Του Γιάννη Βούλγαρη, ΝΕΑ
Οι
δυσμενείς διεθνείς εξελίξεις και η οικονομική στασιμότητα της ευρωζώνης
δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση. Το Μνημόνιο
θα τελειώσει, αλλά η αναγκαία δημοσιονομική ισορροπία, η ανάπτυξη και η
ανασυγκρότηση γίνονται πιο δύσκολες στο επιδεινούμενο σκηνικό. Μια κοινωνία
λιγότερο πολωμένη, μια πολιτική λιγότερο διχασμένη, θα έκανε ασφαλέστερη την
πλοήγηση στα δύσκολα νερά. Ακόμη και πλεονεκτήματα θα μπορούσε να αποκτήσει ως
χώρα σταθερότητας. Ομως η Ελλάδα είναι μια πολιτεία πολωμένη. Και έχει ένα
αποδομημένο ακόμη κομματικό σύστημα το οποίο γίνεται αυτόνομη εστία
ανορθολογισμού, λαϊκισμού, αντιμεταρρυθμιστικής ακινησίας και αδυναμίας
σχεδιασμού της εθνικής πορείας. Τα κυβερνητικά κόμματα έχουν τις δικές τους ευθύνες, οι οποίες επανειλημμένως
έχουν επισημανθεί. Ιδίως μετά τις ευρωεκλογές οπότε αντέδρασαν με τρόπο
βεβιασμένο και φοβικό. Ομως, η βασικότερη πηγή της λαϊκιστικής συσκότισης των
πραγμάτων και της πολιτικής αστάθειας στο όνομα της ανατροπής έρχεται από τον
ΣΥΡΙΖΑ. Κατά τρόπο δομικό σε αυτήν τουλάχιστον τη φάση. Γιατί η φυσιογνωμία του
παραμένει ακόμη αδιαμόρφωτη, τα λαϊκιστικά χαρακτηριστικά σε αυτήν έχουν
καθοριστικό βάρος ενώ είναι εμφανής η αδυναμία του να ανταποκριθεί στις
απαιτήσεις ενός κόμματος εξουσίας με πρόταση για την εθνική ανασυγκρότηση και
τη σταθερή διακυβέρνηση της χώρας.
Η αντιπαλότητα βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής, αλλά στα κόμματα που είναι υπό διαμόρφωση και έχουν έντονες εσωτερικές αντιθέσεις, ο «εχθρός», η άρνηση και η επιθετικότητα είναι όπλα περισσότερο αναγκαία γιατί αναπληρώνουν την έλλειψη προγράμματος και τις αντικρουόμενες πολιτικές κατευθύνσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 οπότε έγινε δυνάμει κόμμα εξουσίας, επιβεβαιώνει τον κανόνα. Η έκτακτη εθνική κατάσταση, η εκρηκτική κοινωνική δυσαρέσκεια και η ευκολία του αντιμνημονιακού λόγου καθιστούσαν κομματικά «ασύμφορο» για τον ΣΥΡΙΖΑ τον συντεταγμένο προγραμματικό λόγο, παρατείνοντας την κυβερνητική «ανωριμότητά» του. Σήμερα, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, η παράταση υπονομεύει ευθέως πια τη φιλοδοξία του να πετύχει μια ουσιαστική διεύρυνση της συναίνεσης.
Ο λαϊκισμός και η δημαγωγία είναι εγγενές στοιχείο του κομματικού μας συστήματος, και η κρίση επιδείνωσε το φαινόμενο. Στον ΣΥΡΙΖΑ η λαϊκιστική τροπή υπήρξε καθοριστική. Η μετάλλαξη από ένα μικρό κόμμα στο οποίο συνυπήρχαν δύο κυρίως ψυχές, η νεοκομμουνιστική και η αριστερή κινηματική «μεταϋλιστική», σε κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης έγινε στο πεδίο του λαϊκισμού. Θερμοκήπιο ήταν οι έκτακτες κοινωνικές συνθήκες του 2011-12 και η αντικοινοβουλευτική έξαρση της περιόδου. Δύο ήταν οι κύριοι ιδεολογικοί αγωγοί του συριζαίικου λαϊκισμού και αμφότεροι έχουν επανειλημμένως αναλυθεί. Καταρχάς, η έγκληση του λαού ως έθνους το οποίο «αντιστέκεται στους ξένους», στη Μέρκελ κ.λπ. και ταυτόχρονα αποκλείει από την εθνική οικογένεια τους εγχώριους «υπηρέτες» τους. Σε αυτήν τη βάση έφθασε να αμφισβητήσει τον πατριωτισμό των πολιτικών αντιπάλων του, λανσάροντας στην προεκλογική περίοδο μια εκδοχή αριστερής «εθνικοφροσύνης» με ευθύνη μάλιστα του ίδιου του Α. Τσίπρα. Σε αυτήν επίσης τη βάση καθιέρωσε την απεχθή αλλά και επίμονη σύμπλευση με τους καμμένους. Ξέρουμε άλλωστε ότι όταν ο δήμος αντικαθίσταται από το έθνος, η δημοκρατία μένει έκθετη σε κάθε είδους εθνολαϊκισμό. Δεύτερος αγωγός ήταν η έγκληση του λαού ως το σύνολο των «κάτω», των υποτελών τάξεων, οι οποίες αντιπαρατίθενται στους «πάνω», στην «ολιγαρχία», στο κεφάλαιο κ.λπ. Το όλο σχήμα διατυπώνεται με έναν ταξικό λόγο που παραπέμπει σε ποικίλες θεωρητικές εκδοχές, γνωστές οι περισσότερες από τα παλιά. Ολες έχουν ως κοινό παρονομαστή μια διχοτομική αντίληψη της κοινωνίας που εξουδετερώνει τη σύγχρονη πολυπλοκότητα και κατά συνέπεια προβάλλουν μια εύκολη όσο και ψευδή συνένωση των «κάτω» σε συνασπισμό. Επιτρέπουν, δηλαδή, μια εκλογικίστικη πολυσυλλεκτικότητα που υπόσχεται όλα σε όλους, διατυπωμένη με ταξικούς όρους. Σε αυτό το πλαίσιο μετακόμισε και προστέθηκε με τις δικές του διαφορετικές αναφορές το κρατικιστικό - πελατειακό - λαϊκιστικό ΠΑΣΟΚ. Σε κάθε περίπτωση, η λαϊκιστική τροπή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν δομική και πολυδιάστατη. Για αυτό εξακολουθεί και θα εξακολουθήσει να δεσπόζει στη φυσιογνωμία του.
Προϋπόθεση της λαϊκιστικής τροπής του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια ορισμένη ερμηνεία της κρίσης. Μια ερμηνεία που απολυτοποιούσε τη διεθνή/ευρωπαϊκή διάσταση, παρασιωπούσε τις εθνικές αιτίες, τις απέδιδε στον «δικομματισμό» ξεχνώντας ότι η Αριστερά υπερθεμάτιζε κατά κανόνα στις πολιτικές που αύξησαν τα ελλείμματα και το χρέος. Μια ερμηνεία που απέκρυβε τις αντιφάσεις και τα προβλήματα του κρατικιστικού - συντεχνιακού - πελατειακού συνασπισμού που διαμορφώθηκε βαθμιαία στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Η απόκρυψη δεν ήταν μόνο συνειδητή επιλογή που εξυπηρετούσε τον εκλογικίστικο πολυσυλλεκτισμό. Αντανακλούσε και την εμμονή της θεμελιακής πολιτικής κουλτούρας του μεγαλύτερου μέρους του χώρου σε ξεπερασμένα θεωρητικοπολιτικά σχήματα που είχαν παραχθεί στην εθνοκρατική φάση του εργατικού κινήματος. Εξού και η όψιμη θετική εκτίμηση για την παλαιά σοσιαλδημοκρατία του εθνικού κεϊνσιανισμού. Εξού και η κριτική στη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία με όρους βολονταρισμού («προδοσία», ιδεολογική μετάλλαξη), παραβλέποντας δηλαδή τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που βρίσκονται πίσω από την εξέλιξη αυτή - εξέλιξη που αντιμετωπίζει ήδη ο ΣΥΡΙΖΑ ως δυνάμει κόμμα εξουσίας.
Στον εσωτερικό διάλογο του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις ευρωεκλογές έχει τεθεί το ερώτημα «Γιατί το κόμμα πάει καλά, ενώ οι κοινωνικές αντιδράσεις και τα κινήματα έχουν κατακάτσει»; Η επικρατούσα απάντηση, την οποία προτείνει και ο Α. Τσίπρας (Η Εποχή, 27-7-2014), δεν έχει την πρόθεση να ανιχνεύσει την εξέλιξη των κοινωνικών διαθέσεων μέσα στην κρίση, αλλά να νομιμοποιήσει μέσω μιας υποτιθέμενης «πολιτικής ανάθεσης» από τα κινήματα στο κόμμα τη συνεχή επίκληση των εκλογών και την επιλογή της αυτοδυναμίας που έχει κάνει πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, το ερώτημα έχει ενδιαφέρον γιατί μεταφράζει στον εσωκομματικό διάλογο αυτό που οι δημοσκοπήσεις επανειλημμένως δείχνουν. Οτι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μεν πάρει κεφάλι αλλά δεν έχει δημιουργήσει πολιτικό ρεύμα υπέρ του και ότι προς το παρόν το κομματικό σύστημα δεν παράγει αυτοδυναμίες, γεγονός που θέτει το ζήτημα των συμμαχιών. Πέρα όμως από τις δημοσκοπήσεις, η ψύχραιμη παρατήρηση δείχνει μια κοινωνία που «κράτησε» παρά τη φοβερή κρίση, κοινωνικές δομές που άντεξαν το crash test που υπέστησαν, μεσαία στρώματα που φτώχυναν αλλά δεν «κατέρρευσαν». Κοντολογίς, όσο δραματική είναι η περιθωριοποίηση και η φτωχοποίηση σημαντικού αριθμού ανθρώπων, ελλήνων και μεταναστών, άλλο τόσο εκτός τόπου είναι η εικόνα και η έννοια της «ανθρωπιστικής κρίσης» που κατά κόρον επαναλαμβάνει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η απάντηση στο ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός κόμματος εξουσίας παραμένει εκκρεμής και αβέβαιη. Δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά την Ελλάδα. Η άσκηση κυβερνητικής ευθύνης με βάση τη σημερινή φυσιογνωμία θα σημάνει μάταιη προσπάθεια αναβίωσης με ψίχουλα του προηγούμενου κρατικιστικού - συντεχνιακού - πελατειακού μοντέλου, νέες ελλειμματικές τάσεις, νέες αμφιβολίες για το ευρώ και έξαρση του εθνικισμού ο οποίος ήδη εκδηλώνεται στο εσωτερικό του κόμματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και να προσπαθήσει, δεν θα μπορέσει να αναπροσαρμοστεί αντιγράφοντας το ΠΑΣΟΚ του 1977-81, ούτε να γίνει ένα «ροζ ΠΑΣΟΚ», ούτε να εγγυηθεί ως τέτοιο μια μεγάλη μεταρρυθμιστική συμμαχία της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς. Δεν έχει καν τον χρόνο. Το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ είχε την άνεση μιας δεκαετίας για την αναπροσαρμογή της λαϊκιστικής πολιτικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχει ούτε δέκα μήνες. Μέσα σε αυτούς καλείται να βρει τον δικό του δρόμο για να πείσει ότι αποτελεί κόμμα εξουσίας σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία και σε μια ανοιχτή ανταγωνιστική οικονομία.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.