Σελίδες

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Το άδοξο τέλος της μεταπολίτευσης


The Books’ Journal, τχ. 16, Φεβρουάριος 2012. 
 Σταύρου Ζουμπουλάκη, Ανίερη Συγκυβέρνηση. 
Μια διάλεξη για την ελληνική κρίση, 
Πόλις, Αθήνα, 2011, σ. 39.

1. Ένα ακόμη βιβλίο για την κρίση ;
Ένα ακόμη βιβλίο για την «κρίση», σίγουρα δεν αποτελεί είδηση για την ελληνική εκδοτική αγορά. Μια βόλτα στα βιβλιοπωλεία, άλλωστε, αποδεικνύει ξεκάθαρα πως τα ράφια με «τα βιβλία της κρίσης», αυξάνονται δυσανάλογα πλέον σε σχέση με τις άλλες εκδόσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μάλιστα, οι τίτλοι προειδοποιούν τον επαρκή αναγνώστη : «καλώς ήλθατε στο βασίλειο των οικονομολόγων». Σύμπτωμα κι αυτό της κρίσης ∙ εδώ και δύο περίπου, χρόνια μάθαμε να χαρίζουμε την ερμηνεία της αγωνίας μας για το μέλλον σε περισσότερο ή λιγότερο ενημερωμένους οικονομολόγους-σχολιαστές, λες και δεν ξέραμε ήδη από την αρχή πως η κρίση δεν είναι κυρίως οικονομική αλλά βαθιά πολιτική. Λες και δε βλέπαμε πως όλη αυτή η ακατάσχετη τεχνική ορολογία ξέφευγε από τα όρια της επιστήμης προκειμένου να γίνει σταδιακά μια λογοθετική κατηγορία «οικονομισμού», οργανικά συνδεδεμένη με την «πολιτική του άγχους».
Από αυτή την άποψη, το πρόσφατο βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη έχει ένα διπλό ενδιαφέρον : δεν είναι μόνο ένα βιβλίο για την ελληνική κρίση (ειδικά μέσα στην πρόσφατη συγκυρία της κυβερνητικής διαχείρισης της) αλλά ένα βιβλίο που διεκδικεί συνολικότερα την επιστροφή στην πολιτική. Αξίζει επομένως να συζητηθεί, όχι μόνο με όρους επικαιρότητας αλλά με βάση τις γενικότερες πολιτικές θέσεις που υποστηρίζει.


2. Εσωτερικές και εξωτερικές όψεις της κρίσης

Το βιβλίο του Σ.Ζ. είναι γραμμένο μέσα σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα. Στην αρχική μορφή του, το κείμενο εκφωνήθηκε ως ομιλία σε μια εκδήλωση που οργάνωσε η καθολική ενορία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή και η Ένωση Γάλλων του εξωτερικού, σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο, τη μέρα που ελάμβανε ψήφο εμπιστοσύνης η κυβέρνηση Παπαδήμου. Πρόκειται, επομένως, για μια ομιλία που εμπεριέχει όχι μόνο το στοιχείο της ανάλυσης αλλά και το στοιχείο της άμεσης παρέμβασης, μπροστά σε ένα κοινό ενοριτών και μεταναστών, που βλέπει υποχρεωτικά την ελληνική κρίση με τη δική του οπτική γωνία, τις δικές του ανησυχίες και ελπίδες. Ο Σ. Ζ. συμμετέχει σε αυτή τη συζήτηση ως ενημερωμένος πολίτης και ως ενεργός διανοούμενος, όχι πάντως ως «ειδικός» - σημειώνοντας προκαταβολικά πως οι «ειδικοί» δεν μπορούν να καθοδηγούν πολιτικά την κοινωνία. Εξάλλου, οι λύσεις που προτάθηκαν αρχικά από τους «ειδικούς» μπορούν ήδη να κριθούν. Οι «σοφές κεφαλές [που] θεωρούσαν ότι η άγρια λιτότητα θα βγάλει την Ελλάδα από την κρίση και τη σώσει από τη χρεοκοπία», (σ. 11) απέδειξαν ήδη το βεληνεκές της σοφίας τους.

Ο συγγραφέας, κωδικοποιώντας τα βασικά χαρακτηριστικά της κρίσης, διακρίνει μια εξωτερική και εσωτερική πτυχή της. Η εξωτερική πτυχή αφορά «την παγκόσμια συστημική κρίση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού», που αντιστοιχεί στη νέα φάση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Σε αυτή ακριβώς τη φάση του ύστερου καπιταλισμού, οι εθνικές οικονομίες όχι μόνο απώλεσαν τη στοιχειώδη προστασία τους, αλλά και πολλές από τις θεσμικές κατακτήσεις των νεοτερικών δυτικών δημοκρατιών βρέθηκαν σε υποχώρηση : το κοινωνικό κράτος άρχισε να γίνεται ακριβό, η παιδεία και η υγεία άρχισε να κοστίζει υπέρμετρα στους κρατικούς προϋπολογισμούς, η εργασία άρχισε να συμπιέζεται προς τα κάτω, η αγορά οδηγήθηκε σε μια άναρχη «αυτορρύθμιση» στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και της μεγέθυνσης. Τις τελευταίες δεκαετίες, ακόμα και οι νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί και θεωρητικοί άρχισαν να βλέπουν με τρόμο «την αποχαλίνωση του καπιταλισμού», που εξελισσόταν μπροστά τους.

Ο Σ. Ζ. ξεχωρίζει δύο άμεσες συνέπειες αυτής της νέας κατάστασης. Η πρώτη αφορά τις επιπτώσεις στην εργασία και η δεύτερη αφορά τις επιπτώσεις στη δημοκρατία. Η αυξανόμενη ανεργία δεν αποτέλεσε απλώς πρόσκαιρο σύμπτωμα της αναδιάταξης των παραγωγικών σχέσεων, όπως σε άλλες φάσεις των καπιταλιστικών κρίσεων. Έγινε συστημικό γνώρισμα της οικονομίας αλλά και μόνιμη ανθρωπολογική παράμετρος της νέας βιοπολιτικής συνθήκης. Η αυτοπραγμάτωση μέσω της εργασίας έδωσε τη θέση της σε ένα διαρκή αγώνα επιβίωσης που ενέτεινε τον ατομικισμό, υπονομεύοντας έτσι «κάθε έννοια συλλογικού βίου και κάθε έλλογη αντιστασιμότητα στο κοινωνικό κακό και την αδικία» (σ. 15.). Από την άλλη μεριά, η εισβολή των αγορών στη διαμόρφωση πολιτικών αποφάσεων οδήγησε γρήγορα σε κρίση αντιπροσώπευσης. Το παράδειγμα του ευρωπαϊκού Νότου είναι ενδεικτικό : στις χώρες που βρέθηκαν στο επίκεντρο της οικονομικής κρίσης (Ελλάδα, Ιταλία), οι εκλεγμένοι πρωθυπουργοί παραιτήθηκαν και οι κυβερνήσεις τους αντικαταστάθηκαν – χωρίς εκλογική νομιμοποίηση - από σχήματα τεχνοκρατών, κατά τεκμήριο ικανότερων για τις περίφημες διαπραγματεύσεις με τις αγορές. Ο «φόβος της δημοκρατίας» εγκαθίσταται αργά αλλά σταθερά στους θεσμούς, εθνικούς και υπερεθνικούς, ανοίγοντας το δρόμο για λογής λογής εκτροπές. Η αδυναμία των κοινοτικών θεσμών να ελέγξουν έγκαιρα και δραστικά την κρίση, με πολιτικούς όρους, με την υπεράσπιση, δηλαδή, της δημοκρατικής φυσιογνωμίας του ευρωπαϊκού «συνανήκειν», οδήγησε σε ένα μοντέλο οικονομικών αυτοματισμών και προσαρμογών, το οποίο όλο και περισσότερο βαθαίνει την απόσταση των ευρωπαϊκών κοινωνιών από τις εκλεγμένες ηγεσίες τους.

Αυτό, ωστόσο, δεν αποτελεί άλλοθι για την εσωτερική πτυχή της κρίσης, όπως εξειδικεύεται στο παράδειγμα της Ελλάδας. Όπως σωστά σημειώνει ο Σ. Ζ., ακόμη και αν δεν υπήρχε αυτή η νεο-καπιταλιστική κρίση, η ελληνική κοινωνία διέθετε όψεις και μηχανισμούς παραγωγής χρέους και ελλειμμάτων που θα την οδηγούσαν σε κρίση. Οι όψεις αυτές έχουν καταδειχτεί αναλυτικά στη δημόσια συζήτηση των τελευταίων χρόνων. Και πάλι ιεραρχώντας τις βασικές παθογένειες, ο συγγραφέας αναφέρεται στο πελατειακό, αναξιοκρατικό και αναποτελεσματικό κράτος, αλλά και στη γενικευμένη ανομία που έχει υιοθετηθεί ως καθημερινή πρακτική από τους ίδιους τους Έλληνες πολίτες. Ο κατάλογος είναι μακρύς και τον γνωρίζουμε εμπειρικά όλοι μας. Από την εκτεταμένη φοροδιαφυγή ως τα αυθαίρετα κτίσματα, και από τις επετειακές μαθητικές καταλήψεις ως την ατιμωρησία των παραβατών του ΚΟΚ, η ανομία δεν δηλώνει μόνο ένα διαλυμένο μηχανισμό που αδυνατεί να υπερασπιστεί το κράτος δικαίου και το δημόσιο συμφέρον αλλά, επιπροσθέτως, κολακεύει τα πιο γραφικά στερεότυπα του νεοελληνικού ατομικισμού. Η αγανάκτηση, η οργή και η «αυτοθυματοποίηση» γυρεύει πάντα να ρίξει το άδικο σε κάποιους «άλλους» που φταίνε, εκτονώνοντας σε θυμικό επίπεδο τα πολιτικά αντανακλαστικά, που θα όφειλε να έχει μια συντεταγμένη «κοινωνία των πολιτών». Η «αθώωση της κοινωνίας», ωστόσο, και η μονομερής καταδίκη του πολιτικού συστήματος δεν είναι λύση, αλλά μέρος του προβλήματος, στο επίπεδο, τουλάχιστον, της διαμόρφωσης πολιτικών συναισθημάτων. «Ένας τέτοιος ψυχισμός», παρατηρεί ο Σ. Ζ. «μειώνει τα έλλογα αποθέματα της κοινωνίας και, άρα, την ψύχραιμη ορθολογική δημόσια συζήτηση για τον εντοπισμό των αιτιών της σημερινής κακοδαιμονίας» και την αναζήτηση των λύσεων». (σ. 23). Ας κρατήσουμε ετούτη την παρατήρηση. Σε μια κοινωνία που εξιδανίκευσε την «αγανάκτηση», θεωρώντας την περίπου ως νέα πολιτική συνθήκη αυθεντικής αντιστασιακότητας, χωρίς ποτέ να θελήσει να την αναλύσει για να διακρίνει τις αποχρώσεις της, καλό είναι να θυμόμαστε πως τα κίνητρα αυτής της αγανάκτησης είναι εντέλει πολλαπλά – και όχι πάντα απαλλαγμένα από ιδιοτέλειες.

3. Η κρίση του πολιτικού συστήματος και η εμπλοκή της ακροδεξιάς.

Στο δεύτερο μέρος του δοκιμίου του, ο Σ. Ζ. εστιάζει στη σημερινή κατάσταση, στην τριμερή κυβέρνηση συνεργασίας (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ), υπό τον Λουκά Παπαδήμο. Χωρίς περιστροφές, ο συγγραφέας εντοπίζει το κύριο πολιτικό γνώρισμα αυτής της συγκυβέρνησης : «Για μένα», γράφει, το γνώρισμα αυτό συνίσταται στη «συμμετοχή της λαϊκιστικής, εθνικιστικής, αντισημιτικής ακροδεξιάς σε αυτήν». «Μια συμμετοχή, μάλιστα που δεν την απαιτούσε καμιά κοινοβουλευτική αριθμητική, αφού τα δύο πρώτα κόμματα, η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, συγκεντρώνουν πάνω από 230 έδρες». (σ. 24). Κόντρα στο κυρίαρχο αφήγημα περί «συναίνεσης» και «εθνικής σωτηρίας», για τον συγγραφέα, η πραγματική «κόκκινη γραμμή» που ορίζει την ποιότητα ή την παρακμή της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, είναι το αν και κατά πόσο η κρίση ευνοεί τη νομιμοποίηση της ακροδεξιάς με όλα τις παραφυάδες της : τον αντισημιτισμό, το ρατσισμό, τον εθνικισμό, τη μνησικακία, το νεο-φασισμό.

Ακούστηκε συχνά όλη αυτή την περίοδο πως η μετατόπιση της ελληνικής ακροδεξιάς σε πιο «ήπιες» θέσεις, καθώς και η ενσωμάτωσή της στη νομή της εξουσίας είναι ένα θετικό στοιχείο, στο βαθμό που της αφαιρεί το ριζοσπαστικό αρνητισμό της, την ωμή έκφραση του «λόγου του μίσους» και την υποχρεώνει σε μια διαπραγμάτευση με βάση το σταθερό άξονα ενός κεντρώου αστικού μπλοκ δυνάμεων. Με άλλα λόγια, συχνά η πορεία της ελληνικής ακροδεξιάς αντιμετωπίστηκε ως μια πορεία ιδεολογικής εξομάλυνσης και υπευθυνοποίησης, στο όνομα, μάλιστα, ενός «ορθού λόγου» που αφορά το μέσο Έλληνα πολίτη. Καλύπτοντας το κενό της αριστεράς, λένε πολλοί, - ανάμεσά τους και ο συγγραφέας - η ακροδεξιά προσέγγισε τα λαϊκά και μεσαία στρώματα, ανταποκρινόμενη σε πραγματικά κοινωνικά προβλήματα, όπως π.χ. το μεταναστευτικό, ή το δικαίωμα της ασφάλειας. Φτάνει όμως αυτό για να εξαγνίσει την ακροδεξιά και να οδηγήσει στην υποτίμηση της συμμετοχής της στην εξουσία ; Για κάποιους άλλους, προερχόμενους ακόμα και από τη μεταρρυθμιστική και εκσυγχρονιστική αριστερά, το πρόβλημα αυτό προβλήθηκε ως δευτερεύον, ακριβώς επειδή η πολιτική προσδοκία της διακυβέρνησης, σε ώρες κρίσιμες, δεν άφηνε πολλά περιθώρια διερώτησης για το πραγματικό περιεχόμενο και τη σύνθεση της διακυβέρνησης. Είναι όμως έτσι ;

Με ένα εύγλωττο παράδειγμα, ο συγγραφέας εντοπίζει τη συμβολική στιγμή αυτής της νέας συνθήκης, που μετατρέπει μέσω της κυβέρνησης Παπαδήμου, την πολιτική κρίση σε πολιτειακή κρίση : «Έτσι λοιπόν 37 χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, την παραμονή του εορτασμού της 38ης επετείου του Πολυτεχνείου, ορκίστηκε κυβέρνηση σοσιαλιστών και ακροδεξιών μέσα στη γενική σιωπή και ανακούφιση! Δεν μπορώ να φανταστώ πιο άδοξο τέλος της Μεταπολίτευσης! Ο πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς συγκυβερνάει με τον παλαιό Γραμματέα της Νεολαίας της ΕΠΕΝ (το κόμμα του Παπαδόπουλου) και πρόεδρο επίσης του λεπενικού Ελληνικού Μετώπου». (σ.33). Για τον Σ. Ζ, η συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση δεν αποτελεί ένα αιφνίδιο αλλά υποχρεωτικό «ατύχημα» λόγω των ειδικών συνθηκών του σχηματισμού της (συγ)κυβέρνησης, μετά την ανεύθυνη και τυχοδιωκτική πιρουέτα (δημοψήφισμα) του Γ.Α.Π. Είναι μια επιλογή που εκθέτει το πολιτικό σύστημα και παγιδεύει συνολικά την πολιτική ζωή των δημοκρατικών πολιτών αυτού του τόπου. Το φάντασμα της ακροδεξιάς νομιμοποιείται και εγκαθιδρύεται καθημερινά – με ευθύνη των ΜΜΕ - στις ζωές των Ελλήνων πολιτών, ενισχύοντας τις πολιτικές του φόβου και της ανασφάλειας. Ταυτόχρονα αλλοιώνει τον ίδιο το χαρακτήρα της δημοκρατίας, αναδεικνύοντας ως κρίσιμο συμπαίκτη των νέων πιθανών συνεργασιών ένα φάσμα αντιδραστικών και δημαγωγικών δυνάμεων που πλειοδοτεί στις εθνικιστικές αναδιπλώσεις.

Ας πάρουμε στα σοβαρά αυτή την απειλή. Πέρασε ο καιρός που η ακροδεξιά μοίραζε μόνο cult βιβλία σε τηλεοπτικές εκπομπές και έκανε μόνο εθνοπατριωτικά μνημόσυνα στον Γράμμο. Σήμερα, διαθέτει υπουργούς που έχουν λόγο και εξουσία. Όποιος παρακολουθεί τις σχετικές ανακοινώσεις του ΛΑΟΣ, θα διαπιστώσει πως το κόμμα του κ. Καρατζαφέρη έχει αναλάβει να βάψει τη «μπλε πολυκατοικία» με ένα «μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο». Η έλλειψη αντίδρασης μπροστά στο φάντασμα της ακροδεξιάς, (ακόμα και από τους προοδευτικούς διανοούμενους), δείχνει ήδη τα χαλαρά αντανακλαστικά μιας κοινωνίας, που, ζαλισμένη από την κρίση, παρακολουθεί μόνο τις περιπέτειες της «επόμενης δόσης», χωρίς να σκέφτεται τον πολιτικό χάρτη της πορείας της.

4. Ένα νέο πολιτικό ακροατήριο ;

Αναγνωρίζοντας τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν γύρω από την κυβέρνηση Παπαδήμου, ο Σ. Ζ. δεν εύχεται, ωστόσο, την αποτυχία της. Στον επίλογο του δοκιμίου, ο συγγραφέας προσπαθεί να περιγράψει τα προβλήματα εκείνα που καλείται να αντιμετωπίσει αυτή η κυβέρνηση : την οικονομική εξαθλίωση της κοινωνίας, την ανεργία, την απώλεια ενός σημαντικού ανθρώπινου δυναμικού που εγκαταλείπει τη χώρα, την δύσκολη συμπόρευση με τους άλλους λαούς που μοιράζονται την κοινή ευρωπαϊκή περιπέτεια. Μόνιμη μέριμνα του συγγραφέα είναι το ερώτημα αν και κατά πόσο μπορεί να δημιουργηθούν νέα πολιτικά σχήματα και ακροατήρια που θα ξεπηδήσουν μέσα «από τα ερείπια του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος», για να επινοήσουν εκ νέου τους όρους και τους τρόπους της ύπαρξής τους στο μέλλον. Από αυτή την άποψη, ο Σ. Ζ. διαβλέπει στην κρίση μια νέα δυνατότητα για την ανασυγκρότηση του πολιτικού μας συστήματος : η ρήξη που έχει δημιουργήσει η κρίση μοιάζει – με ανεστραμμένο πρόσημο, έστω - να μας φέρνει πιο κοντά στην Ευρώπη, συντονίζοντας την ελληνική ιστορική συγχρονία με τις ανακατατάξεις που συμβαίνουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για αυτό ακριβώς το λόγο, ο συγγραφέας ανησυχεί περισσότερο : για τη στιγμή της μετάβασης από το μεταπολιτευτικό παράδειγμα σε ένα νέο παράδειγμα διακυβέρνησης, που προδίδει τις «θεμελιώδεις πολιτικές αρχές και αξίες της δημοκρατίας». (σ. 35). Επιμένοντας ότι οι όλες οι αλλαγές που θα συμβούν, δεν μπορούν να γίνουν ερήμην της βασικής ιδεολογικής διαχωριστικής γραμμής απέναντι στην ακροδεξιά, ο Σ. Ζ. τοποθετείται κριτικά απέναντι στη συγκυρία και προσπαθεί να ανιχνεύσει τη γέννηση μιας νέας πολιτικής ελπίδας. Μαχητικά αλλά όχι μηδενιστικά, το βιβλίο υπενθυμίζει ότι η κρίση της οικονομίας και της πολιτικής δεν πρέπει να εξελιχτεί σε κρίση της δημοκρατίας και των θεσμών.

Σημείωσα στην αρχή πως το βιβλίο του Σ. Ζ. διεκδικεί την επιστροφή στην πολιτική. Από αυτή την άποψη, είναι ένα βιβλίο που ξεχωρίζει για την επιχειρηματολογία του αλλά και την ηθικοπολιτική διάσταση της γραφής του. Μακριά από τον «οικονομισμό» αλλά και μακριά από αυτό το περίεργο μεταπολιτικό μείγμα «προτεσταντικού μεταρρυθμισμού» και «εθνικής σωτηριολογίας» που προβάλλεται πλέον ως καραμέλα από πολλές πλευρές στις μέρες μας, ο Σ. Ζ. εξακολουθεί να σκέφτεται και να γράφει ως ένας διανοούμενος της δημοκρατικής αριστεράς, που ξέρει ότι μερικές φορές πριν συζητήσουμε το θέμα και τις προτάσεις της αριστεράς, προηγείται η συζήτηση για το «συμβόλαιο» της ίδιας της δημοκρατικής μας συνύπαρξης. Το μικρό αυτό δοκίμιο, με τον ευθύβολο και αντιρρητικό λόγο του, συμβάλλει ουσιαστικά στη δημόσια συζήτηση, προκαλώντας γόνιμα ερωτήματα με την πολιτική «παρρησία» του ύφους του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.