Μετά από έναν καταιγισμό υποδείξεων εκ μέρους τραπεζιτών, επενδυτικών κεφαλαίων και άλλων εκπροσώπων ιδιωτικών συμφερόντων ανά τον κόσμο προς την Ευρωπαϊκή Ένωση να οδηγήσει τη χώρα μας σε αναδιάρθρωση του χρέους, τα νέα σχέδια που φέρονται να επεξεργάζονται επιτελείς της κυβέρνησης Μέρκελ παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Διότι θα μπορούσαν ίσως να επιφέρουν μιαν ελάφρυνση του χρέους, χωρίς τις βάναυσες συνέπειες των σεναρίων αναδιάρθρωσης ή ελεγχόμενης χρεωκοπίας που κυκλοφορούσαν έως τώρα.
Μολονότι διαψεύσθηκαν επίσημα από την πρώτη στιγμή, τόσο από εκπρόσωπο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών όσο και από τον δικό μας υπουργό Γιώργο Παπακωνσταντίνου, οι πληροφορίες, τις οποίες δημοσίευσε πρώτη η εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit επικαλούμενη κυβερνητικές πηγές, συνέχισαν τις επόμενες μέρες να αναπαράγονται με πρόσθετες λεπτομέρειες στο σύνολο του γερμανικού Τύπου.
Εντάθηκε έτσι η αίσθηση ότι πρόκειται για σκόπιμες διαρροές ενός σχεδίου που πράγματι τελεί υπό επεξεργασία στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, δεν μπορεί όμως για την ώρα να υιοθετηθεί, με δεδομένες τις διαφορές αντιλήψεων στους κόλπους της γερμανικής κυβέρνησης, αλλά και την αρνητική στάση μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης της χώρας απέναντι στις ασθενέστερες χώρες της Ευρωζώνης, την Ελλάδα πριν απ’ όλες, ακόμα και απέναντι στο ίδιο το ευρώ! Η έντονη συζήτηση ενδεχομένως προετοιμάζει για μιαν αποδοχή αύριο.
Με δυο λόγια η ιδέα στην οποία βασίζεται το σχέδιο είναι η ακόλουθη: Το προσωρινό Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να χορηγήσει χαμηλότοκα δάνεια στο ελληνικό κράτος, ώστε αυτό να επαναγοράσει ομόλογα του χρέους του σε τιμή σημαντικά χαμηλότερη από την ονομαστική, εκείνη στην οποία τα είχε εκδώσει αρχικά. Όπως είναι γνωστό οι τιμές των ελληνικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά(*) έχουν πέσει πολύ χαμηλά. Αντιγράφουμε ενδεικτικά από το σχετικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος: Στα τέλη Δεκεμβρίου η τιμή του τριετούς ομολόγου ήταν 81,37, του πενταετούς 74,85, του δεκαετούς 66,01.
Επαναγοράζοντας τέτοια ομόλογα το ελληνικό κράτος τα εξοφλεί σε τιμή χαμηλότερη από εκείνην (100) της λήξης τους. Μειώνει δηλαδή αντίστοιχα το χρέος του για όσους τίτλους επαναγοράζει, σαν να είχε επιβληθεί ένα «κούρεμα» 18,6% στα τριετή, 25% στα πενταετή, 34% στα δεκαετή ομόλογα. Αλλά, εφόσον οι πράξεις επαναγοράς διενεργούνται στη δευτερογενή αγορά, δεν δημιουργούνται οι δυσμενείς επιπτώσεις που θα προκαλούσε μια αναγκαστική συμφωνία με τους πιστωτές για «κούρεμα» του χρέους, όπως συζητούνταν έως τώρα.
Καμία τράπεζα, κανένα ασφαλιστικό ταμείο και κανένας μεμονωμένος αποταμιευτής, που αγόρασε ομόλογα του Δημοσίου για να κάνει μιαν ασφαλή τοποθέτηση, δεν υποχρεώνεται να τα δώσει πριν λήξουν, σε χαμηλότερη τιμή, χάνοντας μέρος της αρχικής του επένδυσης. Τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία δεν βρίσκονται έτσι μπροστά σε μια απαξίωση των κεφαλαίων τους που θα δυσχέραινε την αναχρηματοδότηση και τη λειτουργία τους, δραματικά στην Ελλάδα, σε κάποιο βαθμό, μη αμελητέο, και στο εξωτερικό, ούτε θα φτωχύνει ο αποταμιευτής.
Ο κίνδυνος απωλειών στο μέλλον δεν απαλείφεται, βέβαια, στο μέτρο που, παρ’ όλες τις προσπάθειες, το ενδεχόμενο η χώρα να χρεωκοπήσει τελικά δεν μπορεί ακόμα απολύτως να αποκλεισθεί. Το σχέδιο που συζητείται στη Γερμανία φαίνεται όμως μάλλον να το απομακρύνει. Προϋπόθεση είναι να δοθούν πραγματικά χαμηλότοκα δάνεια στο ελληνικό κράτος για να προβεί στις επαναγορές.
Κατάλληλο επίπεδο επιτοκίων δεν έχει υποδειχθεί μέχρι τώρα, ενώ στην εμμονή της γερμανικής κυβέρνησης κατά πρώτο λόγο αποδίδεται το υψηλό επιτόκιο για το ευρωπαϊκό μέρος του δανείου των 110 δισ. που έλαβε η Ελλάδα, όπως και το ακόμα υψηλότερο που επιβλήθηκε στην Ιρλανδία. Κατά τις πληροφορίες του γερμανικού Τύπου πάντως το Βερολίνο βλέπει τώρα πιο διαλλακτικά το αίτημα να μειωθούν αυτά τα επιτόκια.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, ενόψει μιας - ανεπαίσθητης μέχρι στιγμής - ανόδου του πληθωρισμού, εντείνονται οι πιέσεις, διά του εκεί Τύπου και πάλι, προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αυξήσει το δικό της κεντρικό επιτόκιο. Αλλά ούτε κάποια εκτίμηση για τη μερίδα του χρέους που θα μπορούσε να επαναγοραστεί με τον προτεινόμενο τρόπο έχει γίνει γνωστή. Δεν γνωρίζουμε πόσοι τίτλοι διακινούνται στη δευτερογενή αγορά ούτε π.χ. πόσους ακριβώς αγόρασε, όπως φημολογείται, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, συμβάλλοντας αποτελεσματικά στη συγκράτηση των τιμών τους κατά την πρόσφατη αναταραχή.
Πακέτο με ανταλλάγματα
Αντίθετα, αυτό που γνωρίζουμε - ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν παύει να το κάνει απολύτως σαφές - είναι η πρόθεση της γερμανικής κυβέρνησης, εφόσον καταλήξει το σχέδιο, να το εντάξει σε ένα συνολικό «πακέτο», όπου περιλαμβάνεται μια αυστηρότερη εκδοχή του Συμφώνου Σταθερότητας και περαιτέρω δεσμεύσεις της χώρας μας για αυστηρή πολιτική δημοσιονομικών πλεονασμάτων και τη μετά το 2013 περίοδο, εφόσον θα εξακολουθεί να χρειάζεται ευρωπαϊκή στήριξη για να αντεπεξέλθει στο χρέος που έχει συσσωρεύσει.
Τις συγκεκριμένες προβλέψεις του πακέτου θα τις μαθαίνουμε το επόμενο διάστημα, ως την ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής της 24-25 Μαρτίου, οπότε, κατά τον κ. Σόιμπλε, θα πρέπει να ληφθούν ολοκληρωμένες προτάσεις για την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική που θα τερματίσουν την κρίση.
Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μπαρόζο, ο οποίος θα βρίσκεται αυτήν την εβδομάδα στο Βερολίνο για συνομιλίες με την καγκελάριο Άγγελα Μέρκελ, είχε πιέσει προ δεκαημέρου για μια διεύρυνση, ποσοτική και ποιοτική, των δυνατοτήτων παρέμβασης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας το νωρίτερο δυνατόν, ήδη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 4 Φεβρουαρίου.
Σε συνέντευξή του σε εφημερίδα της Στουτγάρδης προσπαθούσε να πείσει τη γερμανική κοινή γνώμη ότι η Επιτροπή προωθεί «μια γερμανική ατζέντα» σε θέματα δημοσιονομικής πειθαρχίας και να καθησυχάσει διαδεδομένους φόβους ότι καλλιεργείται μια χαλαρότητα που υπονομεύει τη νομισματική σταθερότητα ή ότι προετοιμάζεται μια «Ένωση μεταβιβάσεων» (όπου οι πλούσιοι μέρμηγκες Γερμανοί θα δούλευαν για να πληρώνουν τους τζίτζικες Μεσογειακούς). Τις πληροφορίες για το σχέδιο επαναγοράς χρέους δεν θέλησε να τις σχολιάσει.
Ενώ η αυτοπεποίθηση της γερμανικής οικονομίας, όπως καταγράφεται στους δείκτες του Ινστιτούτου Οικονομίας IFO του Μονάχου, έσπαζε προχθές Παρασκευή ρεκόρ εικοσαετίας, η δυσφορία ή και εχθρότητα μερίδας της γερμανικής κοινής γνώμης απέναντι στην Ευρώπη είναι έκδηλη. Χαρακτηριστικές ήσαν δύο συνεντεύξεις την περασμένη εβδομάδα: Του προέδρου του BDI, του αντίστοιχου ΣΕΒ της χώρας, Χανς-Πέτερ Κάιτελ στη Handelsblatt, ο οποίος υποστήριζε την άμεση αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους - να μην περιμένουμε, ως το 2013 - και την ανάθεση λύσεων για την Ευρώπη σε εμπειρογνώμονες (μακριά από την πολιτική!), αλλιώς θα τις επιβάλουν οι αγορές, έλεγε.
Και πιο ακραία ακόμα, του καθηγητή Ντίτερ Σπέτμαν, πρώην προέδρου της Thyssen AG στην Frankfurter Allgemeine Zeitung, για την ανάγκη να δημιουργηθούν δύο Ευρωζώνες, των βορείων και των νοτίων, και πάντως από την υφιστάμενη να φύγει η Γερμανία γιατί δεν μπορεί να γίνεται ανεκτό να δίνει το 10% του ΑΕΠ της στους άλλους!
Θα βρούμε βέβαια και άλλες, φιλοευρωπαϊκές και κοινωνικά αλληλέγγυες γνώμες -με Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινους να υποστηρίζουν πάντως την αναδιάρθρωση. Αλλά παρακολουθώντας πώς διαμορφώνονται οι θέσεις της γερμανικής κυβέρνησης, οι οποίες επηρεάζουν καθοριστικά τις εξελίξεις στην Ευρώπη, ας έχουμε κατά νου ότι η Μέρκελ έχει να ισορροπήσει με ισχυρά εχθρικά ρεύματα.
(*) Διευκρινίζουμε για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι: Σε κάθε έκδοση τίτλων δημοσίου χρέους ένα μέρος κρατείται από τους αρχικούς αγοραστές, τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, επενδυτικά κεφάλαια κ.λπ., ενώ ένας αριθμός διοχετεύεται στη δευτερογενή αγορά, όπου τελούν υπό διαπραγμάτευση, γίνονται δηλαδή αντικείμενο αγοραπωλησιών από ενδιαφερόμενους επενδυτές. Αφότου ξέσπασε η κρίση του ελληνικού χρέους διογκώνοντας τη δυσπιστία ως προς την ικανότητα του κράτους να πληρώνει οφειλόμενους τόκους και χρεωλύσια, οι τιμές τους έχουν συμπιεστεί, εφόσον περισσότεροι θέλουν να ξεφορτωθούν ελληνικά ομόλογα παρά να αγοράσουν.
Πέφτουν κι άλλο σε κάθε ταραχή στις αγορές, όπως το τελευταίο διάστημα. Αντίστροφα, με την πτώση των τιμών ανεβαίνουν οι αποδόσεις, το θεωρητικό «επιτόκιο» του υποτιμημένου ομολόγου, άρα και τα γνωστά μας spreads, η απόσταση δηλαδή ανάμεσα στην απόδοση του ελληνικού ομολόγου, το οποίο έχει υποτιμηθεί, και εκείνην του γερμανικού ομολόγου αναφοράς που διατηρεί σταθερή την τιμή του. Τον Δεκέμβριο είχαμε έτσι αποδόσεις πάνω από 12% και spreads πάνω από 9%.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.