Την
ανάληψη πολιτικής πρωτοβουλίας για την ανασυγκρότηση του ευρύτερου χώρου
της Κεντροαριστεράς, υπό τον τίτλο «ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΕΣ για τη Δημοκρατία
και την Ανάπτυξη» ανακοίνωσε ο πρώην βουλευτής της ΔΗΜΑΡ και νυν
ανεξάρτητος, Σπύρος Λυκούδης, σε εκδήλωση στο μουσείο Μπενάκη της οδού
Πειραιώς. Στην ομιλία του ο κ. Λυκούδης τόνισε ότι η ευρωπαϊκή
πορεία της χώρας είναι αδιαπραγμάτευτη και, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει
ότι «η πρώτη ανάγκη είναι να αναδείξουμε και να στηρίξουμε την
αναγκαιότητα της πολιτικής συνεννόησης και συναίνεσης των κομμάτων του
δημοκρατικού τόξου. Η δεύτερη ανάγκη αφορά τη μεγάλη συνάντηση όλων των
δυνάμεων του ιστορικού δημοκρατικού χώρου. Από το δημοκρατικό και
φιλελεύθερο κέντρο, τους σοσιαλιστές, έως και την ανανεωτική αριστερά»,
προσδιορίζοντας έτσι το πολιτικό εύρος των δυνάμεων, στο οποίο
απευθύνεται η πρωτοβουλία της οποίας ηγείται. Ο Σπύρος Λυκουδης
αναγνωρίζει δυσκολίες και δισταγμούς, ζητώντας όμως απ΄όσους
ανταποκριθούν στο κάλεσμά του ειλικρίνεια και τόλμη. Ως κεντρικό
ζητούμενο ο κ. Λυκούδης αναδεικνυει τις ριζικές και τολμηρές
μεταρρυθμίσεις σε όλο το φάσμα των θεσμών, του πολιτικού συστήματος, της
οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, χωρίς προαπαιτούμενα, ώστε,
όπως είπε, να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. «Η νέα
φάση απαιτεί ένα ολοκληρωμένο εθνικό πολιτικό σχέδιο, παραγωγικής
ανασυγκρότησης της χώρας, ριζικής μεταρρύθμισης του κράτους και των
θεσμών, με τη ενεργή συμμετοχή και αφύπνιση της κοινωνίας και των
πολιτών. Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Μια επανάσταση του αυτονόητου, της
κοινής λογικής, που θα δημιουργήσει συνθήκες συνεννόησης και συναίνεσης
των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων» επισημαίνει
Ο ανεξάρτητος βουλευτής επικρίνει όλες τις πολιτικές δυνάμεις για τη στάση, που έχουν επιδείξει τα χρόνια της κρίσης, «τα πιο άσχημα δείγματα εθνικής συνεννόησης και συναίνεσης». «Το πολιτικό σύστημα γι άλλη μία φορά φάνηκε ανίκανο να τις αξιοποιήσει (σσ. τη συνεννόηση και τη συναίνεση). Αντί να μετατρέψει τις ανάσες σε οξυγόνο, εξακολουθεί να πνίγεται στις αδυναμίες του και να μας πνίγει μαζί του» υπογραμμιζει
Παρευρέθησαν στην εκδήλωση οι βουλευτές: οι βουλευτες Βασίλης Οικονόμου, Γρηγόρης Ψαριανός, Μαρία Ρεπούση -ΔΗΜΑΡ Οδυσσέας Κωσταντινόπουλος , Υφυπουργός Ανάπτυξης, ΠΑΣΟΚ. Την στήριξή του δήλωσε ο πρώην υπουργος Αντωνης. Μανιτάκης
Παρεβρέθηκαν επίσης οι Γ. Βούλγαρης , Αθ. Δρέττα , η πρώην ευρωβουλευτής Αννυ Ποδηματά ,ο Γ. Τούντας ,ο Ν. Μουζέλης και ο Χρήστος Ροζάκης. Επίσης τα πρώην μέλη της ΕΕ της ΔΗΜΑΡ Λειβαδας και Αντωνίου καθώς και οι Θ. Χειμωνάς, Ελίζα Παπαδάκη, Πέτρος Κουναλάκης, Μαίρη Αρώνη, Βασίλης Πουλαντζάς, Νίκος Διακουλάκης, Βασίλης Καπετανγιάννης, Παττακός π.Δημαρχος Χαλανδρίου, Πόπη Διαμαντάκου, Ανδρέας Βαρελάς, Βασίλης Πεσματζόγλου, Χρήστος Δερβένη. Επισης, οι κ Καραμιστσάνης, Κοντογεώργης, Σπυροπούλου, καθώς και οι Παναγής Παναγιωτόπουλος, Νίκος Μυλωνάς , Περσα Ζέρη Πανεπιστημιακός, Κ.Παναγόπουλος π.Αντιπρύτανης ΕΜΠ, Λέλα Παπαγιαννοπούλου, Ηλίας Ευθυμιόπουλος, Παπαγιαννάκης Λευτέρης, Αχ. Μητσός ο σκηνοθέτης Κ. Κουτσομύτης και οι Αν. Παπαδόπουλος, Γ. Μειμάρογλου, Θ. Καρούνος και Τέλης Σιαμαντάς,
Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι,
Η χώρα μας διανύει τον έκτο χρόνο μιας σκληρής χρηματοπιστωτικής κρίσης, με πολλές και δυσμενείς συνέπειες για όλη την κοινωνία. Διανύουμε την ύστερη (όχι όμως και τελευταία, απ’ ό,τι φαίνεται) φάση αυτής της κρίσης, διαπιστώνοντας, ότι όλα έχουν αλλάξει, για να παραμείνουν ίδια. Η δημοσιονομική σταθεροποίηση, το πρωτογενές πλεόνασμα και η αποφυγή του GREXIT είναι το σημαντικό και σπουδαίο επιχείρημα της κυβέρνησης· το κόστος στην κοινωνία, είναι το επίσης σοβαρό επιχείρημα της αντιπολίτευσης. Τα επίδικα της ελληνικής πραγματικότητας παραμένουν τα ίδια: το αίτημα για μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό των δομών της ελληνικής πραγματικότητας στο σύνολό της με αιχμή την οικονομία, τη διοίκηση και τη δικαιοσύνη, παραμένει ανικανοποίητο. Και είναι αυτό το ανικανοποίητο αίτημα, που υπονομεύει σταθερά και εξόχως αποτελεσματικά τα όποια δημοσιονομικά επιτεύγματα, ενώ επιτείνει την αδικία εις βάρος αυτών που επωμίστηκαν το κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Η κρίση ανέδειξε τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας, τα οποία συσσωρεύτηκαν από τη μεταπολίτευση και μετά. Ας μην ξεχνάμε ωστόσο ότι παρά τα προβλήματα αυτά, στα σαράντα χρόνια της μεταπολίτευσης, η χώρα έκανε σημαντικά βήματα προόδου, με πιο σημαντικούς σταθμούς την ένταξη της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια και στην ζώνη του ευρώ. Ένταξη που βοήθησε να εισρεύσουν σημαντικοί οικονομικοί πόροι και να γίνουν βασικά έργα υποδομών, παρότι σε πολλές περιπτώσεις υπήρξαν συμβάσεις που διασπάθισαν τους πόρους αυτούς ανορθολογικά και για αλλότριους σκοπούς. Στο θεσμικό, όμως, επίπεδο δεν έγιναν οι διαρθρωτικές αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις που ήταν επιβεβλημένες να γίνουν σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό Κράτος, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Και δεν έγιναν για να μην θιγούν συντεχνιακά και άλλα συμφέροντα ειδικών ομάδων, με επιρροή στο πολιτικό σύστημα και το Κράτος. Είχαμε μεγάλες περιόδους, όπου ασκήθηκαν άφρονες οικονομικές πολιτικές, που βασίστηκαν στον φτηνό ξένο δανεισμό της χώρας και σε μια πελατειακή αντίληψη αναδιανομής των όποιων οικονομικών πόρων, χωρίς να παράγεται νέος πλούτος. Αποτέλεσμα όλων αυτών των πολιτικών ήταν να δημιουργηθεί ένας τεράστιος γραφειοκρατικός και αναποτελεσματικός κρατικός μηχανισμός, ο οποίος μεγάλωνε και λειτουργούσε, χωρίς αξιοκρατία, μακριά από τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, στη βάση εξυπηρέτησης ημετέρων κομματικών και συντεχνιακών συμφερόντων.
Έτσι, η υπογραφή της δανειακής σύμβασης και του μνημονίου με τους εταίρους μας το 2010 από την τότε Κυβέρνηση για να αποφύγει η χώρα την ανοικτή χρεοκοπία με πολύ δυσμενέστερες επιπτώσεις για την κοινωνία, εμφανίστηκε ως μονόδρομος, αλλά πιστεύουμε ότι δεν αποτέλεσε μια ολοκληρωμένη και δίκαιη πολιτική αντιμετώπισης τη κρίσης, ένα εθνικό πολιτικό σχέδιο που είχε ανάγκη η χώρα και που προϋπέθετε την συνεννόηση και συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων.
Οι πολιτικές δυνάμεις που διαχειρίστηκαν την κρίση, δεν μπόρεσαν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν ένα εθνικό σχέδιο αντιμετώπισής της, αλλά περιορίσθηκαν περισσότερο σε μια απλή διαχείριση των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας, απέναντι στους εταίρους και δανειστές μας. Μια διαχείριση, η οποία πολλές φορές οδηγούσε στην αποφυγή ή στην αναβολή της εφαρμογής ώριμων μεταρρυθμίσεων και στην συνέχιση της εξυπηρέτησης διαφόρων συντεχνιακών ομάδων και υπεράσπισης των συμφερόντων τους. Αλλά και οι δυνάμεις που αντιπολιτεύθηκαν τις πολιτικές αυτές, περιορίσθηκαν σε έναν άγονο λαϊκισμό και σε στείρες αντι-μνημονιακές καταγγελίες, χωρίς να αντιπροτείνουν ένα πειστικό και ρεαλιστικό σχέδιο. Σχεδόν όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, έχουν επιδείξει αυτά τα χρόνια της κρίσης, τα πιο άσχημα δείγματα εθνικής συνεννόησης και συναίνεσης.
«Απερίσπαστοι επιδοθήκαμε να βγάλουμε τα δικά μας τα μάτια, ο ένας τ’ αλλουνού, με ρίγη ιερής συγκίνησης στην καρδιά», για να θυμηθώ τον Αλέξανδρο Κοτζιά.
Ο κανόνας ότι, στις δύσκολες στιγμές της χώρας, χρειάζεται να υπερβαίνουμε τις κομματικές περιχαρακώσεις και να αναζητούμε το κοινό έδαφος της εθνικής συνεννόησης, όχι απλώς δεν εφαρμόσθηκε ουσιαστικά ούτε καν εμφανίστηκε την περίοδο της μεγάλης κρίσης. Κάποιες προσδοκίες δημιουργήθηκαν τον Ιούνιο του 2012 με τον σχηματισμό της τρικομματικής Κυβέρνησης, αλλά αυτή η φωτεινή σελίδα έκλεισε άδοξα ένα μόνο χρόνο μετά, με ευθύνες των ίδιων των δυνάμεων που είχαν συγκροτήσει την Κυβέρνηση εθνικής συνευθύνης. Θα μπορούσαμε εδώ να απαριθμήσουμε αλαζονικές συμπεριφορές στην τρικομματική κυβέρνηση από αυτούς που είχαν και έχουν, όπως και στο σημερινό κυβερνητικό σχήμα, το πάνω χέρι. Αλλά αυτό που μας συντρίβει στον απολογισμό μας είναι η δική μας τότε αριστερά που φάνηκε να τολμά αλλά δυστυχώς δεν άντεξε ούτε την ίδια της την τόλμη, διαψεύδοντας χιλιάδες συμπολίτες που την εμπιστεύτηκαν.
Έτσι μέσα από τις συμπληγάδες της κρίσης και όλες τις παλινωδίες των Κυβερνώντων από τη μία και τον λαϊκισμό και την καταστροφολογία των αντιπολιτευομένων από την άλλη, φτάσαμε σήμερα σε ένα σημείο όπου όλοι παρατηρούμε ότι ενώ η κοινωνία άντεξε και με σκληρές θυσίες έδωσε ανάσες, το πολιτικό σύστημα για άλλη μία φορά φάνηκε ανίκανο να τις αξιοποιήσει. Αντί να μετατρέψει τις ανάσες σε οξυγόνο εξακολουθεί να πνίγεται στις αδυναμίες του και να μας πνίγει μαζί του.
Το ερώτημα τίθεται με αμείλικτο τρόπο: Η χώρα είναι έτοιμη για τη μετάβαση στην λεγόμενη μετά–μνημονιακή εποχή; Απαντούμε: η χώρα δεν είναι έτοιμη για αυτήν την μετάβαση.
Σήμερα επιβάλλεται να διατυπώσουμε με σαφήνεια τα ερωτήματα που προκύπτουν και να τους δώσουμε πειστικές απαντήσεις. Το πέρασμα στη νέα εποχή δεν θα γίνει, ούτε με τις πολιτικές που αναβάλλουν επ’ αόριστον τις αναγκαίες αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις που χρειαζόμαστε ως Κράτος, ούτε με πολιτικές που υπόσχονται επιστροφή στο παρελθόν. Το άνοιγμα μιας νέας σελίδας για τη χώρα, δεν θα γίνει με τη συντήρηση των μηχανισμών και των πελατειακών σχέσεων του παρελθόντος, ούτε με την εμφάνισή τους με άλλη μορφή και σε νέα έκδοση. Αυτά που έχει ανάγκη η κοινωνία δεν είναι οι διαγκωνισμοί παροχολογίας και υποσχεσιολογίας που παρακολουθούμε από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης το τελευταίο διάστημα. Οι κοινωνικές αδικίες δεν αίρονται με ημίμετρα, και με επιδόματα, αλλά ούτε και με υποσχέσεις επιστροφής σε ένα παρελθόν που βύθισε την χώρα.
Η κυβέρνηση, υπό το κράτος του πανικού της για την απώλεια της πλειοψηφίας, εγκαταλείπει καθημερινά δεσμεύσεις και συμφωνηθέντα και επιδίδεται σε διαγωνισμό λαϊκισμού με τον ΣΥΡΙΖΑ, στρεφόμενη στα παραδοσιακά ακροατήρια της λαϊκής δεξιάς. Χαρακτηριστικό δείγμα ο τελευταίος ανασχηματισμός. Όχημα και των δύο στον ανταγωνισμό αυτόν, η πελατειακή συγκρότηση του κράτους. Ό,τι μας έφερε εδώ, επιστρατεύεται ξανά, ως θεραπεία.
Αυτό που χρειάζεται για το πρόβλημα του χρέους είναι να προχωρήσουμε σε μια διευθέτησή του μαζί με τους εταίρους και δανειστές μας, που θα το καταστήσει εξυπηρετήσιμο, χωρίς μονομερείς ενέργειες και μεγαλοστομίες. Η ριζική αντιμετώπισή του θα γίνει σε βάθος χρόνου, μαζί με τις αλλαγές που θα προωθηθούν στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, από τις ευρωπαϊκές δημοκρατικές προοδευτικές δυνάμεις, στην κατεύθυνση της δημοκρατικής ολοκλήρωσης του, ως ευρωπαϊκού πλέον προβλήματος, μέσα από διαδικασίες αμοιβαιοποίησης του.
Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι,
H κρίση καθώς μεταλλάσσεται, επιβεβαιώνει προβλήματα και διαψεύδει ανυπόστατες βεβαιότητες και κάθε λογής φενακισμούς. Όχι μόνον στην Ελλάδα. Και στην Ευρώπη.
Ξέρετε, σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, η επανάσταση της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών δεν έχει μεταβάλλει μόνο τους όρους της εργασίας και της αγοράς, αλλά ως γνωστόν έχει φέρει και πολύ κοντά έθνη και λαούς. Καθώς και τις ανάγκες τους. Στο πλαίσιο αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται να υπερβεί το σημερινό επίπεδο μιας πρωτογενούς νομισματικής ένωσης που έχει κατακτηθεί και να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο, μιας δημοκρατικής οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης. Μόνο μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να αποτελέσει πειστική απάντηση όχι μόνο στην χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά και στους αναδυόμενους τοπικισμούς και στους κάθε είδους εθνικισμούς, που απειλούν την Ένωση, σε μια φάση που το διεθνές περιβάλλον γίνεται όλο και πιο δύσκολο και πιο ανταγωνιστικό για τα μικρά Κράτη, καθώς στον παγκοσμιοποιημένο πλέον κόσμο μας καλούνται να αντιμετωπίσουν νέες μεγάλες χώρες και ενώσεις.
Να εγκαταλειφτούν όμως και τα στερεότυπα. Το στερεότυπο των «τεμπέληδων» του Νότου έναντι των «εργατικών» του Βορρά, ούτε ερμηνεύει το ελληνικό πρόβλημα, ούτε απαντάει σε αυτό. Ακόμα και το Βερολίνο, η οικονομική μητρόπολη της Ευρωζώνης, πλήττεται με την σειρά του και αυτό, από την ανάσχεση της ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας.
Η απολυτότητα στην συνταγή της δημοσιονομικής αυστηρότητας είναι αδύνατον να ακολουθηθεί ήδη, τόσο από την Γαλλία, όσο και από την Ιταλία.
Το ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον αλλάζει, μαζί του αλλάζουμε και εμείς, αλλά πρέπει να είμαστε συνεννοημένοι για δύο πράγματα:
- Το ένα είναι η εμμονή μας σ’αυτό. Η ΕΕ διαμορφώνει το πιο προωθημένο και προωθητικό πλαίσιο ύπαρξης και ευημερίας των λαών της.
- Το άλλο είναι, ότι διεκδικούμε να παραμείνουμε εντός της, να είμαστε μέρος της και εμείς. Και ως πρόβλημα, και ως μέρος της λύσης της. Και εργαζόμαστε γι’ αυτό.
Η νέα φάση απαιτεί ένα Ολοκληρωμένο Εθνικό Πολιτικό Σχέδιο, παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, ριζικής μεταρρύθμισης του Κράτους και των θεσμών, με τη ενεργή συμμετοχή και αφύπνιση της κοινωνίας και των πολιτών. Ένα νέο κοινωνικό Συμβόλαιο. Μια επανάσταση του αυτονόητου, της κοινής λογικής, που θα δημιουργήσει συνθήκες συνεννόησης και συναίνεσης των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων.
Στρατηγική προτεραιότητα αυτού του Εθνικού Σχεδίου Ανασυγκρότησης, αποτελεί η παραγωγική ανασύσταση της χώρας. Η οικονομία μας, αξιοποιώντας τα στρατηγικά πλεονεκτήματα που έχουμε σε πολλούς τομείς – είδατε την περσινή και φετινή (ακόμα πιο πολύ) έκρηξη στον τομέα του τουρισμού μας -, χρειάζεται σταδιακά να μετασχηματίζεται σε μια παραγωγική οικονομία με εξωστρέφεια και καινοτομία, που θα παράγει νέο πλούτο.
Η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και κάθε υγιούς ιδιωτικής επενδυτικής πρωτοβουλίας, είναι η απάντηση στην ανεργία και την υποαπασχόληση, η απάντηση απέναντι σε κάθε είδους κρατισμό καθώς και στην κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα. Το νέο παραγωγικό μοντέλο που χρειάζεται η χώρα, για μια βιώσιμη και αειφόρα ανάπτυξη, θα βασίζεται στις αναξιοποίητες παραγωγικές δυνατότητες της χώρας σε πολλούς τομείς, στην καινοτομία, στις νέες τεχνολογίες, στην επιστημονική έρευνα και στη συνεργασία των Πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις, για την παραγωγή νέων και την βελτίωση των ήδη παραγόμενων προϊόντων αλλά και των υπηρεσιών, ώστε να μπορούν να σταθούν στην παγκόσμια αγορά.
Χρειαζόμαστε νέες επιχειρήσεις που θα κάνουν επενδύσεις και θα δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, χωρίς να ασφυκτιούν από την υψηλή φορολογία και τις υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές. Και ταυτόχρονα χρειαζόμαστε πολιτικές κοινωνικής δικαιοσύνης, που θα υπερασπίζονται τους κοινωνικά και οικονομικά αδύνατους, τους ανέργους και τους καταστρεμμένους οικονομικά από την κρίση, που θα τους διασφαλίζεται ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
Σήμερα το πολιτικό πρόγραμμα και οι κατευθύνσεις στους χώρους των δύο μεγάλων κομμάτων, διαμορφώνονται ερήμην της οικονομικής πραγματικότητας των ευρωπαϊκών και διεθνών δεδομένων, ενώ βρίθουν από ψευδοκοινωνικές αναφορές. Η –όποια- δημοσιονομική σταθερότητα κατακτήθηκε, απειλείται σοβαρά. Εάν συνεχιστεί η σημερινή πορεία, σύντομα θα αποτελεί παρελθόν, για να βιωθεί οδυνηρά από τους πολίτες, πως το «ψευδοκοινωνικό» είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της κοινωνίας.
Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι,
Ωστόσο, παρά την κυριαρχία του κλίματος αυτού, μερίδα της κοινωνίας μας αρνείται να βολευτεί στις υπάρχουσες πολιτικές φόρμες και νόρμες. Μερίδα της κοινωνίας αντιλαμβάνεται πολύ πιο σύνθετα τα πράγματα απ’ ό,τι της παρουσιάζονται αυτά από νυν και δυνάμει κυβερνητικούς σχηματισμούς. Και είναι η μερίδα αυτή, που σήμερα, είτε ΔΕΝ εκπροσωπείται, είτε υποεκπροσωπείται πολιτικά. Και αυτό αποτελεί ένα τεράστιο πρόβλημα δημοκρατίας.
Η κρίση δίδαξε κι εμάς. Και, πρέπει να το παραδεχτώ, μας άλλαξε κιόλας, όπως άλλαξε τα πάντα στη χώρα.
Είναι μεγάλη η διαδρομή μας στην ιστορία αυτού του τόπου. Σ’αυτόν τον τόπο μεγαλώσαμε μαζί και με την αριστερά. Συμβάλλαμε – όσο το καταφέραμε, πάντως το προσπαθήσαμε με όλες μας τις δυνάμεις – στην δημοκρατική εξέλιξη του τόπου. Σε συνθήκες ανεπτυγμένης δημοκρατίας όμως, ήρθε η κρίση για να μας καταδείξει το προφανές: ότι οι συνήθεις ευκολίες την εκφορά του πολιτικού λόγου και την διαχείριση των προβλημάτων είναι όχι απλώς άχρηστες αλλά και επικίνδυνες. Μας έθεσε προ των ευθυνών μας. Ωριμάσαμε μαζί της. Και αποφασίσαμε – όχι εύκολα, ούτε χωρίς προβλήματα, καθυστερήσεις και αντιφάσεις – ότι θα αναλάβουμε τις ευθύνες μας.
Με τις σκέψεις, λοιπόν, αυτές και, με απόλυτη επίγνωση των υποκειμενικών και αντικειμενικών δυσκολιών και την πολυπλοκότητα της συγκυρίας, προχωρούμε στο σημερινό εγχείρημα, γιατί «πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό», όπως έγραψε ο Μίλτος Σαχτούρης.
Συγκροτούμε με πλήρη συνείδηση των ευθυνών μας ένα νέο πολιτικό χώρο, συγκροτούμε τους
«ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΕΣ
για την δημοκρατία και την ανάπτυξη»
Δεν πρόκειται για πρωτοβουλία με απαντήσεις έτοιμες για όλα. (Είμαστε όλοι άνθρωποι με ιστορία και η συγκρότησή μας, αυτό ειδικά μας το απαγορεύει).
Δεν συγκροτούμε τους ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΕΣ αυτοπροβαλλόμενοι ως οι αυθεντικοί. Αυθεντική είναι η ανησυχία μας. Αυθεντική, επίσης κατά τη γνώμη μας, είναι και η ανάγκη για την οικοδόμηση λύσεων και προοπτικής γι’ αυτή τη χώρα.
Δεν αυτοπροσδιοριζόμαστε ως «το νέο» και «το καθαρό». Στην πολιτική, όπως και στην κοινωνία, ποτέ το «νέο» ή το «καθαρό» δεν υπήρξε αμιγώς νέο, ή καθαρό. Ούτε και θα ήταν χρήσιμα εξάλλου ως τέτοια.
Άρα δεν πρόκειται να αναλωθούμε σε τέτοιους αυτοδιαψευδόμενους προσδιορισμούς και ανταγωνισμούς. Το πολιτικό σκηνικό της χώρας ανασυντίθεται και η ανασύνθεση πραγματοποιείται με όρους πολιτικούς και όχι άλλους, εκτός πολιτικής. Παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, εμείς πιστεύουμε ότι οι πολιτικές δυνάμεις στην χώρα είναι υπό διαμόρφωση.
Εμείς, οι ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΕΣ, παίρνουμε αυτήν την πολιτική πρωτοβουλία, όχι για να αποτελέσουμε απλώς άλλη μια πρόταση διαλόγου. Συγκροτούμε πολιτικό χώρο και φιλοδοξούμε να παρέμβουμε στις εξελίξεις και να συμβάλλουμε σε δημοκρατικές και προοδευτικές κατευθύνσεις στην νέα εποχή.
Εμείς, οι ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΕΣ, εμπνεόμαστε από τις αξίες της ανανεωτικής αριστεράς και της ιστορικής της διαδρομής, αντλούμε από τον πολιτικό φιλελευθερισμό, από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, από την πολιτική οικολογία.
Πριν ακόμα εκδηλώσουμε αυτήν την σημερινή ειλικρινή φιλοδοξία να συγκροτηθούμε για να συμβάλουμε στην κοινή προσπάθεια της ανασύνθεσης και ενότητας του δημοκρατικού χώρου, ακούσαμε κάποιες πρόχειρες (κάνω την πιο ήπια διατύπωση) ενστάσεις, που καταλήγουν στο ερώτημα:
«Τι χρειάζεται μία ακόμη πολιτική συσπείρωση;».
Απευθύνομαι σε ανησυχούντες παλιούς και νέους ιδιοκτήτες του χώρου.
Συγκάτοικοι είμαστε.
Δεν ερχόμαστε για να κλέψουμε από οποιονδήποτε το οτιδήποτε. Για να προσθέσουμε ερχόμαστε στον κοινό κορβανά, παρότι εμείς πρέπει να ανησυχούμε, και δικαίως νομίζω, για επιμονές και αρχηγισμούς.
Δεν μας ενδιαφέρει να δημιουργήσουμε ένα άλλο «στέκι» για να στεγάσουμε κάποιες ματαιοδοξίες μας. Η πρωτοβουλία μας έρχεται να συνδράμει στην ανάδειξη δύο βασικών αναγκών που έχει σήμερα το απαξιωμένο πολιτικό μας σύστημα.
Η πρώτη ανάγκη είναι να αναδείξουμε και να στηρίξουμε την αναγκαιότητα της πολιτικής συνεννόησης και συναίνεσης των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου. Σε μια εποχή που κυριαρχούν οι πολεμικές κραυγές και οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί για τον πολιτικό αντίπαλο, εμείς πιστεύουμε ότι ο τόπος μας χρειάζεται σταθερότητα, συνεννόηση και υπευθυνότητα από τις πολιτικές δυνάμεις.
Χρειαζόμαστε ευρύτερες συγκλίσεις για Κυβερνητικές λύσεις. Χρειαζόμαστε συμφωνίες σε ένα ελάχιστο προγραμματικό πλαίσιο για τις αναγκαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα μας.
Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών, η πολιτική περί την έξοδο από το μνημόνιο προχειρότητα της κυβέρνησης και η αβεβαιότητα που σπέρνει η αφροσύνη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αυτά δηλαδή που οδήγησαν στην κάθετη πτώση του ελληνικού χρηματιστηρίου και την εκτόξευση των spreads, επιβεβαίωσαν με δραματικό τρόπο την ανάγκη στοιχειώδους εθνικής συνεννόησης για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας και την είσοδο της χώρας στη νέα εποχή.
Επιβεβαίωσαν με δραματικό τρόπο την πρότασή στη Βουλή για την ανάγκη συναίνεσης και στο κυβερνητικό επίπεδο, συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης. Και επανέρχεται το πρόβλημα. Οι πολιτικοί κίνδυνοι ενεργοποιούν οικονομικούς, ενώ οι οικονομικοί κίνδυνοι εφ’όσον παραταθεί η ζωή τους, παράγουν πολιτική αστάθεια. Και είμαστε εμείς τα πολιτικά υποκείμενα της χώρας, που πρέπει να παρέμβουμε διακόπτοντας τον φαύλο κύκλο.
Ναι, χρειάζονται μεγάλες συναινέσεις.
Ας μου ξαναγίνει κριτική ότι η πρόταση της συνεννόησης δεν είναι εφικτή. Εγώ καταθέτω προτάσεις που πιστεύω βαθιά ότι είναι όχι απλώς χρήσιμες αλλά απαραίτητες για την χώρα. Και όπως έχω πει άλλοτε και αλλού «περπατώντας ανοίγουμε τους δρόμους». Το αισιόδοξο αυτές τις μέρες: Τώρα πια έχουν πληθύνει όσοι σκέφτονται και μιλούν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η δεύτερη ανάγκη αφορά την μεγάλη συνάντηση όλων των δυνάμεων του ιστορικού δημοκρατικού χώρου. Από το δημοκρατικό και φιλελεύθερο κέντρο, τους σοσιαλιστές, έως και την ανανεωτική αριστερά. Μία τέτοια μεγάλη προοδευτική δημοκρατική παράταξη, μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματική δύναμη που θα συμβάλλει σε μία ασφαλή δημοκρατική και προοδευτική πορεία της χώρας.
Οι ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΕΣ καταθέτουμε σήμερα την ειλικρινή μας βούληση για πολιτική συνάντηση και συνεργασία όλων των κομμάτων, φορέων, κινήσεων και προσώπων που αυτοπροσδιορίζονται στον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο. Μας ενώνουν πολλά, μας χωρίζουν λίγα.
Εμείς, οι ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΕΣ, απευθυνόμαστε επίσης σε όλους τους δημοκρατικούς, προοδευτικούς πολίτες και τους καλούμε να συμπαραταχθούν μαζί μας, να πλαισιώσουν την προσπάθειά μας.
Να συγκροτήσουμε πολιτικές κινήσεις ανοικτές στην κοινωνία και στους πολίτες, σε όλες τις πόλεις της χώρας.
Να ανοίξουμε ένα μεγάλο διάλογο με τις άλλες δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις.
Να ορθώσουμε μέτωπο απέναντι στον δεξιό και τον αριστερό λαϊκισμό, τον ρατσισμό και τον νεοναζισμό.
Φιλοδοξία μας είναι να αποτελέσουμε έναν πολιτικό χώρο που θα επιδιώξει να υπερβούμε όλοι αντιπαλότητες, μικρότητες, ηγεμονικές και αλαζονικές συμπεριφορές που ταλανίζουν τον δημοκρατικό, προοδευτικό χώρο και απογοητεύουν τους πολίτες.
Φιλοδοξούμε να γίνουμε ένας χώρος που θα θέσει βάσεις για συνεργασία με τις άλλες προοδευτικές και μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, για την συγκρότηση της μεγάλης δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης.
Να γίνουμε ΕΝΑ φαίνεται ότι είναι ακατόρθωτο σήμερα, να ενώσουμε όμως τις δυνάμεις μας μπορούμε.
Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι,
Αυτή όμως η ένωση των δυνάμεών μας είναι βέβαιο, ότι έχει υποκειμενικές και αντικειμενικές δυσκολίες. Δυστυχώς, οι ευκολίες τελείωσαν οριστικά για μας. Οφείλουμε να συναντηθούμε άνθρωποι με διαφορετικές πολιτικές καταγωγές· με κυβερνητική εμπειρία και όχι.
Δεν είναι εύκολη η συνάντηση αυτή. Νομίζω, όμως, ότι είναι αναγκαία. Εάν επιτευχθεί, θα πρόκειται για κάτι σημαντικό. Όμως, οι πρωτοβουλίες δεν παίρνονται, για να μελετηθούν in vitro από πολιτικούς επιστήμονες. Παίρνονται, για να ανταποκριθούν in vivo στις απαιτήσεις της συγκυρίας και, κυρίως, να ανταποκριθούν αποτελεσματικά. Να είναι χρήσιμες.
Άρα, η συνάντησή μας αν υπάρξει οφείλει να είναι ειλικρινής και τολμηρή.
Ξεκινάμε σήμερα για άλλη μία φορά μία μεγάλη προσπάθεια. Τον δρόμο τον ξέρουμε. Τον περιέγραψα. Τα μονοπάτια ψάχνουμε, για να βγούμε όλοι μαζί στη δημοσιά.
Ποτέ δεν πιστέψαμε στις βεβαιότητες.
Ανήκουμε στη μεγάλη παράδοση των ανανεωτικών προσπαθειών που τράβηξαν τα βήματά μας. Μέσα από το πάθος για τόλμη στη σκέψη και ανανέωση στην πολιτική, μάθαμε και ταυτίσαμε τους αγώνες μας με την δημοκρατία, τα δικαιώματα, την διαφορετικότητα.
Δεν πετύχαμε ως τώρα αυτά που επιδιώξαμε.
Θα επιμείνουμε όμως.
Με όπλο πάντα, κάτι που νομίζω πως όλοι αναγνωρίζετε ότι μας χαρακτηρίζει: την ειλικρίνεια.
Γιατί όπως λέει και ο Οδυσσέας Ελύτης «κείνο που μας προσάπτουνε τα χελιδόνια, η Άνοιξη που δεν φέραμε είναι ακριβώς η αγνότητά μας».
Σας ευχαριστώ.
Η χώρα μας διανύει τον έκτο χρόνο μιας σκληρής χρηματοπιστωτικής κρίσης, με πολλές και δυσμενείς συνέπειες για όλη την κοινωνία. Διανύουμε την ύστερη (όχι όμως και τελευταία, απ’ ό,τι φαίνεται) φάση αυτής της κρίσης, διαπιστώνοντας, ότι όλα έχουν αλλάξει, για να παραμείνουν ίδια. Η δημοσιονομική σταθεροποίηση, το πρωτογενές πλεόνασμα και η αποφυγή του GREXIT είναι το σημαντικό και σπουδαίο επιχείρημα της κυβέρνησης· το κόστος στην κοινωνία, είναι το επίσης σοβαρό επιχείρημα της αντιπολίτευσης. Τα επίδικα της ελληνικής πραγματικότητας παραμένουν τα ίδια: το αίτημα για μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό των δομών της ελληνικής πραγματικότητας στο σύνολό της με αιχμή την οικονομία, τη διοίκηση και τη δικαιοσύνη, παραμένει ανικανοποίητο. Και είναι αυτό το ανικανοποίητο αίτημα, που υπονομεύει σταθερά και εξόχως αποτελεσματικά τα όποια δημοσιονομικά επιτεύγματα, ενώ επιτείνει την αδικία εις βάρος αυτών που επωμίστηκαν το κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Η κρίση ανέδειξε τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας, τα οποία συσσωρεύτηκαν από τη μεταπολίτευση και μετά. Ας μην ξεχνάμε ωστόσο ότι παρά τα προβλήματα αυτά, στα σαράντα χρόνια της μεταπολίτευσης, η χώρα έκανε σημαντικά βήματα προόδου, με πιο σημαντικούς σταθμούς την ένταξη της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια και στην ζώνη του ευρώ. Ένταξη που βοήθησε να εισρεύσουν σημαντικοί οικονομικοί πόροι και να γίνουν βασικά έργα υποδομών, παρότι σε πολλές περιπτώσεις υπήρξαν συμβάσεις που διασπάθισαν τους πόρους αυτούς ανορθολογικά και για αλλότριους σκοπούς. Στο θεσμικό, όμως, επίπεδο δεν έγιναν οι διαρθρωτικές αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις που ήταν επιβεβλημένες να γίνουν σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό Κράτος, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Και δεν έγιναν για να μην θιγούν συντεχνιακά και άλλα συμφέροντα ειδικών ομάδων, με επιρροή στο πολιτικό σύστημα και το Κράτος. Είχαμε μεγάλες περιόδους, όπου ασκήθηκαν άφρονες οικονομικές πολιτικές, που βασίστηκαν στον φτηνό ξένο δανεισμό της χώρας και σε μια πελατειακή αντίληψη αναδιανομής των όποιων οικονομικών πόρων, χωρίς να παράγεται νέος πλούτος. Αποτέλεσμα όλων αυτών των πολιτικών ήταν να δημιουργηθεί ένας τεράστιος γραφειοκρατικός και αναποτελεσματικός κρατικός μηχανισμός, ο οποίος μεγάλωνε και λειτουργούσε, χωρίς αξιοκρατία, μακριά από τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, στη βάση εξυπηρέτησης ημετέρων κομματικών και συντεχνιακών συμφερόντων.
Έτσι, η υπογραφή της δανειακής σύμβασης και του μνημονίου με τους εταίρους μας το 2010 από την τότε Κυβέρνηση για να αποφύγει η χώρα την ανοικτή χρεοκοπία με πολύ δυσμενέστερες επιπτώσεις για την κοινωνία, εμφανίστηκε ως μονόδρομος, αλλά πιστεύουμε ότι δεν αποτέλεσε μια ολοκληρωμένη και δίκαιη πολιτική αντιμετώπισης τη κρίσης, ένα εθνικό πολιτικό σχέδιο που είχε ανάγκη η χώρα και που προϋπέθετε την συνεννόηση και συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων.
Οι πολιτικές δυνάμεις που διαχειρίστηκαν την κρίση, δεν μπόρεσαν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν ένα εθνικό σχέδιο αντιμετώπισής της, αλλά περιορίσθηκαν περισσότερο σε μια απλή διαχείριση των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας, απέναντι στους εταίρους και δανειστές μας. Μια διαχείριση, η οποία πολλές φορές οδηγούσε στην αποφυγή ή στην αναβολή της εφαρμογής ώριμων μεταρρυθμίσεων και στην συνέχιση της εξυπηρέτησης διαφόρων συντεχνιακών ομάδων και υπεράσπισης των συμφερόντων τους. Αλλά και οι δυνάμεις που αντιπολιτεύθηκαν τις πολιτικές αυτές, περιορίσθηκαν σε έναν άγονο λαϊκισμό και σε στείρες αντι-μνημονιακές καταγγελίες, χωρίς να αντιπροτείνουν ένα πειστικό και ρεαλιστικό σχέδιο. Σχεδόν όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, έχουν επιδείξει αυτά τα χρόνια της κρίσης, τα πιο άσχημα δείγματα εθνικής συνεννόησης και συναίνεσης.
«Απερίσπαστοι επιδοθήκαμε να βγάλουμε τα δικά μας τα μάτια, ο ένας τ’ αλλουνού, με ρίγη ιερής συγκίνησης στην καρδιά», για να θυμηθώ τον Αλέξανδρο Κοτζιά.
Ο κανόνας ότι, στις δύσκολες στιγμές της χώρας, χρειάζεται να υπερβαίνουμε τις κομματικές περιχαρακώσεις και να αναζητούμε το κοινό έδαφος της εθνικής συνεννόησης, όχι απλώς δεν εφαρμόσθηκε ουσιαστικά ούτε καν εμφανίστηκε την περίοδο της μεγάλης κρίσης. Κάποιες προσδοκίες δημιουργήθηκαν τον Ιούνιο του 2012 με τον σχηματισμό της τρικομματικής Κυβέρνησης, αλλά αυτή η φωτεινή σελίδα έκλεισε άδοξα ένα μόνο χρόνο μετά, με ευθύνες των ίδιων των δυνάμεων που είχαν συγκροτήσει την Κυβέρνηση εθνικής συνευθύνης. Θα μπορούσαμε εδώ να απαριθμήσουμε αλαζονικές συμπεριφορές στην τρικομματική κυβέρνηση από αυτούς που είχαν και έχουν, όπως και στο σημερινό κυβερνητικό σχήμα, το πάνω χέρι. Αλλά αυτό που μας συντρίβει στον απολογισμό μας είναι η δική μας τότε αριστερά που φάνηκε να τολμά αλλά δυστυχώς δεν άντεξε ούτε την ίδια της την τόλμη, διαψεύδοντας χιλιάδες συμπολίτες που την εμπιστεύτηκαν.
Έτσι μέσα από τις συμπληγάδες της κρίσης και όλες τις παλινωδίες των Κυβερνώντων από τη μία και τον λαϊκισμό και την καταστροφολογία των αντιπολιτευομένων από την άλλη, φτάσαμε σήμερα σε ένα σημείο όπου όλοι παρατηρούμε ότι ενώ η κοινωνία άντεξε και με σκληρές θυσίες έδωσε ανάσες, το πολιτικό σύστημα για άλλη μία φορά φάνηκε ανίκανο να τις αξιοποιήσει. Αντί να μετατρέψει τις ανάσες σε οξυγόνο εξακολουθεί να πνίγεται στις αδυναμίες του και να μας πνίγει μαζί του.
Το ερώτημα τίθεται με αμείλικτο τρόπο: Η χώρα είναι έτοιμη για τη μετάβαση στην λεγόμενη μετά–μνημονιακή εποχή; Απαντούμε: η χώρα δεν είναι έτοιμη για αυτήν την μετάβαση.
Σήμερα επιβάλλεται να διατυπώσουμε με σαφήνεια τα ερωτήματα που προκύπτουν και να τους δώσουμε πειστικές απαντήσεις. Το πέρασμα στη νέα εποχή δεν θα γίνει, ούτε με τις πολιτικές που αναβάλλουν επ’ αόριστον τις αναγκαίες αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις που χρειαζόμαστε ως Κράτος, ούτε με πολιτικές που υπόσχονται επιστροφή στο παρελθόν. Το άνοιγμα μιας νέας σελίδας για τη χώρα, δεν θα γίνει με τη συντήρηση των μηχανισμών και των πελατειακών σχέσεων του παρελθόντος, ούτε με την εμφάνισή τους με άλλη μορφή και σε νέα έκδοση. Αυτά που έχει ανάγκη η κοινωνία δεν είναι οι διαγκωνισμοί παροχολογίας και υποσχεσιολογίας που παρακολουθούμε από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης το τελευταίο διάστημα. Οι κοινωνικές αδικίες δεν αίρονται με ημίμετρα, και με επιδόματα, αλλά ούτε και με υποσχέσεις επιστροφής σε ένα παρελθόν που βύθισε την χώρα.
Η κυβέρνηση, υπό το κράτος του πανικού της για την απώλεια της πλειοψηφίας, εγκαταλείπει καθημερινά δεσμεύσεις και συμφωνηθέντα και επιδίδεται σε διαγωνισμό λαϊκισμού με τον ΣΥΡΙΖΑ, στρεφόμενη στα παραδοσιακά ακροατήρια της λαϊκής δεξιάς. Χαρακτηριστικό δείγμα ο τελευταίος ανασχηματισμός. Όχημα και των δύο στον ανταγωνισμό αυτόν, η πελατειακή συγκρότηση του κράτους. Ό,τι μας έφερε εδώ, επιστρατεύεται ξανά, ως θεραπεία.
Αυτό που χρειάζεται για το πρόβλημα του χρέους είναι να προχωρήσουμε σε μια διευθέτησή του μαζί με τους εταίρους και δανειστές μας, που θα το καταστήσει εξυπηρετήσιμο, χωρίς μονομερείς ενέργειες και μεγαλοστομίες. Η ριζική αντιμετώπισή του θα γίνει σε βάθος χρόνου, μαζί με τις αλλαγές που θα προωθηθούν στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, από τις ευρωπαϊκές δημοκρατικές προοδευτικές δυνάμεις, στην κατεύθυνση της δημοκρατικής ολοκλήρωσης του, ως ευρωπαϊκού πλέον προβλήματος, μέσα από διαδικασίες αμοιβαιοποίησης του.
Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι,
H κρίση καθώς μεταλλάσσεται, επιβεβαιώνει προβλήματα και διαψεύδει ανυπόστατες βεβαιότητες και κάθε λογής φενακισμούς. Όχι μόνον στην Ελλάδα. Και στην Ευρώπη.
Ξέρετε, σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, η επανάσταση της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών δεν έχει μεταβάλλει μόνο τους όρους της εργασίας και της αγοράς, αλλά ως γνωστόν έχει φέρει και πολύ κοντά έθνη και λαούς. Καθώς και τις ανάγκες τους. Στο πλαίσιο αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται να υπερβεί το σημερινό επίπεδο μιας πρωτογενούς νομισματικής ένωσης που έχει κατακτηθεί και να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο, μιας δημοκρατικής οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης. Μόνο μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να αποτελέσει πειστική απάντηση όχι μόνο στην χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά και στους αναδυόμενους τοπικισμούς και στους κάθε είδους εθνικισμούς, που απειλούν την Ένωση, σε μια φάση που το διεθνές περιβάλλον γίνεται όλο και πιο δύσκολο και πιο ανταγωνιστικό για τα μικρά Κράτη, καθώς στον παγκοσμιοποιημένο πλέον κόσμο μας καλούνται να αντιμετωπίσουν νέες μεγάλες χώρες και ενώσεις.
Να εγκαταλειφτούν όμως και τα στερεότυπα. Το στερεότυπο των «τεμπέληδων» του Νότου έναντι των «εργατικών» του Βορρά, ούτε ερμηνεύει το ελληνικό πρόβλημα, ούτε απαντάει σε αυτό. Ακόμα και το Βερολίνο, η οικονομική μητρόπολη της Ευρωζώνης, πλήττεται με την σειρά του και αυτό, από την ανάσχεση της ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας.
Η απολυτότητα στην συνταγή της δημοσιονομικής αυστηρότητας είναι αδύνατον να ακολουθηθεί ήδη, τόσο από την Γαλλία, όσο και από την Ιταλία.
Το ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον αλλάζει, μαζί του αλλάζουμε και εμείς, αλλά πρέπει να είμαστε συνεννοημένοι για δύο πράγματα:
- Το ένα είναι η εμμονή μας σ’αυτό. Η ΕΕ διαμορφώνει το πιο προωθημένο και προωθητικό πλαίσιο ύπαρξης και ευημερίας των λαών της.
- Το άλλο είναι, ότι διεκδικούμε να παραμείνουμε εντός της, να είμαστε μέρος της και εμείς. Και ως πρόβλημα, και ως μέρος της λύσης της. Και εργαζόμαστε γι’ αυτό.
Η νέα φάση απαιτεί ένα Ολοκληρωμένο Εθνικό Πολιτικό Σχέδιο, παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, ριζικής μεταρρύθμισης του Κράτους και των θεσμών, με τη ενεργή συμμετοχή και αφύπνιση της κοινωνίας και των πολιτών. Ένα νέο κοινωνικό Συμβόλαιο. Μια επανάσταση του αυτονόητου, της κοινής λογικής, που θα δημιουργήσει συνθήκες συνεννόησης και συναίνεσης των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων.
Στρατηγική προτεραιότητα αυτού του Εθνικού Σχεδίου Ανασυγκρότησης, αποτελεί η παραγωγική ανασύσταση της χώρας. Η οικονομία μας, αξιοποιώντας τα στρατηγικά πλεονεκτήματα που έχουμε σε πολλούς τομείς – είδατε την περσινή και φετινή (ακόμα πιο πολύ) έκρηξη στον τομέα του τουρισμού μας -, χρειάζεται σταδιακά να μετασχηματίζεται σε μια παραγωγική οικονομία με εξωστρέφεια και καινοτομία, που θα παράγει νέο πλούτο.
Η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και κάθε υγιούς ιδιωτικής επενδυτικής πρωτοβουλίας, είναι η απάντηση στην ανεργία και την υποαπασχόληση, η απάντηση απέναντι σε κάθε είδους κρατισμό καθώς και στην κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα. Το νέο παραγωγικό μοντέλο που χρειάζεται η χώρα, για μια βιώσιμη και αειφόρα ανάπτυξη, θα βασίζεται στις αναξιοποίητες παραγωγικές δυνατότητες της χώρας σε πολλούς τομείς, στην καινοτομία, στις νέες τεχνολογίες, στην επιστημονική έρευνα και στη συνεργασία των Πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις, για την παραγωγή νέων και την βελτίωση των ήδη παραγόμενων προϊόντων αλλά και των υπηρεσιών, ώστε να μπορούν να σταθούν στην παγκόσμια αγορά.
Χρειαζόμαστε νέες επιχειρήσεις που θα κάνουν επενδύσεις και θα δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, χωρίς να ασφυκτιούν από την υψηλή φορολογία και τις υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές. Και ταυτόχρονα χρειαζόμαστε πολιτικές κοινωνικής δικαιοσύνης, που θα υπερασπίζονται τους κοινωνικά και οικονομικά αδύνατους, τους ανέργους και τους καταστρεμμένους οικονομικά από την κρίση, που θα τους διασφαλίζεται ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
- Χρειαζόμαστε ένα άλλο Κράτος, αντιγραφειοκρατικό, φιλικό στην επιχείρηση και στον πολίτη, επιτελικό, ευέλικτο, που θα στελεχωθεί με αξιοκρατία και διαφάνεια. Η συνεχής αξιολόγηση δομών, υπηρεσιών και προσώπων λειτουργών, θα πρέπει να αποτελεί τον σταθερό άξονα όλων των δομών του Κράτους σε όλα τα επίπεδα. Ένα Κράτος δίκαιο, χαρακτηρίζεται ακριβώς από διαφάνεια, αξιοκρατία και συνεχή αξιολόγηση.
- Χρειαζόμαστε ένα δίκαιο και απλό φορολογικό σύστημα, με καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, που ο καθένας θα συνεισφέρει ανάλογα με τις φοροδοτικές του δυνατότητες, το εισόδημα και την κινητή και ακίνητη περιουσία του.
- Χρειαζόμαστε μια δικαιοσύνη που θα λειτουργεί άμεσα και αποτελεσματικά για τους πολίτες και την κοινωνία, χωρίς περιττές καθυστερήσεις και γραφειοκρατίες, απλοποιώντας πολλές από τις διαδικασίες απονομής της και αξιοποιώντας τις νέες δυνατότητες της τεχνολογίας.
- Χρειαζόμαστε ένα σύστημα δημόσιας παιδείας, υγείας και ένα ενιαίο και δίκαιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, που θα παρέχει τις υπηρεσίες του σε όλους τους πολίτες και θα είναι προσβάσιμο και από τα πιο φτωχά και αποκλεισμένα τμήματα της κοινωνίας, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
- Χρειαζόμαστε μια Περιφερειακή και Τοπική Αυτοδιοίκηση, πραγματικές αυτοκυβερνήσεις των τόπων τους, με ξεκάθαρες αρμοδιότητες και οικονομικούς πόρους, που δεν θα εξαρτώνται από την κεντρική εξουσία για να υπηρετήσουν τον ρόλο τους.
- Χρειαζόμαστε ριζική αλλαγή του ίδιου του πολιτικού συστήματος που είναι προϋπόθεση για την μεγάλη μεταρρύθμιση του Κράτους. Το “παλιό” πρέπει να παραχωρήσει τη θέση του στο “νέο” και αυτό βέβαια δεν αφορά μόνο την ηλικιακή ανανέωση των στελεχών του πολιτικού συστήματος, χωρίς να σημαίνει ότι και αυτό δεν αποτελεί ζητούμενο. Αφορά κυρίως θα έλεγα και την αλλαγή και τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας των κομμάτων, την διαφάνεια, την καταπολέμηση της διαφθοράς και του πολιτικού χρήματος, την εξάλειψη των πελατειακών σχέσεων και την καταπολέμηση κάθε τύπου διασυνδέσεων κόμματος – Κράτους. Οι πολίτες απαιτούν πλέον κόμματα ανοικτά στην κοινωνία, με δημόσιους απολογισμούς και με διαφάνεια στη λειτουργία τους και τα οικονομικά τους. Το νέο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος, της Βουλής, της Κυβέρνησης, των πολιτικών κομμάτων, πρέπει να υπηρετεί αυτές τις αρχές. Το πολιτικό σύστημα της νέας εποχής, οι νέοι πολιτικοί φορείς που θα δημιουργηθούν, για να μπορέσουν να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας, θα πρέπει να εμπεριέχουν στις αρχές τους αυτές τις αξίες.
Σήμερα το πολιτικό πρόγραμμα και οι κατευθύνσεις στους χώρους των δύο μεγάλων κομμάτων, διαμορφώνονται ερήμην της οικονομικής πραγματικότητας των ευρωπαϊκών και διεθνών δεδομένων, ενώ βρίθουν από ψευδοκοινωνικές αναφορές. Η –όποια- δημοσιονομική σταθερότητα κατακτήθηκε, απειλείται σοβαρά. Εάν συνεχιστεί η σημερινή πορεία, σύντομα θα αποτελεί παρελθόν, για να βιωθεί οδυνηρά από τους πολίτες, πως το «ψευδοκοινωνικό» είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της κοινωνίας.
Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι,
Ωστόσο, παρά την κυριαρχία του κλίματος αυτού, μερίδα της κοινωνίας μας αρνείται να βολευτεί στις υπάρχουσες πολιτικές φόρμες και νόρμες. Μερίδα της κοινωνίας αντιλαμβάνεται πολύ πιο σύνθετα τα πράγματα απ’ ό,τι της παρουσιάζονται αυτά από νυν και δυνάμει κυβερνητικούς σχηματισμούς. Και είναι η μερίδα αυτή, που σήμερα, είτε ΔΕΝ εκπροσωπείται, είτε υποεκπροσωπείται πολιτικά. Και αυτό αποτελεί ένα τεράστιο πρόβλημα δημοκρατίας.
Η κρίση δίδαξε κι εμάς. Και, πρέπει να το παραδεχτώ, μας άλλαξε κιόλας, όπως άλλαξε τα πάντα στη χώρα.
Είναι μεγάλη η διαδρομή μας στην ιστορία αυτού του τόπου. Σ’αυτόν τον τόπο μεγαλώσαμε μαζί και με την αριστερά. Συμβάλλαμε – όσο το καταφέραμε, πάντως το προσπαθήσαμε με όλες μας τις δυνάμεις – στην δημοκρατική εξέλιξη του τόπου. Σε συνθήκες ανεπτυγμένης δημοκρατίας όμως, ήρθε η κρίση για να μας καταδείξει το προφανές: ότι οι συνήθεις ευκολίες την εκφορά του πολιτικού λόγου και την διαχείριση των προβλημάτων είναι όχι απλώς άχρηστες αλλά και επικίνδυνες. Μας έθεσε προ των ευθυνών μας. Ωριμάσαμε μαζί της. Και αποφασίσαμε – όχι εύκολα, ούτε χωρίς προβλήματα, καθυστερήσεις και αντιφάσεις – ότι θα αναλάβουμε τις ευθύνες μας.
Με τις σκέψεις, λοιπόν, αυτές και, με απόλυτη επίγνωση των υποκειμενικών και αντικειμενικών δυσκολιών και την πολυπλοκότητα της συγκυρίας, προχωρούμε στο σημερινό εγχείρημα, γιατί «πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό», όπως έγραψε ο Μίλτος Σαχτούρης.
Συγκροτούμε με πλήρη συνείδηση των ευθυνών μας ένα νέο πολιτικό χώρο, συγκροτούμε τους
«ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΕΣ
για την δημοκρατία και την ανάπτυξη»
Δεν πρόκειται για πρωτοβουλία με απαντήσεις έτοιμες για όλα. (Είμαστε όλοι άνθρωποι με ιστορία και η συγκρότησή μας, αυτό ειδικά μας το απαγορεύει).
Δεν συγκροτούμε τους ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΕΣ αυτοπροβαλλόμενοι ως οι αυθεντικοί. Αυθεντική είναι η ανησυχία μας. Αυθεντική, επίσης κατά τη γνώμη μας, είναι και η ανάγκη για την οικοδόμηση λύσεων και προοπτικής γι’ αυτή τη χώρα.
Δεν αυτοπροσδιοριζόμαστε ως «το νέο» και «το καθαρό». Στην πολιτική, όπως και στην κοινωνία, ποτέ το «νέο» ή το «καθαρό» δεν υπήρξε αμιγώς νέο, ή καθαρό. Ούτε και θα ήταν χρήσιμα εξάλλου ως τέτοια.
Άρα δεν πρόκειται να αναλωθούμε σε τέτοιους αυτοδιαψευδόμενους προσδιορισμούς και ανταγωνισμούς. Το πολιτικό σκηνικό της χώρας ανασυντίθεται και η ανασύνθεση πραγματοποιείται με όρους πολιτικούς και όχι άλλους, εκτός πολιτικής. Παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, εμείς πιστεύουμε ότι οι πολιτικές δυνάμεις στην χώρα είναι υπό διαμόρφωση.
Εμείς, οι ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΕΣ, παίρνουμε αυτήν την πολιτική πρωτοβουλία, όχι για να αποτελέσουμε απλώς άλλη μια πρόταση διαλόγου. Συγκροτούμε πολιτικό χώρο και φιλοδοξούμε να παρέμβουμε στις εξελίξεις και να συμβάλλουμε σε δημοκρατικές και προοδευτικές κατευθύνσεις στην νέα εποχή.
Εμείς, οι ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΕΣ, εμπνεόμαστε από τις αξίες της ανανεωτικής αριστεράς και της ιστορικής της διαδρομής, αντλούμε από τον πολιτικό φιλελευθερισμό, από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, από την πολιτική οικολογία.
Πριν ακόμα εκδηλώσουμε αυτήν την σημερινή ειλικρινή φιλοδοξία να συγκροτηθούμε για να συμβάλουμε στην κοινή προσπάθεια της ανασύνθεσης και ενότητας του δημοκρατικού χώρου, ακούσαμε κάποιες πρόχειρες (κάνω την πιο ήπια διατύπωση) ενστάσεις, που καταλήγουν στο ερώτημα:
«Τι χρειάζεται μία ακόμη πολιτική συσπείρωση;».
Απευθύνομαι σε ανησυχούντες παλιούς και νέους ιδιοκτήτες του χώρου.
Συγκάτοικοι είμαστε.
Δεν ερχόμαστε για να κλέψουμε από οποιονδήποτε το οτιδήποτε. Για να προσθέσουμε ερχόμαστε στον κοινό κορβανά, παρότι εμείς πρέπει να ανησυχούμε, και δικαίως νομίζω, για επιμονές και αρχηγισμούς.
Δεν μας ενδιαφέρει να δημιουργήσουμε ένα άλλο «στέκι» για να στεγάσουμε κάποιες ματαιοδοξίες μας. Η πρωτοβουλία μας έρχεται να συνδράμει στην ανάδειξη δύο βασικών αναγκών που έχει σήμερα το απαξιωμένο πολιτικό μας σύστημα.
Η πρώτη ανάγκη είναι να αναδείξουμε και να στηρίξουμε την αναγκαιότητα της πολιτικής συνεννόησης και συναίνεσης των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου. Σε μια εποχή που κυριαρχούν οι πολεμικές κραυγές και οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί για τον πολιτικό αντίπαλο, εμείς πιστεύουμε ότι ο τόπος μας χρειάζεται σταθερότητα, συνεννόηση και υπευθυνότητα από τις πολιτικές δυνάμεις.
Χρειαζόμαστε ευρύτερες συγκλίσεις για Κυβερνητικές λύσεις. Χρειαζόμαστε συμφωνίες σε ένα ελάχιστο προγραμματικό πλαίσιο για τις αναγκαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα μας.
Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών, η πολιτική περί την έξοδο από το μνημόνιο προχειρότητα της κυβέρνησης και η αβεβαιότητα που σπέρνει η αφροσύνη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αυτά δηλαδή που οδήγησαν στην κάθετη πτώση του ελληνικού χρηματιστηρίου και την εκτόξευση των spreads, επιβεβαίωσαν με δραματικό τρόπο την ανάγκη στοιχειώδους εθνικής συνεννόησης για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας και την είσοδο της χώρας στη νέα εποχή.
Επιβεβαίωσαν με δραματικό τρόπο την πρότασή στη Βουλή για την ανάγκη συναίνεσης και στο κυβερνητικό επίπεδο, συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης. Και επανέρχεται το πρόβλημα. Οι πολιτικοί κίνδυνοι ενεργοποιούν οικονομικούς, ενώ οι οικονομικοί κίνδυνοι εφ’όσον παραταθεί η ζωή τους, παράγουν πολιτική αστάθεια. Και είμαστε εμείς τα πολιτικά υποκείμενα της χώρας, που πρέπει να παρέμβουμε διακόπτοντας τον φαύλο κύκλο.
Ναι, χρειάζονται μεγάλες συναινέσεις.
Ας μου ξαναγίνει κριτική ότι η πρόταση της συνεννόησης δεν είναι εφικτή. Εγώ καταθέτω προτάσεις που πιστεύω βαθιά ότι είναι όχι απλώς χρήσιμες αλλά απαραίτητες για την χώρα. Και όπως έχω πει άλλοτε και αλλού «περπατώντας ανοίγουμε τους δρόμους». Το αισιόδοξο αυτές τις μέρες: Τώρα πια έχουν πληθύνει όσοι σκέφτονται και μιλούν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η δεύτερη ανάγκη αφορά την μεγάλη συνάντηση όλων των δυνάμεων του ιστορικού δημοκρατικού χώρου. Από το δημοκρατικό και φιλελεύθερο κέντρο, τους σοσιαλιστές, έως και την ανανεωτική αριστερά. Μία τέτοια μεγάλη προοδευτική δημοκρατική παράταξη, μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματική δύναμη που θα συμβάλλει σε μία ασφαλή δημοκρατική και προοδευτική πορεία της χώρας.
Οι ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΕΣ καταθέτουμε σήμερα την ειλικρινή μας βούληση για πολιτική συνάντηση και συνεργασία όλων των κομμάτων, φορέων, κινήσεων και προσώπων που αυτοπροσδιορίζονται στον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο. Μας ενώνουν πολλά, μας χωρίζουν λίγα.
Εμείς, οι ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΕΣ, απευθυνόμαστε επίσης σε όλους τους δημοκρατικούς, προοδευτικούς πολίτες και τους καλούμε να συμπαραταχθούν μαζί μας, να πλαισιώσουν την προσπάθειά μας.
Να συγκροτήσουμε πολιτικές κινήσεις ανοικτές στην κοινωνία και στους πολίτες, σε όλες τις πόλεις της χώρας.
Να ανοίξουμε ένα μεγάλο διάλογο με τις άλλες δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις.
Να ορθώσουμε μέτωπο απέναντι στον δεξιό και τον αριστερό λαϊκισμό, τον ρατσισμό και τον νεοναζισμό.
Φιλοδοξία μας είναι να αποτελέσουμε έναν πολιτικό χώρο που θα επιδιώξει να υπερβούμε όλοι αντιπαλότητες, μικρότητες, ηγεμονικές και αλαζονικές συμπεριφορές που ταλανίζουν τον δημοκρατικό, προοδευτικό χώρο και απογοητεύουν τους πολίτες.
Φιλοδοξούμε να γίνουμε ένας χώρος που θα θέσει βάσεις για συνεργασία με τις άλλες προοδευτικές και μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, για την συγκρότηση της μεγάλης δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης.
Να γίνουμε ΕΝΑ φαίνεται ότι είναι ακατόρθωτο σήμερα, να ενώσουμε όμως τις δυνάμεις μας μπορούμε.
Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι,
Αυτή όμως η ένωση των δυνάμεών μας είναι βέβαιο, ότι έχει υποκειμενικές και αντικειμενικές δυσκολίες. Δυστυχώς, οι ευκολίες τελείωσαν οριστικά για μας. Οφείλουμε να συναντηθούμε άνθρωποι με διαφορετικές πολιτικές καταγωγές· με κυβερνητική εμπειρία και όχι.
Δεν είναι εύκολη η συνάντηση αυτή. Νομίζω, όμως, ότι είναι αναγκαία. Εάν επιτευχθεί, θα πρόκειται για κάτι σημαντικό. Όμως, οι πρωτοβουλίες δεν παίρνονται, για να μελετηθούν in vitro από πολιτικούς επιστήμονες. Παίρνονται, για να ανταποκριθούν in vivo στις απαιτήσεις της συγκυρίας και, κυρίως, να ανταποκριθούν αποτελεσματικά. Να είναι χρήσιμες.
Άρα, η συνάντησή μας αν υπάρξει οφείλει να είναι ειλικρινής και τολμηρή.
Ξεκινάμε σήμερα για άλλη μία φορά μία μεγάλη προσπάθεια. Τον δρόμο τον ξέρουμε. Τον περιέγραψα. Τα μονοπάτια ψάχνουμε, για να βγούμε όλοι μαζί στη δημοσιά.
Ποτέ δεν πιστέψαμε στις βεβαιότητες.
Ανήκουμε στη μεγάλη παράδοση των ανανεωτικών προσπαθειών που τράβηξαν τα βήματά μας. Μέσα από το πάθος για τόλμη στη σκέψη και ανανέωση στην πολιτική, μάθαμε και ταυτίσαμε τους αγώνες μας με την δημοκρατία, τα δικαιώματα, την διαφορετικότητα.
Δεν πετύχαμε ως τώρα αυτά που επιδιώξαμε.
Θα επιμείνουμε όμως.
Με όπλο πάντα, κάτι που νομίζω πως όλοι αναγνωρίζετε ότι μας χαρακτηρίζει: την ειλικρίνεια.
Γιατί όπως λέει και ο Οδυσσέας Ελύτης «κείνο που μας προσάπτουνε τα χελιδόνια, η Άνοιξη που δεν φέραμε είναι ακριβώς η αγνότητά μας».
Σας ευχαριστώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.