Της Ελίζας Παπαδάκη, ΝΕΑ 21.10.10
Από τον προπερασµένο αιώνα έχουµε ακουστά την κριτική προς συντηρητικούς στρατηγούς, ότι πήγαιναν σε καινούργιες µάχες µε τα όπλα και τις τακτικές του προηγούµενου πολέµου – οπότε δεν µπορούσαν να κερδίσουν. Αλλά φαίνεται δυστυχώς να έχει πλήρη εφαρµογή στην τραυµατισµένη από την κρίση σηµερινή Ευρώπη. Ποια είναι τα σοβαρά προβλήµατα που απαιτούν πολιτική, ακόµα και θεσµική αντιµετώπιση; Πρώτα απ’ όλα, οπωσδήποτε η ανεργία: προβλέπεται να παραµείνει υψηλή για χρόνια, πλήττει τον έναν στους τέσσερις, στους τρεις, στην Ισπανία τον έναν στους δύο νέους.
Απειλώντας να αφήσει «µια χαµένη γενιά» ολόκληρη, ωθεί σε όξυνση συγκρούσεων, σε τάσεις κοινωνικής διάλυσης. Δεν το λένε τα συνδικάτα µόνο ή τα αριστερά κόµµατα, τον κίνδυνο επισηµαίνουν κατεστηµένοι οργανισµοί όπως ο ΟΟΣΑ ή το ΔΝΤ.
Οι αναλύσεις τους προβλέπουν υψηλή ανεργία διαρκείας, εφόσον δεν θα δηµιουργούνται νέες θέσεις εργασίας αρκετές για να απορροφηθούν οι σηµερινοί άνεργοι και οι νέοι που θα έρχονται να προστεθούν. Από την άλλη πλευρά σηµαντικές ανάγκες µένουν ακάλυπτες: σπουδαιότερη, που συχνά ξεχνάµε καθώς εκτείνεται στον χρόνο, η προστασία του κλίµατος. Αναδεικνύεται δηλαδή ένα πρόβληµα καταµερισµού των πόρων, πού και πώς επενδύονται και αναλώνονται στην ευρωπαϊκή οικονοµία. Η λειτουργία των αγορών, της αγοράς εργασίας ειδικότερα, δεν διασφαλίζει τα καλύτερα αποτελέσµατα, θα χρειαζόταν εποµένως δηµόσια, πολιτική παρέµβαση για να τις κατευθύνει. Η επιπρόσθετη τωρινή ανεργία είναι επακόλουθο της χρηµατοοικονοµικής κρίσης και της ύφεσης, που ακόµα δεν έχουµε επιλύσει, θα µπορούσε να αντιτείνει κάποιος. Θα είχε δίκιο, µόνο που η ίδια η κρίση κατ’ εξοχήν εξέφρασε το πρόβληµα στον καταµερισµό των πόρων, την αποτυχία των αγορών να τους διασφαλίσουν προς όφελος των κοινωνιών αντί να οδηγούν σε καταστροφές πλούτου, παραγωγικών δυνατοτήτων, εισοδηµάτων, απασχόλησης. Το αναγνώριζαν πρόπερσι τέτοια εποχή, όταν µετά την αµερικανική Λέµαν πρόβαλε το φάσµα µιας γενικής κατάρρευσης, όλες σχεδόν οι πολιτικές και οικονοµικές ηγεσίες. Αλλά η δηµόσια παρέµβαση, λογική συνέπεια µιας τέτοιας διαπίστωσης, έµεινε στα µισά του δρόµου: διασώθηκαν οι τράπεζες, κατόπιν στηρίχθηκε η οικονοµική δραστηριότητα για έναν χρόνο µόλις, µετά σταµάτησε. Στην Ευρώπη, Κεντρική Τράπεζα, Επιτροπή και κυβερνήσεις τρόµαξαν από τη διόγκωση δηµοσίων ελλειµµάτων και χρέους και βάλθηκαν να την αντιστρέψουν µε συσταλτικές πολιτικές: περικοπές δαπανών, αυξήσεις φόρων κατά περίπτωση, γενικευµένη λιτότητα. Η Ευρωζώνη µοιάζει να ωθείται σε δεύτερη βουτιά στην ύφεση, έγραφε χθες η «Le Μonde», στηριζόµενη σε γνώµες οικονοµολόγων από τράπεζες, εταιρείες, την Μoody’s! Πέρσι ωστόσο, όταν η χρηµατοοικονοµική κρίση άρχισε να µετεξελίσσεται και σε δηµοσιονοµική, της Ελλάδας πρώτα µε ενδεχόµενο να µεταδοθεί και παραπέρα, κλονίζοντας το ευρώ, τέθηκε επιτακτικά στο τραπέζι η ανάγκη να συζητηθεί η περίφηµη «οικονοµική διακυβέρνηση» της Ευρώπης. Στη συζήτηση αυτή επέµεναν φωτισµένοι κεντρικοί τραπεζίτες από τη γέννηση του ευρώ εδώ και δέκα χρόνια. Από τότε έβλεπαν ότι το ανάπηρο σχήµα ενός ενιαίου νοµίσµατος και της νοµισµατικής πολιτικής που θα χάραζε γι’ αυτό η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, χωρίς ενιαίο – οµοσπονδιακό – προϋπολογισµό και δηµοσιονοµική πολιτική µε επενδυτικές και άλλες δαπάνες για γενικούς σκοπούς αλλά και για την αντιστάθµιση κλονισµών σε επιµέρους περιφέρειες, µε άντληση φόρων καθώς και δανεισµό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα οδηγούνταν κάποια στιγµή σε κρίση. Φτωχό υποκατάστατο θα αποδεικνύονταν οι κανόνες του Μάαστριχτ και το Σύµφωνο Σταθερότητας. Στα δέκα χρόνια ζωής του ευρώ άλλωστε αναπτύχθηκαν επίσης ανισορροπίες στις ροές εµπορευµάτων και κεφαλαίων µεταξύ των χωρών, που δεν µπορούσαν να διατηρηθούν.
Αντί όµως να συζητήσουν πολιτικές και θεσµούς σε ευρωπαϊκή κλίµακα ώστε να αντιµετωπιστούν οι ανισορροπίες, να τερµατιστεί η αναπηρία του ευρώ, να ενισχυθούν η απασχόληση και η ανάπτυξη, η οικονοµική διακυβέρνηση που καλούνται να αποφασίσουν την ερχόµενη εβδοµάδα οι 27 ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης εξαντλείται στους αυστηρότερους κανόνες για τη δηµοσιονοµική και τη µακροοικονοµική πολιτική κάθε χώρας, στην αποτελεσµατικότερη εποπτεία των χωρών, στις ποινές για τυχόν παραβάτες. Πρόκειται για τον προηγούµενο πόλεµο. Αναµφίβολα τα δηµοσιονοµικά στοιχεία που τηρούσε και παρουσίαζε η Ελλάδα ήταν άθλια, οι πολιτικές δαπανών και εσόδων ανεύθυνες. Αν είχαν διορθωθεί έγκαιρα, σε καλύτερη θέση θα ήµασταν και εµείς, και η Ευρώπη ολόκληρη. Σήµερα όµως µε µεγάλο κόπο, υπό αυστηρή παρακολούθηση, η χώρα υλοποιεί το Μνηµόνιο. Δεν χρειάζεται ένα ολόκληρο πλέγµα κανόνων µόνο για να διασφαλιστεί ότι δεν θα ξανακάνει τα ίδια, αυτή ή κάποια άλλη.
Αλλού είναι ο κίνδυνος: Κάτω από σκληρές πολιτικές που δεν ανοίγουν προοπτικές, ελπίδες για το αύριο, οι πολίτες να χάσουν κάθε εµπιστοσύνη στην Ευρώπη, κάθε αίσθηση αλληλεγγύης πέρα από τον στενό εθνικό χώρο.
Απειλώντας να αφήσει «µια χαµένη γενιά» ολόκληρη, ωθεί σε όξυνση συγκρούσεων, σε τάσεις κοινωνικής διάλυσης. Δεν το λένε τα συνδικάτα µόνο ή τα αριστερά κόµµατα, τον κίνδυνο επισηµαίνουν κατεστηµένοι οργανισµοί όπως ο ΟΟΣΑ ή το ΔΝΤ.
Οι αναλύσεις τους προβλέπουν υψηλή ανεργία διαρκείας, εφόσον δεν θα δηµιουργούνται νέες θέσεις εργασίας αρκετές για να απορροφηθούν οι σηµερινοί άνεργοι και οι νέοι που θα έρχονται να προστεθούν. Από την άλλη πλευρά σηµαντικές ανάγκες µένουν ακάλυπτες: σπουδαιότερη, που συχνά ξεχνάµε καθώς εκτείνεται στον χρόνο, η προστασία του κλίµατος. Αναδεικνύεται δηλαδή ένα πρόβληµα καταµερισµού των πόρων, πού και πώς επενδύονται και αναλώνονται στην ευρωπαϊκή οικονοµία. Η λειτουργία των αγορών, της αγοράς εργασίας ειδικότερα, δεν διασφαλίζει τα καλύτερα αποτελέσµατα, θα χρειαζόταν εποµένως δηµόσια, πολιτική παρέµβαση για να τις κατευθύνει. Η επιπρόσθετη τωρινή ανεργία είναι επακόλουθο της χρηµατοοικονοµικής κρίσης και της ύφεσης, που ακόµα δεν έχουµε επιλύσει, θα µπορούσε να αντιτείνει κάποιος. Θα είχε δίκιο, µόνο που η ίδια η κρίση κατ’ εξοχήν εξέφρασε το πρόβληµα στον καταµερισµό των πόρων, την αποτυχία των αγορών να τους διασφαλίσουν προς όφελος των κοινωνιών αντί να οδηγούν σε καταστροφές πλούτου, παραγωγικών δυνατοτήτων, εισοδηµάτων, απασχόλησης. Το αναγνώριζαν πρόπερσι τέτοια εποχή, όταν µετά την αµερικανική Λέµαν πρόβαλε το φάσµα µιας γενικής κατάρρευσης, όλες σχεδόν οι πολιτικές και οικονοµικές ηγεσίες. Αλλά η δηµόσια παρέµβαση, λογική συνέπεια µιας τέτοιας διαπίστωσης, έµεινε στα µισά του δρόµου: διασώθηκαν οι τράπεζες, κατόπιν στηρίχθηκε η οικονοµική δραστηριότητα για έναν χρόνο µόλις, µετά σταµάτησε. Στην Ευρώπη, Κεντρική Τράπεζα, Επιτροπή και κυβερνήσεις τρόµαξαν από τη διόγκωση δηµοσίων ελλειµµάτων και χρέους και βάλθηκαν να την αντιστρέψουν µε συσταλτικές πολιτικές: περικοπές δαπανών, αυξήσεις φόρων κατά περίπτωση, γενικευµένη λιτότητα. Η Ευρωζώνη µοιάζει να ωθείται σε δεύτερη βουτιά στην ύφεση, έγραφε χθες η «Le Μonde», στηριζόµενη σε γνώµες οικονοµολόγων από τράπεζες, εταιρείες, την Μoody’s! Πέρσι ωστόσο, όταν η χρηµατοοικονοµική κρίση άρχισε να µετεξελίσσεται και σε δηµοσιονοµική, της Ελλάδας πρώτα µε ενδεχόµενο να µεταδοθεί και παραπέρα, κλονίζοντας το ευρώ, τέθηκε επιτακτικά στο τραπέζι η ανάγκη να συζητηθεί η περίφηµη «οικονοµική διακυβέρνηση» της Ευρώπης. Στη συζήτηση αυτή επέµεναν φωτισµένοι κεντρικοί τραπεζίτες από τη γέννηση του ευρώ εδώ και δέκα χρόνια. Από τότε έβλεπαν ότι το ανάπηρο σχήµα ενός ενιαίου νοµίσµατος και της νοµισµατικής πολιτικής που θα χάραζε γι’ αυτό η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, χωρίς ενιαίο – οµοσπονδιακό – προϋπολογισµό και δηµοσιονοµική πολιτική µε επενδυτικές και άλλες δαπάνες για γενικούς σκοπούς αλλά και για την αντιστάθµιση κλονισµών σε επιµέρους περιφέρειες, µε άντληση φόρων καθώς και δανεισµό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα οδηγούνταν κάποια στιγµή σε κρίση. Φτωχό υποκατάστατο θα αποδεικνύονταν οι κανόνες του Μάαστριχτ και το Σύµφωνο Σταθερότητας. Στα δέκα χρόνια ζωής του ευρώ άλλωστε αναπτύχθηκαν επίσης ανισορροπίες στις ροές εµπορευµάτων και κεφαλαίων µεταξύ των χωρών, που δεν µπορούσαν να διατηρηθούν.
Αντί όµως να συζητήσουν πολιτικές και θεσµούς σε ευρωπαϊκή κλίµακα ώστε να αντιµετωπιστούν οι ανισορροπίες, να τερµατιστεί η αναπηρία του ευρώ, να ενισχυθούν η απασχόληση και η ανάπτυξη, η οικονοµική διακυβέρνηση που καλούνται να αποφασίσουν την ερχόµενη εβδοµάδα οι 27 ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης εξαντλείται στους αυστηρότερους κανόνες για τη δηµοσιονοµική και τη µακροοικονοµική πολιτική κάθε χώρας, στην αποτελεσµατικότερη εποπτεία των χωρών, στις ποινές για τυχόν παραβάτες. Πρόκειται για τον προηγούµενο πόλεµο. Αναµφίβολα τα δηµοσιονοµικά στοιχεία που τηρούσε και παρουσίαζε η Ελλάδα ήταν άθλια, οι πολιτικές δαπανών και εσόδων ανεύθυνες. Αν είχαν διορθωθεί έγκαιρα, σε καλύτερη θέση θα ήµασταν και εµείς, και η Ευρώπη ολόκληρη. Σήµερα όµως µε µεγάλο κόπο, υπό αυστηρή παρακολούθηση, η χώρα υλοποιεί το Μνηµόνιο. Δεν χρειάζεται ένα ολόκληρο πλέγµα κανόνων µόνο για να διασφαλιστεί ότι δεν θα ξανακάνει τα ίδια, αυτή ή κάποια άλλη.
Αλλού είναι ο κίνδυνος: Κάτω από σκληρές πολιτικές που δεν ανοίγουν προοπτικές, ελπίδες για το αύριο, οι πολίτες να χάσουν κάθε εµπιστοσύνη στην Ευρώπη, κάθε αίσθηση αλληλεγγύης πέρα από τον στενό εθνικό χώρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.