Σελίδες

Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Λίγο πριν, λίγο μετά την χούντα

Λένα και Σίμος Οφλίδης ,29/4/2011
http://www.pressinaction.gr/
Δεν πρόλαβα να βγω από την είσοδο της πολυκατοικίας κι αμέσως με παρέλαβε και με πήρε στο κατόπιν.
- Θα στην ανάψω μια μέρα, ρε μαλάκα! Πού θα μου πας, νομίζεις πως θα τη γλυτώσεις;
Ίσως να μην είναι από τη φύτρα του και τόσο αγενής, όμως αυτός είναι ο τρόπος της δουλειάς του, έτσι του μάθανε πως πρέπει να μας φέρονται. Βρίζε, βρίζε ασταμάτητα, του λένε. Βρίζει κι αυτός, τι να κάνει;
Τα λέω καλά, Θανασάρα;
Αθανάσιος Παπατριανταφυλλόπουλος. Με τέτοιο ονοματεπώνυμο θα νομίζει κανείς πως έχουμε να κάνουμε τουλάχιστον με μοίραρχο και βάλε. Όμως πρόκειται για έναν απλό χωροφύλακα, το Θανάση τον μπασκίνα, τον ασφαλίτη· τον κολλητό μου.
Κολλητός μου δεν είσαι, Θανασάρα;
Φοράει συνήθως στρατιωτική καμπαρντίνα, δώρο από παρακατιανό κατάστημα μεταχειρισμένων ενδυμάτων, (μιλάμε για εποχές που τα δώρα στους χωροφύλακες προσφέρονταν ακόμα οικιοθελώς και αυτοβούλως). Το πιθανότερο δεύτερο χέρι από δόκιμο έφεδρο αξιωματικό που τη σιχάθηκε να τη φοράει στη θητεία του και την εκποίησε όσο-όσο· ακόμα ξεχωρίζει στις επωμίδες η τρύπα από το άστρο του ανθυπολοχαγού. Κακοφορμισμένη από την πολυχρησία· για να τη βγάλει από πάνω του ο Θανασάρας, πρέπει να σκάει ο τζίτζικας. Νομίζει πως του πάει, του προσθέτει κύρος και μπόι, ειδικά όταν έχει σηκωμένο το γιακά της· εκεί να τον δείτε ύφος.
Βήμα αθόρυβο με παπούτσι κρεπ, παντοφλέ· ποιος έχει όρεξη να σκύβει για να δέσει κορδόνια!
Χώρια που η μπάκα σου, Θανασάρα, σου δυσκολεύει τις επικύψεις, έτσι;
Ύψος ένα κι εξήντα βαριά-βαριά. Χοντρό σβέρκο, παραγεμισμένο χορτασίλα και ανθεκτικό σε υψηλές τιμές χοληστερίνης. Λιπαρός, λιπαρότατος και γυαλιστερός· ιδρώνει με το τίποτα.
Σήμερα δεν ίδρωσες ακόμα, Θανασάρα, στεγνό σε κόβω. Όμως ώσπου να με παραδώσεις στην οικία μου, έχεις να χύσεις καντάρια ιδρώτα.
Το χοντρό τετράγωνο σουλούπι παραμένει ανέκαθεν ως το σήμα καταταθέν των ανδρών της ασφάλειας. Πιθανόν να θεωρείται και το πλέον απαραίτητο προσόν για μια μετάταξη στο ένδοξο και ηρωικό αυτό σώμα.
Απ’ αυτήν την άποψη, Θανασάρα, σίγουρα συγκέντρωσες τα περισσότερα μόρια απ’ όλους τους συνυποψήφιούς σου. Δε βλέπεσαι, που λέει ο λόγος. Εννοείται από όσους μπορούν να διαλέξουν τη συντροφιά σου, γιατί εγώ είμαι υποχρεωμένος να σε τρώω στη μάπα τουλάχιστον επί ένα δωδεκάωρο ημερησίως. Και να ’ταν μονάχα η φάτσα σου! Όλα επάνω σου, οι τρόποι σου, η συμπεριφορά σου, μυρίζουνε κάτιτις το φτηνιάρικο.
Αλλά δεξής δεν είσαι; Φασιστάκι ξεπουλημένο στην ιδεολογία της αντίδρασης, τι περιμένεις;
Υπάρχει ωστόσο και κάτι για το οποίο σε παραδέχομαι, σου βγάζω το καπέλο. Ο αναπτήρας σου! Βέβαια! Ζίπο, παρακαλώ, με επισμαλτωμένη διαφήμιση επάνω του τα μεντόλ αμερικάνικα τσιγάρα Σάλεμ. Το πιθανότερο να στον "χάρισε" με το έτσι θέλω κάποιος μικροπαράνομος της πλατείας Βαρδαρίου· το αποκλείω να έβαλες το χέρι στην τσέπη.
Τον έχεις στα όπα-όπα. Καλογυαλισμένο και αστραφτερό σαν τζιτζιλόνι. Του αλλάζεις ταχτικότατα την πέτρα κι ελέγχεις το έλασμα προώθησής της, συμπληρώνεις τα καύσιμα, τακτοποιείς το φυτίλι. Σαν γκομενάκι τον προσέχεις.
Θανασάρα, είσαι χαρά Θεού να σε βλέπει κανείς να βγάζεις το Ζίπο από το τσεπάκι του γιλέκου ή από τη μέσα τσέπη του σακακιού για ν’ ανάψεις το τσιγάρο σου. Αφού κάθομαι και σε χαζεύω, είναι το μόνο πράγμα που εκτελείς με χάρη· σαν χοντρός, χαριτωμένος χορευτής. Ανοίγεις με το αριστερό ανάλαφρα το πέτο και με το δεξί τραβάς αργόσυρτα το Ζίπο σου, τον φέρνεις μπροστά στο τσιγάρο σου διανύοντας κυκλοτερώς με μια μαγκιώρα κίνηση την απόσταση, προσθέτοντας στο τέλος της διαδρομής και κανά δυο παραπανίσιες στροφές, σα φιγούρα, ενώ τα μάτια σου δε μ’ εγκαταλείπουν στιγμή. Κάποιες φορές μου θυμίζεις τον πιστολά στα καουμπόικα που, πριν πυροβολήσει το θύμα, κάνει μια σαδιστική επίδειξη δεξιοτεχνίας περιστρέφοντας το όπλο του στο δείχτη από τη λαβή της σκανδάλης· και μετά πυροβολεί. Και συ μετά ανάβεις.
Άλλες πάλι φορές του αρέσει η εξής μαγκιά. Χτυπάει με δύναμη τον αναπτήρα προς τα κάτω, όπως όταν τινάζουμε το θερμόμετρο για να κατέβει ο υδράργυρος, υποτίθεται για να κατέβουν τα καύσιμα στο φυτίλι. Έτσι, χωρίς να χρειάζεται.
Εν ώρα εργασίας μάλιστα οι κινήσεις αυτές παρατείνονται βασανιστικά από πίσω μου και δίπλα στο αφτί μου. Επαναλαμβάνονται ανάμματα πολλές φορές· τσακ! τσακ! τσακ! χωρίς να υπάρχει λόγος.
Ή μήπως υπάρχει, Θανασάρα;
Ο αντίχειρας του κινείται με επιτήδεια σβελτάδα, παράταιρη με την εκ φύσεως βαριεστιμάρα του, επάνω στο χαλύβδινο τροχίσκο του Ζίπο, το γεμάτο χαρακιές κι αιχμηρά δόντια. Η απότομη περιστροφή του βγάζει τα σωθικά της τσακμακόπετρας· και τα δικά μου. Λαχταρισμένη η τσακμακόπετρα γογγύζει από τον πόνο του γδαρσίματος και ξερνάει σπίθες. Κι εμένα τρέμει το φυλλοκάρδι μου. Ο φόβος για το ύπουλο χτύπημα του ασφαλίτη ελλοχεύει ανά πάσα στιγμή· πολύ περισσότερο όταν κρατάει αναμμένο αναπτήρα.
Κανά δυο φορές μύρισα καμμένη τρίχα, χωρίς να νιώσω στο σβέρκο μου τη ζεστασιά της φλόγας. Μπορεί να έκαψες επίτηδες κάποιες που τις κουβαλούσες επιτούτου μαζί σου· σ’ έχω ικανό για τέτοιες διεστραμμένες σολομωνικές.
- Θα σου την ανάψω, ρε παλιοκουμμούνι, για να καταλάβεις τι εστί βερίκοκο καλαματιανό!
΄Η παίρνεις το μειλίχιο ύφος, το πατρικό, χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής.
- Ξέρεις, ρε αρχίδι, πόσοι χρωστάνε στο συγχωρεμένο το γέρο μου το πιστοποιητικό των κοινωνικών τους φρονημάτων;
Ποτέ δε σ’ έκανα το χατίρι να σου απαντήσω. «Αυτό είναι μια πρώτη υποχώρηση. Μετά εύκολα έρχεται και η επόμενη», με συμβούλευαν οι παλιές καραβάνες του κόμματος, αυτές που επέστρεψαν από τον Άη Στράτη με τους τελευταίους. «Τσιμουδιά μαζί τους!». Να κάνω πίσω εγώ, το ανερχόμενο στέλεχος; Εδώ καλά-καλά ούτε ένα ολόκληρο βλέμμα δε σου χάρισα· με το ασπράδι σ’ έχω.
- Δεν ξέρεις, ε;
Στα μπουρίνια σου πάλι Θανασάρα;
- Πρόσεξε, μ’ ανάβεις τα λαμπάκια!
Σάματις τα έσβησες και ποτέ;
- Ξέρεις, ρε, πόσοι ανένηψαν στο Μακρονήσι εξ αιτίας του; Υπέγραψαν, ρε κορόιδο, πως αποκηρύσσουν και κουμμουνισμούς και παραφυάδες, Και αυτό ήταν όλο. Αρνάκια τα θηρία. Τον ευγνωμονούσαν από τότες μια ζωή. Κερί του ανάβανε!
Όταν μιλάει για τον πατέρα του, καμαρώνει, το μάτι του ζωηρεύει. Ό,τι και να ’τανε, πατέρας του ήτανε.
Λοιπόν, μ’ αυτήν την ξεπερασμένη αντιδραστική μέθοδο περιμένεις να σπάσω, κακόμοιρε Θανασάρα; Προχτές κατά λέξη τα ίδια μου σερβίρισες, καμιά πρωτοτυπία στο ρεπερτόριό σου. Χτες, έτσι για ποικιλία, ασχοληθήκαμε με την Αρειανάρα σου· πάλι σε κωλοδιαιτητή πουλημένο πέσατε.
- Εσείς θα φτιάξετε τον κόσμο, ρε μαλάκες;
Πέντε χρόνια, τρεις μήνες και επτά ημέρες, περιμένω πότε θα πάρεις την άδειά σου, το ρεπό σου. Πότε θ’ αρπάξεις κανά συνάχι, να μπουκωθείς εσύ, να ξεμπουκώσω εγώ λίγο από την παρουσία σου. Με χρεώθηκες και σε χρεώθηκα. Πέντε χρόνια, τρεις μήνες κι επτά ημέρες το ίδιο έργο. Με παραλαμβάνεις πρωινό από το σπίτι και αφού συρθείς μαζί μου σε κομματικά γραφεία, συναντήσεις, επαφές, συγκεντρώσεις, πορείες και σε ό,τι άλλο τέλος πάντων συμμετέχει ένα επαγγελματικό στέλεχος της αριστεράς, με παραδίνεις το βράδυ στη γυναίκα μου· ούτε για λογαριασμό της να δούλευες.
Στη θέση σου θα έσπαγα πρώτος. Θα γινόμουνα κομμουνιστής και θα τους άναβα φωτιά στα μπατζάκια τους όλους τους μπάτσους στα κεντρικά της Ασφάλειας· να το φυσάνε και να μην κρυώνει. Το σκέφτηκες ποτέ;
Αυτό κι αν θα ’ταν προβιβασμός!
Αλλά εσύ έμεινες στάσιμος, μωρέ Θανασάρα. Σε λυπάμαι κατά βάθος, που χαραμίζεις τη λαμπρή καριέρα σου παρακολουθώντας την αφεντιά μου. Ούτε καν μέλος Κεντρικής Επιτροπής δε θ’ αξιωθείς ν’ αναλάβεις υπό την εποπτεία σου.
Καμιά φορά μου περνάει από το μυαλό πως πιθανόν να σε ξέχασαν δίπλα μου. Κι αφού λοιπόν δεν ανέρχεσαι εσύ την ιεραρχία της Χωροφυλακής, η μόνη σου ελπίδα ν’ αναδειχτείς κάπως είναι ν’ ανέλθω εγώ την κομματική. Ίσως εκεί ποντάρεις και δε ζητάς αλλαγή πόστου. Δε σ’ έχω και για τόσο μαλάκα, όσο φαίνεσαι.
Σκέφτεσαι, λέει, να έβγαινα ξαφνικά μέλος του Πολιτικού Γραφείου ή έστω υπεύθυνος Οργανωτικού Επαρχιών Κεντρικής Μακεδονίας; Σκέφτεσαι τα μεγαλεία σου κοντά μου; Είμαι σίγουρος πως τα σκέφτεσαι.
Δυστυχώς για σένα, Θανασάρα, θ’ αργήσουν πολύ τα μεγαλεία μας ή το πιο πιθανό, δε θα τα ζήσουμε ποτέ. Οι φαγωμάρες μας και οι τρικλοποδιές στο κόμμα είναι χειρότερες από τις δικές σας στο δημόσιο. Το ίδιο φρακάρισμα η ίδια ασφυξία. Γι’ αυτό ένα είναι σίγουρο, και πάρτο απόφαση. Εγώ θα παραμείνω ένα μονίμως ανερχόμενο στέλεχος κι εσύ ένας μονίμως στάσιμος ασφαλίτης. Στην ουσία στάσιμοι και οι δύο. Όπως δείχνουν τα πράγματα, απ’ τα χεράκια μου θα πάρεις σύνταξη, εγώ θα σου βγάλω και το εφ’ άπαξ.
Ανοίγω το βήμα. Θα σε λαχανιάσω λίγο, να κάψεις κομματάκι ξύγκι, εν τάξει;
- Κόψε, Βαγγέλη, κόψε, πουτάνας γιε, και μ’ άναψες!
Το διασκεδάζω, γελάω από μέσα μου. Πέρσι κανά δυο φορές δεν άντεξες και μου τράβηξες μερικά απανωτά μπουνίδια στα νεφρά. Από τα νεύρα σου ήταν, δε σε παρεξηγώ. Κι εδώ που τα λέμε, χάδια είναι τα δικά μου μπροστά σ’ αυτά που τράβηξαν οι παλιοί αγωνιστές. Λόγου χάριν όσοι περάσανε από τα χεράκια του πατέρα σου, ε;
- Καλά, γυμνάσια με κάνεις, ρε μαλάκα! Αμ, δε φταις εσύ, εγώ φταίω που δε στην άναψα ακόμα, κωλοχανά!
Ανεξάντλητη η γλωσσολογική σου πανοπλία όταν πρόκειται για μπινελίκια.
Θανασάρα, λέω να σε τραβήξω μια βολτίτσα προς Άνω Πόλη.
- Στη γιάφκα πάλι; με ρωτάς ξεψυχισμένα στις πρώτες ανηφόρες.

Σ’ ακούω ν’ αγκομαχάς. Ίσως να φταίνε και τα πολλά τσιγάρα που καπνίζεις, ρε μπαγάσα. Αλλά πάλι περνάει έτσι ολόκληρη μέρα χωρίς τσιγάρο, άμα δεν έχεις να κάνεις τίποτα;

- Ρε, Βαγγέλη, άνθρωπο θέλω να σε κάνω. Άνθρωπο χρήσιμο στην κοινωνία, γιατί έχεις πέντε δράμια μυαλό.
Αυτή τη χιλιοειπωμένη συμβουλή μού τη δίνεις στο τελευταίο βραδινό αστικό τη νύχτα της 4ης προς 5η του Μάη (ξημέρωνε της Αγίας Ειρήνης προστάτριας της Χωροφυλακής· ποιανού ιδέα ήταν άραγε και γιατί;) του 1966. Είμαστε οι μοναδικοί επιβάτες και κάθισες ακριβώς από πίσω μου.
Φτάνουμε στο ημιυπόγειο δυάρι της Ξηροκρήνης.
Κλείνοντας πίσω μου την πόρτα ακούω τη νυσταγμένη απογοήτευσή σου.
- Αμετανόητος είσαι, ρε Βαγγέλη...
Είμαι, το παραδέχομαι.
Κι εσύ είσαι αμετανόητος, ρε σύντροφε Θανάση. Μπορώ να σε λέω σύντροφο κάπου-κάπου, ε; Τόσα χρόνια είμαστε κολλητοί, σιαμαίοι. Κι εσύ είσαι αμετανόητος. Χωράει σάματις να μετανιώσουμε, έτσι όπως μπλεχτήκαμε και οι δύο τώρα πια; Να πούμε "ήμαρτον" και να γλυτώσουμε;
Θα κάτσεις να ξεροσταλιάζεις μισή ωρίτσα στο απέναντι γαλακτοπωλείο - όσο χρειάζεσαι για να κάνεις δύο απανωτά τσιγάρα - κι ύστερα, σαν σιγουρευτείς πως έπεσα για ύπνο, αύριο πάλι. Πέντε χρόνια, τρεις μήνες και επτά ημέρες.
Παραδέχομαι πως δεν ήσουν τέτοιος εξ αρχής, Θανασάρα. Διήγες το βίο ως ένας καθώς πρέπει ασφαλίτης. Έπαιρνες όλα τα μέτρα προφύλαξης για να περνάς απαρατήρητος. Σκιά αθόρυβη. Με τον καιρό χαλάρωσες. Τον τελευταίο χρόνο δείχνεις να τα ’χεις δώσει όλα μια μούντζα. Αποθρασύνθηκες και εγκατέλειψες όλα τα προσχήματα. Ανάβεις το τσιγάρο σου μπροστά και όχι πίσω από την κολώνα της ΔΕΗ, φουμάρεις χωρίς να κρύβεις μέσα στις χούφτες σου την καύτρα, ξεχνάς να σηκώσεις το γιακά της καμπαρντίνας.
Μπορεί όμως να σου έδωσαν τέτοιες διαταγές. Όλα είναι στο παιχνίδι.
* * *
Άκουγα ένα τσακ! τσακ! τσακ! στον ύπνο μου. Κάτι σαν όνειρο. Ήτανε, λέει, ο Θανασάρας κι έπαιζε μ’ έναν αναπτήρα να περνάει η ώρα του. Δεν έμοιαζε για Ζίπο, κάτι πιο της σειράς, και ο θόρυβός του πιο οξύς. Τον άναβε, τον έσβηνε, τον άναβε, τον έσβηνε. Πού και πού μου έσπανε και κανά χαμόγελο. Με αποθύμησε φαίνεται.
Έχω εννιά μήνες στην παρανομία, από τη βραδιά που κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος. Πρόλαβα και κρύφτηκα τις πρώτες βραδιές. Ύστερα όλα πήραν τη σειρά τους. Ο Θανασάρας φυσικά μ’ έχασε και τον έχασα. Ησυχάσαμε αμφότεροι.
Κλείνω τα μάτια να ξανακοιμηθώ. Ακούω πάλι τσακ! τσακ! τσακ! αλλά όχι ακριβώς εκείνο το γνώριμο τσακ του αναπτήρα. Κι ο Θανασάρας πουθενά...
Και άξαφνα ανάβουν φώτα, πέφτουν προβολείς στα μάτια μου, ακούγονται άγριες φωνές και βρισίδια και μόλις προλαβαίνω να δω τον υποκόπανο ενός Μ1, που ήρθε και προσγειώθηκε με δύναμη στο μέτωπό μου. Σχεδόν λιποθύμησα. Όρμισαν σαν τα θηρία να με φάνε.
- Αφήστε τον αυτόν, ρε μάγκες! Άντε στους άλλους δύο. Αυτό το κομμούνι είναι δικό μου!...
Και μ’ αρπάζεις, Θανασάρα, (από πού ξεφύτρωσες, μου λες;), μέσα από τα χέρια τους. Με σέρνεις καροτσάκι από το δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας λες και είμαι πούπουλο, (πού τη βρήκες τόση δύναμη;) κατ’ ευθείαν στο τζιπ της ασφάλειας. Μουγκρίζεις έξαλλος από χαρά. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ πως έκρυβες μέσα σου τόσο δυνατή φωνή· ξεσήκωσες τρία τετράγωνα. Ο κυνηγός θριαμβευτής με το θήραμά του να σπαρταράει ετοιμοθάνατο. Πρώτη μου φορά που σε φοβήθηκα τόσο. «Τετέλεσται», σκέφτομαι αναμένοντας τη χαριστική βολή, ενώ γλύφω το αίμα που τρέχει ρυάκι από το σκισμένο μου μέτωπο.
Με πετάς στο πίσω κάθισμα διαλυμένο. Ορμάς δίπλα μου, με τσαλακώνεις με τη σαπιοκοιλιά σου την ασήκωτη και σκύβεις επάνω μου με γυαλισμένο το μάτι. Το χνώτο σου βρομοκοπάει τσιγαρίλα. Το παραλήρημα του θριάμβου σου συμπυκνωμένο σε δυο παχύρρευστες σειρές αφρών πάνω στα χείλια σου.
Για μια στιγμή με κοιτάζεις όπως δε με κοίταξες ποτέ. Τα μάτια σου κατακόκκινα από το ξέσπασμα, βυσσοδομούν πυροδοτώντας αλυσιδωτές εκρήξεις.
Και μετά,
- Μη φοβάσαι, ρε Βαγγέλη, μου ψιθυρίζεις σαν ο μεγάλος μου αδελφός. Εγώ είμαι εδώ!...
Βγάζεις το μαντήλι από την τσέπη και προσπαθείς να μου σταματήσεις το αίμα στο μέτωπο. Κατόπιν γυρίζεις στο πλάι και βάζεις τσιγάρο στο στόμα.
- Θέλεις ένα;
Τα ’χω εντελώς χαμένα και δεν απαντώ.
Βγάζεις το Ζίπο και ανάβεις. Και ύστερα μου δίνεις να τραβήξω μια τζούρα από το δικό σου.
* * *
Αν σήμερα στέκομαι στα πόδια μου σώος από εκείνο το ασφαλίτικο γιουρούσι, το χρωστάω στο Θανασάρα.
Εγώ, πέραν πάσης προσδοκίας, τελικά τα κατάφερα και ανήλθα, τρόπος του λέγειν, στον κομματικό μηχανισμό. Καμάρωσα μάλιστα και δυο φορές υποψήφιος βουλευτής της Αριστεράς σε άγονη περιφέρεια. Δυστυχώς όμως για το Θανασάρα αυτό συνέβη σε μια εποχή που η επαγγελματική του εξέλιξη είχε πια αποσυνδεθεί από εμένα. Μεταπολίτευση, καταλαβαίνετε...
Το Θανασάρα τον αναζήτησα πολλές φορές για να πιούμε ένα ούζο. Να τα πούμε μια φορά σαν άνθρωποι, χωρίς βρισίδια και ανόητες προκλήσεις. Χωρίς φανατισμούς "ο μπάτσος" - "το κομμούνι". Χωρίς μνησικακίες και προπάντων χωρίς οίκτο για την κατάντια μας την τότε. Να δω αν φοράει ακόμα τα γιλέκα και τα σακάκια με το πονηρό τσεπάκι ή αν εκσυγχρονίστηκε κι αυτός και βόλεψε τον αναπτήρα του σε κανένα δερμάτινο τσαντάκι απ’ αυτά τα μοντέρνα, που προβλέπουν και θέσεις για αναπτήρες.
Κυρίως όμως για να μάθω αν τον άφησα στάσιμο τελικά.
Στάθηκε αδύνατον, θαρρείς και άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Σκέφτομαι πάντως πως ίσως οι συνάδελφοί του, όταν τους ρωτούσα, να μασούσαν επίτηδες τα λόγια τους, από φόβο μήπως έχουνε μπροστά τους κανένα εκδικητικό τύπο, από εκείνους τους παλιούς αριστερούς, τους βασανισμένους, που ψάχνουνε φαντάσματα για να πάρουνε το αίμα τους πίσω.
Πώς να τους εξηγήσω τώρα εγώ, ότι τον έψαχνα για να τον ευχαριστήσω; Να τον κάψω τον άνθρωπο;
ΥΓ. Το κείμενο είναι αφιερωμένο στο Θόδωρο Καζέλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.