Οταν στις 21 Ιουνίου ορκιζόταν η κυβέρνηση Σαμαρά, δεν ήσαν λίγοι εκείνοι που ήλπισαν ότι η αστάθεια θα τερματιζόταν, ότι η Ελλάδα θα κατόρθωνε να αντιμετωπίσει την οξύτατη οικονομική κρίση, ξεπερνώντας την ανησυχητική επιδείνωση των σχέσεων με τους ευρωπαίους εταίρους, με ενιαία πολιτική και με την απαιτούμενη αποφασιστικότητα. Η ελπίδα θεμελιωνόταν στην ευρεία κοινοβουλευτική στήριξη της νέας κυβέρνησης από τρία κόμματα τα οποία συνέπιπταν στην εθνική προτεραιότητα η χώρα να παραμείνει στο ευρώ και στην ΕΕ. Τις τελευταίες μέρες η αβεβαιότητα έμοιαζε να επιστρέφει. Προφανής πολιτική αιτία ήταν η αναντιστοιχία ανάμεσα σε όσα έλεγαν κατά την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο τα τρία κόμματα και αυτά που καλούνται να εφαρμόσουν σήμερα. Ηδη προεκλογικά επισημαινόταν από πολλές πλευρές ότι οι τότε υποσχέσεις («αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου», προώθηση «ισοδύναμων μέτρων» χωρίς να επιβαρυνθούν άλλο τα εισοδήματα) δεν ανταποκρίνονταν σε πραγματικές δυνατότητες.
Ερωτηματικά προκαλούν πάντως οι αντιρρήσεις του Ευάγγελου Βενιζέλου, όταν ο ίδιος πριν από λίγους μήνες δίπλα στον Λουκά Παπαδήμο είχε σηκώσει μεγάλο μέρος από το βάρος της διαπραγμάτευσης με δύσπιστους, αυστηρούς, κάποτε εχθρικούς, εταίρους για τη δεύτερη δανειακή σύμβαση της χώρας. Διότι καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον στην παρούσα Βουλή γνωρίζει τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν ώστε να αποτραπεί η χρεοκοπία της χώρας, η εξώθηση στην έξοδο από το ευρώ, προς την οποία πίεζαν αφόρητα οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις, μαζί με διαμορφωτές της κοινής γνώμης στην ΕΕ, και επανέρχονται τώρα δριμύτερες. Ακόμα επειδή με την επιχειρηματολογία του είχε συμβάλει στην αποδοχή του οικονομικού προγράμματος, σε όποιον βαθμό στάθηκε εφικτό, από την τότε Βουλή και από την κοινωνία.
Δεν μπορεί να υποτιμηθεί πόσο έχουν πληγεί ευρύτατα στρώματα της κοινωνίας, τα οποία καλούνται τώρα να πληρώσουν κι άλλα. Ομως οι δυνάμεις που μετέχουν στην ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας τούτες τις κρίσιμες στιγμές έχουν υποχρέωση να εκθέσουν δημόσια τις πραγματικές δυνατότητες που υπάρχουν. Καθώς χρόνος δεν μας προσφέρεται πια, αυτό συνεπάγεται, πρώτον, να κλείσουν οι συνομιλίες για τα μέτρα του Μεσοπρόθεσμου, ώστε να καταρτιστεί από την τρόικα μια έκθεση που να επιτρέψει από τον Σεπτέμβριο τη συνέχιση χρηματοδότησης της χώρας. Επιβάλλεται αν θέλουμε να αποτραπεί μια άμεση καταστροφή. Πέρα από τις όποιες δυνατότητες για πολιτική διαπραγμάτευση με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα έχουν διαμορφωθεί τότε - ας μην τρέφουμε μεγάλες προσδοκίες - χρειάζεται, δεύτερον, να προχωρήσουμε γρήγορα σε ένα εθνικό, δικό μας σχέδιο για την ανακατανομή των μειουμένων διαθέσιμων εγχώριων πόρων ώστε να εξασφαλιστεί η κάλυψη των πιο βασικών κοινωνικών αναγκών και συνάμα να στηριχθεί και να επεκταθεί ό,τι ανταγωνιστικά παραγωγικό μπορεί να προχωρήσει στη χώρα. Εδώ εντάσσεται μια σωστή, επιτέλους, φορολογική μεταρρύθμιση, κινητοποίηση της δημόσιας διοίκησης, διαπραγματεύσεις μεταξύ επιχειρήσεων και εργαζομένων βάσει επίγνωσης των κοινωνικών αδικιών και ανισοτήτων, της χειρότερης προπάντων που είναι η διογκούμενη ανεργία. Μόνον έτσι μπορεί να ανοίξει προοπτική ελπίδας για την κοινωνία.
Στο μεταξύ η Ευρώπη κλυδωνίζεται από την κρίση, υπό αίρεση τίθεται η επιβίωση καν της ευρωζώνης, κεντρόφυγες δυνάμεις ενισχύονται. Γενικευμένη είναι η πεποίθηση ότι απαιτούνται πλέον άμεσα γενναίες αποφάσεις, που ισχυρές κυβερνήσεις ως τώρα ανέβαλλαν από κοντόφθαλμους υπολογισμούς εσωτερικής πολιτικής. Στο νέο πλαίσιο που θα φτιαχτεί θα θέλουμε να είμαστε παρόντες. Αλλά και για το λιγότερο πιθανό, χείριστο σενάριο, το εθνικό σχέδιο το χρειαζόμαστε. Για την κατάρτισή του οι αριστερές αξίες της εργασίας και της αλληλεγγύης είναι απαραίτητες, αν δεν θέλουμε σε συνθήκες εντεινόμενης φτώχειας και αγριότητας είτε να μας σαρώσουν οι αγορές είτε να εγκλειστούμε σε αυταρχικούς εθνικισμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.