Του Πώλ Κρούγκμαν,μετάφραση: Στρ. Μπουλαλάκης, Αυγή, ΕΝΘΕΜΑΤΑ, http://enthemata.wordpress.com/,
Όταν πριν λίγες εβδομάδες ο ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης του Γουισκόνσιν ανακοίνωνε σαρωτικές αλλαγές στο δημόσιο (κατάργηση του δικαιώματος των συνδικάτων να διαπραγματεύονται συλλογικές συμβάσεις, αυξημένη δικαιοδοσία του κυβερνήτη να προβαίνει σε απολύσεις, περιστολή δικαιωμάτων περίθαλψης και συνταξιοδότησης), κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει το κύμα αντιδράσεων. Γρήγορα όμως, οι διαδηλωτές άγγιξαν τους 100.000, προχωρώντας σε καταλήψεις, μαχητικές απεργίες και πορείες, δημιουργώντας ένα πρωτοφανές κίνημα (βλ. και το άρθρο του Μιχάλη Τρίκα, «ΗΠΑ: η πάλη των τάξεων πάει στο Γουισκόνσιν», Η Αυγή, 27.2.2011·http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=601796).
Όπως δείχνει ο αμερικανός νομπελίστας της οικονομίας, Πωλ Κρούγκμαν, στα δύο άρθρα που ακολουθούν (New York Times, 20 και 24.2.2011) η σύγκρουση δεν έχει να κάνει με το «νοικοκύρεμα» του προϋπολογισμού και τα δημοσιονομικά· είναι μια μάχη για τη δημοκρατία. Ακόμα και αν δεν συμφωνούμε σε όλα με τα συνδικάτα, λέει ο Κρούγκμαν, αυτά αποτελούν σήμερα το μοναδικό αντίβαρο στην εξουσία του κεφαλαίου,
που αλώνει τα πάντα – παρατήρηση χρήσιμη, ιδεολογικοπολιτικά, και για τα καθ’ ημάς. Τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα (τα μόνα που υφίστανται ουσιαστικά στις ΗΠΑ, αφού στον ιδιωτικό τομέα οι συνδικαλισμένοι είναι κάτω από 10%), προσπαθεί να συντρίψει ο ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης, γι’ αυτό ακριβώς και ο αγώνας του Γουισκόνσιν έχει πολύ ευρύτερη σημασία.Στρατής Μπουρνάζος
"Την περασμένη εβδομάδα, ενόψει των διαδηλώσεων εναντίον του νεοεκλεγέντος, διώκτη των συνδικάτων, κυβερνήτη του Γουισκόνσιν Σκοτ Γουώκερ –που συνεχίστηκαν και το Σαββατοκύριακο, με μια τεράστια κοσμοπλημμύρα το Σάββατο– ο βουλευτής Πωλ Ράυν έκανε, άθελά του, μια εύστοχη σύγκριση: «Είναι λες και το Κάιρο έχει μεταφερθεί στο Μάντισον».
Δεν ήταν το πιο έξυπνο πράγμα που θα μπορούσε να πει ο κ. Ράιαν, δεδομένου, ότι, κατά πάσα πιθανότητα, δεν ήθελε να συγκρίνει τον κ. Γουώκερ, έναν ομοϊδεάτη του Ρεπουμπλικάνο, με τον Χόσνι Μουμπάρακ. Ίσως όμως και να το εννοούσε — άλλωστε, αρκετοί εξέχοντες συντηρητικοί, μεταξύ των οποίων ο Γκλεν Μπεκ, ο Ρας Λίμπο και ο Ρικ Σαντόρουμ καταδίκασαν την εξέγερση στην Αίγυπτο, επιμένοντας ότι ο πρόεδρος Ομπάμα έπρεπε να βοηθήσει το καθεστώς Μουμπάρακ να την καταστείλει.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο κ. Ράιαν είχε περισσότερο δίκιο από ό,τι μπορούσε να φανταστεί. Γιατί όσα συμβαίνουν στο Γουισκόνσιν δεν αφορούν τον κρατικό προϋπολογισμό, παρά τους ισχυρισμούς του κ. Γουώκερ ότι το μόνο που πασχίζει είναι να νοικοκυρέψει τα οικονομικά. Αντιθέτως, αφορούν το ζήτημα της εξουσίας. Αυτό που προσπαθούν ο κ. Γουώκερ και οι υποστηρικτές του είναι να κάνουν το Γουισκόνσιν –και, εν τέλει και όλη την Αμερική– όχι μια εύρυθμη δημοκρατία, αλλά μια τριτοκοσμική ολιγαρχία. Γι’ αυτό ακριβώς όποιος πιστεύει ότι χρειαζόμαστε κάποιο αντίβαρο στην πολιτική εξουσία του χρήματος πρέπει να σταθεί στο πλευρό των διαδηλωτών. […]
Ο κ. Γουόκερ δεν ενδιαφέρεται να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις [με τα συνδικάτα, που έχουν δηλώσει πρόθυμα να κάνουν παραχωρήσεις]. Από τη μια, επειδή δεν θέλει οι θυσίες να επιμεριστούν και στους πλούσιους: παρόλο που διακηρύσσει, σε όλους τους τόνους, ότι το Γουισκόνσιν αντιμετωπίζει μια τρομακτική δημοσιονομική κρίση, έχει προχωρήσει σε μειώσεις της φορολογίας, που επιδείνωσαν το έλλειμμα. Κυρίως, όμως, κατέστησε σαφές ότι, αντί για διαπραγματεύσεις με τους εργαζόμενους, θέλει να τελειώνει, μια για πάντα, με τη δυνατότητα των εργαζόμενων να διαπραγματεύονται.
Το νομοσχέδιο που έχει προξενήσει τις διαδηλώσεις θα καταργήσει το δικαίωμα συλλογικών διαπραγματεύσεων για πολλούς από τους δημόσιους υπαλλήλους, με στόχο να διαλύσει ουσιαστικά τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα. Ολοφάνερα όμως, ορισμένες κατηγορίες εργαζόμενων εργαζόμενοι –και συγκεκριμένα αυτοί ψηφίζουν Ρεπουμπλικάνους– εξαιρούνται από την κατάργηση· είναι λες και ο κ. Γουόκερ επιδεικνύει τον κομματικό χαρακτήρα των αποφάσεών του.
Για ποιο λόγο επιδιώκει να διαλύσει τα συνδικάτα; Όπως είπα, αυτή η απόφαση δεν έχει καμία σχέση με την προσπάθεια να ξεπεράσει το Γουισκόνσιν την παρούσα δημοσιονομική κρίση. Ούτε υπάρχει καμιά πιθανότητα να βελτιώσει τις προοπτικές του προϋπολογισμού σε μακροπρόθεσμη βάση: σε αντίθεση με όσα ίσως έχετε ακούσει, οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα στο Γουισκόνσιν, αλλά και αλλού, πληρώνονται λίγο χαμηλότερα σε σχέση με τους συναδέλφους τους του ιδιωτικού τομέα που έχουν παρόμοια προσόντα, οπότε δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για περαιτέρω δραστικές μειώσεις.
Έτσι, το παιχνίδι δεν είναι για τον προϋπολογισμό· είναι για την εξουσία.
Θεωρητικά, κάθε αμερικανός πολίτης έχει ισότιμο λόγο στη διαδικασία λήψης των πολιτικών αποφάσεων. Στην πράξη, ορισμένοι από εμάς είναι πιο ίσοι από τους άλλους. Οι δισεκατομμυριούχοι μπορούν να επιστρατεύουν λεφούσια υποστηρικτών και ομάδες πίεσης· μπορούν να χρηματοδοτούν think tanks, καταφέρνοντας έτσι να κυριαρχούν πολιτικά τα θέματα και οι απόψεις που τους ενδιαφέρουν· μπορούν να δίνουν λεφτά με τη σέσουλα σε πολιτικούς φίλα προσκείμενους σ’ αυτούς (όπως έκαναν οι αδελφοί Κοχ στην περίπτωση του κ. Γουώκερ). Στα χαρτιά, είμαστε ένα έθνος όπου κάθε πολίτης έχει μία ψήφο· στην πραγματικότητα, είμαστε περίπου μια ολιγαρχία, στην οποία κυριαρχούν μια χούφτα πλούσιοι.
Με δεδομένη αυτή την πραγματικότητα, είναι εξαιρετικά σημαντικό να υπάρχουν θεσμοί που λειτουργούν σαν αντίβαρο στην εξουσία του μεγάλου κεφαλαίου. Και τα συνδικάτα είναι ένας από τους σημαντικότερους θεσμούς αυτού του είδους.
Δεν χρειάζεται να λατρεύουμε τα συνδικάτα ούτε να πιστεύουμε ότι οι πολιτικές τους θέσεις είναι πάντοτε σωστές, προκειμένου να αναγνωρίσουμε ότι αποτελούν έναν από τους λίγους βαρύνοντες παράγοντες του πολιτικού μας συστήματος που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των μεσαίων και εργατικών στρωμάτων της Αμερικής, στην αντιπαράθεσή τους με τους πλούσιους. Αν η Αμερική έχει γίνει πιο ολιγαρχική και λιγότερο δημοκρατική τα τελευταία τριάντα χρόνια –και πράγματι έχει γίνει–, αυτό, σε μεγάλο βαθμό, οφείλεται στην παρακμή των συνδικάτων του ιδιωτικού τομέα.
Και τώρα ο κ. Γουώκερ και οι υποστηρικτές του προσπαθούν να απαλλαγούν και από τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα.
Υπάρχει μια πικρή ειρωνεία εδώ. Η δημοσιονομική κρίση στο Γουισκόνσιν, όπως και σε άλλες πολιτείες, οφείλεται εν πολλοίς στην αυξανόμενη δύναμη της αμερικανικής ολιγαρχίας. Άλλωστε, οι εξαιρετικά εύποροι, και όχι το ευρύ κοινό, ήταν εκείνοι που οδήγησαν στην οικονομική απορρύθμιση και, ως εκ τούτου, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις της οικονομικής κρίσης του 2008-9, τα επακόλουθα της οποίας είναι και ο βασικός λόγος των σημερινών προβλημάτων του προϋπολογισμού. Και τώρα η Δεξιά προσπαθεί να εκμεταλλευθεί ακριβώς αυτή την κρίση, χρησιμοποιώντας τη για να καταργήσει έναν από τους λίγους παράγοντες ελέγχου της ισχύος της ολιγαρχίας που έχουν απομείνει, δηλαδή τα συνδικάτα.
Θα τελεσφορήσει η επίθεση στα συνδικάτα; Δεν το ξέρω. Όμως, όποιος ενδιαφέρεται να συνεχίσει η διακυβέρνηση του λαού από τον λαό πρέπει να ελπίζει ότι θα αποτύχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.