέπει να βγάλει Πρόεδρο της
Δημοκρατίας, στέκεται κριτικά απέναντι στην κυβέρνηση, δίνει προβάδισμα
χωρίς ρεύμα στην αξιωματική αντιπολίτευση αλλά δεν τη θεωρεί ώριμη να
κυβερνήσει, οι αρχηγοί δύο μικρών κομμάτων (ΑΝΕΛ, ΔΗΜΑΡ) έχουν βγει στα
κεραμίδια για να επισπεύσουν εκλογές που θα επισφραγίσουν το τέλος τους,
εκλογές από τις οποίες, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα προκύψουν και
πάλι εκλογές γιατί δεν θα σχηματίζεται κυβέρνηση. Ετσι, η Ελλάδα στην
έναρξη της μεταμνημονιακής φάσης θα συζητά τη διευθέτηση του χρέους και
θα διεκδικεί νέες συμφωνίες με την ΕΕ, ζώντας παράλληλα στο «φουλ» της
εθνικής αναξιοπιστίας και του εθνικού ανορθολογισμού.
Κατά κάποιον τρόπο, η Ελλάδα βιώνει μια πολιτική παραδοξότητα. Αν κοιτάξουμε ποιο σύστημα άλλαξε ριζικότερα στη χώρα αυτή την πενταετία της χρεοκοπίας, δεν θα δούμε ούτε την οικονομία ούτε τις κοινωνικές συμπεριφορές ούτε τον μιντιακό λόγο ούτε τις πολιτιστικές τάσεις. Εκ πρώτης όψεως, θα δούμε το κομματικό σύστημα στο οποίο ήρθαν τα πάνω κάτω με τον «εκλογικό σεισμό» του 2012. Και όμως αυτό τo φαινομενικά νέο κομματικό σύστημα αποδεικνύεται απελπιστικά όμοιο στις συμπεριφορές και καταφανώς κατώτερο στην ποιότητα σε σχέση με το προηγούμενο. Εξακολουθεί να λειτουργεί σαν εξάρτημα του κρατικιστικού - συντεχνιακού μοντέλου, το οποίο όμως έχει κηρύξει πτώχευση. Εξακολουθεί να αναπαράγει έναν ποικιλόχρωμο λαϊκισμό, ο οποίος μασκαρεύει τη δημαγωγία σε ιδεολογία, την αντικοινωνική συμπεριφορά σε ψευτοταυτότητα. Στην προ της κρίσης εποχή αυτό το μοντέλο έρρεπε στην υπερχρέωση, τώρα ρέπει στην παγίωση της υποβάθμισης της χώρας, αν όχι σε περιπέτειες. Δεν συμβαίνει πρώτη φορά η κατάρρευση ενός κομματικού συστήματος να οδηγεί σε ένα χειρότερο και ασταθέστερο, το οποίο να γίνεται αυτό το ίδιο παράγοντας πολιτικής αβεβαιότητας και μπλοκαρίσματος της κοινωνίας.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο πως η εθνική ατζέντα έχει μείνει κολλημένη χωρίς να μπορεί να περιλάβει τις νέες ανάγκες της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Θα ήταν λάθος να ξεχάσουμε το μέγιστο που πετύχαμε: την αποφυγή της άτακτης χρεοκοπίας και την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Πόσω μάλλον όταν το μπλοκ του ΣΥΡΙΖΑ και λοιπών όχι και τόσο δημοκρατικών δυνάμεων έσπρωχνε τη χώρα εκτός. Τώρα όμως η Ελλάδα χρειάζεται να περάσει από τη δημοσιονομική σταθεροποίηση, τις περικοπές και τη βαριά φορολόγηση, σε μια νέα φάση που θα έχει επίκεντρο τις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις. Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτή είναι μια εξαιρετικά επίπονη ποιοτική μεταβολή. Τα κόμματα της διανομής δυσκολεύονται να γίνουν κόμματα της παραγωγής, όπως ο καιρός απαιτεί. Η δημιουργία θέσεων εργασίας είναι η μόνη ουσιαστική πολιτική κοινωνικής δικαιοσύνης και εισοδηματικής αναδιανομής, αλλά αυτός ο στόχος πνίγεται καθώς στη δημόσια αντιπαράθεση κυριαρχούν οι δημαγωγικές υποσχέσεις παροχών με λεφτά που δεν υπάρχουν.
Η αναβάθμιση της χώρας δεν θα γίνει από αυτό το κομματικό σύστημα. Ούτε όμως υπάρχουν αλλού, κάπου στην κοινωνία ή σε κάποιες ελίτ, ώριμες δυνάμεις με ισχύ που θα καθοδηγούσαν μια τέτοια πορεία. Υπάρχουν ωστόσο διάσπαρτες δυνάμεις στην πολιτική και στα κόμματα, στην οικονομία και στην κοινωνία, στους θεσμούς και στον πολιτισμό, που εργάζονται στον χώρο τους για τη νέα εποχή της εθνικής ανασυγκρότησης. Δυνάμεις που είναι έτοιμες να εκμεταλλευτούν και να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που γεννά το διεθνές περιβάλλον, αντί να περιχαρακώνονται. Δυνάμεις που καταλαβαίνουν ότι ωφελούνται περισσότερο από ένα πολιτικό σύστημα που παράγει δημόσια αγαθά και κοινούς κανόνες για όλους, αντί ειδικές διακρίσεις και πελατειακές παροχές σε επιμέρους ομάδες, σε μεγάλα ή μικρά συμφέροντα.
Αυτές οι δυνάμεις χρειάζονται περισσότερο πολιτικό χρόνο και θεσμική σταθερότητα για να συντονιστούν ώστε να ακουστεί καθαρότερα και πειστικότερα η φωνή της παραγωγικής ανασυγκρότησης και της ριζικής μεταρρύθμισης του κράτους. Αλλά και η Ελλάδα χρειάζεται μια ανάπαυλα πολιτικού ορθολογισμού μέσα στη δίνη της εμφυλιοπολεμικής πόλωσης και στον τραγέλαφο των προσωπικών στρατηγικών. Μια ανάπαυλα για τον ορθολογικό και εθνικά επωφελή χειρισμό μιας λεπτής φάσης όπως είναι το τέλος του Μνημονίου και η προσεκτική έξοδος στις αγορές σε συμφωνία με την ΕΕ. Αντιθέτως, η πολιτική αποσταθεροποίηση και ενδεχόμενες πρόωρες εκλογές θα εξαπολύσουν όλες τις κακοδαιμονίες αυτού του παθογενούς κομματικού συστήματος.
«Κάτι δεν λειτουργεί στον σημερινό κόσμο» είπε προ ημερών ο Πολ Oστερ στο αθηναϊκό κοινό. Γι’ αυτό ο κόσμος κάτι περιμένει. Θες τον Θεό, τον νέο Μαρξ, τον νέο Κέινς; Για την Ελλάδα φτάνει ο νέος Καρτέσιος
Κατά κάποιον τρόπο, η Ελλάδα βιώνει μια πολιτική παραδοξότητα. Αν κοιτάξουμε ποιο σύστημα άλλαξε ριζικότερα στη χώρα αυτή την πενταετία της χρεοκοπίας, δεν θα δούμε ούτε την οικονομία ούτε τις κοινωνικές συμπεριφορές ούτε τον μιντιακό λόγο ούτε τις πολιτιστικές τάσεις. Εκ πρώτης όψεως, θα δούμε το κομματικό σύστημα στο οποίο ήρθαν τα πάνω κάτω με τον «εκλογικό σεισμό» του 2012. Και όμως αυτό τo φαινομενικά νέο κομματικό σύστημα αποδεικνύεται απελπιστικά όμοιο στις συμπεριφορές και καταφανώς κατώτερο στην ποιότητα σε σχέση με το προηγούμενο. Εξακολουθεί να λειτουργεί σαν εξάρτημα του κρατικιστικού - συντεχνιακού μοντέλου, το οποίο όμως έχει κηρύξει πτώχευση. Εξακολουθεί να αναπαράγει έναν ποικιλόχρωμο λαϊκισμό, ο οποίος μασκαρεύει τη δημαγωγία σε ιδεολογία, την αντικοινωνική συμπεριφορά σε ψευτοταυτότητα. Στην προ της κρίσης εποχή αυτό το μοντέλο έρρεπε στην υπερχρέωση, τώρα ρέπει στην παγίωση της υποβάθμισης της χώρας, αν όχι σε περιπέτειες. Δεν συμβαίνει πρώτη φορά η κατάρρευση ενός κομματικού συστήματος να οδηγεί σε ένα χειρότερο και ασταθέστερο, το οποίο να γίνεται αυτό το ίδιο παράγοντας πολιτικής αβεβαιότητας και μπλοκαρίσματος της κοινωνίας.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο πως η εθνική ατζέντα έχει μείνει κολλημένη χωρίς να μπορεί να περιλάβει τις νέες ανάγκες της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Θα ήταν λάθος να ξεχάσουμε το μέγιστο που πετύχαμε: την αποφυγή της άτακτης χρεοκοπίας και την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Πόσω μάλλον όταν το μπλοκ του ΣΥΡΙΖΑ και λοιπών όχι και τόσο δημοκρατικών δυνάμεων έσπρωχνε τη χώρα εκτός. Τώρα όμως η Ελλάδα χρειάζεται να περάσει από τη δημοσιονομική σταθεροποίηση, τις περικοπές και τη βαριά φορολόγηση, σε μια νέα φάση που θα έχει επίκεντρο τις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις. Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτή είναι μια εξαιρετικά επίπονη ποιοτική μεταβολή. Τα κόμματα της διανομής δυσκολεύονται να γίνουν κόμματα της παραγωγής, όπως ο καιρός απαιτεί. Η δημιουργία θέσεων εργασίας είναι η μόνη ουσιαστική πολιτική κοινωνικής δικαιοσύνης και εισοδηματικής αναδιανομής, αλλά αυτός ο στόχος πνίγεται καθώς στη δημόσια αντιπαράθεση κυριαρχούν οι δημαγωγικές υποσχέσεις παροχών με λεφτά που δεν υπάρχουν.
Η αναβάθμιση της χώρας δεν θα γίνει από αυτό το κομματικό σύστημα. Ούτε όμως υπάρχουν αλλού, κάπου στην κοινωνία ή σε κάποιες ελίτ, ώριμες δυνάμεις με ισχύ που θα καθοδηγούσαν μια τέτοια πορεία. Υπάρχουν ωστόσο διάσπαρτες δυνάμεις στην πολιτική και στα κόμματα, στην οικονομία και στην κοινωνία, στους θεσμούς και στον πολιτισμό, που εργάζονται στον χώρο τους για τη νέα εποχή της εθνικής ανασυγκρότησης. Δυνάμεις που είναι έτοιμες να εκμεταλλευτούν και να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που γεννά το διεθνές περιβάλλον, αντί να περιχαρακώνονται. Δυνάμεις που καταλαβαίνουν ότι ωφελούνται περισσότερο από ένα πολιτικό σύστημα που παράγει δημόσια αγαθά και κοινούς κανόνες για όλους, αντί ειδικές διακρίσεις και πελατειακές παροχές σε επιμέρους ομάδες, σε μεγάλα ή μικρά συμφέροντα.
Αυτές οι δυνάμεις χρειάζονται περισσότερο πολιτικό χρόνο και θεσμική σταθερότητα για να συντονιστούν ώστε να ακουστεί καθαρότερα και πειστικότερα η φωνή της παραγωγικής ανασυγκρότησης και της ριζικής μεταρρύθμισης του κράτους. Αλλά και η Ελλάδα χρειάζεται μια ανάπαυλα πολιτικού ορθολογισμού μέσα στη δίνη της εμφυλιοπολεμικής πόλωσης και στον τραγέλαφο των προσωπικών στρατηγικών. Μια ανάπαυλα για τον ορθολογικό και εθνικά επωφελή χειρισμό μιας λεπτής φάσης όπως είναι το τέλος του Μνημονίου και η προσεκτική έξοδος στις αγορές σε συμφωνία με την ΕΕ. Αντιθέτως, η πολιτική αποσταθεροποίηση και ενδεχόμενες πρόωρες εκλογές θα εξαπολύσουν όλες τις κακοδαιμονίες αυτού του παθογενούς κομματικού συστήματος.
«Κάτι δεν λειτουργεί στον σημερινό κόσμο» είπε προ ημερών ο Πολ Oστερ στο αθηναϊκό κοινό. Γι’ αυτό ο κόσμος κάτι περιμένει. Θες τον Θεό, τον νέο Μαρξ, τον νέο Κέινς; Για την Ελλάδα φτάνει ο νέος Καρτέσιος
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.