Οι κοινωνίες αλλάζουν πιο γρήγορα από την εικόνα που έχουν για τον
εαυτό τους. Η ζωή πορεύεται με ρυθμούς και με τρόπους που πολύ συχνά
κάνουν τους θεσμούς να δείχνουν γερασμένοι πριν καν ωριμάσουν. Γνωστές
αλήθειες. Αυτό όμως δεν τις εμποδίζει να προκαλούν ολοένα τριβές,
κραδασμούς, σύγχυση, ανασφάλεια στη συλλογική και στην ατομική ύπαρξη
των ανθρώπων. Η επιτυχία ενός πολιτικού συστήματος κρίνεται από την
ικανότητά του να συνειδητοποιεί όσο το δυνατόν πιο έγκαιρα τέτοιες
αλλαγές, να τις επεξεργάζεται και, διά της προσαρμογής σε αυτές, να τις
κατευθύνει προς επιθυμητούς σκοπούς. Εστω και μόνο από αυτή την άποψη, το ελληνικό πολιτικό σύστημα
παίρνει βαθμό πολύ κάτω από τη βάση. Αυτό το συμπέρασμα βγαίνει από την
ανάλυση του Παναγή Παναγιωτόπουλου στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο του που
δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» στις 18-20 Απριλίου με τίτλο «Και εμείς και
αυτοί». Ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά
στην Ελλάδα αντιλαμβάνονται την ελληνική κοινωνία με όρους περασμένων
εποχών. Επιπλέον, κατακρίνει μια ελίτ («νεοσυντηρητική» την έχει
αποκαλέσει αλλού) που σηκώνει διαρκώς ένα εισαγγελικό δάχτυλο στον
ελληνικό λαό, επειδή αυτός δεν ανταποκρίνεται στα ηθικά ή κοινωνικά
πρότυπά της.
Με τον πρώτο ισχυρισμό συμφωνώ όσο εμφατικότερα γίνεται. Για τον
δεύτερο διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις, άλλωστε στρέφεται εναντίον μιας
ομάδας στην οποία έχω λόγους να πιστεύω ότι ο Π.Π. κατατάσσει και την
αφεντιά μου. Παρακάμπτοντας τον εύκολο χαρακτηρισμό «νεοσυντηρητική» και
αναγνωρίζοντας ότι υπάρχει πράγματι ένας αλαζονικός τόνος στην κριτική
που ασκούν μερικοί έλληνες διανοούμενοι, θα ήθελα να ρωτήσω τον Π.Π. πώς
αντιλαμβάνεται τον ρόλο μιας πνευματικής ελίτ. Αν θεωρεί ότι πρέπει
απλώς «να επικεντρωθεί στην κριτική των θεσμικών δυσλειτουργιών της
οικονομίας», όπως γράφει στο άρθρο του, φοβάμαι πως δεν υπάρχει
περιθώριο για συζήτηση και θα παρατηρήσω μόνο ότι ο Π.Π., μολονότι
καταδικάζει τον νεοφιλελευθερισμό, ζητάει μια αγωγή στον νεοφιλελεύθερο
οικονομισμό που ούτε ο Μίλτον Φρίντμαν, ο πατριάρχης αυτού του δόγματος,
δεν θα τολμούσε να ζητήσει. Αν, πάλι, μια τέτοια ελίτ οφείλει να
λειτουργεί κριτικά και χωρίς εκπτώσεις ή έξωθεν αναθέτες των καθηκόντων
της, η κριτική θεσμών, ηθών, δογμάτων, κοινωνικών συμπεριφορών κ.λπ. δεν
είναι μόνο αναπόφευκτη, είναι και επιβεβλημένη. Το αν είναι συντηρητική
ή προοδευτική εξαρτάται από τι υπερασπίζεται ή αντιμάχεται, όχι από το
ποιος την ασκεί και με τι ύφος. Αλλιώς θα ξεμπερδεύαμε π.χ. με έναν
Ροΐδη κολλώντας του την ετικέτα του υπερόπτη μεγαλοαστού κήνσορα.
Αλλά ας μην επιμείνουμε περισσότερο σε αυτό. Ας γυρίσουμε στην,
κατά βάση σωστή, θέση του Π.Π. ότι οι πολιτικές παρατάξεις (και η
πνευματική ελίτ) δεν βλέπουν τη σημερινή ελληνική κοινωνία όπως είναι.
Πώς ακριβώς είναι όμως η σημερινή ελληνική κοινωνία; Προσωπικά, θα άφηνα
πολλά σημεία αβεβαιότητας στην απάντησή μου. Ο Π.Π. φαίνεται πιο
σίγουρος. Κοινωνιολόγος είναι, θα ξέρει περισσότερα από μένα. Υποθέτω
όμως ότι η δική του απάντηση δεν θα ήταν απλώς μια ουδέτερη περιγραφή.
Θα εμπεριείχε και κάποιες υποδείξεις, σύμμορφες με τον ιδεολογικό
προσανατολισμό του. Στην υπόθεση αυτή με άγει ένα περυσινό άρθρο του εδώ
(«ΤΑ ΝΕΑ», 17-18 Αυγούστου 2013) με αφορμή το προκλητικό και χυδαίο
πάρτι του Αντώνη Ρέμου στη Μύκονο (και την κριτική που είχα ασκήσει
εγώ). Ο τίτλος εκείνου του άρθρου ήταν «Δημοκρατία σημαίνει και
φορολογία και ποπ σκυλάδικο». Επειδή είναι αυτονόητο ότι σε μια
δημοκρατία οι πολίτες είναι ελεύθεροι να επιλέγουν σε τι μαγαζιά θα
διασκεδάσουν και ότι, από την άλλη, έχουν υποχρέωση να πληρώνουν τους
φόρους τους, ο Π.Π. πρέπει να εννοούσε κάτι περισσότερο από την
ταυτολογία του τίτλου. Και πράγματι. Η θέση του ήταν ότι δεν πρέπει να
μας ενδιαφέρει το πώς ξοδεύουν τα λεφτά τους οι Ελληνες (και σε ποιες
περιστάσεις), αρκεί να είναι φορολογικά εντάξει. Προχωρούσε μάλιστα πιο
πέρα: κατηγορούσε την ηθικολογία των «νεοσυντηρητικών» ότι «διαβρώνει
θεμελιώδεις προϋποθέσεις της σύγχρονης δημοκρατίας και της ελεύθερης
οικονομίας: την ατομική ευδαιμονία, το δικαίωμα να ξοδεύεις τα χρήματά
σου και να διαθέτεις το σώμα σου όπως νομίζεις, τον πλουραλισμό και την
ευπλαστότητα των ταυτοτήτων, και τη φαντασιακή μα αυτοδίκαιη επιθυμία
για πλούτο».
Αν και δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει «φαντασιακή επιθυμία», ο Π.Π.
μάς έλεγε ουσιαστικά σε εκείνο το άρθρο ότι στη «σύγχρονη δημοκρατία» οι
επιθυμίες έχουν αντικαταστήσει τις αξίες και ότι καλώς συμβαίνει αυτό,
με μόνη προϋπόθεση τη φορολογική συνέπεια. Το ίδιο μάς λέει και τώρα,
όταν περιορίζει τον κριτικό ρόλο της «ελίτ» στην κριτική «των θεσμικών
δυσλειτουργιών της οικονομίας». Κατόπιν όλων αυτών, δεν μπορώ να δω τι
χωρίζει τον Π.Π. από τον νεοφιλελευθερισμό, τον οποίο απορρίπτει, όπως
είπαμε. Φαντάζομαι, πάντως, ότι και ο ίδιος θα ήθελε μια καλύτερη αφορμή
για να υπερασπίσει το δικαίωμα στην «ατομική ευδαιμονία» από το
μυκονιάτικο lifestyle πάρτι του κ. Ρέμου.
Οι σύγχρονες κοινωνίες, γράφει ο Π.Π. στο πρόσφατο άρθρο του, δεν
είναι κοινωνίες του «ή ή» αλλά του «και και»: κοινωνίες υβριδικών ή
μιγαδικών ταυτοτήτων, που δεν ορίζονται αποκλειστικά με τα κριτήρια των
μεγάλων, συνεκτικών συλλογικοτήτων. Το δημοκρατικό στοίχημα, συνεχίζει,
είναι αυτό της συνύπαρξης διαφορετικών ομάδων του πληθυσμού, με ποικίλες
και κάποτε αντίπαλες ταυτότητες. Δεν διαφωνώ με την περιγραφή του,
διαφωνώ όμως με το «δημοκρατικό στοίχημα». Ο ίδιος ο όρος «συνύπαρξη»,
τον οποίο χρησιμοποιεί, υποδηλώνει μια εξωτερική σχέση, όπως ανάμεσα σε
διαφορετικά και συχνά αντίπαλα κράτη ή συνασπισμούς κρατών, όχι μια
οργανική ενότητα. Μια δημοκρατία δεν μπορεί να κερδίσει ένα τέτοιο
«στοίχημα» χωρίς να αρνηθεί τον εαυτό της, χωρίς δηλαδή να γίνει
αυταρχία. Γιατί μπορεί οι ρευστές, ετερογενείς ή αλληλοσυγκρουόμενες
ταυτότητες να συναρπάζουν τον κοσμοπολίτη διανοούμενο και να βολεύουν
τον μπίζνεσμαν, αλλά για τον περισσότερο κόσμο είναι πηγή άγχους,
ανασφάλειας και σύγχυσης. Η συνακόλουθη νοσταλγία για μια «μονιστική»
ταυτότητα μπορεί να προκαλέσει - και προκαλεί - την ανάδυση και διόγκωση
μισαλλόδοξων, διαλυτικών εξτρεμισμών, που μακροπρόθεσμα μόνο μια
αυταρχική διακυβέρνηση μπορεί να αναχαιτίσει.
Ο εναλλακτικός δρόμος, κατά τη γνώμη μου το αληθινό «δημοκρατικό
στοίχημα», είναι η σύνθεση των ποικίλων ταυτοτήτων σε μια νέα,
υπερκείμενη, ενιαία ταυτότητα. Αντί για το διχοτομικό «Και εμείς και
αυτοί», ένα «Εμείς, που είμαστε και αυτοί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.