Του Παναγή Παναγιωτόπουλου, Καθημερινή, 22.8.13
Οι κοινωνίες του ύστερου καπιταλισμού μεταξύ των οποίων και η ελληνική έχουν προ πολλού αποδυναμώσει την σημασία των συλλογικοτήτων. Ή καλύτερα, έχουν μειώσει κατακόρυφα την ισχύ των οργανωμένων, παραδοσιακών ή μοντέρνων, ομαδοποιήσεων. Εκείνων που όπως το έθνος, η κοινωνική τάξη, η φυλή, προσδιόριζαν την κίνηση, την ζωή, τις επιλογές του ατόμου. Ευτύχημα θα πει κανείς. Ασφαλώς. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε την ώθηση ελευθερίας και δημοκρατίας που πρόσφερε αυτή η αντικατάσταση του συλλογικού με το ατομικό. Ωστόσο, αυτός ο νέος πρωταγωνιστής, το άτομο, έχει γίνει–δικαίως – και διεκδικητής της ευμάρειας και της προσωπικής του απόλαυσης σε βαθμό που η δημοκρατία δυσκολεύεται να ανταποκριθεί. Το ίδιο το άτομο, ως μηχανή επιθυμιών αγνοεί – άθελά του- μια πραγματικότητα του σύγχρονου καπιταλισμού και της δημοκρατίας: η ελευθερία να γεύεσαι ενίοτε τις απολαύσεις των πλουσίων δεν σε κάνει πλούσιο, η κινητικότητα σου στη γεωγραφία δεν σε κάνει τζετ σετ, η ενδυματολογική σου επινοητικότητα δεν σε απαγκιστρώνει πλήρως από την κοινωνική σου καταγωγή, η σεξουαλική σου ελευθεριότητα δεν σε κάνει ήρωα των μποέμ. Σε συνθήκες δε κρίσης και κοινωνικής καθόδου (που φτάνει ενίοτε μέχρι την έκπτωση), το άτομο-νάρκισσος διατηρεί την ελευθερία του έναντι των μεγάλων αφηγήσεων, των οργανωμένων εξουσιαστών και των ιδεολόγων, του αλλά δεν μπορεί πλέον να κατασκευάσει (έστω ατελώς) τον εαυτό του στο παρόν, ούτε να τον φανταστεί σε κάποιο μέλλον (έστω ανασφαλές). Ζητάμε από την δημοκρατία να ικανοποιήσει το σύνολο των υποσχέσεων που μας έδωσε, ή που νομίσαμε ότι μας έδινε.
Αυτό το άτομο-νάρκισσος, που, πρέπει να τονιστεί, είναι η παντοδύναμη κοινωνική μορφή του καιρού μας, διασαλεύει την δημοκρατική δομή με κάτι ακόμα: τον εποικισμό της δημόσιας σφαίρας από τις παθολογίες του ατομικού, από τα ιδιωτικά συναισθήματα, τις εντυπώσεις, την στενά προσωπική γωνία λήψης, την γνώμη του καθ’ ενός. Έτσι βλέπουμε πολίτες να ασκούν το δικαιώμα της έκφρασης μα εύκολα να πέφτουν στην μικρομεγαλίστικη παγίδα και να ποστάρουν σαν να ήταν κομματικό γραφείο τύπου, να επικαλείται τη γνώμη του επί παντώς του επιστητού ως έγκυρη γνώση.
Στην αντίστροφη παγίδα, μα ως αποτέλεσμα της ίδιας σύγχυσης μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής λειτουργίας, πέφτουν άνθρωποι που έχουν αποκτήσει κύρος μέσα στους κοινωνικούς, κρατικούς, δημόσιους θεσμούς. Και αν ο «Πρόεδρος» της ΕΕ Βαν Ρόμπαι τιτιβίζει ασήμαντα χαικού την ώρα που παίζεται η τύχη των πολιτών της Ευρώπης, στα καθ υμάς η κρίση έχει πολλαπλασιάσει τις εκδηλώσεις κραυγαλέου ναρκισσισμού καλλιτεχνών και διανοουμένων, θεσμικών παραγόντων που συστηματικά μοιράζουν εντυπώσεις και αισθαντικά μας υποδέχονται στο εσώτερο σύμπαν τους.
Ο μηχανισμός είναι ασφαλώς ψυχολογικής τάξης: έχεις πολλούς ακολούθους /φίλους που σου έχουν προσφέρει μαζική επιδοκιμασία, τείνεις λοιπόν να τους τροφοδοτείς, εσύ το δημόσιο πρόσωπο, με τον ιδιωτικό σου κόσμο- πχ. απόψεις σου για ευρύτερα θέματα που δεν άπτονται των αρμοδιοτήτων μέσα από τις οποίες έχεις γίνει δημόσιο πρόσωπο. Όταν επιδέξια τσαλακώνεις όπως λένε την δημόσια εικόνα σου, γίνεται προσιτός, εγγύς, αγαπητός.
Όλα αυτά όμως σε συνθήκες κρίσης και θεμιτής κοινωνικής υπερευαισθησίας μπορεί να απομαγευτούν απότομα και επώδυνα. Εκείνος που σε γνώρισε και σε συμπάθησε ως «άνθρωπο» ενώ στην αρχή σε εκτιμούσε ως θεσμό, μπορεί να θυμώσει πολύ όταν επισείεις να επιστρέψεις στον εξουσιαστικό σου ρόλο και στην γεωμετρία του θεσμικού ορθολογισμού. Αν πχ. οδύρεσαι επί μακρόν για τον ανθρώπινο πόνο αλλά μια μέρα επικαλεστείς ενθαρρυντικά οικονομετρικά στοιχεία που μπορεί να αναιρούν τις πολύ ανθρώπινες περιγραφές σου, μπορεί να διασαλεύσεις μια σχέση συναισθηματικής και κολλώδους συνάφειας που έφτιαξες ο ίδιος. Ή ακόμα όταν είχες αστειευτεί ανώδυνα και δήθεν αντικομφορμιστικά, μπορεί μια αυθεντική σου πράξη ετεροδοξίας να βιωθεί ως σφετερισμός της συμπάθειας.
Όλο αυτό είναι ευεξήγητο. Οι πολίτες δυσπιστούν προς τους θεσμούς και απορρίπτουν τους εκπροσώπους τους, αποστρέφονται στο σύνολό τους τις παραδοσιακές ελίτ. Το κάνουν για δύο λόγους, τόσο αντιφατικούς όσο και πραγματικούς.
Ο πρώτος είναι ότι δυσπιστούν με τη παγερότητα των θεσμών, την απόσταση που τους χωρίζει από τους ίδιους – η Ευρωπαική Ενωση χρόνια τώρα περιπεπλεγμένη στην αυτοαναιρετική κρίση χρέους και την ύφεση αποφασίζει με κριτήρια, διαδικασίες και χρονικότητες που είναι ξένες προς τις ανάγκες τους. Πως να νιώσει εγγύτητα ένας άνεργος προς τον θεσμό που –ορθά ίσως- επικαλείται την απομόχλευση του ευρωπαικού χρέους χωρίς να τον φροντίζει στοιχειωδώς όσο κρατήσει αυτή η απομόχλευση την οποία δεν κατανοεί κιόλας;
Από την άλλη δυσπιστούν προς τους θεσμούς και τις ελίτ που υπονομεύουν την υπόσταση τους από την άγρια προσωποποίηση, από την γρήγορη συναισθηματοποίηση, από την εξώφθαλμη ναρκισσιστική αυτοπροβολή. Είναι οξύμωρο αλλά τον θεσμό που από ψυχρότητα νιώθεις εχθρικό δεν τον επιθυμείς ούτε φιλικό, άνετο, χαλαρό. Σε κοινωνίες όπου η καθημερινότητα είναι κινούμενη άμμος και όπου η νοηματοδότηση του κόσμου ηράκλειος ψυχικός άθλος, η θεσμική πλαισίωση της ζωής μας μοιάζει αναγκαία. Και σίγουρα πιο σημαντική από το παιχνίδι εξανθρωπισμού των ελίτ. Ο πολιτισμός της απόστασης, της εγκράτειας, της μεσότητας και μιας κάποια αδιαφάνειας έχει ουσιαστικά επιστρέψει μαζί με το αίτημα μιας πολιτικής που θα φροντίζει για τους πολίτες.
Και πράγματι από το πληκτρολόγιο πολλοί γίνονται ανθρωποφάγοι. Μα οι ανθρωποφάγοι απ’ όσο ξέρω ανθρώπους τρώνε-τους πολύ ανθρώπινους κατά προτίμηση, όχι θεσμούς που μπορούν να τους σεβαστούν.
* O κ. Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.