Σελίδες

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Κοινή πορεία προς το κραχ ακολούθησαν Ελλάδα και Ιρλανδία

Το άρθρο δημοσιεύεται στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» και θα δημοσιευθεί και στην ιρλανδική «Irish Times».
Η Ιρλανδία ήταν η διαφήμιση μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, με χαμηλή φορολόγηση και άκρως φιλική προς τις επιχειρήσεις. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις συνέρρεαν μαζικά. Οι καταγεγραμμένες εξαγωγές ανήλθαν κοντά στο 100% του ΑΕΠ. Η οικονομία πέτυχε πλήρη απασχόληση, ενώ την ίδια στιγμή το μερίδιο στα κέρδη αυξήθηκε. Το δημόσιο έλλειμμα σχεδόν εξαφανίστηκε. Υπουργοί και οικονομικοί παράγοντες ταξίδευαν σε ολόκληρο τον κόσμο μοιράζοντας συμβουλές για το πώς άλλες χώρες θα μπορούσαν να μιμηθούν «το Ιρλανδικό Μοντέλο».

Στον αντίποδα, η Ελλάδα είχε τη φήμη μιας από τις χειρότερες οικονομίες στην Ε.Ε. Ο δημόσιος τομέας, αν και όχι ιδιαίτερα μεγάλος με βάση τα ευρωπαϊκά δεδομένα, ήταν κατακερματισμένος και βυθισμένος στη διαφθορά, εξυπηρετώντας τις ανάγκες μιας βιομηχανικής και οικονομικής ελίτ και των πολιτικών συνεργατών τους. Την ίδια στιγμή, ένα γεμάτο παραθυράκια φορολογικό σύστημα -και με ανεκτές τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή- σήμαινε ότι τα φορολογικά έσοδα δεν είχαν καμία πιθανότητα να καλύψουν τις δαπάνες. Το έλλειμμα αυξήθηκε σε δυσθεώρητα επίπεδα. Οι ελληνικές εξαγωγές δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν αρκετά γρήγορα για να αντισταθμίσουν την αυξανόμενη ζήτηση για εισαγωγές. Η απασχόληση ήταν στάσιμη και, παρά τα ελλείμματα, δεν δημιουργήθηκε ποτέ πραγματικό κοινωνικό κράτος.
Τώρα το καλό και το κακό παιδί της Ευρώπης στέκονται το ένα δίπλα στο άλλο σαν βατράχια μέσα σε ένα τηγάνι με νερό, εγκλωβισμένα σε προγράμματα λιτότητας-σταθεροποίησης «τύπου ΔΝΤ», ενώ οι ευρωπαίοι «σύμμαχοι» ανεβάζουν τη θερμοκρασία με δυσθεώρητα επιτόκια. Οι δυο οικονομίες εισήλθαν σε κρίση και κατέρρευσαν. Πώς συνέβη αυτό; Τι κοινό έχουν δύο τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες;
Οι δύο οικονομίες αναδύθηκαν από την κρίση του στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του '70 και αρχών του '80, προσπαθώντας να πλοηγηθούν με επιτυχία στο πλαίσιο μιας διαμορφώμενης νεοφιλελεύθερης οικονομικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Η πολιτική και στις δύο χώρες κυριαρχούνταν, κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους αυτής της περιόδου, από λαϊκίστικα κόμματα. Στην Ελλάδα οι λαϊκιστές σοσιαλιστές κυριάρχησαν στην πολιτική σκηνή, ενώ το κεντροδεξιό κόμμα Fianna Fail στην Ιρλανδία ήταν γνωστό για την προσήλωσή του σε μια εκδοχή συντηρητικού λαϊκίστικου εθνικισμού. Και οι δύο χώρες ακολούθησαν ένα διεθνές μοντέλο που χαρακτηριζόταν από την παγκοσμιοποίηση, τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, την επικράτηση της χρηματιστικοποίησης στην οικονομία και την εξασθένιση του εργατικού κινήματος. Αυτό είναι το θεμελιώδες στοιχείο που είχαν κοινό. Η κάθε χώρα εφάρμοσε αυτό το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα με τον δικό της τρόπο, με τα αρχικά αποτελέσματα να διαφέρουν. Ενώ η Ιρλανδία βρέθηκε στην κορυφή του νεοφιλελεύθερου κύματος και η Ελλάδα απλά τσαλαβουτούσε σε ρηχά νερά, τελικά και οι δύο βούλιαξαν.
Και οι δύο χώρες άνοιξαν διάπλατα τις οικονομίες τους στις διεθνείς αγορές. Η ένταξη στην Ε.Ε. και η υιοθέτηση του ευρώ ήταν κεντρικά σημεία αυτής της στρατηγικής. Η Ιρλανδία προσέλκυσε επενδύσεις στην πληροφορία και στην τεχνολογία των επικοινωνιών, στη φαρμακευτική καινοτομία και στις διεθνείς υπηρεσίες. Για την Ελλάδα, ήταν ο τουρισμός, η ναυτιλία και οι υπηρεσίες. Ενώ η Ιρλανδία συχνά παρουσίαζε εμπορικό πλεόνασμα, η Ελλάδα εμφάνιζε χρόνια ελλείμματα. Τόσο η Ιρλανδία όσο και η Ελλάδα θα μετάνιωναν, για διαφορετικούς λόγους, την ανάμειξή τους με τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Μια στρατηγική της παγκοσμιοποίησης φιλική προς τις επιχειρήσεις και την πλουτοκρατία, αντίστοιχα, οδήγησε και τις δύο χώρες στο να υιοθετήσουν ένα ιδιόρρυθμο καθεστώς φορολογίας.
Στην Ελλάδα ο φόρος εισοδήματος ήταν χαμηλός και η έμμεση φορολογία σταθερή. Η φοροδιαφυγή, κυρίως από τους έχοντες, ήταν προσβλητικά διαδεδομένη. Οι ελληνικές κυβερνήσεις παρουσίαζαν συνεχές έλλειμμα, αυξάνοντας εντυπωσιακά το δημόσιο χρέος, που ξεπερνούσε συνεπώς το 100% του ΑΕΠ.
Αντιθέτως, το ιρλανδικό κράτος παρουσίαζε πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά αυτό εξαρτιόταν κυρίως από τη φορολόγηση των ακινήτων. Αυτά τα έσοδα αυξήθηκαν, καθώς οι διεθνείς αγορές και οι εγχώριες τράπεζες διοχέτευαν κεφάλαια στην ιρλανδική αγορά ακινήτων, δημιουργώντας μια φούσκα τεραστίων διαστάσεων.
Το εξασθενημένο εργατικό κίνημα και στις δύο χώρες δεν κατάφερε να μετατρέψει την ανάπτυξη σε κοινωνική πρόοδο. Η ανισότητα αυξήθηκε έντονα. Στην Ελλάδα, όπου η ανισότητα έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις, η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα να πιεστεί ακόμα περισσότερο το ανεπαρκές και περιορισμένο κράτος πρόνοιας. Στην Ιρλανδία, ο κόσμος κάλυψε το κενό με το να χρεώνεται. Το χρέος των ιρλανδικών νοικοκυριών αυξήθηκε από 40% του διαθέσιμου εισοδήματος σε 180%.
Οι εξελίξεις και στις δύο χώρες δικαιολογήθηκαν με τη βίαιη εισαγωγή της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Στην Ιρλανδία, ο φονταμενταλισμός της αγοράς δικαιολογούσε την υπερβολική εξάρτηση στις άμεσες ξένες επενδύσεις, τη χαμηλή φορολογία, τις ιδιωτικοποιήσεις, την ευελιξία στην αγορά εργασίας και τη χαλαρή χρηματοπιστωτική εποπτεία. Ο αντιπρόεδρος της ιρλανδικής κυβέρνησης καμάρωνε ότι το πνεύμα της Ιρλανδίας είναι πιο κοντά στη νεοφιλελεύθερη Βοστόνη από ό,τι στο υποτιθέμενο σοσιαλδημοκρατικό Βερολίνο.
Στην Ελλάδα, εφαρμόστηκαν επιλεκτικά νεοφιλελεύθερες πολιτικές, μέσω της απογύμνωσης περιουσιακών στοιχείων στις πιο κερδοφόρες δημόσιες επιχειρήσεις και τη φιλελευθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού τοπίου, ενώ οι κυβερνήσεις προωθούσαν με ωμό τρόπο τα συμφέροντα της εγχώριας πλουτοκρατίας, διεύρυναν το πεδίο διαφθοράς και εμπλέκονταν σταδιακά σε μια στρατηγική ανάσχεσης των εργατικών δικαιωμάτων και αναίρεσης βασικών κοινωνικών προγραμμάτων.
Επεδίωξαν επίσης να προσελκύσουν άμεσες ξένες επενδύσεις και να ανταγωνιστούν προς τα κάτω χώρες όπως η Λετονία και η Βουλγαρία, τάσεις που σήμερα έχουν μάλλον αναδειχθεί κύρια οικονομική στρατηγική του κυβερνώντος κόμματος.
Η παγκοσμιοποίηση, ο νεοφιλελευθερισμός, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και η αυξανόμενη ανισότητα ήταν τόσο κεντρικά σημεία της στρατηγικής και των δύο χωρών που στο τέλος αποδείχθηκαν η καταστροφή τους. Η ιρλανδική φούσκα ακινήτων που προκλήθηκε από τον χρηματοπιστωτικό τομέα σκάλωσε το 2007 και η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση το 2008 επέτεινε την πτώση. Αυτό συνέτεινε στην κατάρρευση των εσόδων που είχαν σχέση με τα ακίνητα και το πολυδιαφημισμένο καθεστώς χαμηλής φορολογίας προκάλεσε τη δημοσιονομική κρίση του ιρλανδικού κράτους. Η κατάρρευση του κατασκευαστικού κλάδου, το πάγωμα των πιστώσεων, η ριζική μείωση των κρατικών δαπανών και οι αυξήσεις φόρων που προστέθηκαν σε καταναλωτές φορτωμένους με χρέος, αποδεκάτισαν την εγχώρια οικονομία της Ιρλανδίας.
Παρομοίως, η ελληνική κρίση ήλθε βίαια στην επιφάνεια όταν η διεθνής κρίση χτύπησε την πόρτα της Ευρώπης. Η ανισότητα στην ιδιωτική οικονομία είχε οδηγήσει σε παραπαίουσα κατάσταση και άνιση διόγκωση του δημόσιου τομέα. Μια νεοφιλελεύθερη δέσμευση σε χαμηλή φορολόγηση και ασυλία προς τους πλούσιους φοροφυγάδες υπαγόρευε ότι τα έσοδα θα κατέρρεαν. Ενα τεράστιο εθνικό χρέος είχε συσσωρευθεί. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν κανέναν δισταγμό να προσφύγουν στην υπερφίαλη και ελάχιστα ελεγχόμενη Goldman Sachs για να δανειστούν σιωπηλά δισεκατομμύρια προκειμένου να ενταχθεί η Ελλάδα στο ευρώ το 2001 και μερικά χρόνια αργότερα για να να κρύψουν το δημόσιο χρέος από τα μάτια της κοινής γνώμης μέσω της χρησιμοποίησης ψευδών στατιστικών στοιχείων.
Είναι μέρος του μύθου περί Κέλτικης Τίγρης η άποψη ότι η ιρλανδική οικονομία πήγαινε καλά έως ότου κατέρρευσε η Lehman Brothers. Τόσο η Ιρλανδία όσο και η Ελλάδα κατέρρευσαν κυρίως λόγω της αποτυχίας του διεθνούς νεοφιλελεύθερου μοντέλου, του οποίου ήταν τοπικές εκδοχές. Αυτό δεν πρέπει να επισκιάζει το γεγονός ότι εγχώριοι θεσμοί και τοπικές πολιτικές, τις οποίες στήριζαν ενθουσιωδώς οι τοπικές ελίτ, έπαιξαν σημαντικό ρόλο και στις δύο περιπτώσεις. Ως εκ τούτου, η ιρλανδική και ελληνική κρίση είναι και διεθνής, και τοπική.
Τώρα και οι δύο οικονομίες προσπαθούν να βγουν από την κρίση με τον «διπλασιασμό» των ίδιων νεοφιλελεύθερων πολιτικών που της έφεραν σε αυτήν εδώ την κατάσταση. Και στις δύο χώρες υιοθετείται η ανισότητα μέσω περικοπών που επηρεάζουν τους πιο αδύναμους, ενώ οι πλούσιοι συνεχίζουν να απολαμβάνουν κυβερνητική προστασία.
Η Ελλάδα και η Ιρλανδία έχουν μετατραπεί σε ένα πρώιμο πεδίο δοκιμών για την προσπάθεια της ΕΚΤ (και των συνεργατών της) να σώσει τις τράπεζες και το ευρώ. Στην Ιρλανδία οι τράπεζες έχουν καταπιεί δεκάδες δισεκατομμύρια σε χρήματα των φορολογουμένων. Οι κυβερνήσεις και των δύο χωρών παρέδωσαν την εθνική κυριαρχία χωρίς αντίσταση, σαν να μην υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις, και τώρα επιχειρούν να πείσουν τους πολίτες τους ότι είναι «πατριωτικό» τους καθήκον να στηρίξουν τα ανελέητα αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα σαν αυτά που επέβαλλε το ΔΝΤ «στις δικτατορίες του Τρίτου Κόσμου τις δεκαετίες του '60, '70 και '80, με την απειλή των όπλων» (όπως μας υπενθυμίζει ο Μάικλ Χάντσον). Τι ειρωνεία, υπό αυτό το πρίσμα, η Ε.Ε. εμφανίζεται πιο ανελέητη από το ΔΝΤ.
Η περαιτέρω χρηματοπιστωτική αναταραχή έδειξε ότι ακόμη και «οι αγορές» γνωρίζουν ότι αυτές οι «διασώσεις» απλά θα επιτείνουν το πρόβλημα. Τόσο για τον καλό όσο και για τον κακό βάτραχο οι επιλογές είναι θλιβερές. Μπορούν να βράσουν όταν η κρίση φτάσει σε βαθμό που το νερό αρχίσει να κοχλάζει. Μπορούν να βουτήξουν στο σκοτάδι, στοιχηματίζοντας στην εγκατάλειψη του ευρώ. Ή θα μπορούσε η Ευρώπη να σβήσει τη φωτιά. Μια τέτοια κίνηση θα απαιτούσε, πρώτον, τη ριζική αναδιάρθρωση του τραπεζικού και του δημόσιου χρέους. Δεύτερον, η Ε.Ε. πρέπει να αναθερμάνει την οικονομία της με τη βοήθεια των πλεονασματικών χωρών, όπως η Γερμανία. Οι χώρες της περιφέρειας δεν μπορούν μόνες να σηκώσουν το κόστος της αντιμετώπισης μιας κρίσης που επηρεάζει την ευρωζώνη στο σύνολό της - και τελικά δεν πρέπει να το κάνουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.