Σελίδες

Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

Ο μοιραίος εκσυγχρονισμός του λαϊκισμού

Του Ανδρέα Πανταζόπουλου,  Books' Journal, τχ. 55, Μάιος 2015
Βασίλης Βαμβακάς, Παναγής Παναγιωτόπουλος (επιμ.), 
Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό
 Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014, 730 σελ.
Γιατί αυτό που ζούμε σήμερα δεν είναι ακριβώς ο «πραγματιστικός λαϊκισμός» της δεκαετίας του 1980, αλλά είναι το απόγειο και η μοιραία συνέπεια μιας μεγάλης αγάπης, της αγάπης του «λαού»;       
«Ο λαός δεν αγαπήθηκε όπως του άξιζε».
                                              Léon Lemonnier, 1931
Είτε επιτηδευμένα είτε ανεπιτήδευτα απορητικό, είναι γόνιμα προκλητικό, αλλά που θα μπορούσε να αποδειχθεί και μοιραία παγιδευτικό, το ερώτημα «μήπως ζούμε στη δεκαετία του 1980;» Είναι, κατ’ αρχάς, προκλητικά γόνιμο, γιατί μας ορίζει εξ αρχής ένα πολύ συγκεκριμένο πεδίο δοκιμασίας των ερμηνευτικών μας κατηγοριών, υποχρεώνοντάς μας στη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια, τόσο ως προς τις υποθέσεις μας όσο και ως προς τις απαντήσεις μας. Αλλά είναι και ερώτημα-παγίδα, διότι μία «δημοψηφισματικού», συνοπτικού τύπου απάντησή του, ακόμα και αν προσπαθήσει να μην είναι αφελής, μπορεί να αυτo-υπονομεύσει την αξιοπιστία της. Βέβαια, στην περίπτωση που εδώ μας απασχολεί, το ερώτημα αυτό το υποτείνει η συλλογική πρωτοποριακή συμβολή του Λεξικού της δεκαετίας του ’80, άρα, η αρχική μας δέσμευση αναδιπλασιάζεται. Ένα Λεξικό που, υπό την εμπνευσμένη επιμέλεια των Βασίλη Βαμβακά και Παναγή Παναγιωτόπουλου, δεν ακτινογραφεί «απλώς» τα καθέκαστα, αλλά παρακολουθεί, τέμνει και αναδεικνύει διαδικασίες, συλλογικούς φορείς και πρόσωπα αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε άγονη άνοιξη, μiα πολιτικο-πολιτισμική χρονικότητα εντός της οποίας «τα άνθη του κακού» άνοιξαν αλλά δεν πολλαπλασιάσθηκαν.

Στη δική μου γλώσσα, και με τον κίνδυνο της απλούστευσης, ακόμα και, εν μέρει τουλάχιστον, της παρανόησης της «κεντρικής αφήγησης» του Λεξικού, αν βέβαια υπάρχει τέτοια αφήγηση, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε το πνεύμα της ως εξής: η δεκαετία του 1980, η οποία για αρκετούς λειτούργησε «δικαιωτικά» («ο αγώνας τώρα δικαιώνεται») ή και «αυτο-δικαιωτικά» ήταν ταυτόχρονα και περίοδος «απομάγευσης», «ξενερώματος». Το Λεξικό φλερτάρει με αυτή την απομάγευση, «χαριεντίζεται» με μια ορισμένη απο-πολιτικοποίηση που τη βλέπει να αναδύεται στα διάκενα της υπερ-πολιτικοποίησης, και να υλοποιείται μέσα από την επινόηση και την έκφραση νέων χώρων ιδιωτικότητας, με τη «θετική» έννοια του όρου. Χωρίς να παραγνωρίζει και να υποτιμά τον εφαρμοσμένο λαϊκισμό της περιόδου, τον σχετικοποιεί, θα λέγαμε τον «αποδαιμονοποιεί», τον διαλεκτικοποιεί, αναδεικνύοντας τις διαρκείς εντάσεις ανάμεσα στην, ας πούμε, «εκσυγχρονιστική» και «αντι-εκσυγχρονιστική» ρητορική, αλλά και τις ανάλογες θεσμικές πρακτικές, οι οποίες, ωστόσο, φαίνονται, και κατά έναν ιδιόμορφο τρόπο είναι, συμφυείς στη λαϊκιστική συνθήκη. Ο αναστοχασμός αυτού του διφορούμενου είναι, νομίζουμε, η μεγάλη αρετή που διέπει και σπονδυλώνει την επιτυχημένη απόπειρα λεξικογραφικής αποδελτίωσης και απεικόνισης, η οποία βρίσκεται στην αφετηρία του σημερινού ερωτήματος «μήπως ζούμε στη δεκαετία του 1980;».

Η δεκαετία του 1980
Ας απλουστεύσουμε ακόμα περισσότερο, όχι αποδεσμευόμενοι από το λεξικογραφικό πλήθος, αλλά επιχειρώντας να συμπυκνώσουμε και να ταξινομήσουμε τις ορατές και υπαρκτές αντινομίες και αντιθέσεις του. Το ερώτημα δεν είναι «τι ήταν;» η δεκαετία του 1980, δηλαδή ποια ήταν η «ουσία» της, αλλά «τι έγινε;» σ’ αυτή. Από το είναι στο γίγνεσθαι δηλαδή, από την «ουσιοκρατία» στην «ιστορία», σε πλήρη αντιστοίχηση, εδώ, με το μεθοδολογικό διάβημα επιμελητών και αρκετών, αν όχι όλων, από τους συγγραφείς του Λεξικού, μεταφράζοντας από την πλευρά του αναγνώστη. Η «Αλλαγή» του 1981 ενέταξε μεν τις «μάζες» στο πολιτικό σύστημα, διευρύνοντάς το, αλλά το έκανε με «κάθετο» τρόπο, σε αναφορά, δηλαδή, με μια προσωποπαγή, ανθρωπομορφική και, τελικά, ιδιοκτησιακή αντίληψη της κρατικής εξουσίας. Αυτή η «α-φιλελεύθερη» τροχιά που έλαβε η ανιούσα κινητικότητα δεν έφτιαξε φιλελεύθερη «κοινωνία πολιτών», κάτι που είναι χαρακτηριστικό μιας «οριζόντιας» πολιτικής ενσωμάτωσης (Πανταζόπουλος 2001). Αυτός ο νέου τύπου κρατισμός και νεο-κομματισμός που προέκυψε, η ανασύσταση των πελατειακών δικτύων, η κρατικά επιδοτούμενη ευμάρεια, βρήκαν το ιδεολογικό και πολιτισμικό τους ισοδύναμο στον αντι-ιμπεριαλιστικό και αντι-ευρωπαϊκό εθνικισμό, ο οποίος υπονόμευε επί της ουσίας τόσο τον «πραγματιστικό» προσανατολισμό των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, όσο και τον ίδιο τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό, δηλαδή τις υπαρκτές μεταβολές που επήλθαν στο πεδίο των ατομικών και συλλογικών προτύπων και συμπεριφορών. Με άλλα λόγια, η κρούστα ποικίλων αρχαϊσμών μπορεί να ρηγματώθηκε, άπειρες αλλαγές μπορεί να έλαβαν χώρα, τόσο από τα πάνω όσο και από τα κάτω, η δημοκρατία «διευρύνθηκε», η «μεγάλη» ωστόσο «Αλλαγή», όχι αυτή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, αλλά του κοινωνικο-πολιτικού εκσυγχρονισμού ναρκοθετήθηκε. Η ηθικο-πολιτική μεταρρύθμιση παρέμεινε αιτούμενο, και ο βασικότερος λόγος γι’ αυτό δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον «εθνικολαϊκιστικό κώδικα» που, ενσαρκωμένος σε μια μυθολογημένη ρωμαλέα «πολιτική βούληση», προσδιόρισε τα περιθώρια και τα περιεχόμενα του πολιτικού και κοινωνικού πράττειν, παρά την όποια πληθυντική νεωτερικότητά του: το δίδυμο, η εγγενής σύμφυση του εθνικισμού και του λαϊκισμού, απονεύρωσαν και τελικά ματαίωσαν μια ριζοσπαστική αλλαγή του κοινωνικο-πολιτικού φαντασιακού, απαραίτητη προϋπόθεση αλλά ταυτόχρονα και αποτέλεσμα μιας πραγματικής διαδικασίας εκσυγχρονισμού (Πανταζόπουλος 2011). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο λαϊκισμός της δεκαετίας του 1980 ήταν μεν «προοδευτικός», με την έννοια ότι δεν έλαβε αυταρχική κατεύθυνση, αλλά, αντίθετα, «διεύρυνε» τη δημοκρατία, ταυτόχρονα όμως αυτός ο «υπερ-δημοκρατισμός» του έφτιαξε μια «δημοκρατία χωρίς δημοκράτες». Τα βασικά αρνητικά στερεότυπα της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, όπως ο πανεχθρισμός και η συνωμοσιολογία, από κοινού με τον αντισημιτισμό (χριστιανικό ή και πολιτικό), δομικά στοιχεία της εθνικολαϊκιστικής κοσμοθέασης (Taguieff 2007), εμπλουτίσθηκαν θεαματικά, αν δεν επανιδρύθηκαν. Οι φιγούρες του εσωτερικού και εξωτερικού εχθρού (της επάρατης Δεξιάς και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού) (Βούλγαρης 2002), η εθνικιστική και ηθικολογική αναμυθολόγηση και εξύμνηση της ενιαίας οντότητας «λαός», μια μνησίκακη τροπή του ιδεώδους της «ισότητας», ο τριτοκοσμισμός, ακόμα και μια ορισμένη νομιμοποίηση της αντιπολιτικής βίας (π.χ. τρομοκρατία), διέγραψαν το περίγραμμα ενός καχεκτικού εκσυγχρονισμού, τελικά μιας ανεύρετης Άνοιξης. Τελευταία, αλλά όχι λιγότερο σημαντική προσθήκη: όλα αυτά έλαβαν χώρα με την ανοχή και τη στήριξη του μεγαλύτερου μέρους της λεγόμενης παραδοσιακής Αριστεράς, αδιάψευστος μάρτυρας γι’ αυτό είναι η κατ’ επανάληψη και διά της λαϊκής ετυμηγορίας περιθωριοποίηση των ανανεωτών «αντιφρονούντων».

Ο εκσυγχρονισμός του λαϊκισμού
Δεν χρειάζεται νομίζουμε να δείξουμε ότι όλα αυτά τα στοιχεία οργανώνουν και το σημερινό ιδεολογικο-πολιτικό φαντασιακό. Ο πολιτικός τους φορέας μπορεί να άλλαξε, αλλά ο «εθνικολαϊκιστικός κώδικας» αναβαπτίσθηκε, επικαιροποιήθηκε, εκσυγχρονίσθηκε, ριζοσπαστικοποιήθηκε και είναι πάντα παρών (Πανταζόπουλος 2013· Παναγιωτόπουλος 2013· Παπασαραντόπουλος 2014, 2012· Βαμβακάς 2014). Στην πραγματικότητα, αυτός ο κώδικας είναι που συνέχει και τροφοδοτεί, ανεξαρτήτως προθέσεων ενίοτε, διαφορετικές, πληθυντικές «εφαρμογές» είτε στα αριστερά είτε στα δεξιά, για να είμαστε ακριβέστεροι: πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, επιβεβαιώνοντας, με τον τρόπο αυτό, ακόμα μια φορά, το κοινό credo εθνικισμού και λαϊκισμού που συνίσταται ακριβώς σε αυτή τη θεμελιακή υπέρβαση των ιδεολογικο-πολιτικών διαιρέσεων.
Παρ’ όλα αυτά, είναι ανάγκη να δούμε από πιο κοντά τη σημερινή κατάσταση, ώστε να εντοπίσουμε ενδεχόμενες διαφοροποιήσεις και μετασχηματισμούς στις αναπτύξεις αυτού του λαϊκιστικού κώδικα σε συνδυασμό με τις συγκαιρινές εφαρμογές του. Εν συντομία, θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε τις βασικότερες:
  1. Η πρώτη από αυτές είναι αναμφισβήτητα η εμφάνιση ενός επικίνδυνου εξτρεμιστικού μορφώματος, της γνωστής φιλο-ναζιστικής οργάνωσης, η οποία βέβαια δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως «εθνικολαϊκιστική». Ο υπαρκτός λαϊκισμός της είναι φυλετικός, ο εγκληματογόνος ρατσισμός της είναι αντισημιτικός και ισλαμόφοβος / αντιμεταναστευτικός, και είναι πλήρως υποταγμένοι στο καθαρά ναζιστικό της πρόγραμμα. Αυτό εδώ το στοιχείο είναι μια αποκρουστική καινοτομία, η ανάδυση και η συγκρότηση της οποίας νομίζουμε, παρά τις σημαντικές συμβολές, δεν έχει ακόμα μελετηθεί επαρκώς.
  2. Ο σημερινός εθνικολαϊκισμός, στο πλαίσιο της χρεοκοπίας αλλά και της ταυτόχρονης ανάδυσης του λεγόμενου «νέου κοινωνικού ζητήματος», δεν πλαισιώνει ελπίδες και προσδοκίες ανιούσας κοινωνικής κινητικότητας, όπως αυτός της δεκαετίας του 1980, αλλά οργανώνει «αντιστάσεις», σε πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο, κοινωνικών ομάδων που κατέρχονται της κοινωνικής κλίμακας (GuyHermet
  3. Εξ αυτού, η μιζεραμπιλιστική του χροιά γίνεται βασική (Taguieff 2013· Πανταζόπουλος 2013), εμφανιζόμενος, έτσι, χωρίς συγκεκριμένα αιτήματα, αλλά μέσω κινητοποιήσεων που προσομοιάζουν περισσότερο με θρηνητικές «δέλτους παραπόνων», παρά με διεκδίκηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Ο φόβος σάρωσε την ελπίδα και η θυματοποίηση την αυτοπεποίθηση.
  4. Ο εχθρός πλέον είναι όχι ο «αμερικανικός ιμπεριαλισμός», αλλά η «παγκοσμιοποίηση», οι «τράπεζες», η «Γερμανία», οι «αγορές», η «Ευρώπη», οι «μετανάστες»: γίνεται σαφές εδώ ότι η σημερινή περίοδος μετάβασης διαφοροποιείται από την αντίστοιχη μετάβαση της δεκαετίας του 1980, αφού τότε το στοίχημα ήταν ένας φιλο-ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας, ενώ σήμερα παρακολουθεί σε μεγάλο βαθμό ένα ευρύτερο ρεύμα αντι-παγκοσμιοποίησης και ευρωσκεπτικισμού, όπως αυτά εκδηλώνονται λίγο πολύ παντού σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Επιβεβαιώνοντας, κατ’ αυτό τον τρόπο, και για ακόμα μία φορά ότι «οι μεγάλες αντικαπιταλιστικές αφηγήσεις που στηρίζονται σε μία μανιχαϊκή αντίληψη του κόσμου (κυρίαρχοι / κυριαρχούμενοι, πλούσιοι / φτωχοί, κ.λπ.), αιωρούνται μεταξύ της λαϊκιστικής θεοποίησης των “λαών” και της μιζεραμπιλιστικής τους θυματοποίησης» (Taguieff 2013 b, 160).
  5. Και, τέλος, η κοινωνική διάσταση του σημερινού εθνικολαϊκισμού είναι απόρροια ταυτοχρόνως και της οικονομικής κρίσης αλλά και της πολιτικής κρίσης, της απονομιμοποίησης του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος, όπου η «πολιτική εμπιστοσύνη» εξακολουθεί ακόμα να αποτελεί βασικό αιτούμενο, παρά το φαινόμενο της ευρείας, δημοσκοπικής, στήριξης που φαίνεται να απολαμβάνει η σημερινή κυβέρνηση.
Αυτές όμως οι διαφοροποιήσεις και αυτοί οι μετασχηματισμοί, που θα οδηγούσαν κάποιον να θεωρήσει το σήμερα ως «άρνηση» της δεκαετίας του 1980, όχι μόνον εγγράφονται στη δυναμική του μεταπολιτευτικού λαϊκιστικού κώδικα, αλλά νομίζουμε ότι μας αποκαλύπτουν, ακριβώς, την πλαστικότητά του, την εγγενή ευελιξία του, τη δυνατότητά του να εκσυγχρονίζεται, ανταποκρινόμενος στην ιδιόμορφη κοινωνική ζήτηση που έχει αποδεσμευθεί από μια ουσιαστικά μετα-χρεοκοπημένη χώρα. Θα άξιζε, στο πλαίσιο αυτό, πάλι εν συντομία, να εντοπίσουμε, χωρίς να αναλύσουμε, μία από τις καινοτόμες εφαρμογές του, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις ιδεολογικο-πολιτικές συνθέσεις μέσω των οποίων αυτός επιχειρεί να κυριαρχήσει, να ηγεμονεύσει. Συνθέσεις που, αυτή την φορά, θα τις εντοπίσουμε στο πεδίο της «πολιτικής προσφοράς», δηλαδή στις υποβλητικές επεξεργασίες από τις λαϊκιστικές ελίτ, γιατί ο λαϊκισμός, ο πολιτικός λαϊκισμός είναι υπόθεση των ελίτ, των πολιτικών και διανοητικών ελίτ.

Η γεωπολιτική
Πρόκειται για κορυφαία πρωτοβουλία, για πολιτική πρωτοβουλία, αλλά με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου πολιτική, που αν και ιδεολογικά βηματοδοτείται από τον εθνικολαϊκισμό του 1980, παρ’ όλα αυτά δεν φαίνεται να παρακολουθεί τον «πραγματισμό» του, και η οποία συνίσταται στη θριαμβική είσοδο της «γεωπολιτικής» στην «πολιτική»,  που: α) απειλεί βάσιμα να αποκόψει πολιτικά, ψυχικά και πολιτισμικά την χώρα από την Ευρώπη και την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, β) γύρω από την οποία συντελείται μία suigeneris υπέρβαση της διαίρεσης αριστερά / δεξιά και συγκροτούνται νεόκοπα αριστεροδεξιά, υπερβατικά μέτωπα «κοινωνικής σωτηρίας», και γ) υποθηκεύει τις νεωτερικές αξιακές αναπαραστάσεις της φιλελεύθερης, δημοκρατικής ατομικότητας και ιδιωτικότητας μέσα από την επανεπινόηση μιας νέας «καθ’ ημάς Ανατολής», από έναν πολιτικά ψύχραιμο και ακομπλεξάριστο υποτίθεται εθνικο-λαϊκό νεο-κοινοτιστικό πολιτισμό. Οι αναπροσανατολισμοί στη λεγόμενη εξωτερική πολιτική, οι φιλο-ρωσικές πόζες, η γεωπολιτική της ορθοδοξίας, γενικότερα το βαρύ άρωμα του συνωμοσιολογικού εθνικοκυριαρχισμού ως «ιδεολογίας», αλλά και, από την άλλη πλευρά, ο ιδεολογικο-πολιτικός τσαβισμός και κιρχνερισμός ως θετικά στερεότυπα του πολιτικού πράττειν, ως εναλλακτικές συμβολικές φιγούρες υποκειμενοποίησης, αναπολιτικοποίησης και ταυτοτικής αντίστασης, διαγράφουν, ακριβώς, το περίγραμμα ενός άλλου κόσμου, μιας άλλης ιδεολογικής μορφολογίας, μιας άλλης «φιλοσοφίας». Δεν πρόκειται τόσο για «προγραμματισμένο σχέδιο», όσο για ιδεολογική αντίληψη που, τροφοδοτούμενη από χιμαιρικούς, μοιραίους πειραματισμούς και από νεο-τριτοκοσμικά κοιτάσματα, αναπαράγει και ανασημασιοδοτεί, μέσα σε άλλο διεθνές πλαίσιο, και υπό συνθήκες εσωτερικής κατάρρευσης, την «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική» της δεκαετίας του 1980.         
Ύστερα από όλα αυτά, πώς απαντάμε στο αρχικό ερώτημα;  Θα έλεγε κανείς, χωρίς να βρίσκεται πολύ μακριά από την πραγματικότητα, ότι σήμερα παριστάμεθα μάρτυρες, μιας ακραίας ιδεολογικοποίησης του «λαϊκιστικού κώδικα». Για πρώτη φορά μετά την δεκαετία του 1980, και ίσως με πιο συγκροτημένο τρόπο από ό,τι τη δεκαετία του 1980, παριστάμεθα μάρτυρες του φαινομένου της ανάπτυξης ενός πολυσχιδούς και ισχυρού «λαϊκιστικού κόμματος», με την ευρύτερη πολιτισμική έννοια. Το κόμμα αυτό, στην πραγματικότητα, αν και προσομοιάζει σε μία γκραμσιανή εκδοχή «ιδεολογικού κόμματος», την υπερβαίνει, είναι ένα ωκεάνιο «πολιτισμικό κόμμα», διαθέτει σημαντική και πληθυντική πολιτική / κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, είναι στρατηγικά παρόν στα νέα Μέσα Ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, στο πεδίο της κουλτούρας, έχει τους δικούς του οργανικούς διανοούμενους, βρίσκεται στο κράτος, στους δρόμους, στις ψυχές. Και το σημαντικότερο ίσως: το «κόμμα» αυτό προέκυψε μέσα από αυθεντικές κινητοποιητικές, «κινηματικές», διαδικασίες, αυτές των «αγανακτισμένων πλατειών», αυτού του άτυπου «κοινωνιακού TeaParty», εντός του οποίου διασταυρώθηκαν και γονιμοποιήθηκαν τα ρεύματα του νοοτροπιακού και του πολιτικού λαϊκισμού. Και όπου ο δεύτερος, ο πολιτικός λαϊκισμός, ο λαϊκισμός των ελίτ αποδέχθηκε και εργαλειοποίησε με ανυπόκριτη χαρά το senscommunτων «μαζών», υλοποιώντας κατά παραδειγματικό τρόπο τον πυρήνα της λαϊκιστικής κοσμοαντίληψης, όπως αυτός έχει αποδοθεί με εντυπωσιακή διαύγεια από έναν διανοούμενο πρωτεργάτη-θεμελιωτή της, που τυγχάνει να ανήκει στους ιδρυτές του λεγόμενου λογοτεχνικού λαϊκισμού: «Δεν σκεπτόμαστε, όπως λέγεται, να αναμορφώσουμε το λαό, να εκπαιδεύσουμε τις μάζες. Παίρνουμε το λαό όπως αυτός είναι, τον ζωγραφίζουμε όπως αυτός ζει, και τον αγαπάμε καθ’ εαυτόν και δι’ εαυτόν» (Lemonnier 1931, 126).  Γι’ αυτό, αυτό που ζούμε σήμερα δεν είναι ακριβώς ο «πραγματιστικός λαϊκισμός» της δεκαετίας του 80, αλλά είναι το απόγειο και η μοιραία συνέπεια μιας μεγάλης αγάπης, της αγάπης του «λαού».        
  • Κείμενο ομιλίας που εκφωνήθηκε στην εκδήλωση παρουσίασης της επανέκδοσης από τις Εκδόσεις «Επίκεντρο» του «Λεξικού»: «Η Ελλάδα στη δεκαετία του 80. Κοινωνικό, Πολιτικό και Πολιτισμικό Λεξικό» (Επιστημονική Επιμέλεια: Βασίλης Βαμβακάς-Παναγής Παναγιωτόπουλος»), με θέμα: «Μήπως ζούμε στην δεκαετία του 80;», Θεσσαλονίκη, Δημοτική Βιβλιοθήκη, 21/4/2015.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βασίλης Βαμβακάς, Ο λόγος της κρίσης. Πόλωση, βία, αναστοχασμός στην πολιτική και δημοφιλή κουλτούρα, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2014.
Γιάννης Βούλγαρης, Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης, Αθήνα, Θεμέλιο, 2002.
Guy Hermet, Les populismes dans le monde, Παρίσι, Fayard, 2001.
Léon Lemonnier, Populisme, Παρίσι, La Renaissance du Livre, 1931.
Παναγής Παναγιωτόπουλος, «Πολιτικές χρήσεις της ιστορίας 2010-2012: Ριζοσπαστική Αριστερά και αλυσιτελής νοηματοδότηση του τραύματος», στο Νίκος Δεμερτζής, Ελένη Πασχαλούδη, Γιώργος Αντωνίου (επιμ.), Εμφύλιος. Πολιτισμικό Τραύμα, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2013.
Ανδρέας Πανταζόπουλος, «Για τον λαό και το έθνος». Η στιγμή Ανδρέα Παπανδρέου 1965-1989, Αθήνα, Πόλις, 2001.
Ανδρέας Πανταζόπουλος, Λαϊκισμός και εκσυγχρονισμός 1965-2005. Απορίες και κίνδυνοι μιας μαχητικής συμβίωσης, Αθήνα, Εστία, 2011.
Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός 2008-2013. Από την «εξέγερση» του Δεκέμβρη, τους «Αγανακτισμένους» και τις εκλογές του 2012 στο νέο κυπριακό ζήτημα, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2013.
Πέτρος Παπασαραντόπουλος, Μύθοι και στερεότυπα της ελληνικής κρίσης, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2012.
Πέτρος Παπασαραντόπουλος, Εξτρεμισμός και πολιτική βία στην Ελλάδα. Το BigBang της Χρυσής Αυγής, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2014.
Pierre-André Taguieff, L’ illusion populiste, Παρίσι, Flammarion, 2007.
Pierre-André Taguieff, Ο νέος εθνικολαϊκισμός, μετάφραση-επιμέλεια: Αναστασία Ηλιαδέλη-Ανδρέας Πανταζόπουλος, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2013.
Pierre-André Taguieff, Court traité de complotologie, Παρίσι, Fayard, 2013 b

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.