Tου Δημοσθένη Κούρτοβικ, NEA
Την Πρωτομαγιά του 1995, υπό συνθήκες
ελαφρώς κωμικοτραγικές, βρέθηκα να διασχίζω το Λουξεμβούργο μέσα σε ένα ταξί
παρέα, απρόβλεπτα και εξ ανάγκης, με τον (αλβανό συγγραφέα) Ισμαήλ Κανταρέ.
Επιστρέφαμε από ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ, όπου για λόγους μάλλον αστείους η
γνωριμία μας δεν είχε εξελιχθεί πολύ φιλικά. Γι' αυτό, όταν λέω ότι το
αναγκαστικό στρίμωγμά μας σε ένα ταξί έγινε υπό κωμικοτραγικές συνθήκες, εννοώ
τις ιδιωτικές. Οι άλλες, οι γενικότερες, δεν είχαν τίποτα το κωμικό. Ηταν
ζοφερές. Ο πόλεμος στη Βοσνία μαινόταν ακόμη, ενώ λίγες εβδομάδες πρωτύτερα
κάτι δικοί μας υπερπατριώτες είχαν κάνει ντου στην Αλβανία από εδάφους και
αέρος, αφήνοντας πίσω τους νεκρούς. Επειτα από ένα αρχικό, αμοιβαίο μούδιασμα, ο Κανταρέ μού εξαπέλυσε επίθεση σαν
να ήμουν διπλωματικός αντιπρόσωπος της Ελλάδας. «Εσείς οι Ελληνες», είπε, «θα
τινάξετε στον αέρα τα Βαλκάνια» (λες και τα Βαλκάνια έστεκαν καλά εκείνη τη
στιγμή). «Και να προσέχετε», συνέχισε, «γιατί στη χώρα σας ζουν πολλοί
Αλβανοί». Σκέφτηκα ότι εννοούσε τους οικονομικούς πρόσφυγες και απάντησα ότι,
πράγματι, έχουμε κάπου μισό εκατομμύριο. «Δεν εννοώ αυτούς» με έκοψε ο Κανταρέ
στον ίδιο τόνο. Μια υποψία διέβρωσε τότε την αφέλειά μου και ο μέγας συγγραφέας
την επαλήθευσε πάραυτα. Ναι, εννοούσε τους Αρβανίτες, που τους υπολόγιζε σε
τρία με τέσσερα εκατομμύρια. «Μα, βρε Ισμαήλ», του είπα «αυτοί έχουν
εξελληνιστεί εδώ και αιώνες». Αν προηγουμένως με εξέπληξε, τώρα με αποσβόλωσε
με την απάντησή του: «Ετσι λέτε εσείς. Αλλά το αίμα νερό δεν γίνεται».
Οταν επικαλείται τη «συνείδηση του
αίματος» ένας διεθνούς φήμης συγγραφέας (προσωπικά εκτιμώ πολύ τα βιβλία του),
γαλουχημένος μάλιστα με τη διεθνιστική ιδεολογία του κομμουνισμού, τι να
περιμένουμε από έναν εθνοχουλιγκάνο των γηπέδων στα Τίρανα, στο Βελιγράδι ή
στην Αθήνα;
Τα έκτροπα στο ποδοσφαιρικό ματς Σερβίας - Αλβανίας, όπως και στο ματς Ρουμανίας - Ουγγαρίας λίγες ημέρες νωρίτερα, ξάφνιασαν πολλούς. Σε συνδυασμό με την, ιστορικά και αισθητικά, ολοένα πιο χονδροειδή προπαγάνδα στην ΠΓΔΜ, αλλά και τη σφοδρή, όχι λιγότερο ανόητη εθνικιστική εκμετάλλευση της ανασκαφής στην Αμφίπολη, τους έκαναν να μιλούν ανήσυχοι για αναβίωση των βαλκανικών εθνικιστικών παθών. Στην πραγματικότητα, τα πάθη αυτά είχαν σβήσει μόνο για όσους βλέπουν τα Βαλκάνια μέσα από τα ροζ γυαλιά της ευρωπαϊκής θεσμολαγνείας και μιας χαζοχαρούμενης φιλολογίας περί προσέγγισης των βαλκανικών λαών. Οσοι έχουν μια πιο βιωματική επαφή με την περιοχή, στην ολότητά της, ξέρουν ότι το πρόβλημα δεν είναι η απόσταση και οι διαφορές μεταξύ των βαλκανικών λαών αλλά, εντελώς αντίθετα, η συνάφεια και οι ομοιότητές τους. Εξαιτίας αυτού, κάτω από τη διάθεση φιλίας, που συχνά είναι ειλικρινέστατη, κάτω από τη συγκίνηση της συναισθηματικής αμεσότητας που δίνουν στην προσωπική επικοινωνία οι κοινοί πολιτισμικοί κώδικες, σιγοβράζουν ασίγαστες ιστορικές μνησικακίες και ανταπαιτήσεις.
Ο,τι και αν λέει ο Χάντινγκτον για τον πόλεμο των πολιτισμών, οι φοβερότεροι και πιο μακροχρόνιοι πόλεμοι ξεσπούν πάνω στο ίδιο πολιτισμικό υπόστρωμα, το οποίο διεκδικούν διαφορετικές ιδεολογίες - θρησκευτικές, πολιτικές ή εθνικές. Η πάλη ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και στον κομμουνισμό αφορούσε τη διαχείριση της κοινής κληρονομιάς του Διαφωτισμού. Ο πόλεμος αυτών των δύο με τον φασισμό ήταν μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές εκδοχές του ίδιου ιστορικοπολιτισμικού φαινομένου: ανάμεσα στον προοδευτικό και στον αντιδραστικό μοντερνισμό. Η μακραίωνη γαλλογερμανική αντιπαλότητα είχε στον πυρήνα της τη διάσταση ανάμεσα στον «πολιτισμό» και στην «κουλτούρα», δύο εκφάνσεις του ίδιου πνεύματος, του δυτικοευρωπαϊκού.
Τα έκτροπα στο ποδοσφαιρικό ματς Σερβίας - Αλβανίας, όπως και στο ματς Ρουμανίας - Ουγγαρίας λίγες ημέρες νωρίτερα, ξάφνιασαν πολλούς. Σε συνδυασμό με την, ιστορικά και αισθητικά, ολοένα πιο χονδροειδή προπαγάνδα στην ΠΓΔΜ, αλλά και τη σφοδρή, όχι λιγότερο ανόητη εθνικιστική εκμετάλλευση της ανασκαφής στην Αμφίπολη, τους έκαναν να μιλούν ανήσυχοι για αναβίωση των βαλκανικών εθνικιστικών παθών. Στην πραγματικότητα, τα πάθη αυτά είχαν σβήσει μόνο για όσους βλέπουν τα Βαλκάνια μέσα από τα ροζ γυαλιά της ευρωπαϊκής θεσμολαγνείας και μιας χαζοχαρούμενης φιλολογίας περί προσέγγισης των βαλκανικών λαών. Οσοι έχουν μια πιο βιωματική επαφή με την περιοχή, στην ολότητά της, ξέρουν ότι το πρόβλημα δεν είναι η απόσταση και οι διαφορές μεταξύ των βαλκανικών λαών αλλά, εντελώς αντίθετα, η συνάφεια και οι ομοιότητές τους. Εξαιτίας αυτού, κάτω από τη διάθεση φιλίας, που συχνά είναι ειλικρινέστατη, κάτω από τη συγκίνηση της συναισθηματικής αμεσότητας που δίνουν στην προσωπική επικοινωνία οι κοινοί πολιτισμικοί κώδικες, σιγοβράζουν ασίγαστες ιστορικές μνησικακίες και ανταπαιτήσεις.
Ο,τι και αν λέει ο Χάντινγκτον για τον πόλεμο των πολιτισμών, οι φοβερότεροι και πιο μακροχρόνιοι πόλεμοι ξεσπούν πάνω στο ίδιο πολιτισμικό υπόστρωμα, το οποίο διεκδικούν διαφορετικές ιδεολογίες - θρησκευτικές, πολιτικές ή εθνικές. Η πάλη ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και στον κομμουνισμό αφορούσε τη διαχείριση της κοινής κληρονομιάς του Διαφωτισμού. Ο πόλεμος αυτών των δύο με τον φασισμό ήταν μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές εκδοχές του ίδιου ιστορικοπολιτισμικού φαινομένου: ανάμεσα στον προοδευτικό και στον αντιδραστικό μοντερνισμό. Η μακραίωνη γαλλογερμανική αντιπαλότητα είχε στον πυρήνα της τη διάσταση ανάμεσα στον «πολιτισμό» και στην «κουλτούρα», δύο εκφάνσεις του ίδιου πνεύματος, του δυτικοευρωπαϊκού.
Τα Βαλκάνια είναι από τα εντυπωσιακότερα
παραδείγματα γι' αυτό που λέω. Ανταγωνιστικοί εθνικισμοί πολέμησαν εδώ άγρια
για να ομογενοποιήσουν, καθένας για λογαριασμό του και σύμφωνα με το δικό του
«αφήγημα», ένα ανθρώπινο μωσαϊκό εθνοτικά πολύμορφο, αλλά πολιτισμικά ενιαίο.
Το κατάφεραν, άλλος καλύτερα άλλος χειρότερα, στο κομμάτι που κυρίευσαν. Πάνω
σε αυτό το πολιτισμικό συνεχές σχηματίστηκαν έτσι εθνικές ασυνέχειες, με
αμοιβαία εχθρικές ερμηνείες της κοινής ιστορικής κληρονομιάς. Οι βαλκανικοί
λαοί έμαθαν να πιστεύουν πως ό,τι τους είναι πολύ οικείο πολιτισμικά προέρχεται
αποκλειστικά από αυτούς. Αν το έχουν και οι γείτονες είναι επειδή το έκλεψαν,
το αντέγραψαν ή το αλλοίωσαν. Αυτή είναι η χαρακτηριστικά βαλκανική μορφή της
ενότητας που προκαλεί μίση και ρήξεις, της άβολης συγγένειας που απειλεί την
κατακτημένη με θυσίες διαφορά.
Το 2002 η βουλγάρα κινηματογραφίστρια Αντέλα Πέεβα γύρισε ένα έξοχο ντοκιμαντέρ, με τίτλο «Τίνος είναι αυτό το τραγούδι». Περιόδευσε τα Βαλκάνια αναζητώντας την καταγωγή ενός τραγουδιού πασίγνωστου και δημοφιλούς σε όλες τις βαλκανικές χώρες. Στην Ελλάδα υπάρχουν διάφορες παραλλαγές των στίχων του, μία από τις οποίες τραγουδάει στην ταινία η Γλυκερία («Εβγα κόρη του γιαλού, άστρο λαμπερό...»). Η Πέεβα διαπίστωσε, και έδειξε, ότι παντού όπου πήγαινε οι ντόπιοι ήταν απόλυτα πεπεισμένοι πως το τραγούδι είναι γέννημα θρέμμα της πατρίδας τους και διαμαρτύρονταν, αγανακτούσαν, σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα την απειλούσαν, όταν τους μετέφερε μια διαφορετική άποψη. Στο τέλος της ταινίας, ενώ η οθόνη τυλίγεται στις φλόγες μιας πυρκαγιάς που προκάλεσαν τα πυροτεχνήματα σ' ένα εθνι(κιστι)κό πανηγύρι στη Βουλγαρία (ευανάγνωστος ο συμβολισμός), η Πέεβα απορεί πώς γίνεται και ένα τραγούδι κοινό στους βαλκανικούς λαούς τούς χωρίζει, αντί να τους ενώνει. Μα επειδή ακριβώς είναι κοινό τούς χωρίζει, Αντέλα!
Το 2002 η βουλγάρα κινηματογραφίστρια Αντέλα Πέεβα γύρισε ένα έξοχο ντοκιμαντέρ, με τίτλο «Τίνος είναι αυτό το τραγούδι». Περιόδευσε τα Βαλκάνια αναζητώντας την καταγωγή ενός τραγουδιού πασίγνωστου και δημοφιλούς σε όλες τις βαλκανικές χώρες. Στην Ελλάδα υπάρχουν διάφορες παραλλαγές των στίχων του, μία από τις οποίες τραγουδάει στην ταινία η Γλυκερία («Εβγα κόρη του γιαλού, άστρο λαμπερό...»). Η Πέεβα διαπίστωσε, και έδειξε, ότι παντού όπου πήγαινε οι ντόπιοι ήταν απόλυτα πεπεισμένοι πως το τραγούδι είναι γέννημα θρέμμα της πατρίδας τους και διαμαρτύρονταν, αγανακτούσαν, σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα την απειλούσαν, όταν τους μετέφερε μια διαφορετική άποψη. Στο τέλος της ταινίας, ενώ η οθόνη τυλίγεται στις φλόγες μιας πυρκαγιάς που προκάλεσαν τα πυροτεχνήματα σ' ένα εθνι(κιστι)κό πανηγύρι στη Βουλγαρία (ευανάγνωστος ο συμβολισμός), η Πέεβα απορεί πώς γίνεται και ένα τραγούδι κοινό στους βαλκανικούς λαούς τούς χωρίζει, αντί να τους ενώνει. Μα επειδή ακριβώς είναι κοινό τούς χωρίζει, Αντέλα!
Πίσω από το ταραγμένο πολιτικό τοπίο των
Βαλκανίων κρύβεται ένα βαθύτερο υπαρξιακό δράμα: ένας αγώνας ανάμεσα σε
διαφορετικά στρώματα της συνείδησης, ανάμεσα στη μνήμη και την ανάγκη. Τα
βαλκανικά έθνη προσπαθούν να ενταχθούν στον σύγχρονο κόσμο υπερβαίνοντας κάτι
που τα συγκινεί και, στον βαθμό που χάνεται, το νοσταλγούν: τον αρχέγονο,
σαγηνευτικό και ταυτόχρονα επίφοβο προεθνικό εαυτό τους, πάνω στον οποίο έχουν
αποτυπωθεί στο μεταξύ εθνικές βούλες. Είναι ένα δράμα που λίγοι κατανοούν στη
Δύση, ακόμη και στην «πέρα βρέχει» μεσογειακή Ελλάδα. Το πραγματεύθηκα πριν από
μερικά χρόνια στο μυθιστόρημά μου «Τι ζητούν οι βάρβαροι» που είναι
χαρακτηριστικό ότι, με εξαίρεση την πρόσληψή του από τον ευαισθητοποιημένο
κόσμο κυρίως της βόρειας, της βαλκανικής Ελλάδας, βρέθηκε ανάμεσα στα πυρά της
εθνικοφροσύνης και στην αμηχανία της πολιτικής ορθότητας.
Εχω βεβαιωθεί από τις εμπειρίες μου στα Βαλκάνια ότι μια ακμαία, αξιόπιστη, συνεκτική και με αυτοπεποίθηση Ευρωπαϊκή Ενωση είναι η μόνη ελπίδα για την κάθαρση του βαλκανικού δράματος. Ελπίδα που δείχνει όμως να απομακρύνεται. Η «αναβίωση» του εθνικισμού στα Βαλκάνια, όπως και αλλού, αντανακλά τη σημερινή θλιβερή εικόνα της Ενωσης.
Εχω βεβαιωθεί από τις εμπειρίες μου στα Βαλκάνια ότι μια ακμαία, αξιόπιστη, συνεκτική και με αυτοπεποίθηση Ευρωπαϊκή Ενωση είναι η μόνη ελπίδα για την κάθαρση του βαλκανικού δράματος. Ελπίδα που δείχνει όμως να απομακρύνεται. Η «αναβίωση» του εθνικισμού στα Βαλκάνια, όπως και αλλού, αντανακλά τη σημερινή θλιβερή εικόνα της Ενωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.