|
Ο αντιαμερικανισμός δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα της επιβολής της χούντας ή της κυπριακής τραγωδίας που ακολούθησε. Είναι εγγενής στην ελληνική πολιτική κουλτούρα και, ήδη από τον Εμφύλιο, έχει αντικαταστήσει τον αντιβρετανισμό και, συλλήβδην, τον αντιδυτικισμό. Κατά την ελληνική «εθνική ιδεολογία», οι ξένοι φταίνε αποκλειστικά για τα κατά καιρούς δεινά που έχει υποστεί η χώρα. Πώς και γιατί, όμως, η Ελλάδα συνεχίζει, ακόμα και σήμερα, να πορεύεται με μόνιμη επωδό όχι το σύνθημα «ανήκομεν εις την Δύσιν» του Κωνσταντίνου Καραμανλή αλλά το «είμεθα έθνος ανάδελφον» του Χρήστου Σαρτζετάκη;
«Γιατί μας μισούν;». Η ερώτηση, μαζί με την εικόνα συντριβής των Δίδυμων Πύργων, κόσμησε το εξώφυλλο του Newsweek λίγες μέρες μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Το ομότιτλο άρθρο του Φαρίντ Ζακαρία προκάλεσε μεγάλη συζήτηση, πολύ brainstorming και ποταμούς λέξεων που επιχειρούσαν να απαντήσουν στο υπαρξιακό τότε ερώτημα για τους Αμερικανούς. Στην περίπτωση του νέου βιβλίου του Ιωάννη Στεφανίδη, καθηγητή Διπλωματικής Ιστορίας στο ΑΠΘ, το υπαρξιακό ερώτημα περίπου αντιστρέφεται. «Γιατί τους μισούμε;». Όχι μόνο τους Αμερικανούς, αλλά πριν από αυτούς τους Βρετανούς, τις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά και λιγότερο ισχυρούς «παίκτες» όπως τους Τούρκους και τους Σλάβους;
Ιωάννης Δ. Στεφανίδης, Εν ονόματι του έθνους. Πολιτική κουλτούρα, αλυτρωτισμός και αντιαμερικανισμός στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1945-1967, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 461
Σε πρώτη ανάγνωση το ερώτημα μπορεί να μοιάζει προκλητικό. Διαβάζοντας, όμως, τον Στεφανίδη, η πικρή γεύση των διαπιστώσεών του μπορεί να προκαλέσει την ίδια έκπληξη που προκάλεσε στους Αμερικανούς η ξαφνική συνειδητοποίηση ότι τους μισούν άνθρωποι από κάθε γωνιά του κόσμου.
Στη δική μας περίπτωση, βέβαια, ο αντιαμερικανισμός δεν είναι η μόνη ασθένεια του «περιούσιου» έθνους. Όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, οι ασθένειες είναι πολλές και κρατούν πριν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, καθώς η συγκρότηση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας είχε διαφανεί από τον αγώνα για την ανεξαρτησία.
Ο όρος «στρέβλωση» δεν αρκεί για να περιγράψει την οικοδόμηση της ταυτότητας αυτής. Κάνοντας βουτιά στον ελληνικό ψυχισμό και στη συγκρότηση του κράτους, ο Στεφανίδης βρίσκει πολλά, και τα συμπεράσματα δεν είναι καθόλου κολακευτικά. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Στη δική μας περίπτωση, βέβαια, ο αντιαμερικανισμός δεν είναι η μόνη ασθένεια του «περιούσιου» έθνους. Όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, οι ασθένειες είναι πολλές και κρατούν πριν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, καθώς η συγκρότηση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας είχε διαφανεί από τον αγώνα για την ανεξαρτησία.
Ο όρος «στρέβλωση» δεν αρκεί για να περιγράψει την οικοδόμηση της ταυτότητας αυτής. Κάνοντας βουτιά στον ελληνικό ψυχισμό και στη συγκρότηση του κράτους, ο Στεφανίδης βρίσκει πολλά, και τα συμπεράσματα δεν είναι καθόλου κολακευτικά. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
ΟΙ ΑΒΟΛΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
Από τις μέρες του αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία υπήρχε μια διελκυστίνδα ανάμεσα σε μια, ας την πούμε «εκσυγχρονιστική ελίτ» που ήταν φορέας των ιδεών του Διαφωτισμού, και στις «αδρανείς μάζες», που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της τοπικής ολιγαρχίας. Ο πολιτικός αυτός δυϊσμός ούτε ξεπεράστηκε ούτε συγκεράστηκε, με αποτέλεσμα «σε τούτα εδώ τα μάρμαρα» να επικρατήσει η άποψη ότι «η Ελλάδα είναι ο ομφαλός της γης» – και μαζί να κυριαρχήσουν συμπλέγματα κατωτερότητας έναντι της Δύσης.
Ο συντηρητισμός νίκησε. Σε αυτό βοήθησε, λέει ο Στεφανίδης, η ιστορική πραγματικότητα, η οποία οικοδομήθηκε από εθνοκεντρικούς συγγραφείς όπως ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αλλά και από μαρξιστές ιστορικούς όπως ο Νίκος Σβορώνος για να εκπροσωπήσει ένα «ενοποιημένο έθνος» που «εκτείνεται σε αδιάσπαστη γραμμικότητα από την κλασική εποχή», αλλά και «αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους καπιταλιστές και του τοπικούς ιμπεριαλιστές».
Κάπως έτσι, οι Έλληνες ξεκίνησαν την πορεία τους στο σύγχρονο κράτος, όχι μόνο με υλικά του χθες, αλλά επιπλέον με την αίσθηση της υπερβολικής εθνικής αυταρέσκειας, γαρνιρισμένης με μπόλικη προγονολατρεία. Είχε προηγηθεί, στο πεδίο της ιδεολογίας –και όχι τυχαία–, η αποκατάσταση και η ιδιοποίηση του Βυζαντίου. Το έθνος απέκτησε μια μεσσιανικού τύπου ιδιότητα, με μια ασαφή μεν, θεόσταλτη δε αποστολή. Ήταν θέλημα Θεού η μικρή και ένδοξη Ελλάς να υπερασπιστεί την υπόθεση της πολιτισμένης ανθρωπότητας. Οι Έλληνες, σύμφωνα με την εθνική ιδεολογία που διαμορφώθηκε, έγιναν μέρος ενός έθνους που βρίσκεται σε διαρκή κίνδυνο, καθώς οι ξένες δυνάμεις συνωμοτούσαν (και συνωμοτούν) με θύμα τον ελληνικό λαό.
Κομβικό σημείο στην οικοδόμηση αυτής της ταυτότητας αποτέλεσε η Μεγάλη Ιδέα1. Η οδυνηρή ήττα του 1922, όμως, λέει ο Στεφανίδης, δεν έγινε αφορμή αναπροσανατολισμού. Ο ελληνικός αλυτρωτισμός δεν κλονίστηκε, απλώς έπεσε σε χειμερία νάρκη. Και όταν, στην πορεία, οι ελίτ της εποχής βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα ιδεολογικό κενό, ήταν έτοιμος να αφυπνιστεί.Ταυτόχρονα, η θυματοποίηση, η ταύτιση δηλαδή της Ελλάδας με θύμα μιας συνωμοσίας «των ξένων» εναντίον της, έγινε κεντρικό σημείο της ελληνικής ταυτότητας που κρατά έως σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με την κρατούσα ορολογία στον δημόσιο λόγο, δεν υπάρχουν ορισμένα εθνικά συμφέροντα όπως σε κάθε χώρα του κόσμου, αλλά εθνικά «δίκαια» και «εθνικά θέματα», αντί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής.
Οι Έλληνες ανέκαθεν ισχυρίζονταν (και συνεχίζουν να ισχυρίζονται) ότι δεν είχαν επεκτατικά σχέδια έναντι κανενός από τους γείτονές τους. Ο Στεφανίδης αμφισβητεί αυτή την άποψη, εστιάζοντας στη Μικρασιατική Εκστρατεία και στους Βαλκανικούς Πολέμους, που δεν ήταν παρά «εκστρατείες για την αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας», όπου Ελλάδα στο εθνικό φαντασιακό είναι ο γεωγραφικός χώρος στον οποίον εκτείνονταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο «από Βορρά Κίνδυνος», εξάλλου, αποτέλεσε κεντρικό δόγμα της χώρας τρεις δεκαετίες μετά τη λήξη του Εμφυλίου, καθώς οι νικητές συνέδεαν την εσωτερική με την εξωτερική απειλή, δηλαδή την παλαιά «σλαβική απειλή» της περιόδου των Βαλκανικών Πολέμων με τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Στον συντηρητικό επαναπροσανατολισμό της ελληνικής κοινωνίας συνέβαλε η βελτιωμένη εκδοχή της προπολεμικής ιδεολογικής ορθοδοξίας που προώθησε το κράτος: η εθνικοφροσύνη. Κήρυττε την αφοσίωση στα «εθνικά ιδεώδη», συμπεριλαμβανομένων των μεταπολεμικών αλυτρωτικών διεκδικήσεων και της επαγρύπνησης έναντι του κομμουνισμού, η οποία με τη σειρά της συνέβαλε στον αποκλεισμό της Αριστεράς από την πολιτική ζωή, μέχρι και το τέλος της δικτατορίας.
Το άλλο συστατικό ήταν ο ελληνοχριστιανισμός, ένα συνονθύλευμα κλασικών ιδεωδών και χριστιανικών αξιών, προκειμένου να συμβολιστεί η υποτιθέμενη ενότητα ανάμεσα στην ορθόδοξη πίστη και στον ελληνικό πολιτισμό. Το καθεστώς Μεταξά τον αναγόρευσε σε κυρίαρχο ιδεολογικό πρόταγμα – και παρέμεινε ως τέτοιο για τρεις δεκαετίες. Η χαρτογράφηση του Στεφανίδη, μέσα από εξαντλητική έρευνα σε βρετανικά και αμερικανικά αρχεία, από την ανάγνωση ερευνών κοινής γνώμης και τον Τύπο της εποχής, αποκαλύπτει άβολες, ενοχλητικές αλήθειες. Αυτό που προκύπτει δεν είναι καθόλου όμορφο.
Η αμφιθυμία απέναντι στη Δύση, η αβεβαιότητα για τη θέση της Ελλάδας στον σύγχρονο κόσμο εκδηλώθηκε συχνά, όχι μόνο με προβολή ρατσιστικών ή και αντισημιτικών απόψεων αλλά και με την άλλη όψη του νομίσματος. Ενώ το αντιδυτικό αίσθημα κέρδιζε έδαφος, μέρος της κοινής γνώμης αντιμετώπιζε τον αραβικό κόσμο ως πρότυπο ανυπακοής στους ισχυρούς. Γράφει σχετικά ο Στεφανίδης:
Κάπως έτσι, οι Έλληνες ξεκίνησαν την πορεία τους στο σύγχρονο κράτος, όχι μόνο με υλικά του χθες, αλλά επιπλέον με την αίσθηση της υπερβολικής εθνικής αυταρέσκειας, γαρνιρισμένης με μπόλικη προγονολατρεία. Είχε προηγηθεί, στο πεδίο της ιδεολογίας –και όχι τυχαία–, η αποκατάσταση και η ιδιοποίηση του Βυζαντίου. Το έθνος απέκτησε μια μεσσιανικού τύπου ιδιότητα, με μια ασαφή μεν, θεόσταλτη δε αποστολή. Ήταν θέλημα Θεού η μικρή και ένδοξη Ελλάς να υπερασπιστεί την υπόθεση της πολιτισμένης ανθρωπότητας. Οι Έλληνες, σύμφωνα με την εθνική ιδεολογία που διαμορφώθηκε, έγιναν μέρος ενός έθνους που βρίσκεται σε διαρκή κίνδυνο, καθώς οι ξένες δυνάμεις συνωμοτούσαν (και συνωμοτούν) με θύμα τον ελληνικό λαό.
Κομβικό σημείο στην οικοδόμηση αυτής της ταυτότητας αποτέλεσε η Μεγάλη Ιδέα1. Η οδυνηρή ήττα του 1922, όμως, λέει ο Στεφανίδης, δεν έγινε αφορμή αναπροσανατολισμού. Ο ελληνικός αλυτρωτισμός δεν κλονίστηκε, απλώς έπεσε σε χειμερία νάρκη. Και όταν, στην πορεία, οι ελίτ της εποχής βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα ιδεολογικό κενό, ήταν έτοιμος να αφυπνιστεί.Ταυτόχρονα, η θυματοποίηση, η ταύτιση δηλαδή της Ελλάδας με θύμα μιας συνωμοσίας «των ξένων» εναντίον της, έγινε κεντρικό σημείο της ελληνικής ταυτότητας που κρατά έως σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με την κρατούσα ορολογία στον δημόσιο λόγο, δεν υπάρχουν ορισμένα εθνικά συμφέροντα όπως σε κάθε χώρα του κόσμου, αλλά εθνικά «δίκαια» και «εθνικά θέματα», αντί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής.
Οι Έλληνες ανέκαθεν ισχυρίζονταν (και συνεχίζουν να ισχυρίζονται) ότι δεν είχαν επεκτατικά σχέδια έναντι κανενός από τους γείτονές τους. Ο Στεφανίδης αμφισβητεί αυτή την άποψη, εστιάζοντας στη Μικρασιατική Εκστρατεία και στους Βαλκανικούς Πολέμους, που δεν ήταν παρά «εκστρατείες για την αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας», όπου Ελλάδα στο εθνικό φαντασιακό είναι ο γεωγραφικός χώρος στον οποίον εκτείνονταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο «από Βορρά Κίνδυνος», εξάλλου, αποτέλεσε κεντρικό δόγμα της χώρας τρεις δεκαετίες μετά τη λήξη του Εμφυλίου, καθώς οι νικητές συνέδεαν την εσωτερική με την εξωτερική απειλή, δηλαδή την παλαιά «σλαβική απειλή» της περιόδου των Βαλκανικών Πολέμων με τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Στον συντηρητικό επαναπροσανατολισμό της ελληνικής κοινωνίας συνέβαλε η βελτιωμένη εκδοχή της προπολεμικής ιδεολογικής ορθοδοξίας που προώθησε το κράτος: η εθνικοφροσύνη. Κήρυττε την αφοσίωση στα «εθνικά ιδεώδη», συμπεριλαμβανομένων των μεταπολεμικών αλυτρωτικών διεκδικήσεων και της επαγρύπνησης έναντι του κομμουνισμού, η οποία με τη σειρά της συνέβαλε στον αποκλεισμό της Αριστεράς από την πολιτική ζωή, μέχρι και το τέλος της δικτατορίας.
Το άλλο συστατικό ήταν ο ελληνοχριστιανισμός, ένα συνονθύλευμα κλασικών ιδεωδών και χριστιανικών αξιών, προκειμένου να συμβολιστεί η υποτιθέμενη ενότητα ανάμεσα στην ορθόδοξη πίστη και στον ελληνικό πολιτισμό. Το καθεστώς Μεταξά τον αναγόρευσε σε κυρίαρχο ιδεολογικό πρόταγμα – και παρέμεινε ως τέτοιο για τρεις δεκαετίες. Η χαρτογράφηση του Στεφανίδη, μέσα από εξαντλητική έρευνα σε βρετανικά και αμερικανικά αρχεία, από την ανάγνωση ερευνών κοινής γνώμης και τον Τύπο της εποχής, αποκαλύπτει άβολες, ενοχλητικές αλήθειες. Αυτό που προκύπτει δεν είναι καθόλου όμορφο.
Η αμφιθυμία απέναντι στη Δύση, η αβεβαιότητα για τη θέση της Ελλάδας στον σύγχρονο κόσμο εκδηλώθηκε συχνά, όχι μόνο με προβολή ρατσιστικών ή και αντισημιτικών απόψεων αλλά και με την άλλη όψη του νομίσματος. Ενώ το αντιδυτικό αίσθημα κέρδιζε έδαφος, μέρος της κοινής γνώμης αντιμετώπιζε τον αραβικό κόσμο ως πρότυπο ανυπακοής στους ισχυρούς. Γράφει σχετικά ο Στεφανίδης:
Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε με τους Σλάβους και τους Τούρκους, οι Άραβες, παρά τη θρησκευτική τους «ετερότητα», αντιμετωπίζονταν μάλλον αδιακρίτως ως «παραδοσιακοί φίλοι» της Ελλάδας. (…) Η εικόνα αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί στη διπλωματική υποστήριξη που παρείχαν στο ζήτημα της Κύπρου, θα μπορούσε όμως να εξηγηθεί και με τους όρους της παραδοσιακής κουλτούρας, η οποία ενέπνεε αλληλεγγύη προς τα άλλα θύματα της δυτικής κυριαρχίας.
Αν μη τι άλλο, ο δημόσιος λόγος στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες υπέρ των Αράβων και κατά του Ισραήλ και η εχθρική κοινή γνώμη απέναντι στην ελληνοϊσραηλινή προσέγγιση που συμβόλισε η πρόσφατη επίσκεψη του ισραηλινού πρωθυπουργού στην Αθήνα τον περασμένο Αύγουστο, δείχνει ότι η αντίληψη αυτή αντέχει στον χρόνο…
ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ, ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΚΡΑΤΙΣΜΟΣ
Οι έρευνες κοινής γνώμης σύμφωνα με τις σφυγμομετρήσεις της USIA της δεκαετίας του 1950 είναι, πάντως, περισσότερο αποκαλυπτικές. Τα ευρήματα δείχνουν μια ισχυρή εθνικιστική, αντικαπιταλιστική και κρατικιστική κοινή γνώμη,
δύσπιστη απέναντι στους επιχειρηματίες και τους πολιτικούς και ενδεχομένως διατεθειμένη να αποδεχτεί έναν πιο ενεργό ρόλο για παραδοσιακά συντηρητικούς θεσμούς, όπως οι ένοπλες δυνάμεις και η Εκκλησία.
Μια μελέτη του Πανεπιστημίου Κολούμπια για λογαριασμό του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στα τέλη της δεκαετίας του 1950 διακρίνει
την ανεξαρτησία και τον εθνικισμό ως δύο από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κουλτούρας του ελληνικού λαού. Περήφανος για τις πολιτισμικές παραδόσεις του, την ιστορία της πολεμικής του ανδρείας, λέγεται ότι ο ελληνικός είναι ένας από τους πιο εθνικιστικούς λαούς.
Δέκα χρόνια αργότερα, μια μελέτη για τις τάσεις της κοινής γνώμης στην ευρύτερη περιοχή, ξεχωρίζει την Ελλάδα μαζί με την Κύπρο και την Τουρκία ως τις πιο εθνικιστικές χώρες στην Εγγύς Ανατολή. Σε άλλη έρευνα που διεξήχθη το 1958, η σχετική πλειοψηφία των Ελλήνων διάκειται θετικά απέναντι στις ξένες επενδύσεις. Αλλά σε έρευνα του 1965, το 53% ευνοεί την παρουσία ξένων επιχειρήσεων, ενώ το 38% την απορρίπτει. Το ξένο κεφάλαιο αντιμετωπίζεται αρνητικά από την πλέον παραγωγική ηλικιακή ομάδα, τους νέους μεταξύ 25 και 39 ετών. Στην ίδια έρευνα, συντριπτικό ποσοστό τάσσεται υπέρ του ελέγχου των σημαντικότερων κλάδων της οικονομίας από το κράτος και όχι από ιδιώτες.
Ο Στεφανίδης δεν εντοπίζει μόνο τις ρίζες του ελληνικού αλυτρωτισμού, αλλά τις αντιπαραθέτει με αντιαμερικανικές συμπεριφορές που ήταν το φυσικό επακόλουθο του συνδρόμου κατωτερότητας απέναντι στη Δύση και εκδηλώθηκαν με αφορμή το Κυπριακό.
Σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα ήταν ότι, πριν το κράτος πετύχει την οικονομική ανασυγκρότηση και εκπληρώσει τα κριτήρια ενός φιλελεύθερου δημοκρατικού μοντέλου, δόθηκε προτεραιότητα σε ένα αλυτρωτικό πρόγραμμα. Γράφει σχετικά:
Ο Στεφανίδης δεν εντοπίζει μόνο τις ρίζες του ελληνικού αλυτρωτισμού, αλλά τις αντιπαραθέτει με αντιαμερικανικές συμπεριφορές που ήταν το φυσικό επακόλουθο του συνδρόμου κατωτερότητας απέναντι στη Δύση και εκδηλώθηκαν με αφορμή το Κυπριακό.
Σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα ήταν ότι, πριν το κράτος πετύχει την οικονομική ανασυγκρότηση και εκπληρώσει τα κριτήρια ενός φιλελεύθερου δημοκρατικού μοντέλου, δόθηκε προτεραιότητα σε ένα αλυτρωτικό πρόγραμμα. Γράφει σχετικά:
Ο αλυτρωτισμός διατηρούσε τα θέλγητρά του. Με τη δυνατότητά του να κινητοποιεί ευρύτερες μάζες, φαινόταν ικανός να παράσχει στο υπερβατικό έθνος της εθνικοφροσύνης έναν συγκεκριμένο λαό κι ένα θετικό περιεχόμενο. Το αλυτρωτικό εγχείρημα θα ήταν δυνατό όχι μόνο να αποσπάσει για ένα διάστημα την προσοχή από τρέχουσες κοινωνικές και οικονομικές αντιξοότητες, αλλά, αν πραγματωνόταν, θα ενίσχυε τη νομιμοποίηση του μετεμφυλιακού καθεστώτος.
Η Κύπρος και η επιδίωξη της Ένωσης καθόρισαν τη μετέπειτα πορεία, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μέχρι και την επιβολή της δικτατορίας. Η ρητορική γύρω από το Κυπριακό και το «όνειρο» της Ένωσης καλύπτουν μεγάλο μέρος του βιβλίου. Τυχαίο; Όχι βέβαια. Ο χειρισμός του Κυπριακού το 1950 και το 1960 και η εμμονή των πολιτικών ηγεσιών σε μια μαξιμαλιστική πολιτική που οδηγούσε σε αδιέξοδα, εκτός από ανάγκη εξυπηρέτησης πολιτικών σκοπιμοτήτων, αντανακλούσε και την άρνηση να αναγνωριστεί η πραγματικότητα, που δεν ήταν άλλη από τις διεθνείς πραγματικότητες. Η μαζική απογοήτευση ζητούσε την εκδίκησή της και ο πολιτικός λόγος βρήκε την απάντηση στον αντιαμερικανισμό.
Ήδη από την πρώτη εκστρατεία για την Κύπρο και το παραλήρημα του ονείρου της Ένωσης με την Ελλάδα («ένωσις τζ’ ας γενή το γαίμαν μας αυλάτζιν», έλεγε ένα δημοφιλές σύνθημα της εποχής στην κυπριακή ντοπιολαλιά), η πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη. Οι στόχοι του αλυτρωτισμού προβάλλονταν και πάλι ως δίκαιοι, ενώ επιστρατεύθηκαν τα επιχειρήματα των δεσμών αίματος και χρώματος. Η ρητορική εστιάστηκε στα ανθρώπινα δικαιώματα και, κυρίως, στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων. Η προσπάθεια διεθνοποίησης του Κυπριακού στον ΟΗΕ υπήρξε ανεπιτυχής, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δηλητηριάστηκαν και ο Γεώργιος Παπανδρέου σήκωσε σημαία «ανένδοτου», ενώ ήταν ο ίδιος που ένα χρόνο πριν χαρακτήριζε την αδιαλλαξία «ρομαντική». Σε κάθε περίπτωση, ο φόβος του εσωτερικού πολιτικού κόστους και οι κατηγορίες για εθνική μειοδοσία υπέσκαπταν την αξιοπιστία της ελληνικής κυβέρνησης και η Ένωσις έλαβε διαστάσεις λαϊκού κινήματος, για να μετατραπεί στη σημαντικότερη αλυτρωτική εκστρατεία της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Είχε, άλλωστε, όλα τα συστατικά. Επί της ουσίας, υποστηρίζει ο Στεφανίδης, ήταν αφορμή για εξωραϊσμό της κυρίαρχης ιδεολογίας και αναπαρήγε τη βασική θεματολογία της πολιτικής κουλτούρας: τις πίστεις στο συνεχές της ελληνικής Ιστορίας, στο δίκαιο της διεκδίκησης, στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, στο σύνδρομο του θύματος στα χέρια των ξένων, στη φυλετική διάκριση. Οι Κύπριοι είχαν δικαίωμα, επειδή ήταν οι «μόνοι λευκοί άνθρωποι που ζούσαν σε καθεστώς αιχμαλωσίας». Η παράβλεψη του τουρκικού παράγοντα και των Τουρκοκυπρίων θα ήταν κάτι για το οποίο η Ελλάδα θα πλήρωνε κατόπιν βαρύ τίμημα. Το όραμα της Ένωσης ήταν νεκρό και η αποτυχία δεν μπορούσε παρά να αποδοθεί στους άλλους που δεν συμμερίζονταν τα «δίκαια» του αγώνα. Ακολούθησε και δεύτερη εκστρατεία για την Κύπρο, η οποία θα ήταν και η τελευταία. Ήταν η κρίση του 1963-64, όταν το όνειρο της Ένωσης άρχισε να γοητεύει πάλι την ελληνική ηγεσία και η εθνικιστική ρητορεία αναζωπυρώθηκε και στην Ελλάδα. Η διαφορά σε σχέση με το παρελθόν, λέει ο Στεφανίδης, είναι ότι σε αντίθεση με την κυβέρνηση Καραμανλή, κυβερνητικοί αξιωματούχοι λάμβαναν δημοσίως μαχητικά εθνικιστική στάση, ενώ οι προερχόμενοι από το Κέντρο και την Αριστερά πολιτικοί εκθείαζαν την ενωτική εκστρατεία. Ο ίδιος ο Γεώργιος Παπανδρέου φάνηκε να υποθάλπει την εκδήλωση του δημόσιου αισθήματος. Τα φυλετικά επιχειρήματα υπέρ της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων που είχαν προβληθεί τη δεκαετία του 1950 επανήλθαν. Το ξέσπασμα της διακοινοτικής βίας στην Κύπρο και η αναζωπύρωση των λαϊκών κινητοποιήσεων προκάλεσαν νέα έξαρση αντιαμερικανισμού. Ο Τύπος της εποχής έπαιξε επίσης το ρόλο του, υποδαυλίζοντας το αντιαμερικανικό αίσθημα και τις θεωρίες συνωμοσίας. Αυτή, όμως, θα ήταν και η τελευταία μαζική έκφραση του αλυτρωτισμού. Το σίριαλ επέπρωτο να τελειώσει το 1974, με το πραξικόπημα Ιωαννίδη που ανέτρεψε τον Μακάριο και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Στο μεταξύ όμως, η αναπόφευκτη εμπλοκή της Αμερικής στο Κυπριακό ως διαιτητής του ΝΑΤΟ και οι δυσκολίες που είχαν ανακύψει, κυρίως λόγω της συμπεριφοράς του Γεωργίου Παπανδρέου, και η πολιτική ίσων αποστάσεων που διακήρυττε η Ουάσιγκτον απέναντι στα «κακά παιδιά» της Συμμαχίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, θα έπειθαν τον λαό ότι η αποτυχία ήταν ευθύνη των Αμερικανών που εκδικούνταν το «περιούσιο» έθνος.
Ήδη από την πρώτη εκστρατεία για την Κύπρο και το παραλήρημα του ονείρου της Ένωσης με την Ελλάδα («ένωσις τζ’ ας γενή το γαίμαν μας αυλάτζιν», έλεγε ένα δημοφιλές σύνθημα της εποχής στην κυπριακή ντοπιολαλιά), η πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη. Οι στόχοι του αλυτρωτισμού προβάλλονταν και πάλι ως δίκαιοι, ενώ επιστρατεύθηκαν τα επιχειρήματα των δεσμών αίματος και χρώματος. Η ρητορική εστιάστηκε στα ανθρώπινα δικαιώματα και, κυρίως, στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων. Η προσπάθεια διεθνοποίησης του Κυπριακού στον ΟΗΕ υπήρξε ανεπιτυχής, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δηλητηριάστηκαν και ο Γεώργιος Παπανδρέου σήκωσε σημαία «ανένδοτου», ενώ ήταν ο ίδιος που ένα χρόνο πριν χαρακτήριζε την αδιαλλαξία «ρομαντική». Σε κάθε περίπτωση, ο φόβος του εσωτερικού πολιτικού κόστους και οι κατηγορίες για εθνική μειοδοσία υπέσκαπταν την αξιοπιστία της ελληνικής κυβέρνησης και η Ένωσις έλαβε διαστάσεις λαϊκού κινήματος, για να μετατραπεί στη σημαντικότερη αλυτρωτική εκστρατεία της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Είχε, άλλωστε, όλα τα συστατικά. Επί της ουσίας, υποστηρίζει ο Στεφανίδης, ήταν αφορμή για εξωραϊσμό της κυρίαρχης ιδεολογίας και αναπαρήγε τη βασική θεματολογία της πολιτικής κουλτούρας: τις πίστεις στο συνεχές της ελληνικής Ιστορίας, στο δίκαιο της διεκδίκησης, στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, στο σύνδρομο του θύματος στα χέρια των ξένων, στη φυλετική διάκριση. Οι Κύπριοι είχαν δικαίωμα, επειδή ήταν οι «μόνοι λευκοί άνθρωποι που ζούσαν σε καθεστώς αιχμαλωσίας». Η παράβλεψη του τουρκικού παράγοντα και των Τουρκοκυπρίων θα ήταν κάτι για το οποίο η Ελλάδα θα πλήρωνε κατόπιν βαρύ τίμημα. Το όραμα της Ένωσης ήταν νεκρό και η αποτυχία δεν μπορούσε παρά να αποδοθεί στους άλλους που δεν συμμερίζονταν τα «δίκαια» του αγώνα. Ακολούθησε και δεύτερη εκστρατεία για την Κύπρο, η οποία θα ήταν και η τελευταία. Ήταν η κρίση του 1963-64, όταν το όνειρο της Ένωσης άρχισε να γοητεύει πάλι την ελληνική ηγεσία και η εθνικιστική ρητορεία αναζωπυρώθηκε και στην Ελλάδα. Η διαφορά σε σχέση με το παρελθόν, λέει ο Στεφανίδης, είναι ότι σε αντίθεση με την κυβέρνηση Καραμανλή, κυβερνητικοί αξιωματούχοι λάμβαναν δημοσίως μαχητικά εθνικιστική στάση, ενώ οι προερχόμενοι από το Κέντρο και την Αριστερά πολιτικοί εκθείαζαν την ενωτική εκστρατεία. Ο ίδιος ο Γεώργιος Παπανδρέου φάνηκε να υποθάλπει την εκδήλωση του δημόσιου αισθήματος. Τα φυλετικά επιχειρήματα υπέρ της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων που είχαν προβληθεί τη δεκαετία του 1950 επανήλθαν. Το ξέσπασμα της διακοινοτικής βίας στην Κύπρο και η αναζωπύρωση των λαϊκών κινητοποιήσεων προκάλεσαν νέα έξαρση αντιαμερικανισμού. Ο Τύπος της εποχής έπαιξε επίσης το ρόλο του, υποδαυλίζοντας το αντιαμερικανικό αίσθημα και τις θεωρίες συνωμοσίας. Αυτή, όμως, θα ήταν και η τελευταία μαζική έκφραση του αλυτρωτισμού. Το σίριαλ επέπρωτο να τελειώσει το 1974, με το πραξικόπημα Ιωαννίδη που ανέτρεψε τον Μακάριο και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Στο μεταξύ όμως, η αναπόφευκτη εμπλοκή της Αμερικής στο Κυπριακό ως διαιτητής του ΝΑΤΟ και οι δυσκολίες που είχαν ανακύψει, κυρίως λόγω της συμπεριφοράς του Γεωργίου Παπανδρέου, και η πολιτική ίσων αποστάσεων που διακήρυττε η Ουάσιγκτον απέναντι στα «κακά παιδιά» της Συμμαχίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, θα έπειθαν τον λαό ότι η αποτυχία ήταν ευθύνη των Αμερικανών που εκδικούνταν το «περιούσιο» έθνος.
ΑΝΤΙΑΜΕΡΙΚΑΝΙΣΜΟΣ, ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΔΥΤΙΚΙΣΜΟΥ
Το αντιδυτικό και κυρίως το αντιβρετανικό αίσθημα του 1946-47 που είχε κυριαρχήσει λόγω της δυσφορίας για τη μη ικανοποίηση των ελληνικών διεκδικήσεων από τις Μεγάλες Δυνάμεις στη Διάσκεψη της Ειρήνης, στο Παρίσι, θα έδινε τη θέση του στο αντιαμερικανικό, καθώς οι ΗΠΑ έφταιγαν για την ακύρωση της κυπριακής φαντασίωσης.
Ο Στεφανίδης καταρρίπτει τον ευρύτατο λαϊκό μύθο ότι ο αντιαμερικανισμός προέκυψε ως αποτέλεσμα της επιβολής της χούντας ή της κυπριακής τραγωδίας που ακολούθησε. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι η ανάλυσή του σταματά λίγο πριν από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών.
Εύκολα μπορεί να εντοπίσει κανείς, ωστόσο, το μοτίβο να επαναλαμβάνεται και στη συνέχεια, μετά την ιστορική περίοδο που απασχολεί το βιβλίο. Από την αντιαμερικανική ρητορική του Ανδρέα Παπανδρέου πριν και μετά την «Αλλαγή», τις αντινατοϊκές κορώνες, μέχρι το σύνθημα «φονιάδες των λαών Αμερικάνοι» που ακούγεται ανελλιπώς στις «αντιιμπεριαλιστικές» πορείες της Αριστεράς, η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα είναι πλούσια σε παραδείγματα. Τα μαζικά συλλαλητήρια για το Μακεδονικό τη δεκαετία του 1990, αλλά και οι διαδηλώσεις για τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στη Σερβία αργότερα, είναι ακόμη ένα δείγμα ότι αυτή η νοοτροπία όχι μόνο επιβιώνει αλλά ενδυναμώνεται και αναπαράγεται.
Η υποδοχή από την ελληνική κοινή γνώμη του συμβάντος της 11ης Σεπτεμβρίου με τη σχεδόν ανακουφιστική ιαχή «καλά να πάθουν» ανέδειξε ότι η νοοτροπία αυτή ζει και βασιλεύει στην Ελλάδα. Αλήθεια, σε ποια άλλη χώρα θα τολμούσε θρησκευτικός ηγέτης να δηλώσει, όπως είχε κάνει εδώ ο προκαθήμενος της ελληνικής ορθόδοξης Εκκλησίας αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ότι ο Θεός τιμωρεί τις αμαρτίες; Προφανώς, μόνο στη χώρα που ο ίδιος άνθρωπος οργάνωσε παλλαϊκά συλλαλητήρια και συγκρούστηκε με την πολιτεία για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες…Εννιά χρόνια από το 2001, πάντως, σήμερα δηλαδή, το μοντέλο των «εθνικών δικαίων» παραμένει ενεργό, εδώ και τώρα. Η λαϊκιστική και εθνικιστική ρητορεία περί «ξεπουλήματος του Αιγαίου στους Τούρκους» με αφορμή τον νέο ελληνοτουρκικό διάλογο που έχει αρχίσει η κυβέρνηση Παπανδρέου εδώ και αρκετούς μήνες το αποδεικνύει. Το μοτίβο, άλλωστε –οι ΗΠΑ και ο δυτικός καπιταλισμός φταίνε για όλες τις δυστυχίες– επαναλαμβάνεται και αυτές τις μέρες, ίσως με μια μικρή διαφοροποίηση.
Ζούμε την εποχή που η ρητορεία περί δήθεν επιθέσεως την οποία δέχεται ο περιούσιος λαός έξωθεν, με αφορμή την οικονομική κρίση, έχει επανέλθει δυναμικά. Είμαστε υποταγμένοι και παραδομένοι στο έλεος των αγορών και οι ξένοι μάς επιβουλεύονται∙ είτε είναι οι κερδοσκόποι είτε οι τραπεζίτες και οι βαρόνοι του παγκόσμιου καπιταλισμού είτε η άκαμπτη και αδίστακτη «φράου» Μέρκελ. Άλλωστε, όπως είπε και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θόδωρος Πάγκαλος, τον χρυσό της Ελλάδας τον έκλεψαν οι Γερμανοί… Το ρεπερτόριο της δημόσιας ρητορείας δεν έχει αλλάξει. Όλες οι αποτυχίες της ελληνικής ιστορίας από την ανεξαρτησία και μετά δεν μπορούν να οφείλονται σε αστοχίες ή λανθασμένες επιλογές. Είναι πάντα αποτέλεσμα ξένων συνωμοσιών ή εσωτερικής προδοσίας. Για όλα φταίνε οι άλλοι.
Ιδεολογικό κενό ή άρνηση αποδοχής της πραγματικότητας; Μάλλον, απλώς, η αδυναμία ενός έθνους με αδικαιολόγητη έπαρση να χτίσει το μέλλον επειδή, απλώς, είναι πολύ απασχολημένο να φαντασιώνεται ένα ένδοξο παρελθόν…
Εύκολα μπορεί να εντοπίσει κανείς, ωστόσο, το μοτίβο να επαναλαμβάνεται και στη συνέχεια, μετά την ιστορική περίοδο που απασχολεί το βιβλίο. Από την αντιαμερικανική ρητορική του Ανδρέα Παπανδρέου πριν και μετά την «Αλλαγή», τις αντινατοϊκές κορώνες, μέχρι το σύνθημα «φονιάδες των λαών Αμερικάνοι» που ακούγεται ανελλιπώς στις «αντιιμπεριαλιστικές» πορείες της Αριστεράς, η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα είναι πλούσια σε παραδείγματα. Τα μαζικά συλλαλητήρια για το Μακεδονικό τη δεκαετία του 1990, αλλά και οι διαδηλώσεις για τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στη Σερβία αργότερα, είναι ακόμη ένα δείγμα ότι αυτή η νοοτροπία όχι μόνο επιβιώνει αλλά ενδυναμώνεται και αναπαράγεται.
Η υποδοχή από την ελληνική κοινή γνώμη του συμβάντος της 11ης Σεπτεμβρίου με τη σχεδόν ανακουφιστική ιαχή «καλά να πάθουν» ανέδειξε ότι η νοοτροπία αυτή ζει και βασιλεύει στην Ελλάδα. Αλήθεια, σε ποια άλλη χώρα θα τολμούσε θρησκευτικός ηγέτης να δηλώσει, όπως είχε κάνει εδώ ο προκαθήμενος της ελληνικής ορθόδοξης Εκκλησίας αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ότι ο Θεός τιμωρεί τις αμαρτίες; Προφανώς, μόνο στη χώρα που ο ίδιος άνθρωπος οργάνωσε παλλαϊκά συλλαλητήρια και συγκρούστηκε με την πολιτεία για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες…Εννιά χρόνια από το 2001, πάντως, σήμερα δηλαδή, το μοντέλο των «εθνικών δικαίων» παραμένει ενεργό, εδώ και τώρα. Η λαϊκιστική και εθνικιστική ρητορεία περί «ξεπουλήματος του Αιγαίου στους Τούρκους» με αφορμή τον νέο ελληνοτουρκικό διάλογο που έχει αρχίσει η κυβέρνηση Παπανδρέου εδώ και αρκετούς μήνες το αποδεικνύει. Το μοτίβο, άλλωστε –οι ΗΠΑ και ο δυτικός καπιταλισμός φταίνε για όλες τις δυστυχίες– επαναλαμβάνεται και αυτές τις μέρες, ίσως με μια μικρή διαφοροποίηση.
Ζούμε την εποχή που η ρητορεία περί δήθεν επιθέσεως την οποία δέχεται ο περιούσιος λαός έξωθεν, με αφορμή την οικονομική κρίση, έχει επανέλθει δυναμικά. Είμαστε υποταγμένοι και παραδομένοι στο έλεος των αγορών και οι ξένοι μάς επιβουλεύονται∙ είτε είναι οι κερδοσκόποι είτε οι τραπεζίτες και οι βαρόνοι του παγκόσμιου καπιταλισμού είτε η άκαμπτη και αδίστακτη «φράου» Μέρκελ. Άλλωστε, όπως είπε και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θόδωρος Πάγκαλος, τον χρυσό της Ελλάδας τον έκλεψαν οι Γερμανοί… Το ρεπερτόριο της δημόσιας ρητορείας δεν έχει αλλάξει. Όλες οι αποτυχίες της ελληνικής ιστορίας από την ανεξαρτησία και μετά δεν μπορούν να οφείλονται σε αστοχίες ή λανθασμένες επιλογές. Είναι πάντα αποτέλεσμα ξένων συνωμοσιών ή εσωτερικής προδοσίας. Για όλα φταίνε οι άλλοι.
Ιδεολογικό κενό ή άρνηση αποδοχής της πραγματικότητας; Μάλλον, απλώς, η αδυναμία ενός έθνους με αδικαιολόγητη έπαρση να χτίσει το μέλλον επειδή, απλώς, είναι πολύ απασχολημένο να φαντασιώνεται ένα ένδοξο παρελθόν…
---------------------------------------------------------------------------------------------------
1 Μεγάλη Ιδέα ονομάστηκε το πολιτικό και εθνικιστικό ιδεώδες που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο από τα μέσα του 19ου αιώνα, και αποτελούσε τον άξονα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Κύριο θέμα της Μεγάλης Ιδέας ήταν η διεύρυνση των ελληνικών συνόρων για να περιλάβουν περιοχές με ελληνικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν υπό ξένη κυριαρχία. Το δόγμα της Μεγάλης Ιδέας εγκαταλείφθηκε μετά το 1922 και την Καταστροφή.
- Αριστοτελεία Πελώνη
Με λίγα λόγια οι Αμερικάνοι καπιταλιστές είναι καλοί και εμείς πορωμένα εθνικιστικά όντα και μεγαλοϊδεάτες.Μεγαλύτεροι ιμπεριαλιστές,εθνικιστές από τους Αμερικάνους(Δυτικούς) δεν υπάρχουν κι εμείς πρέπει να απολογούμαστε αν ακούσουμε τον Εθνικό ύμνο.Μήπως αυτές οι απόψεις προκαλούν το εθνικό φιλότιμο παρά το κατευνάζουν όπως θα θέλατε;
ΑπάντησηΔιαγραφήμια πολυ καλη και επιστημονικη αναλυση επι του θεματος υπαρχει στο βιβλιο του γερασιμου κακλαμανη " ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΡηχο κειμενο,νεοελληνικο απ'την αναποδη, τσουβαλιαζει τα παντα φυγδην μιγδην μηδε εξαιρουμενου του μεγαλου ιστορικου Ν. Σβορωνου mike
ΑπάντησηΔιαγραφή