Του Ετιέν Μπαλιμπάρ, Liberation, Αυγή, ΕΝΘΕΜΑΤΑ, 12.5.13
Ενάντια σε τέτοιου είδους εξελίξεις δεν υπάρχει απλή λύση, καθώς είναι απαραίτητη η σύμπραξη απόψεων, εχθρικών μεταξύ τους σήμερα, όπως και η ανατροπή κατευθύνσεων που θεωρούνται ταμπού. Αυτός όμως είναι ένας επιπλέον λόγος για να θέσουμε τώρα το ζήτημα της επανίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με στόχο την ανοικοδόμηση μιας άλλης Ευρώπης. Αυτό --και ο Ούλριχ Μπεκ ορθώς το υπογραμμίζει στο τελευταίο του βιβλίο-- μπορεί να προέλθει μόνο «από τα κάτω» ή από την ανεμπόδιστη ανάπτυξη της πρωτοβουλίας των πολιτών, που εκτείνεται σε ένα μεγάλο εύρος: από τη δημόσια συζήτηση μέχρι τη διαμαρτυρία και την αγανάκτηση που προκαλούν οι επιπτώσεις της κρίσης. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι δεν θα παρεκτραπεί η ίδια σε έναν εθνικισμό που θυματοποιεί, ότι θα αποδειχτεί ικανή να προτείνει εναλλακτικές λύσεις, οι οποίες θα έχουν νόημα για την πλειοψηφία των πολιτών της ευρωπαϊκής ηπείρου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα χρειαστεί, επίσης, να αναδειχτεί μια ιστορική ηγεσία και μια πολιτική πρόταση που να μπορεί να εισακουστεί από όλους, τον καθένα στο ιδίωμά του. Κάποιοι μίλησαν για ένα ευρωπαϊκό New Deal. Δεν θα το περιμένουμε, βέβαια, από την κυρία Μέρκελ…
Γι' άλλη μια φορά, γενικός συναγερμός! Το παλιό γαλλο-γερμανικό «ζευγάρι» --κινητήρια δύναμη ή τροχοπέδη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ανάλογα με την άποψη που έχει κανείς-- βρίσκεται στα πρόθυρα της διάλυσης. Πρέπει άραγε να μιλήσουμε ωμά στους γερμανούς γείτονές μας, που εκ της θέσεώς τους είναι έτοιμοι να μετατραπούν σε αφεντικά μας, ή μήπως καλύτερα ν' αρχίσουμε βάζοντας τάξη στα του οίκου μας, να κάνουμε συμβιβασμούς, μπας κι αποφύγουμε τα χειρότερα;
Είναι προτιμότερο, νομίζω, να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στην Ευρώπη ως σύνολο, μιας και οι συνισταμένες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος θα καταρρεύσουν ή θα διασωθούν όλες μαζί ταυτόχρονα. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ωστόσο, έχει ήδη σκαλώσει στο ζήτημα του προϋπολογισμού. Και, επιπλέον, έχει απαξιωθεί στις συνειδήσεις. Αυτό δεν αίρει βέβαια την ύπαρξη ενός ενιαίου πολιτικού συστήματος, που δεν είναι ούτε εθνικό ούτε ακριβώς ομοσπονδιακό και συγκεντρώνει σωρευτικά τις αρνητικές επιπτώσεις των δύο επιπέδων, ελέγχοντας και αποφασίζοντας εφεξής για τα πάντα. Το διαπιστώσαμε παρακολουθώντας τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ιταλία και τη Γαλλία.
Λόγω μιας μη αναστρέψιμης, απ' ό,τι φαίνεται, ακυβερνησίας, η Ιταλία πληρώνει τον λογαριασμό των χρόνων του μπερλουσκονισμού και της «άνωθεν επανάστασης», η οποία, κατ' εντολήν των Βρυξελλών και της Φραγκφούρτης, έφερε στην κυβέρνηση μια ομάδα τεχνοκρατών στενά συνδεδεμένων με το διεθνές τραπεζικό σύστημα. Η χώρα προσπαθεί να ξεφύγει γλιστρώντας σταδιακά από τον κοινοβουλευτισμό προς τον προεδρισμό, αλλά η απόπειρα στερείται παντελώς λαϊκής βάσης και η επιτυχία της δεν είναι διόλου εγγυημένη. Η Γαλλία, προφυλαγμένη καθώς λέγεται από την κυβερνητική αστάθεια χάρη στους θεσμούς της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας, πλήττεται με τον αντίστροφο τρόπο.
Ο πρόεδρος Ολάντ, που εκλέχτηκε με την υπόσχεση να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη κοινωνική ανασφάλεια, μην μπορώντας ή μη θέλοντας να έρθει αντιμέτωπος με τον χρηματιστικό καπιταλισμό που κηδεμονεύει όλες του τις πρωτοβουλίες, έχει περιέλθει σε κατάσταση πλήρους αδυναμίας. Και, καθώς η προσπάθειά του να παίξει έναν ρόλο, συνασπίζοντας τον «Νότο» ή παρασύροντας τους γερμανούς γείτονες στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας στην Αφρική ξεθύμανε στο πέρασμα του χρόνου, παλινδρομεί μεταξύ αντιδημοτικότητας και «τιμωρίας» των αγορών, κινδυνεύοντας να συνδυάσει και τα δύο. Ακυβερνησία από τη μια πλευρά, ακινησία από την άλλη: ιδού τι ονομάζεται κρίση του συστήματος.
Βεβαίως, αυτή η κρίση έχει κάθε φορά εθνικές ρίζες, προκύπτει όμως επίσης και από τις συνθήκες στην Ευρώπη. Κι έχει συνέπειες για όλη την Ευρώπη, που αναπόφευκτα θα επιδεινώσουν την κρίση, αν δεν βρεθεί κάποια συνολική λύση. Σήμερα, δεν έχουν προσβληθεί μόνον οι «περιφερειακές χώρες», αλλά δύο ιδρυτικά κράτη-μέλη της Ένωσης, τα πιο ισχυρά μετά τη Γερμανία. Δεδομένου ότι η εγκαθίδρυση ομοσπονδιακών θεσμών απέτυχε, αφού κανένα κράτος δεν τους επιθυμούσε, η χάραξη της πολιτικής αποφασίζεται πάντα με βάση τους συσχετισμούς ισχύος μεταξύ των χωρών. Η παραλυσία, αν όχι η διάσπαση, είναι βέβαια. Και οι λαοί που γυρίζουν πλέον την πλάτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα αποτελέσουν τα πρώτα θύματα.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τις αιτίες αυτής της κατάστασης, αν θέλουμε να σχεδιάσουμε λύσεις. Θα ήθελα να υπογραμμίσω δύο, που έχουν ζωτική σημασία. Για την πρώτη αρκεί μία λέξη: ανισότητες, καλπάζουσες ανισότητες. Πρόκειται για κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες δεν αφήνουν ανέγγιχτη καμία χώρα (ούτε καν τη Γερμανία), αλλά κατανέμονται άνισα μεταξύ των γεωγραφικών περιοχών και των κρατών. Πρόκειται επομένως, κατά κάποιον τρόπο, για μια ανισότητα μέσα στην ανισότητα, την οποία η κρίση επιδείνωσε δραματικά, επιβάλλοντας σε ορισμένες μεσογειακές χώρες μια βιαιότητα που δεν απέχει πολύ από τη βία του πολέμου. Η διάλυση της κοινωνίας αντιφάσκει ωστόσο με τους διακηρυγμένους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πιθανότερο είναι ότι τα αντιπροσωπευτικά συστήματα διακυβέρνησης δεν θα μπορέσουν να αντέξουν για πολύ την κατάσταση της κοινωνικής διάλυσης. Και είναι γελοίο να πιστεύουμε ότι μπορούμε να επανιδρύσουμε την κοινοτική πολιτική, χωρίς να πάρουμε μέτρα κοινωνικής σωτηρίας.
Αυτό μας οδηγεί στη δεύτερη αιτία: την επιστροφή των εθνικισμών, από τους οποίους δεν ξεφεύγουν σήμερα ούτε οι «κυρίαρχοι» ούτε οι «κυριαρχούμενοι». Πιθανότατα, το «ευρωπαϊκό σχέδιο» είχε υποτιμήσει τη δύναμη του εθνικισμού, όχι μόνο γιατί δεν έλαβε υπόψη του τις πολιτισμικές παραμέτρους ή τα ίχνη των μεγάλων τραγωδιών του 20ού αιώνα, αλλά και επειδή η ασφάλεια και η κοινωνική αλληλεγγύη οικοδομήθηκαν εξ ολοκλήρου πάνω στην εθνική συνοχή. Παραμένει ωστόσο βέβαιο ότι η εκτροπή της Ευρώπης προς μια νομισματική ένωση, που βρίσκεται στην υπηρεσία μιας οικονομικής τάξης αμιγώς ανταγωνιστικής, εξαπέλυσε στο εσωτερικό της τον πόλεμο όλων εναντίον όλων. Μέσα σ' αυτό τον πόλεμο, οι πιο ισχυροί συντρίβουν τους πιο αδύναμους, προτού εκτεθούν και οι ίδιοι στις επιπτώσεις μιας παγκοσμιοποίησης της οποίας υπήρξαν τα πιόνια.
Ενάντια σε τέτοιου είδους εξελίξεις δεν υπάρχει απλή λύση, καθώς είναι απαραίτητη η σύμπραξη απόψεων, εχθρικών μεταξύ τους σήμερα, όπως και η ανατροπή κατευθύνσεων που θεωρούνται ταμπού. Αυτός όμως είναι ένας επιπλέον λόγος για να θέσουμε τώρα το ζήτημα της επανίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με στόχο την ανοικοδόμηση μιας άλλης Ευρώπης. Αυτό --και ο Ούλριχ Μπεκ ορθώς το υπογραμμίζει στο τελευταίο του βιβλίο-- μπορεί να προέλθει μόνο «από τα κάτω» ή από την ανεμπόδιστη ανάπτυξη της πρωτοβουλίας των πολιτών, που εκτείνεται σε ένα μεγάλο εύρος: από τη δημόσια συζήτηση μέχρι τη διαμαρτυρία και την αγανάκτηση που προκαλούν οι επιπτώσεις της κρίσης. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι δεν θα παρεκτραπεί η ίδια σε έναν εθνικισμό που θυματοποιεί, ότι θα αποδειχτεί ικανή να προτείνει εναλλακτικές λύσεις, οι οποίες θα έχουν νόημα για την πλειοψηφία των πολιτών της ευρωπαϊκής ηπείρου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα χρειαστεί, επίσης, να αναδειχτεί μια ιστορική ηγεσία και μια πολιτική πρόταση που να μπορεί να εισακουστεί από όλους, τον καθένα στο ιδίωμά του. Κάποιοι μίλησαν για ένα ευρωπαϊκό New Deal. Δεν θα το περιμένουμε, βέβαια, από την κυρία Μέρκελ…
Θα κάνω ωστόσο την υπόθεση ότι μια τέτοια πρόταση πρέπει να προέλθει από τη Γερμανία, όχι επειδή αποτελεί «το κέντρο», αλλά επειδή είναι πρωταρχικό καθήκον να πειστεί η μάζα των γερμανών πολιτών να ανταλλάξουν τα (σχετικά) οφέλη που αντλούν από την κρίση και τα (προσωρινά) πλεονεκτήματα της οικονομικής υπεροχής τους με το συλλογικό συμφέρον όλων, μακροπρόθεσμα. Για να γίνει αυτό, απαιτείται να συντρέξουν πολλές προϋποθέσεις, καθεμιά από τις οποίες είναι δύσκολη, ενώ η εκπλήρωση όλων μοιάζει απίθανη. Ακριβώς γι' αυτό το λόγο, όμως, θέλησα να τονίσω εδώ την αναγκαιότητά τους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στη «Liberation», στις 2.5.2013
Μετάφραση: Χρυσάνθη Αυλάμη
H Eυρώπη υπάρχει. Όχι όπως την οραματιστήκαμε αλλά όπως την έχουμε ζήσει. Όταν, πριν 20 έτη η επίσκεψή μας σε χώρα της Ευρώπης ήταν έκπληξη και γεμάτη εμπειρίες, και η επιστροφή στην Ελλάδα έμοιαζε με επιστροφή σε χώρα τριτοκοσμική, τότε η Ευρώοη αντανακλούσε την ευγένεια, το καλά ρυθμισμένο σύστημα νόμων, βλέπαμε και θαυμάζαμε την καθαριότητα και τους καλά στρωμένους δρόμους. Σήμερα απέναντι σε αυτά τα δεδομένα που είχαμε να φτάσουμε, πόσο έχει προχωρήσει η Ελλάδα; Κατά πόσο τηρούνται οι συμφωνημένες όχι δόσεις ούτε απολύσεις - κατά πώς όλοι ταυτίζουν την Ευρώπη με αυτά- αλλά οι προκαθορισμένες συμφωνίες για να φθάσουμε τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Για παράδειγμα η ΕΒΖ τηρεί την συμφωνία για μετατροπή του εργοστασίου; Και, προπάντων, με ποιές συνθήκες και κέρδη για την πατρίδα μας γίνονται συμφωνίες και καταρτίζονται μνημόνια; Λέμε το όχι στα σημεία που πρέπει; Όχι ως σωβινιστές όπως το συνηθίζουμε αλλά ως πραγματικοί καλοπροαίρετοι συμμέτοχοι των ευρωπαϊκών αγαθών. Ποιά είναι αυτά; Η ειρήνη η δημοκρατία, τα βασικά , που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χαθούν.
ΑπάντησηΔιαγραφή