www.iefimerida.gr
Είναι εξαιρετικά επείγον η Δύση να υιοθετήσει με τους Αραβες, τους Τούρκους και τους Ρώσους την ίδια στάση που είχε με την Γερμανία το 1945: να τους λαμβάνει υπόψιν, να μη διακόψει τις σχέσεις μαζί τους, να τους διατηρήσει στους κύκλους της εξουσίας και να τους προτείνει κοινά προγράμματα, γράφει ο Γάλλος πολιτικός αναλυτής Ζακ Αταλί, σε ένα άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό L'Express, με τίτλο «Η γεωπολιτική της ταπείνωσης». Ο Ζακ Ατταλί κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και προειδοποιεί ότι «η γεωπολιτική της ταπείνωσης» μπορεί να οδηγήσει την Ευρώπη σε έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Μια στοχευμένη και αποκαλυπτική ανάλυση.
Γράφει στο άρθρο του:
«Είναι εξαιρετικά επείγον η Δύση να υιοθετήσει με τους Αραβες, τους
Τούρκους και τους Ρώσους την ίδια στάση που είχε με την Γερμανία το
1945: να τους λαμβάνει υπόψιν, να μη διακόψει τις σχέσεις μαζί τους, να
τους διατηρήσει στους κύκλους της εξουσίας και να τους προτείνει κοινά
προγράμματα. Γιατί στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, όπως και μεταξύ Εθνών, η
ταπείνωση μπορεί να οδηγήσει σε πράξεις απελπισίας και σε ανεπίλυτους
πολέμους. Είναι λοιπόν σημαντικό να μην ταπεινώνουμε τους άλλους,
να τους σεβόμαστε. Και αν υπήρξε ταπείνωση, αν η επαφή έχει χαθεί,
πρέπει να την ξαναβρούμε, τουλάχιστον όσο είναι ακόμη εφικτός ο διάλογος
με τον ταπεινωμένο και όσο αυτός δεν έχει ακόμη γίνει απλησίαστος
εχθρός που μόνο με τη δύναμη των όπλων μπορεί να τον βλάψουμε.
Κάπως έτσι έγινε το 1919. Η ταπείνωση της Γερμανίας, από το ηλίθιο Σύμφωνο των Βερσαλλιών, οδήγησε στον θρίαμβο του ναζισμού, τον οποίο χρειάστηκε να πολεμήσουμε. Το ίδιο έγινε και το 1995, όταν αρνηθήκαμε στην Τουρκία την είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οδηγώντας την κατευθείαν στην αγκαλιά του ισλαμισμού -μετριοπαθούς ως σήμερα, αλλά μπορεί να γίνει εχθρικός.
Το ίδιο έγινε και μετά τον τρίτο πόλεμο του Κόλπου. Η διάλυση του στρατού του Σαντάμ Χουσεϊν οδήγησε χιλιάδες στρατιώτες και αξιωματικούς ενός λαϊκού και οργανωμένου στρατεύματος να δημιουργήσει ένα λεγόμενο Ισλαμικό Χαλιφάτο το οποίο κηρύσσει ότι θα συνενώσει όλους τους ταπεινωμένους μουσουλμάνους του κόσμου σε μια μάχη εναντίον της Δύσης.
Με τον ίδιο τρόπο, το να συντηρούμε μια βίαιη επίδειξη δύναμης στις σχέσεις μεταξύ Εβραίων και Παλαιστινίων διατηρεί τους μεν πρώτους στην αυταπάτη ότι κέρδισαν τον πόλεμο και τους δεύτερους ότι μπορούν να εξακολουθούν να τρέφουν τον πόθο να καταστρέψουν μια μέρα το Ισραήλ.
Τέλος, σήμερα, το να ταπεινώνουμε τη Ρωσία, παριστάνοντας ότι την απομονώνουμε από τον υπόλοιπο κόσμο, με το πρόσχημα ότι δεν δέχτηκαν οι Ρωσόφωνοι της Ουκρανίας να θεωρούνται πολίτες δεύτερης κατηγορίας, μπορεί να οδηγήσει στην κατασκευή ενός εχθρού που θα χρειαστεί μια μέρα να πολεμήσουμε. Είναι ιδιαίτερα βλακώδες για τους Πολωνούς να κάνουν τα πάντα για να απομονώσουν την Ρωσία, όπως είχε κάνει η Γαλλία απομονώνοντας τη Γερμανία τη δεκαετία του 1920.
Ενας Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος θα ήταν η συνέπεια αν συνεχιστεί αυτή η γεωπολιτική της ταπείνωσης. Ακούμε ήδη στην Ουάσινγκτον και στη Μόσχα να εγείρονται οι χειρότερες φωνές εθνικισμού, καθώς και συνωμοσιολογίες και πολεμοχαρείς αναλύσεις. Αυτά μπορούν να οδηγήσουν μόνο σε κάτι χειρότερο, αρκεί να ανάψει το φυτίλι της βλακείας και της δυσαρέσκειας.
Πολλοί άνθρωποι, εδώ και εκεί, θα έβλεπαν με καλό μάτι μια διεθνή σύγκρουση, η οποία θα μπορούσε να απαλείψει τα γεγονότα της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης. Θα τους άρεσε να βρεθεί δουλειά για τις πολεμικές βιομηχανίες και να πάρουν χρήματα από τους καταθέτες στο όνομα της απαραίτητης στρατιωτικής άμυνας, της υπεράσπισης της πατρίδας και του κινδύνου.
Ειδικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες βρίσκονται μακριά από τα μελλοντικά μέτωπα των μαχών και δεν χρειάζονται πλέον πετρέλαιο από τη Μέση Ανατολή και την κεντρική Ασία, παίζουν επικίνδυνα με αυτή τη στρατηγική η οποία μπορεί να τους βοηθήσει να ξεπεράσουν την οικονομική κρίση. Ομως, αυτή η τακτική είναι αυτοκτονική για τους Ευρωπαίους, αλλά παρασύρονται σε αυτήν.
Για να μη χειροτερέψει η κατάσταση, είναι επείγον η Δύση να υιοθετήσει με τους Αραβες, τους Τούρκους και τους Ρώσους την ίδια στάση την οποία είχε υιοθετήσει με τη Γερμανία το 1945. Ειδικά με τους Ρώσους πρέπει να λήξει αυτό το εμπάργκο το οποίο ζημιώνει μόνο την Ευρώπη. Πρέπει οπωσδήποτε να τους συνεταιριστούμε στην προσπάθεια να καταπολεμηθεί ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός με τον οποίο συγκρούονται καθημερινά στον Καύκασο.
Η Γαλλία θα μπορούσε να τολμήσει να προτείνει μια τέτοια αλλαγή δόγματος. Πρέπει να τολμήσει να τεθεί επικεφαλής μια γεωπολιτικής σεβασμού, ακόμη και αν οι άλλοι Ευρωπαίο δεν βρίσκονται σε αυτό το δρόμο».
Τι είναι η Συνθήκη των Βερσαλλιών
Η συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) είναι η Συνθήκη ειρήνης που τερμάτισε
επίσημα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανάμεσα στην Αντάντ (γαλλ. Entente) και
την Γερμανική Αυτοκρατορία.
Μετά από έξι μήνες διαπραγματεύσεων, που έλαβαν χώρα στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού, η συνθήκη υπεγράφη ως συνέχεια της ανακωχής της 11ης Νοεμβρίου 1918 του δάσους της Κομπιένης.
Παρότι υπήρχαν πολλές διατάξεις στη Συνθήκη, μία από τις πιο σημαντικές όριζε ότι η Γερμανία αποδεχόταν την πλήρη ευθύνη για την έναρξη του πολέμου και, σύμφωνα με τα άρθρα 231-248, αποδεχόταν να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις σε διάφορες χώρες.
Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους συμμάχους άρχισαν στις 18 Ιανουαρίου στην Αίθουσα των Κατόπτρων του Ανακτόρου των Βερσαλλιών. Εβδομήντα αντιπρόσωποι από είκοσι έξι έθνη διαπραγματεύθηκαν τους όρους της Συνθήκης.
Η Γερμανία, η Αυστρία, η Ουγγαρία και η Ρωσία αποκλείστηκαν από τις διαπραγματεύσεις. Αλλά τον πιο σημαντικό ρόλο για τη συγγραφή των όρων της συνθήκης είχαν οι τακτικές διαβουλεύσεις των «Δέκα Μεγάλων», που περιελάμβαναν τους επτά κύριους νικητές (ΗΠΑ, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ρωσία, Ιταλία, Βέλγιο και Σερβία). Αργότερα η Ρωσία και άλλες πέντε χώρες εγκατέλειψαν τις διαβουλεύσεις, οπότε έμειναν μόνο οι «Τέσσερις Μεγάλοι». Αφού αποχώρησε και η Ιταλία, οι τελικοί όροι καθορίστηκαν από τους «Τρεις Μεγάλους»: ΗΠΑ, Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία.
Στις 29 Απριλίου η Γερμανική αντιπροσωπεία υπό την ηγεσία του Υπουργού Εξωτερικών Κόμητος Ούλριχ φον Μπρόκντορφ-Ράντζαου (Ulrich Graf von Brockdorff-Rantzau) έμαθε, επιτέλους, τους όρους της ειρήνης. Αυτοί περιελάμβαναν την απώλεια εδαφών, την απώλεια όλων των αποικιών και τον περιορισμό των στρατιωτικών δυνάμεων της Γερμανίας. Καθώς δεν επιτρεπόταν στη γερμανική αντιπροσωπεία να λάβει μέρος στις διαπραγματεύσεις, η Γερμανική κυβέρνηση δημοσίευσε έγγραφη διαμαρτυρία για τους, κατά τη γνώμη της, άδικους όρους, και σύντομα αποχώρησε από τις διεργασίες του συνεδρίου.
Στις 28 Ιουνίου 1919 ο Χέρμαν Μύλλερ, ο νέος Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών, και ο Υπουργός Μεταφορών, Γιοχάνες Μπελλ (Johannes Bell) συμφώνησαν να υπογράψουν τη Συνθήκη, που επικυρώθηκε από την Κοινωνία των Εθνών στις 10 Ιανουαρίου 1920.
Στη Γερμανία η Συνθήκη προκάλεσε σοκ και αισθήματα ταπείνωσης, γιατί πολλοί Γερμανοί θεωρούσαν άδικο να επωμιστεί μόνον η Γερμανία και οι σύμμαχοί της την ευθύνη για την έναρξη του πολέμου. Οι «Τρεις Μεγάλοι» που διαπραγματεύθηκαν τη συνθήκη ήταν ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Λόυντ Τζωρτζ (Lloyd George), ο Γάλλος Πρωθυπουργός Ζωρζ Κλεμανσώ (Georges Clemenceau) και ο Aμερικανός Πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον (Woodrow Wilson). Από την Wikipedia
Μετά από έξι μήνες διαπραγματεύσεων, που έλαβαν χώρα στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού, η συνθήκη υπεγράφη ως συνέχεια της ανακωχής της 11ης Νοεμβρίου 1918 του δάσους της Κομπιένης.
Παρότι υπήρχαν πολλές διατάξεις στη Συνθήκη, μία από τις πιο σημαντικές όριζε ότι η Γερμανία αποδεχόταν την πλήρη ευθύνη για την έναρξη του πολέμου και, σύμφωνα με τα άρθρα 231-248, αποδεχόταν να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις σε διάφορες χώρες.
Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους συμμάχους άρχισαν στις 18 Ιανουαρίου στην Αίθουσα των Κατόπτρων του Ανακτόρου των Βερσαλλιών. Εβδομήντα αντιπρόσωποι από είκοσι έξι έθνη διαπραγματεύθηκαν τους όρους της Συνθήκης.
Η Γερμανία, η Αυστρία, η Ουγγαρία και η Ρωσία αποκλείστηκαν από τις διαπραγματεύσεις. Αλλά τον πιο σημαντικό ρόλο για τη συγγραφή των όρων της συνθήκης είχαν οι τακτικές διαβουλεύσεις των «Δέκα Μεγάλων», που περιελάμβαναν τους επτά κύριους νικητές (ΗΠΑ, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ρωσία, Ιταλία, Βέλγιο και Σερβία). Αργότερα η Ρωσία και άλλες πέντε χώρες εγκατέλειψαν τις διαβουλεύσεις, οπότε έμειναν μόνο οι «Τέσσερις Μεγάλοι». Αφού αποχώρησε και η Ιταλία, οι τελικοί όροι καθορίστηκαν από τους «Τρεις Μεγάλους»: ΗΠΑ, Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία.
Στις 29 Απριλίου η Γερμανική αντιπροσωπεία υπό την ηγεσία του Υπουργού Εξωτερικών Κόμητος Ούλριχ φον Μπρόκντορφ-Ράντζαου (Ulrich Graf von Brockdorff-Rantzau) έμαθε, επιτέλους, τους όρους της ειρήνης. Αυτοί περιελάμβαναν την απώλεια εδαφών, την απώλεια όλων των αποικιών και τον περιορισμό των στρατιωτικών δυνάμεων της Γερμανίας. Καθώς δεν επιτρεπόταν στη γερμανική αντιπροσωπεία να λάβει μέρος στις διαπραγματεύσεις, η Γερμανική κυβέρνηση δημοσίευσε έγγραφη διαμαρτυρία για τους, κατά τη γνώμη της, άδικους όρους, και σύντομα αποχώρησε από τις διεργασίες του συνεδρίου.
Στις 28 Ιουνίου 1919 ο Χέρμαν Μύλλερ, ο νέος Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών, και ο Υπουργός Μεταφορών, Γιοχάνες Μπελλ (Johannes Bell) συμφώνησαν να υπογράψουν τη Συνθήκη, που επικυρώθηκε από την Κοινωνία των Εθνών στις 10 Ιανουαρίου 1920.
Στη Γερμανία η Συνθήκη προκάλεσε σοκ και αισθήματα ταπείνωσης, γιατί πολλοί Γερμανοί θεωρούσαν άδικο να επωμιστεί μόνον η Γερμανία και οι σύμμαχοί της την ευθύνη για την έναρξη του πολέμου. Οι «Τρεις Μεγάλοι» που διαπραγματεύθηκαν τη συνθήκη ήταν ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Λόυντ Τζωρτζ (Lloyd George), ο Γάλλος Πρωθυπουργός Ζωρζ Κλεμανσώ (Georges Clemenceau) και ο Aμερικανός Πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον (Woodrow Wilson). Από την Wikipedia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.