«Καλύτερα να μην πω πολλά, γιατί όταν μίλησα στο παρελθόν για την Ελλάδα
και τους φόρους, υπήρξαν απειλές για τη ζωή μου και έπρεπε να
ενισχύσουμε την ασφάλειά μου», δήλωσε πριν από λίγες ημέρες η γενική
διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, σε
συνέντευξή της στους Financial Times. Η αντίδραση που προκάλεσε η δήλωση στην πολιτική ηγεσία δεν είναι
ανάλογη του περιεχομένου της. Για την ακρίβεια, είναι κάπως βραδυφλεγής
και αρκετά φλεγματική. Χθες, βουλευτές της ΔΗΜΑΡ κατέθεσαν ερώτηση
ζητώντας «δικαστική και διοικητική διερεύνηση των αναφορών της κ.
Λαγκάρντ», ο υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου έστειλε επιστολή
στην επικεφαλής του ΔΝΤ, με την οποία της ζητάει «να δώσει στις
ελληνικές Αρχές περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις απειλές που
ισχυρίζεται πως δέχτηκε, προκειμένου να διευκολυνθεί η έρευνα».
Αναμενόταν, επίσης, παρέμβαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Πριν από περίπου δύο χρόνια (τον Μάιο του 2012) μια άλλη συνέντευξη της
κ. Λαγκάρντ (στον Guardian) είχε προκαλέσει... σύρραξη. Αυστηρές
συστάσεις από μέλη της κυβέρνησης, γενική κατακραυγή και όργιο σχολίων
στον ηλεκτρονικό Τύπο και στα social media, όπου η κ. Λαγκάρντ
«σταυρώθηκε» επανειλημμένως για όσα «απαράδεκτα» είπε.
Σταχυολογούμε,
φρεσκάροντας τη μνήμη: «Σκέπτομαι περισσότερο τα μικρά παιδιά σε ένα
σχολείο, σε ένα μικρό χωριό στον Νίγηρα, που έχουν δάσκαλο μόνο δύο ώρες
την ημέρα και μοιράζονται τρία από αυτά την ίδια καρέκλα και είναι πολύ
πρόθυμα να μάθουν γράμματα. Τους έχω στο μυαλό μου όλη την ώρα.
Πιστεύω ότι αυτοί χρειάζονται ακόμη περισσότερη βοήθεια από τους
ανθρώπους στην Αθήνα». Υποστήριζε επίσης ότι οι γονείς πρέπει να
αναλάβουν την ευθύνη για το γεγονός ότι τα παιδιά τους επηρεάζονται από
τις περικοπές των δαπανών, «πληρώνοντας τους φόρους τους». Προέβλεπε ότι
«η κρίση του χρέους δεν έχει κάνει ακόμη τον κύκλο της», και κατέληγε:
«Οσον αφορά την Ελλάδα, μπορώ επίσης να σκεφτώ όλους εκείνους τους
ανθρώπους που προσπαθούν να ξεφύγουν από τη φορολογία όλη την ώρα. Με
απασχολούν “εξίσου” με τους Ελληνες που στερούνται των δημόσιων
υπηρεσιών».Η κ. Λαγκάρντ ή είχε πληρέστερη εικόνα της ελληνικής φοροδιαφυγής από την ελληνική κυβέρνηση ή δεν είχε κανένα λόγο να κάνει τα στραβά μάτια, να σφυρίζει πένθιμα και να «πατάσσει αμείλικτα» το «μαύρο» χρήμα, το οποίο, ως διά μαγείας, πολλαπλασιαζόταν. Ο αυστηρός τόνος της παρερμηνεύτηκε, δραματοποιήθηκε κατά τα ειωθότα, έλαβε διαστάσεις τυμπανιαίες. Χρειάστηκε να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις, για να κοπάσει ο ορυμαγδός.
Δύο χρόνια μετά, όταν δηλώνει, επί της ουσίας, την ύπαρξη παρακράτους, τα προσχήματα τηρούνται μέχρι κεραίας. Ο πληθυντικός της νομιμότητας και η κόσμια αοριστία («θα διερευνηθεί») προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο και να ισιώσουν την τσαλακωμένη εθνική αξιοπρέπεια. Τα περί Νίγηρα του 2012 ήταν εξαιρετικά εύκολος στόχος. Οι περικοπές μισθών και συντάξεων στο φόρτε τους (τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο αν η φοροδιαφυγή αποτελούσε πραγματική προτεραιότητα), η ευαισθησία εκείνων που υπέφεραν τροφοδότησε τη φαντασίωση (ή αναλγησία) εκείνων που καθόλου δεν υπέφεραν. Ο «αναδελφισμός», για μία ακόμη φορά, μας βοήθησε να αποφύγουμε την αλήθεια. Δύο χρόνια αργότερα –κι ενώ υποτίθεται ότι προχωρούμε προς την ανάκαμψη– η ομολογία της γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ φωτίζει την «παράγκα» που έχουμε και κάνουμε πως δεν βλέπουμε.
Η Λαγκάρντ του 2012 ήταν απλώς άκομψη. Η Λαγκάρντ του 2014 είναι καταπέλτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.