Tου Γιάννη Παπαθεοδώρου, http://mhmadas.blogspot.gr
«Ο Μακιαβέλι έλεγε ότι όποιος χτίζει ένα φρούριο για να καταφύγει εκεί, φυλακίζεται από τα ίδια του τα τείχη : και χάνεται ∙ όχι μόνο για τον πόλεμο αλλά και για την πολιτική». Θυμήθηκα την παλιά ρήση του Αλτουσέρ για τον Μακιαβέλι, παρακολουθώντας τις συζητήσεις που διεξάγονται αυτή την περίοδο εντός και εκτός των κομματικών οργάνων της ΔΗΜΑΡ, με αφορμή την πρόσφατη επιλογή αποχώρησης από την κυβέρνηση. Και προφανώς δεν αναφέρομαι στο ίδιο το συμβάν αλλά στις εσωτερικές ερμηνείες του. Τις εκθέτω συνοπτικά και σχηματικά, αδικώντας προφανώς τις επιμέρους αποχρώσεις των θέσεων και των επιχειρημάτων : α) υπάρχει μια ερμηνεία που προτάσσει το επιχείρημα της «προληπτικής οπισθοχώρησης» ως στοιχείο σύνεσης («φύγαμε για να μη χάσουμε την αριστερή ψυχή μας») β) υπάρχει μια δεύτερη ερμηνεία που επιμένει πως κάναμε «άλμα στο κενό», θεωρώντας πως το πεδίο των μεταρρυθμίσεων ταυτίζεται αποκλειστικά με την ίδια την έννοια της κυβερνητικής εξουσίας, (ανεξάρτητα από το πολιτικό της περιεχόμενο, τους συσχετισμούς και τη συγκυρία). Και οι δύο εκδοχές φοβάμαι πως είναι λανθασμένες, ακριβώς επειδή θεωρούν πως η ΔΗΜΑΡ είναι ένα κόμμα «σαν όλα τα άλλα». Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη εκδοχή εξομοιώνει το κόμμα με ένα «ήπιο αντιπολιτευτικό ΣΥΡΙΖΑ» ενώ η δεύτερη το εξομοιώνει με ένα «ευαίσθητο κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ». Όμως η ΔΗΜΑΡ δεν είναι – και δεν πρέπει να γίνει – σαν κι αυτά τα κόμματα. Είναι ένα κόμμα «νέου τύπου», που παρ’ όλα τα βαρίδια του παρελθόντος και τις αναποδιές του παρόντος, εξακολουθεί να παράγει τις μόνες ενδιαφέρουσες πολιτικές ειδήσεις, (ακόμη και με επικοινωνιακές αστοχίες). Νομίζω λοιπόν πως πέρα από την εμμονή στην πρόσφατη απόφαση του κόμματος, θα πρέπει να κατανοήσουμε την ως τώρα σχέση μας με την κυβέρνηση και τους κυβερνητικούς εταίρους. Γιατί, στην πραγματικότητα, και με αφορμή την ΕΡΤ, η έξοδος από την κυβέρνηση δεν έγινε επειδή «δεν τα βρήκαμε για μερικούς υπαλλήλους» μιας ΔΕΚΟ αλλά επειδή : α) η αρχική προγραμματική συμφωνία παραβιαζόταν μονομερώς και διαρκώς πλέον σε κρίσιμα σημεία β) η ιδεολογική διαφορά των εταίρων άρχισε να αποκτά στοιχεία οριακής αξιακής αντιπαλότητας και γ) η κουλτούρα συνεργασίας της τρικομματικής υπονομευόταν από τον πειρασμό της «μικρής παλινόρθωσης» του παλαιοκομματισμού - στην «κεντροδεξιά» πλέον εκδοχή του, αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος. Οι λεπτομέρειες αυτής της διαδικασίας παρουσιάζονται και στις συνεντεύξεις -ομιλίες του προέδρου[1] ∙ δεν έχει νόημα να τις εκθέσουμε ξανά, καθώς εδώ μας ενδιαφέρει η «επόμενη μέρα».
Ας ξεκινήσουμε όμως από το βασικό ερώτημα. Υπάρχει ζωή «έξω από το φρούριο» της κομματικής αναδίπλωσης ; Υπάρχει άλλος τρόπος να συζητήσουμε, δηλαδή, για τη ΔΗΜΑΡ, πέρα από το αν ήταν ή δεν ήταν σωστή η απόφαση της αποχώρησης μας ; Η απάντηση είναι προφανώς καταφατική. Το πεδίο της πολιτικής δράσης στο οποίο μπορεί να πρωταγωνιστήσει η ΔΗΜΑΡ είναι πλούσιο και παραγωγικό, αν καταφέρει να βγει άμεσα από το κομματικό της φρούριο, επινοώντας και εφευρίσκοντας παράλληλα τη νέα ζώνη επιρροής της και επαφής της με την κοινωνία ∙ αν καταφέρει, δηλαδή, να απαντήσει στα πολιτικά αιτούμενα ενός ευρύτερου κοινωνικού σώματος που συντάσσεται με τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, που δεν εξαντλεί τις προσδοκίες του στο δίλημμα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», που απορρίπτει το νέο διπολισμό («ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ»-«ΝΔ/plus») και αναζητά την «πολιτική επιστροφή» του προοδευτικού κέντρου. Σε αυτόν τον κόσμο, η ΔΗΜΑΡ πρέπει να απευθυνθεί τόσο ως «καθολικός διάδοχος» της ανανεωτικής αριστεράς όσο και ως «βασικός μέτοχος» μιας σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας.
Τη θέση αυτή μπορεί να τη διεκδικήσει επάξια η ΔΗΜΑΡ γιατί, στο χρόνο που πέρασε, αναδείχτηκε σε βασικό παράγοντα της πολιτικής ζωής (και της πολιτικής σταθερότητας) του τόπου, αλλά και γιατί ήδη εδώ και αρκετό καιρό έχει διακηρύξει τη βασική της στόχευση για την ανάγκη (ανα)συγκρότησης του «χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού». Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, η ΔΗΜΑΡ χρειάζεται δίπλα της – με οργανικό τρόπο, και πάντως σε συνεργασία με το «ΚΕΠΟΠ Μιχάλης Παπαγιαννάκης» αλλά και σε συνέργεια με τους επιμέρους τομείς του κόμματος- έναΔίκτυο Διαλόγου και Δράσης που θα συντονίζει τον αστερισμό δυνάμεων της πολιτικής οικολογίας, της σοσιαλδημοκρατίας, του μεταρρυθμισμού, σε μια ρεπουμπλικανική οργάνωση του δημόσιου συμφέροντος. Προφανώς σε αυτή την πρωτοβουλία πρέπει να αποφευχθούν οι αστοχίες του παρελθόντος : οι «συναντήσεις κορυφής», οι μεταβατικοί παίκτες, οι προσωπικές ατζέντες, οι χαοτικές προτάσεις για αυτοδιαλύσεις κομμάτων και νέων ιδρυτικών συνεδρίων. Η ελληνική «ΕΛΙΑ» δεν χρειάζεται μόνο φύλλα ∙ χρειάζεται κορμό και ρίζες που να αντιστοιχεί σε υπαρκτές κοινωνικές συγκλίσεις και συμμαχίες με κυβερνητικό πρόσημο. Χρειάζεται επίσης και μια λεπτή μεθοδολογική διάκριση για τους επάλληλους κύκλους του διαλόγου ∙ είναι άλλο πράγμα ο «χώρος του δημοκρατικού σοσιαλισμού», είναι άλλο πράγμα το «ευρωπαϊκό δημοκρατικό τόξο», είναι άλλο πράγμα το αντιφασιστικό μέτωπο, είναι άλλο πράγμα οι κυβερνητικές συμμαχίες και συνεργασίες. Οι χώροι αυτοί συνδέονται, διασταυρώνονται μεταξύ τους αλλά δεν ταυτίζονται. Άρα πρέπει κανείς να ξέρει όχι μόνο ποιος είναι ο συνομιλητής του σε ένα διάλογο αλλά και ποιο είναι το περιεχόμενο του ίδιου του διαλόγου κάθε φορά.
Και βέβαια, για τη διαδικασία αυτή, είναι απαραίτητο μια σταθερή κομματική αναφορά, μια πολιτική αγκύρωση της δημοκρατικής μεταρρύθμισης. Αμφιβάλλει κανείς πως μόνο η ΔΗΜΑΡ μπορεί σήμερα να παίξει αυτό το ρόλο ; Το ΠΑΣΟΚ, μετά την υποχρεωτική μετακίνησή του στην κεντροδεξιά πολιτική γεωγραφία, γίνεται ένα κόμμα κυβερνητικών στελεχών χωρίς πολιτικό ακροατήριο. Η αυθεντικά κεντροδεξιά ΔΡΑΣΗ αναζητά ένα νέο «επενδυτικό σοκ», χωρίς να λέει τίποτε για τις ήδη διαλυμένες εργασιακές σχέσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ που «αντικειμενικά» - λόγω εκλογικής δύναμης - θα μπορούσε να παίξει σε αυτό το γήπεδο, αποσύρεται βουλιάζοντας στον «αριστερό εθνικολαϊκισμό»[2] και τον μιζεραμπιλιστικό κινηματισμό. Και στα πέριξ της «κεντροαριστεράς» κυκλοφορούν ένα σωρό ομάδες, όμιλοι, κινήσεις και φθαρμένα πρόσωπα που θεωρούν ότι τόσο οι αιτίες της κρίσης όσο και η θεραπεία της αντιμετωπίζονται με lobbying : η απόλυτα ιδεαλιστική σύλληψη της πολιτικής, δηλαδή.
Αντιλαμβάνομαι - ήδη από τον φιλόξενο ιστότοπο που στεγάζει αυτό το άρθρο – πως το κατακερματισμένο μωσαϊκό της «κεντροαριστεράς» δρομολογεί μια συζήτηση για ένα δεύτερο «μεταρρυθμιστικό κέλυφος», εκφράζοντας ανοιχτά πλέον τη διαφωνία του με τη ΔΗΜΑΡ. Είναι θεμιτές και νόμιμες οι διαφωνίες μας. Η πολιτική ζωή θα ήταν πληκτική χωρίς αυτές. Νομίζω όμως πως δεν έχουμε την πολυτέλεια να αναλωθούμε στην «ευτελή και άγονη πάλη ανάμεσα σε φράξιες», που θα έλεγε κι ο δάσκαλος Γκράμσι. Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι να βγούμε όλοι μαζί «έξω από το φρούριο» για να συναντήσουμε αυτό το ευρύ κοινωνικό ρεύμα, στο δρόμο για το συνέδριο της ΔΗΜΑΡ. Για να εξηγήσουμε στην κοινωνία το «δικό μας μνημόνιο», το δικό μας μεταρρυθμιστικό σχέδιο, τις δικές μας συμμαχίες, τη δική μας πρόταση συγκυβέρνησης.
ΥΓ. «Φίλοι θεατές, εξέρχεστε διά της εισόδου», έγραψε τις προάλλες ο καλός φίλος Λεωνίδας Καστανάς. Του αντιπροτείνω να σκεφτεί το ωραίο βιβλικό ρητό. Φίλοι και σύντροφοι, «εισέλθετε διά της στενής πύλης ∙ ότι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν, και πολλοί εισίν οι εισερχόμενοι δι’ αυτής».
Γιάννης Παπαθεοδώρου
[2] Βλ. την πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση του Ανδρέα Πανταζόπουλου, Ο Αριστερός Εθνικολαϊκισμός 2008-2013 Από την «εξέγερση του Δεκέμβρη, τους «Αγανακτισμένους» και τις εκλογές του 2012 μέχρι το νέο κυπριακό ζήτημα, Επίκεντρο, Αθήνα, 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.