Του Ανδρέα Μοσχονά, ΒΗΜΑ, 29.4.11
Η πολιτική μετάλλαξη του ΣΥΝ άρχισε δειλά από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και οριστικοποιήθηκε στα μέσα περίπου της δεκαετίας αυτής με την συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κεντρικός στόχος της διαδικασίας αυτής ήταν η κοινωνική και πολιτική ενίσχυση της επιρροής του ΣΥΝ μέσα από την συνένωση κυρίως των δυνάμεων της Αριστεράς, από το ΚΚΕ έως και τους ‘αριστεριστές’. Η επιδίωξη αυτή ανάγκασε τον ΣΥΝ να υποχωρήσει σε στρατηγικούς πολιτικούς στόχους της ανανεωτικής Αριστεράς, κυρίως ως προς τη σχέση της ‘δημοκρατίας’ με τον ‘σοσιαλισμό’ (συμπεριλαμβάνοντας τώρα τη χρήση βίας στις επιλέξιμες μορφές κοινωνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης) και ως προς τη σχέση της ‘Αριστεράς’ με τη διαδικασία της ‘ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης’ (μη αποκλείοντας τώρα και αυτή ακόμη την επιλογή της μερικής ή ολικής αποδέσμευσης από τη διαδικασία αυτή).
Η αύξηση τελευταία στον τόπο μας πράξεων ‘διάχυτης ανυπακοής’ και ‘άλογης βίας’, στο πλαίσιο της κοινωνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης, εγείρει εύλογα ερωτήματα ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο της μη-κρατικής πολιτικής βίας, ως θεωρητικό αντικείμενο και ως εμπειρική πρακτική, ιδιαίτερα στην ελληνική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Αυτό ακριβώς το θέμα θα προσπαθήσω να φωτίσω στη συνέχεια, ως συμβολή στον δημόσιο διάλογο.
Η φιλελεύθερη πολιτική θεωρία στηρίζεται στην αρχή ότι η άσκηση πολιτικής βίας αποτελεί προνόμιο της κρατικής εξουσίας, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή περιβάλλεται από την πολιτική νομιμοποίηση των πολιτών σύμφωνα με τις αρχές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στην ιστορία όμως της φιλελεύθερης/ κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, το προνόμιο αυτό στην άσκηση πολιτικής βίας έχει αμφισβητηθεί από κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που δυνητικά επιδιώκουν τη μεταρρύθμιση ή/και αυτή ακόμη τη ριζική αλλαγή των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών του αστικού καθεστώτος.
Αποτελεί συνεπώς ζητούμενο η μορφή και το περιεχόμενο αυτής της μη-κρατικής πολιτικής βίας καθώς και τα όριά της σε σχέση με τη φιλελεύθερη/ κοινοβουλευτική δημοκρατία. Με βάση την ιστορική εμπειρία, η μη-κρατική πολιτική βία εντάσσεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: (i) την πολιτική βία που αποτελεί απλώς συμπλήρωμα της ευρύτερης κοινωνικής (ταξικής) στρατηγικής, και (ii) την πολιτική βία που τείνει να αποτελεί αυτοσκοπό της κοινωνικής και πολιτικής δράσης.
(I) Η μη-κρατική πολιτική βία ως ‘συμπλήρωμα’ στρατηγικής έχει ιστορικά χαρακτηρίσει την κοινωνική και πολιτική δράση κυρίως κομμουνιστικών κινημάτων και κομμάτων που στηρίζονται στην μαζική-ταξική οργάνωση με σαφείς στόχους πολιτικής εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, η μη-κρατική πολιτική βία υπηρετεί ανάγκες της ιστορικής συγκυρίας και είναι σχεδόν πάντοτε ελεγχόμενη από τον φορέα που την κατευθύνει, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που να μην υπονομεύονται στην πράξη οι κεντρικοί πολιτικοί στόχοι που εμπεριέχονται στην συγκεκριμένη στρατηγική εξουσίας του φορέα αυτού.
Στην ιστορική πορεία του κομμουνιστικού κινήματος, η στρατηγική εξουσίας δεν είναι μονοσήμαντη αλλά παίρνει διάφορες μορφές ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της ιστορικής συγκυρίας και την ποιότητα της υπάρχουσας φιλελεύθερης/ κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Σε περιπτώσεις αυταρχικών καθεστώτων και διευρυνόμενης κοινωνικό-οικονομικής και πολιτικής κρίσης η μη-κρατική πολιτική βία ισχυροποιείται ως στοιχείο της στρατηγικής εξουσίας, ενώ σε περιπτώσεις φιλελεύθερης διακυβέρνησης και σχετικά ελεγχόμενης κρίσης η μη-κρατική πολιτική βία υποχωρεί και η κοινωνική και πολιτική δράση προσαρμόζεται στις αρχές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Έτσι στοιχειοθετούνται οι δύο διακριτές στρατηγικές εξουσίας: αφενός, της βίαιης κατάκτησης της εξουσίας και, αφετέρου, της δημοκρατικής μετάβασης στην εξουσία.
Στην τρέχουσα ιστορική συγκυρία για την Ελλάδα, η κοινωνική και πολιτική δράση του ΚΚΕ τείνει να ταλαντεύεται ανάμεσα στις προαναφερθείσες δύο διακριτές στρατηγικές εξουσίας. Αυτή η ταλάντευση μάλιστα γίνεται σε τέτοιο βαθμό που στην πράξη το ΚΚΕ καθίσταται εκ των πραγμάτων πολιτικός φορέας που στερείται ουσιαστικά μιας συνεκτικής και ρεαλιστικής στρατηγικής εξουσίας, αφού: οι δράσεις της καθημερινότητας αποβλέπουν περισσότερο στην πολιτική επιβίωση και ισχυροποίηση του κόμματος, μέσα από την προβολή της ανυπακοής και της διαφορετικότητας, παρά στην ουσιαστική αλλαγή της κοινωνίας.
Με δεδομένη (για ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους) την πολιτική επιβίωσή του και έχοντας απορρίψει κατηγορηματικά την στρατηγική των δομικών μεταρρυθμίσεων, το ΚΚΕ είναι υποχρεωμένο να εντάσσει την μη-κρατική πολιτική βία σε μια στρατηγική μη-αλλαγής. Αποτέλεσμα αυτού είναι να μετατρέπεται το ίδιο σε πολιτική δύναμη συντήρησης και αναπαραγωγής των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών του αστικού καθεστώτος τους οποίους υποτίθεται αμφισβητεί. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι το ΚΚΕ όχι μόνο περιφρουρεί αυστηρά τις δράσεις του, αλλά και καταδικάζει απερίφραστα τις ‘αυθόρμητες’ ή ‘ανεξέλεγκτες’ πράξεις βίας όλων των άλλων φορέων, εκτός των δικών του πράξεων.
(II) Η μη-κρατική πολιτική βία ως ‘αυτοσκοπός’ δράσης έχει ιστορικά χαρακτηρίσει την κοινωνική και πολιτική δράση κυρίως κοινωνικών κινημάτων ή και κομμάτων που αποβλέπουν: (α) είτε στην γενική απαξίωση τόσο του κοινωνικού συστήματος όσο και των αντίστοιχων πολιτικών θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είτε (β) στην απαξίωση μόνο των πολιτικών θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως ιστορικό τίμημα για την προάσπιση του αντίστοιχου κοινωνικού συστήματος.
Στην πρώτη περίπτωση εντάσσονται τα διάφορα κινήματα που έχουν ιστορικά καταγραφεί ως ‘αριστεριστές’, ενώ στη δεύτερη περίπτωση εντάσσονται τα ‘φασιστικού τύπου’ κινήματα. Η διαφορά μεταξύ των δύο έγκειται κυρίως στο εάν η ‘απαξίωση’ θα είναι γενική (‘κοινωνικοί’ και ‘πολιτικοί’ θεσμοί) ή μερική (μόνο ‘πολιτικοί’ θεσμοί) και όχι στις μορφές της κοινωνικής και πολιτικής δράσης που έχουν ως βασικό συστατικό τους και στις δύο περιπτώσεις την ‘αυθόρμητη’ ή ‘ανεξέλεγκτη’ χρήση βίας.
(α) Οι ‘αριστεριστές’ αποτελούν ένα χώρο κοινωνικών κυρίως κινημάτων που χαρακτηρίζονται από ιδεολογικό κατακερματισμό και οργανωτική πολυμορφία, με αποτέλεσμα να αδυνατούν ουσιαστικά να μετατραπούν σε μαζικά κινήματα ικανά να οδηγήσουν σε άμεσα ή μακροπρόθεσμα πολιτικά αποτελέσματα. Η αδυναμία αυτή όχι μόνο καθιστά αναπόφευκτη τη ροπή τους προς πράξεις βίας, αλλά και τα ωθεί πολλές φορές στην αναζήτηση πολιτικής νομιμοποίησης των πράξεών τους μέσα από συγκυριακές πολιτικές συμμαχίες με κόμματα της Αριστεράς που έχουν ήδη εξασφαλισμένη την κοινοβουλευτική νομιμοποίηση.
Στην τρέχουσα ιστορική συγκυρία, αυτή η ‘εκ των έξω’ πολιτική νομιμοποίηση των πράξεων βίας επιλεγμένων ομάδων ή και κινημάτων ‘αριστεριστών’ φαίνεται να εξασφαλίζεται στον τόπο μας στο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι ο ΣΥΝ (που αποτελεί την κύρια συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ), παρόλο που συγκροτήθηκε ως κόμμα της Αριστεράς για να υπηρετήσει τη σύζευξη της δημοκρατίας με τον σοσιαλισμό, αδυνατεί ή αποφεύγει σήμερα να καταδικάσει απερίφραστα τις πράξεις βίας από οπουδήποτε και αν προέρχονται αυτές.
Η συχνά επαναλαμβανόμενη ερμηνευτική θέση του ΣΥΝ ότι οι εμφανιζόμενες πράξεις βίας αποτελούν ‘αυθόρμητη’ έκφραση της ‘δοκιμαζόμενης κοινωνίας’ και γι’ αυτό συνεπώς νομιμοποιούνται πολιτικά, κρινόμενη επί της ουσίας συνιστά μια πρόσφορη κίνηση για τη μετάθεση πολιτικών ευθυνών στην ίδια την κοινωνία. Ως τέτοια, η θέση αυτή του ΣΥΝ όχι μόνο δεν πείθει με όρους δημοκρατικής λειτουργίας και δράσης του κόμματος, αλλά απλώς επιβεβαιώνει τη δική του πολιτική μετάλλαξη.
Η πολιτική μετάλλαξη του ΣΥΝ άρχισε δειλά από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και οριστικοποιήθηκε στα μέσα περίπου της δεκαετίας αυτής με την συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κεντρικός στόχος της διαδικασίας αυτής ήταν η κοινωνική και πολιτική ενίσχυση της επιρροής του ΣΥΝ μέσα από την συνένωση κυρίως των δυνάμεων της Αριστεράς, από το ΚΚΕ έως και τους ‘αριστεριστές’. Η επιδίωξη αυτή ανάγκασε τον ΣΥΝ να υποχωρήσει σε στρατηγικούς πολιτικούς στόχους της ανανεωτικής Αριστεράς, κυρίως ως προς τη σχέση της ‘δημοκρατίας’ με τον ‘σοσιαλισμό’ (συμπεριλαμβάνοντας τώρα τη χρήση βίας στις επιλέξιμες μορφές κοινωνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης) και ως προς τη σχέση της ‘Αριστεράς’ με τη διαδικασία της ‘ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης’ (μη αποκλείοντας τώρα και αυτή ακόμη την επιλογή της μερικής ή ολικής αποδέσμευσης από τη διαδικασία αυτή).
Η αναμενόμενη άρνηση του ΚΚΕ να συμπράξει και έτσι να νομιμοποιήσει αυτή την πολιτική μετάλλαξη της ανανεωτικής Αριστεράς οδήγησε τον ΣΥΝ σε σοβαρή κρίση πολιτικής στρατηγικής, με μόνη κατ’ αυτούς διέξοδο την σύμπραξη με κινήσεις και κινήματα κυρίως της ευρύτερης Αριστεράς και των ‘αριστεριστών’. Η επιλογή αυτή όμως είχε και έχει για τον ΣΥΝ ένα διπλό κοινωνικό και πολιτικό τίμημα αφού: από τη μια, τείνει να υπονομεύει τη δυνατότητα του ΣΥΝ να μετατραπεί σε αξιόπιστο πόλο έλξης για ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που θα επιθυμούσαν την αποδέσμευσή τους από την πολιτική επιρροή άλλων πολιτικών κινήσεων και κομμάτων και, από την άλλη, δημιουργεί φυγόκεντρες τάσεις στον ίδιο το ΣΥΝ σε κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις του που δεν αποδέχονται την αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής στρατηγικής και τη νομιμοποίηση της χρήσης βίας. Επιπρόσθετα, και αυτό είναι το χειρότερο, στο βαθμό που ο ΣΥΝ (δια του ΣΥΡΙΖΑ) παρέχει πολιτική νομιμοποίηση σε πράξεις βίας ‘αριστεριστών’, τείνει συγχρόνως άθελά του να νομιμοποιεί πολιτικά παρόμοιες πράξεις βίας από ‘φασιστικού τύπου’ ομάδες ή κινήσεις.
(β) Οι ‘φασιστικού τύπου’ πράξεις βίας έχουν ιστορικά αποτελέσει βασικό χαρακτηριστικό της προ-ιστορίας και της λειτουργίας αυταρχικών και φασιστικών κινημάτων και καθεστώτων. Η πολιτική άνοδος του φασισμού και η εγκαθίδρυση στρατιωτικών δικτατοριών σε ευρωπαϊκές ή άλλες χώρες στηρίχθηκαν στην προγενέστερη απαξίωση και στον ευτελισμό των πολιτικών θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθώς και των νομίμων πολιτικών εκπροσώπων τους, μέσα από ‘αυθόρμητες’ ή ‘ανεξέλεγκτες’ πράξεις βίας από ‘φασιστικού τύπου’ ομάδες ή κινήσεις.
Στην σύγχρονη ελληνική ιστορία, τα πέτρινα χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου αποτελούν αψευδή μαρτυρία της έκτασης και της επιδίωξης των πράξεων βίας από ‘αυθόρμητες’ ή ‘ανεξέλεγκτες- παρακρατικές’ ομάδες ή κινήσεις. Στην τρέχουσα ελληνική συγκυρία, οι ‘φασιστικού τύπου’ πράξεις βίας αντλούν κοινωνική και πολιτική νομιμοποίηση όχι μόνο από την ιστορική μνήμη ακροδεξιών αντιλήψεων αλλά και από την σκόπιμα καλλιεργούμενη και συντηρούμενη φοβία για την δήθεν υποχώρηση και υπονόμευση παραδοσιακών ‘αξιών’.
Η πολιτική φιλολογία περί ‘πατριωτισμού’, όπως εκφέρεται από συντηρητικές δυνάμεις, αποτελεί πρόσφορο υπόβαθρο πράξεων βίας και προσπαθεί να αναδείξει όχι μόνο εξωτερικά θέματα εθνικού ενδιαφέροντος (σκοπιανό, κυπριακό, ελληνο-τουρκικά), αλλά και εσωτερικά θέματα κοινωνικής και πολιτικής διαπάλης (εκπαίδευση, εκκλησία, μετανάστευση), με κοινό στόχο και στις δύο περιπτώσεις να εμποδίσει την κοινωνική και πολιτική χειραφέτηση των πολιτών προς προοδευτικότερες και δημοκρατικότερες αντιλήψεις και λύσεις.
Οι δυνάμεις της Αριστεράς οφείλουν να απομυθοποιούν και να καταδικάζουν απερίφραστα αυτές τις αντιλήψεις και πράξεις βίας, με την παραδειγματική προοδευτική και δημοκρατική στάση τους, αντί να γίνονται άθελά τους φορείς νομιμοποίησης της ‘φασιστικού τύπου’ βίας μέσα από την αποδοχή ή ανοχή τους σε πράξεις βίας ιδίων δυνάμεων ή/και ομάδων ή κινήσεων ‘αριστεριστών’. Η σχέση της Αριστεράς με τη δημοκρατία θα πρέπει να επιβεβαιώνεται καθημερινά όχι μόνο ως ιστορικό βίωμα αλλά κυρίως ως τρέχουσα κοινωνική και πολιτική πράξη.
Η φιλελεύθερη πολιτική θεωρία στηρίζεται στην αρχή ότι η άσκηση πολιτικής βίας αποτελεί προνόμιο της κρατικής εξουσίας, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή περιβάλλεται από την πολιτική νομιμοποίηση των πολιτών σύμφωνα με τις αρχές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στην ιστορία όμως της φιλελεύθερης/ κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, το προνόμιο αυτό στην άσκηση πολιτικής βίας έχει αμφισβητηθεί από κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που δυνητικά επιδιώκουν τη μεταρρύθμιση ή/και αυτή ακόμη τη ριζική αλλαγή των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών του αστικού καθεστώτος.
Αποτελεί συνεπώς ζητούμενο η μορφή και το περιεχόμενο αυτής της μη-κρατικής πολιτικής βίας καθώς και τα όριά της σε σχέση με τη φιλελεύθερη/ κοινοβουλευτική δημοκρατία. Με βάση την ιστορική εμπειρία, η μη-κρατική πολιτική βία εντάσσεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: (i) την πολιτική βία που αποτελεί απλώς συμπλήρωμα της ευρύτερης κοινωνικής (ταξικής) στρατηγικής, και (ii) την πολιτική βία που τείνει να αποτελεί αυτοσκοπό της κοινωνικής και πολιτικής δράσης.
(I) Η μη-κρατική πολιτική βία ως ‘συμπλήρωμα’ στρατηγικής έχει ιστορικά χαρακτηρίσει την κοινωνική και πολιτική δράση κυρίως κομμουνιστικών κινημάτων και κομμάτων που στηρίζονται στην μαζική-ταξική οργάνωση με σαφείς στόχους πολιτικής εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, η μη-κρατική πολιτική βία υπηρετεί ανάγκες της ιστορικής συγκυρίας και είναι σχεδόν πάντοτε ελεγχόμενη από τον φορέα που την κατευθύνει, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που να μην υπονομεύονται στην πράξη οι κεντρικοί πολιτικοί στόχοι που εμπεριέχονται στην συγκεκριμένη στρατηγική εξουσίας του φορέα αυτού.
Στην ιστορική πορεία του κομμουνιστικού κινήματος, η στρατηγική εξουσίας δεν είναι μονοσήμαντη αλλά παίρνει διάφορες μορφές ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της ιστορικής συγκυρίας και την ποιότητα της υπάρχουσας φιλελεύθερης/ κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Σε περιπτώσεις αυταρχικών καθεστώτων και διευρυνόμενης κοινωνικό-οικονομικής και πολιτικής κρίσης η μη-κρατική πολιτική βία ισχυροποιείται ως στοιχείο της στρατηγικής εξουσίας, ενώ σε περιπτώσεις φιλελεύθερης διακυβέρνησης και σχετικά ελεγχόμενης κρίσης η μη-κρατική πολιτική βία υποχωρεί και η κοινωνική και πολιτική δράση προσαρμόζεται στις αρχές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Έτσι στοιχειοθετούνται οι δύο διακριτές στρατηγικές εξουσίας: αφενός, της βίαιης κατάκτησης της εξουσίας και, αφετέρου, της δημοκρατικής μετάβασης στην εξουσία.
Στην τρέχουσα ιστορική συγκυρία για την Ελλάδα, η κοινωνική και πολιτική δράση του ΚΚΕ τείνει να ταλαντεύεται ανάμεσα στις προαναφερθείσες δύο διακριτές στρατηγικές εξουσίας. Αυτή η ταλάντευση μάλιστα γίνεται σε τέτοιο βαθμό που στην πράξη το ΚΚΕ καθίσταται εκ των πραγμάτων πολιτικός φορέας που στερείται ουσιαστικά μιας συνεκτικής και ρεαλιστικής στρατηγικής εξουσίας, αφού: οι δράσεις της καθημερινότητας αποβλέπουν περισσότερο στην πολιτική επιβίωση και ισχυροποίηση του κόμματος, μέσα από την προβολή της ανυπακοής και της διαφορετικότητας, παρά στην ουσιαστική αλλαγή της κοινωνίας.
Με δεδομένη (για ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους) την πολιτική επιβίωσή του και έχοντας απορρίψει κατηγορηματικά την στρατηγική των δομικών μεταρρυθμίσεων, το ΚΚΕ είναι υποχρεωμένο να εντάσσει την μη-κρατική πολιτική βία σε μια στρατηγική μη-αλλαγής. Αποτέλεσμα αυτού είναι να μετατρέπεται το ίδιο σε πολιτική δύναμη συντήρησης και αναπαραγωγής των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών του αστικού καθεστώτος τους οποίους υποτίθεται αμφισβητεί. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι το ΚΚΕ όχι μόνο περιφρουρεί αυστηρά τις δράσεις του, αλλά και καταδικάζει απερίφραστα τις ‘αυθόρμητες’ ή ‘ανεξέλεγκτες’ πράξεις βίας όλων των άλλων φορέων, εκτός των δικών του πράξεων.
(II) Η μη-κρατική πολιτική βία ως ‘αυτοσκοπός’ δράσης έχει ιστορικά χαρακτηρίσει την κοινωνική και πολιτική δράση κυρίως κοινωνικών κινημάτων ή και κομμάτων που αποβλέπουν: (α) είτε στην γενική απαξίωση τόσο του κοινωνικού συστήματος όσο και των αντίστοιχων πολιτικών θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είτε (β) στην απαξίωση μόνο των πολιτικών θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως ιστορικό τίμημα για την προάσπιση του αντίστοιχου κοινωνικού συστήματος.
Στην πρώτη περίπτωση εντάσσονται τα διάφορα κινήματα που έχουν ιστορικά καταγραφεί ως ‘αριστεριστές’, ενώ στη δεύτερη περίπτωση εντάσσονται τα ‘φασιστικού τύπου’ κινήματα. Η διαφορά μεταξύ των δύο έγκειται κυρίως στο εάν η ‘απαξίωση’ θα είναι γενική (‘κοινωνικοί’ και ‘πολιτικοί’ θεσμοί) ή μερική (μόνο ‘πολιτικοί’ θεσμοί) και όχι στις μορφές της κοινωνικής και πολιτικής δράσης που έχουν ως βασικό συστατικό τους και στις δύο περιπτώσεις την ‘αυθόρμητη’ ή ‘ανεξέλεγκτη’ χρήση βίας.
(α) Οι ‘αριστεριστές’ αποτελούν ένα χώρο κοινωνικών κυρίως κινημάτων που χαρακτηρίζονται από ιδεολογικό κατακερματισμό και οργανωτική πολυμορφία, με αποτέλεσμα να αδυνατούν ουσιαστικά να μετατραπούν σε μαζικά κινήματα ικανά να οδηγήσουν σε άμεσα ή μακροπρόθεσμα πολιτικά αποτελέσματα. Η αδυναμία αυτή όχι μόνο καθιστά αναπόφευκτη τη ροπή τους προς πράξεις βίας, αλλά και τα ωθεί πολλές φορές στην αναζήτηση πολιτικής νομιμοποίησης των πράξεών τους μέσα από συγκυριακές πολιτικές συμμαχίες με κόμματα της Αριστεράς που έχουν ήδη εξασφαλισμένη την κοινοβουλευτική νομιμοποίηση.
Στην τρέχουσα ιστορική συγκυρία, αυτή η ‘εκ των έξω’ πολιτική νομιμοποίηση των πράξεων βίας επιλεγμένων ομάδων ή και κινημάτων ‘αριστεριστών’ φαίνεται να εξασφαλίζεται στον τόπο μας στο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι ο ΣΥΝ (που αποτελεί την κύρια συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ), παρόλο που συγκροτήθηκε ως κόμμα της Αριστεράς για να υπηρετήσει τη σύζευξη της δημοκρατίας με τον σοσιαλισμό, αδυνατεί ή αποφεύγει σήμερα να καταδικάσει απερίφραστα τις πράξεις βίας από οπουδήποτε και αν προέρχονται αυτές.
Η συχνά επαναλαμβανόμενη ερμηνευτική θέση του ΣΥΝ ότι οι εμφανιζόμενες πράξεις βίας αποτελούν ‘αυθόρμητη’ έκφραση της ‘δοκιμαζόμενης κοινωνίας’ και γι’ αυτό συνεπώς νομιμοποιούνται πολιτικά, κρινόμενη επί της ουσίας συνιστά μια πρόσφορη κίνηση για τη μετάθεση πολιτικών ευθυνών στην ίδια την κοινωνία. Ως τέτοια, η θέση αυτή του ΣΥΝ όχι μόνο δεν πείθει με όρους δημοκρατικής λειτουργίας και δράσης του κόμματος, αλλά απλώς επιβεβαιώνει τη δική του πολιτική μετάλλαξη.
Η πολιτική μετάλλαξη του ΣΥΝ άρχισε δειλά από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και οριστικοποιήθηκε στα μέσα περίπου της δεκαετίας αυτής με την συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κεντρικός στόχος της διαδικασίας αυτής ήταν η κοινωνική και πολιτική ενίσχυση της επιρροής του ΣΥΝ μέσα από την συνένωση κυρίως των δυνάμεων της Αριστεράς, από το ΚΚΕ έως και τους ‘αριστεριστές’. Η επιδίωξη αυτή ανάγκασε τον ΣΥΝ να υποχωρήσει σε στρατηγικούς πολιτικούς στόχους της ανανεωτικής Αριστεράς, κυρίως ως προς τη σχέση της ‘δημοκρατίας’ με τον ‘σοσιαλισμό’ (συμπεριλαμβάνοντας τώρα τη χρήση βίας στις επιλέξιμες μορφές κοινωνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης) και ως προς τη σχέση της ‘Αριστεράς’ με τη διαδικασία της ‘ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης’ (μη αποκλείοντας τώρα και αυτή ακόμη την επιλογή της μερικής ή ολικής αποδέσμευσης από τη διαδικασία αυτή).
Η αναμενόμενη άρνηση του ΚΚΕ να συμπράξει και έτσι να νομιμοποιήσει αυτή την πολιτική μετάλλαξη της ανανεωτικής Αριστεράς οδήγησε τον ΣΥΝ σε σοβαρή κρίση πολιτικής στρατηγικής, με μόνη κατ’ αυτούς διέξοδο την σύμπραξη με κινήσεις και κινήματα κυρίως της ευρύτερης Αριστεράς και των ‘αριστεριστών’. Η επιλογή αυτή όμως είχε και έχει για τον ΣΥΝ ένα διπλό κοινωνικό και πολιτικό τίμημα αφού: από τη μια, τείνει να υπονομεύει τη δυνατότητα του ΣΥΝ να μετατραπεί σε αξιόπιστο πόλο έλξης για ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που θα επιθυμούσαν την αποδέσμευσή τους από την πολιτική επιρροή άλλων πολιτικών κινήσεων και κομμάτων και, από την άλλη, δημιουργεί φυγόκεντρες τάσεις στον ίδιο το ΣΥΝ σε κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις του που δεν αποδέχονται την αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής στρατηγικής και τη νομιμοποίηση της χρήσης βίας. Επιπρόσθετα, και αυτό είναι το χειρότερο, στο βαθμό που ο ΣΥΝ (δια του ΣΥΡΙΖΑ) παρέχει πολιτική νομιμοποίηση σε πράξεις βίας ‘αριστεριστών’, τείνει συγχρόνως άθελά του να νομιμοποιεί πολιτικά παρόμοιες πράξεις βίας από ‘φασιστικού τύπου’ ομάδες ή κινήσεις.
(β) Οι ‘φασιστικού τύπου’ πράξεις βίας έχουν ιστορικά αποτελέσει βασικό χαρακτηριστικό της προ-ιστορίας και της λειτουργίας αυταρχικών και φασιστικών κινημάτων και καθεστώτων. Η πολιτική άνοδος του φασισμού και η εγκαθίδρυση στρατιωτικών δικτατοριών σε ευρωπαϊκές ή άλλες χώρες στηρίχθηκαν στην προγενέστερη απαξίωση και στον ευτελισμό των πολιτικών θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθώς και των νομίμων πολιτικών εκπροσώπων τους, μέσα από ‘αυθόρμητες’ ή ‘ανεξέλεγκτες’ πράξεις βίας από ‘φασιστικού τύπου’ ομάδες ή κινήσεις.
Στην σύγχρονη ελληνική ιστορία, τα πέτρινα χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου αποτελούν αψευδή μαρτυρία της έκτασης και της επιδίωξης των πράξεων βίας από ‘αυθόρμητες’ ή ‘ανεξέλεγκτες- παρακρατικές’ ομάδες ή κινήσεις. Στην τρέχουσα ελληνική συγκυρία, οι ‘φασιστικού τύπου’ πράξεις βίας αντλούν κοινωνική και πολιτική νομιμοποίηση όχι μόνο από την ιστορική μνήμη ακροδεξιών αντιλήψεων αλλά και από την σκόπιμα καλλιεργούμενη και συντηρούμενη φοβία για την δήθεν υποχώρηση και υπονόμευση παραδοσιακών ‘αξιών’.
Η πολιτική φιλολογία περί ‘πατριωτισμού’, όπως εκφέρεται από συντηρητικές δυνάμεις, αποτελεί πρόσφορο υπόβαθρο πράξεων βίας και προσπαθεί να αναδείξει όχι μόνο εξωτερικά θέματα εθνικού ενδιαφέροντος (σκοπιανό, κυπριακό, ελληνο-τουρκικά), αλλά και εσωτερικά θέματα κοινωνικής και πολιτικής διαπάλης (εκπαίδευση, εκκλησία, μετανάστευση), με κοινό στόχο και στις δύο περιπτώσεις να εμποδίσει την κοινωνική και πολιτική χειραφέτηση των πολιτών προς προοδευτικότερες και δημοκρατικότερες αντιλήψεις και λύσεις.
Οι δυνάμεις της Αριστεράς οφείλουν να απομυθοποιούν και να καταδικάζουν απερίφραστα αυτές τις αντιλήψεις και πράξεις βίας, με την παραδειγματική προοδευτική και δημοκρατική στάση τους, αντί να γίνονται άθελά τους φορείς νομιμοποίησης της ‘φασιστικού τύπου’ βίας μέσα από την αποδοχή ή ανοχή τους σε πράξεις βίας ιδίων δυνάμεων ή/και ομάδων ή κινήσεων ‘αριστεριστών’. Η σχέση της Αριστεράς με τη δημοκρατία θα πρέπει να επιβεβαιώνεται καθημερινά όχι μόνο ως ιστορικό βίωμα αλλά κυρίως ως τρέχουσα κοινωνική και πολιτική πράξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.