Κώστας Ντιός, 2003 |
Σχολιάζει ο "Gustave Flaubert", 23.5.11
Σε πρόσφατο άρθρο (ολόκληρο στην προηγούμενη ανάρτηση) ο σ. Γεράσιμος Γεωργάτος θέτει το δίλλημα: «Με τους κερδοσκόπους ή με τους τραπεζίτες;» για να καταλήξει ότι πρέπει σε αυτή τη φάση να είμαστε με τους δεύτερους. Και ότι οι έλληνες πολίτες, ιδίως οι πιο αδύναμοι, δεν έχουν κανένα απολύτως συμφέρον να συνηγορούν σε αναδιαρθρώσεις και κουρέματα. Πρέπει να παρατηρήσω εισαγωγικά ότι ενώ η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι το ζήτημα για το οποίο συζητάει σύμπασα η υφήλιος από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Βερολίνο και αποτελεί, ίσως, την πιο κρίσιμη παράμετρο στις πολιτικές εξελίξεις, δεν συζητήθηκε ποτέ μέσα στη Δημοκρατική Αριστερά. Ούτε προσυνεδριακά αποτέλεσε αντικείμενο, ούτε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου όπου -συναινετικά και νόμιμα μεν, αλλά με έναν τεχνητό τρόπο- δεν έγινε καμιά συζήτηση. Αντ’ αυτής, στο πιο κρίσιμο ζήτημα αρκούμαστε στα κομματικά ανακοινωθέντα των τριών γραμμών. Απουσιάζουν δραματικά, όμως, οι αναλύσεις που στηρίζουν αυτές τις γραμμές.
Προκαταβολικά, και προς αποφυγή παρεξηγήσεων, πρέπει να πω ότι συμφωνώ μαζί του για την ανικανότητα της κυβέρνησης να προωθήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και τους εκσυγχρονισμούς που έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία. Όπως, επίσης, ότι η έξοδος από το ευρώ είναι μια επικίνδυνη επιλογή κατάλληλη μόνον για τον λαϊκισμό της αριστεράς. Όμως, χωρίς να λύσουμε τον κόμπο του χρέους, χωρίς να το καταστήσουμε βιώσιμο δεν μπορούμε να μιλάμε για προοπτική και ανάπτυξη. Και απ’ αυτή την άποψη δεν μπορούμε να απορρίψουμε, εκ των προτέρων και αβασάνιστα, μια φιλική αναδιάρθρωση που περιλαμβάνει και το κούρεμα, η οποία μπορεί να γίνει στα πλαίσια της ΕΕ και με τη σύμφωνη γνώμη των οργάνων της. Κι αυτό θα ήταν δυνατόν με κάποιες προϋποθέσεις, όταν αποτελεί την κύρια επιλογή της μεγαλύτερης δύναμης, της Γερμανίας.
Βεβαίως ενέχει πολλούς κινδύνους και γι’ αυτό πρέπει να είναι καλά προετοιμασμένη. Όποιος, όμως, νομίζει ότι θα περάσει τον Ρουβίκωνα του χρέους των 350 δις αβρόχοις ποσί, χωρίς δηλαδή περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, χωρίς προβλήματα σε νοσοκομεία και σχολεία, νομίζω ότι δεν έχει συνείδηση της κατάστασης. Το ερώτημα δεν είναι αν όλα αυτά θα συμβούν, αλλά αν θα γίνουν χωρίς αντίκρισμα ή θα αποτελέσουν την απαρχή μιας νέας πορείας.
Παρακολουθώ με προσοχή όλο τον ελληνικό τύπο και βλέπω την ένδεια του διαλόγου γύρω απ’ αυτό το ζήτημα. Όλοι αναπαράγουν τα χιλιοειπωμένα γενικόλογα επιχειρήματα για την αρνητική επίδραση στις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία. Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να την υπολογίσει. Δεν είμαι οικονομολόγος, αλλά σύμφωνα με τους υπολογισμούς της UΒS, (ΒΗΜΑ 15.5.11) από τα 27 δις ευρώ που είναι οι κινητές αξίες της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων, μόνον τα 11 δις είναι η συμμετοχή τους σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. Ένα κούρεμα της τάξης του 40% θα σήμαινε απώλεια 4,4 δις. Είναι μια σημαντική απώλεια στο σύνολο των 27. Θα μπορούσε αποφευχθεί η ζημία εξαιρώντας τα ταμεία; Ίσως, σε μια φιλική αναδιάρθρωση η οποία περιλαμβάνει την επιμήκυνση και το κούρεμα θα μπορούσε να επιλεγεί η επιμήκυνση. Εν πάση περιπτώσει, το οποιοδήποτε κόστος των 4,4 δις για τα ταμεία αλλά και για τις τράπεζες, θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί στο τέλος με τις συνολικές ζημίες, αλλά και τα κέρδη μια τέτοιας κίνησης που προσφέρει η διαγραφή χρεών κοντά στα 100 δις.
Και με τις τράπεζες τι θα γίνει; Ασφαλώς και οι τραπεζίτες θα πληρώσουν ένα μέρος της κρίσης. Στις ελληνικές θα μπορούσε να επιλεγεί η επιμήκυνση. Ίσως χρειαστεί το δημόσιο να αναπληρώσει το μετοχικό κεφάλαιο που θα χαθεί, οδηγώντας τες για ένα μικρό διάστημα σε κρατικοποίηση. Όμως, για μια δεκαετία άντλησαν τεράστια κέρδη. Και έτσι στο τέλος πρέπει να μετρήσουμε τα κέρδη και τις ζημίες από την αναδιάρθρωση.
Είναι τόσο απλά τα πράγματα; Ασφαλώς όχι. Θέλω να πω, όμως, ότι δεν μπορούμε να απορρίψουμε αβασάνιστα μια τέτοια ζωτική επιλογή για την ελληνική κοινωνία, χωρίς μια ουσιαστική συζήτηση. Για να την προετοιμάσουμε αν χρειαστεί. Δεν είναι λοιπόν ζήτημα φιλολογίας. Και όσοι μας λένε ότι δεν πρέπει να συζητάμε γιατί κάνουμε ζημιά, πρέπει να τους υπενθυμίσουμε ότι η αγορά βοά. Το έχει δηλώσει χίλιες φορές και το έχει προεξοφλήσει ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο. Δεν το λέει μόνο με λόγια, αλλά με τις τιμές των ελληνικών ομολόγων που έχουν ήδη υποστεί στην πράξη το πιο άγριο «κούρεμα».
Όσοι είναι κατά της αναδιάρθρωσης οφείλουν ταυτόχρονα με αριθμούς να μας πούνε πώς θα εξυπηρετηθεί ένα χρέος 150% του ΑΕΠ. Η μετάθεση του προβλήματος για αργότερα, απλώς συντελεί να φουσκώσει κι άλλο, για να σκάσει με μεγαλύτερο πάταγο. Γιατί οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Αλλά ακόμη και αν η Ελλάδα υποστεί μια 20ετή δοκιμασία σκληρής λιτότητας, λέει ο Σημίτης, για να αποφύγει την αναδιάρθρωση, τίποτε δεν εγγυάται ότι θα επιτύχει την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους.
«Οποιασδήποτε μορφής αναδιάρθρωση δεν μπορεί να συζητείται και πολύ περισσότερο να συμβεί πριν το 2013, όταν τεθεί σε ισχύ ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM), που συγκροτείται ειδικά για να επιτρέπει τις αναδιαρθρώσεις χρεών» λέει ο Γεωργάτος.
Όμως, όσο καθυστερεί η αναδιάρθρωση τόσο αυξάνεται το χρέος που δεν μπορεί να αναδιαρθρωθεί εξανεμίζοντας τα κέρδη από μια τέτοια κίνηση. Σύμφωνα με τον καθηγητή Οικονομικών στο INSEAD Harald Hau, «έως το 2013, τουλάχιστον το 50% του ελληνικού δημόσιου χρέους θα έχει μετασχηματιστεί, περνώντας από ιδιωτικά χέρια σε μεγάλους θεσμούς - πιστωτές, όπως το ΔΝΤ ή άλλοι διεθνείς οργανισμοί. Οι ιδιώτες πιστωτές; Θα έχουν εξαφανιστεί». Και οι νέοι πιστωτές θα απαιτήσουν με κατασχέσεις πια, που προβλέπονται από το αγγλικό δίκαιο στο οποίο υπάγεται η δανειακή σύμβαση των 110 δις όλο το χρέος τους. Δανειζόμαστε από τη μαφία για ξοφλήσουμε τη γιαγιά μας, όπως είπε κάποιος.
Επομένως, στο δίλλημα που θέτει ο Γεωργάτος ότι η αριστερά αντί να συντάσσεται με τους κερδοσκόπους, θα έπρεπε σε αυτή τη φάση να συντάσσεται με τους τραπεζίτες, νομίζω ότι η απάντηση της αριστεράς θα έπρεπε να είναι ούτε με τους κερδοσκόπους ούτε με τους τραπεζίτες, αλλά με τους φορολογούμενους. Είτε αυτοί είναι Έλληνες, είτε Γερμανοί. Γιατί όπως είπε κι ο Hau στο πρόσφατο συνέδριο του Economist, καθώς η Ελλάδα οδεύει προς την πτώχευση, με τη βοήθεια των πολιτικών, οι φορολογούμενοι πολίτες αντικαθιστούν τους τραπεζίτες που βρίσκονται στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η εκτέλεση θα γίνει, απλώς θα βρίσκεται άλλος στη θέση τους.
Η αριστερά οφείλει να συντάσσεται με τον δύσμοιρο κάτοικο της Ελλάδας του σήμερα και του αύριο, …ούτε με τους τοκογλύφους ούτε με τους τραπεζίτες…
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο χρέος των 350 δις ευρώ είναι ασύλληπτο και αστρονομικό.
Η συνεχής παραγωγή ελλείμματος, με αύξηση των δανειακών αναγκών για την συντήρηση ενός υπερβολικά μεγάλου δημοσίου τομέα και με μία ανορθολογική οικονομική διαχείριση των εσόδων του κράτους και των πόρων από την ΕΕ δεν μπορεί να συνεχισθεί.
Η κοινωνική πολιτική με δανεικά απέδειξε το αυτονόητο, δηλ. ότι δεν μπορεί να είναι βιώσιμη.
Η πολιτική επενδύσεων πρέπει να σχεδιασθεί από την αρχή για την δημιουργία μιας παραγωγικής βάσης, η οποία σήμερα έχει εντελώς συρρικνωθεί.
Σε περιβάλλον μιας λαϊκίστικης, ελάσσονος αντιληπτικότητας και δυνατότητας πολιτικής ηγεσίας, με τα κλασικά συμπτώματα του «αποτυχημένου νάρκισσου», το μοντέλο της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας και του εγωκεντρικού συντεχνιακού συνδικαλισμού οδήγησαν την χώρα σε πολιτισμική και οικονομική καταστροφή.
Ακόμη και σήμερα, είναι οφθαλμοφανές, ότι οι πολιτικές ηγεσίες όλων των κομμάτων είναι δέσμιες του «καταναγκασμού της επανάληψης» και των ονειρώξεων του παρελθόντος.
Φοβάμαι ότι και οι κάτοικοι αυτής της χώρας, ο αποκαλούμενος ελληνικός λαός, είναι στην ίδια κατάσταση, προς επιβεβαίωση της ρήσης: «κάθε λαός έχει την ηγεσία που του αξίζει».
Το μέλλον αυτού του τόπου, στην καλλίτερη των περιπτώσεων, είναι δυσοίωνο…
Παναγιώτης Κουτσοπίνης
"..απάντηση της αριστεράς θα έπρεπε να είναι ούτε με τους κερδοσκόπους ούτε με τους τραπεζίτες, αλλά με τους φορολογούμενους."
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είναι αόριστη, χωρίς πολιτικό στίγμα η άποψη " με τους φορολουγούμενους";
Κατά την γνώμη μου, ο Γεωργάτος - στο συγκεκριμένο άρθρο του- επιχειρηματολογεί κατά των σεναρίων που παίζονται για επιστροφή στην δραχμή.
Όταν γράφει "σ'αυτή τη φάση" αναφέρεται κατά την γνώμη μου, στην Ε.Κ.Τ. και στο ευρώ.
Νομίζω παρερμηνεύσατε και το άρθρο και τις απαντήσεις.
Το "ούτε με τις τράπεζες ούτε με τουςε κερδοσκόπους" αποτελεί υπεκφυγή και μη επαρκή απάντηση, κατα'την γνώμη μου.