Του Γιάννη Παπαθεοδώρου, http://dimartblog.com
Η «αριστερή παρένθεση», δηλαδή ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ όπως τον
γνωρίσαμε έως τώρα, έκλεισε με τον πιο θεαματικό τρόπο τη νύχτα της 15ης
Ιουλίου. Μετά την υπογραφή των προαπαιτούμενων μέτρων για το επόμενο
δυσβάσταχτο «Μνημόνιο 3», ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε σε μια εντελώς νέα συνθήκη.
Ήταν το μόνο κόμμα του ελληνικού κοινοβουλίου που η ψηφοφορία το οδήγησε
σε μια πιθανή τροχιά διάσπασης. Οι διαφωνούντες βουλευτές που ψήφισαν
«Όχι» και «Παρών» δεν είχαν μόνο μια περιστασιακή διαφωνία με την
κυβέρνηση∙ την εγκάλεσαν για την προδοσία της «αντιμνημονιακής»
ριζοσπαστικής αριστεράς, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα και δημόσια το
εναλλακτικό σχέδιο της δραχμής ως μόνη λύση για τον τόπο. (Οι γραφικές
λεπτομέρειες για το «ριφιφί στο Νομισματοκοπείο» από τον κ. Παναγιώτη
Λαφαζάνη παραλείπονται γιατί ανήκουν στη σφαίρα της κακόγουστης
φαρσοκωμωδίας). Παράλληλα, το πλειοψηφικό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ που ψήφισε
ΝΑΙ, προσχωρώντας με επιφυλάξεις στη «μνημονιακή» λογική, αναζήτησε
άμεσα ένα άλλοθι μέσω του «πραξικοπήματος», της «εκβιαστικής επιλογής»,
του «τελεσιγράφου» και ενός «προγράμματος που δεν το πιστεύει» ούτε καν ο
ίδιος ο πρωθυπουργός». (Οι γραφικές λεπτομέρειες που μετατρέπουν τη
διαπραγμάτευση μιας διακρατικής σύμβασης δανεισμού σε «πραξικόπημα»
επίσης παραλείπονται. Έτσι κι αλλιώς, θα πρέπει να αναζητηθούν στη
σκουριασμένη θεωρία περί «ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης», που τόνωσε τη
δακρύβρεχτη συσπείρωση μιας διχασμένης κοινοβουλευτικής ομάδας,
συνεχίζοντας παράλληλα το επικίνδυνο τροπάρι του συνομωσιολογικού
αντιευρωπαϊσμού).
Ας μείνουμε λίγο ακόμη στα δεδομένα. Η νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία που δημιουργήθηκε το βράδυ της 15ης
Ιουλίου έστειλε ένα ισχυρό μήνυμα για την παραμονή της χώρας στο ευρώ
και στην Ευρωζώνη, συνοδευμένο με ρητές δεσμεύσεις για ένα νέο πολιτικό
πεδίο συναίνεσης και εθνικής ευθύνης. Τα αποτελέσματα ήταν άμεσα: οι
τράπεζες –έστω και με προβλήματα– ανοίγουν, ο ELA και το ΕCOFIN
προσφέρουν εγγυήσεις ρευστότητας ενώ ο Ντράγκι αφήνει ανοικτό το
ενδεχόμενο να ενταχθεί και η Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης
(αγοράς ομολόγων), όταν ενταχθεί και πάλι η χώρα σε Πρόγραμμα. Από την
άλλη πλευρά, η κυβέρνηση, έχοντας χάσει την αρχική κοινοβουλευτική
εμπιστοσύνη, έχει ήδη μεταβληθεί σε μια «κυβέρνηση μειοψηφίας», που, απ’
ό,τι φαίνεται, οδηγείται ταχύτατα σε αποσύνθεση και εκλογές. Το
τέχνασμα του «μίνι ανασχηματισμού» οδήγησε ωστόσο σε μια νέα πολιτική
τερατογένεση, που συμπυκνώνεται στην εμβληματική υπουργοποίηση του κ.
Χαϊκάλη. Δεν αναφέρομαι στη γνωστή κωμική υπόθεση της «απόπειρας
δωροδοκίας» εις βάρους του για να ψηφίσει δήθεν τον ΠτΔ, κατά τη
διάρκεια της προηγούμενης Βουλής αλλά στην ίδια την ιδεολογική
συγκρότηση του εν λόγω βουλευτή.
Εξηγούμαι. Είμαι από εκείνους που πιστεύουν πως, στους έξι μήνες της
καταστροφικής διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, το μοναδικό προοδευτικό –και μη
δημοσιονομικό– νομοσχέδιο της κυβέρνησης «με κορμό την αριστερά» ήταν
αυτό που αφορούσε την «ιθαγένεια». Το νομοσχέδιο αυτό, που αξιοποίησε
την επεξεργασία της προηγούμενης τρικομματικής συγκυβέρνησης και πέρασε
χάρη στην ψήφο του Ποταμιού και του ΠΑΣΟΚ, βρήκε απέναντί του τη ρητή
άρνηση των ΑΝΕΛ, με βασικό εκφραστή της τον κ. Χαϊκάλη. Κι όμως. Ο
βουλευτής που θεώρησε ότι τα παιδιά των μεταναστών τα οποία γεννιούνται
στην Ελλάδα δεν πρέπει να πάρουν την ελληνική ιθαγένεια (γιατί, όπως
είπε, «απειλούν την εθνική ομοιογένεια»), ο βουλευτής που υποστήριξε ότι
«Έλληνας δεν γίνεσαι, γεννιέσαι», αυτός ο βουλευτής υπουργοποιήθηκε από
την κυβέρνηση της ριζοσπαστικής αριστεράς, την ώρα μάλιστα που η
κυβέρνηση έδινε εξετάσεις πολιτικής εμπιστοσύνης και συμβατότητας σε
σχέση με την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας! Μετά τον ανεκδιήγητο κ.
Βαρουφάκη, ο πρωθυπουργός της χώρας επέλεξε τον ξενοφοβικό λαϊκιστή κ.
Χαϊκάλη για να αναλάβει μία από τις πιο σημαντικές μεταρρυθμίσεις του
νέου Προγράμματος.
Η «Ανελοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ έχει συντελεστεί εδώ και καιρό, τόσο στο
πεδίο του εθνολαϊκισμού όσο και στο επίπεδο της κυβερνητικής
προπαγάνδας, σηματοδοτώντας ήδη μια εντεινόμενη πολιτισμική
οπισθοδρόμηση. Θα περίμενε όμως κανείς πως, μπροστά στο κρίσιμο
διακύβευμα μιας επαπειλούμενης εθνικής καταστροφής, ο κ. Τσίπρας θα
έκοβε οριστικά τις σχέσεις του με την «παράγκα της δραχμής» αλλά και με
τους ψεκασμένους ακροδεξιούς συνεταίρους του, για να προσχωρήσει
οριστικά στο δρόμο μιας δημοκρατικής και ευρωπαϊκής αριστεράς. Παρ’ όλα
αυτά, ο κ. Τσίπρας εξακολουθεί να ζει «χαμένος στη μετάφραση». Το
συμμαχικό του Die Linke καταψηφίζει τη συμφωνία που ο ίδιος υπέγραψε, ο
μισός ΣΥΡΙΖΑ –διά του κ. Λαφαζάνη– καταγγέλλει την «ξεπεσμένη αριστερά
του δημοκρατικού σοσιαλισμού», και ο κ. Χαϊκάλης γίνεται υφυπουργός στον
τομέα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, (στον τομέα, δηλαδή, που κάποτε
διαχειριζόταν ο κ. Γιαννίτσης).
Οι προσωπικές ευθύνες του πρωθυπουργού για όλα αυτά δεν μπορούν πλέον
να κρύβονται πίσω από τις δικαιολογίες περί «τακτικών ελιγμών» και
«μεταβατικών λύσεων». Εκτός και αν αντιμετωπίζει κι αυτός το πρόβλημα με
τον ίδιο τρόπο που το περιέγραψε, με γελοία απλούστευση, ο κ. Χαϊκάλης:
«Είναι μια πολύ μεγάλη ευθύνη αυτή που αναλαμβάνω. Έχω μεγάλη επίγνωση
το τι αναλαμβάνω. Είναι μια καυτή πατάτα που πρέπει να την πάρω με πολλή
αγάπη και αν μπορώ να την δροσίσω», δήλωσε ο υπουργός. Το να «δροσίζει»
κανείς τις «καυτές πατάτες» είναι σίγουρα δύσκολο∙ ενίοτε και αδύνατο.
Αυτό όμως που είναι πραγματικά εξευτελιστικό για τη ριζοσπαστική
αριστερά είναι ότι, στο δρόμο για τις εκλογές, κέρδισε, μαζί με τους
ΑΝΕΛ, το Όσκαρ λαϊκισμού. Προτείνω μάλιστα στην «ανίερη συγκυβέρνηση»
να μετατρέψει αυτό το Όσκαρ και σε προεκλογικό σύνθημα : «εμπρός λαέ / μη σκύβεις το κεφάλι / ανατροπή θα γίνει / με Παύλο Χαϊκάλη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.