Του Βασίλη Βαμβακά, http://booksjournal.gr
Γιώργος Πλειός (επιμ.), Η κρίση και τα ΜΜΕ, Παπαζήση, Αθήνα 2013, 461 σελ.
Πώς διάβασαν την ελληνική
χρεοκοπία και τις επιλογές διάσωσης της ελληνικής οικονομίας τα ξένα και
τα ελληνικά ΜΜΕ; Ένα βιβλίο-συλλογή άρθρων προσφέρει χρήσιμες
επισημάνσεις, αλλά εν τέλει λειτουργεί μεροληπτικά, αφού εξαντλείται
κυρίως στην ανάγνωση του λεγόμενου «φιλομνημονιακού» Τύπου, χωρίς να
ασχολείται αναλυτικά με τις εφημερίδες ή τους διαδικτυακούς τόπους που
επέκριναν τις πολιτικές «του Μνημονίου». [TBJ]
Ο ρόλος των ΜΜΕ στην παραγωγή και στην αναπαραγωγή της κρίσης θα
μπορούσε να αποτελεί κομβικό πεδίο κατανόησης του περίπλοκου τρόπου με
τον οποίο η ελληνική κοινωνία προσέλαβε και αφομοίωσε τις δραματικές
εξελίξεις των τελευταίων χρόνων. Η συνθετότητα του πολύ μεγάλου υλικού
προς εξέταση δικαιολογεί, ώς ένα βαθμό, τη σχετική αδράνεια του
επιστημονικού κλάδου που μελετά τα ΜΜΕ και την αδυναμία του να παράγει
διεισδυτικές δημοσιεύσεις για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η οποιαδήποτε γενίκευση γύρω από τον πολύ ρευστό και αντιφατικό
«κόσμο» των ελληνικών ΜΜΕ είναι παρακινδυνευμένη, έτσι και η
επιστημονική μελέτη γι’ αυτόν εύλογα παραμένει σχετικά αμήχανη στα όποια
συμπεράσματά της. Το θέμα που βάζει επιτακτικά η σημερινή κρίση για τα
ΜΜΕ είναι η κριτική επίσκεψη σε όλη την επιστημονική βιβλιογραφία, η
μερική αναθεώρησή της και, κυρίως, ο εμπλουτισμός της με νέες υποθέσεις
εργασίας και πρίσματα ανάλυσης. Με σχήματα που έχουν αναπτυχθεί στο
παρελθόν για εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις και με θεωρητικές αναφορές
που αφορούν μια διαφορετική εποχή ή και κοινωνική κατάσταση, δεν είναι
εύκολο να μελετηθεί και να ερμηνευθεί η πολύμορφη διαμεσολάβηση της
σημερινής πραγματικότητας.
Hπρώτη ενδιαφέρουσα προσπάθεια προσέγγισης αυτού του ακανθώδους
ζητήματος, με κάπως συνολικό τρόπο, συναντάται στο βιβλίο Η κρίση και τα
ΜΜΕ, σε επιμέλεια Γιώργου Πλειού. Σε αυτόν τον συλλογικό τόμο άρθρων
γίνεται προσπάθεια να προσεγγιστούν κυρίως δύο πτυχές του θέματος. Η
πρώτη αφορά τη μελέτη των συνεπειών της κρίσης στα ΜΜΕ ως οργανισμούς,
δηλαδή στις μεταβολές που σημειώνονται στα οικονομικά τους, στο
ιδιοκτησιακό καθεστώς τους, στο πεδίο της απασχόλησης, στους τρόπους
οργάνωσης και παραγωγής του περιεχομένου τους. Η δεύτερη πτυχή –που
μελετάται σε μεγαλύτερη έκταση στο βιβλίο– είναι η ιδεολογική λειτουργία
των ελληνικών και ξένων ΜΜΕ με αναφορά στην ελληνική κρίση. Σε αυτό το
πλαίσιο το πρίσμα που επιλέγεται, όπως θα δειχτεί αμέσως πιο κάτω,
ακολουθεί τη νεομαρξιστική οδό ανάδειξης του ρόλου που καλούνται να
παίξουν τα ΜΜΕ, κυρίως ως εκφραστές μιας πολιτικοοικονομικής ελίτ.
Στο πρώτο πεδίο της θεσμικής λειτουργίας των ΜΜΕ, έχουμε δύο
αξιόλογες αναλύσεις του βιβλίου, παρ’ ότι καλύπτουν την περίοδο έως και
το 2011 και, άρα, δεν έχουν συμπεριλάβει μεγάλες ανακατατάξεις που
συνέβησαν στη συνέχεια. Οι μελέτες του Νίκου Λέανδρου και του Μανώλη
Χαιρετάκη εισφέρουν σημαντικά στοιχεία για την πολιτική οικονομία των
ελληνικών ΜΜΕ σε προέκταση των μέχρι τώρα έργων τους. Ο Λέανδρος
εξετάζει τους ισολογισμούς οκτώ μεγάλων εταιρειών του κλάδου και
διαπιστώνει μεγάλη μείωση του κύκλου εργασιών τους ήδη από το 2008,
κυρίως εξαιτίας της μείωσης των διαφημιστικών εσόδων και εν γένει των
αρνητικών οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Ουσιαστικά, δηλαδή, η «φούσκα»
των ελληνικών ΜΜΕ αρχίζει να σκάει πριν από την έλευση του Μνημονίου.
Στη συνέχεια, βέβαια, η ένταση της κρίσης θα αποκαλύψει πλήρως το πόσο
«γυμνές» ήταν αυτές οι επιχειρήσεις στην κεφαλαιακή τους διάρθρωση, στην
οργάνωση της παραγωγής, στην ποιότητα του προϊόντος και στη σχέση με το
κοινό τους. Η χρυσή εποχή των ελληνικών ΜΜΕ που εκκινεί από τη δεκαετία
του 1980 και κρατά ώς τα μέσα της δεκαετίας του 2000, δεν τα οδήγησε σε
εκείνες τις δομές οργάνωσης και παραγωγής που θα μπορούσαν να
διατηρήσουν αυτή την άνθιση και, πολύ περισσότερο, θα τους επέτρεπε να
αντεπεξέλθουν στην κρίση. Η δραματική μείωση της διαφημιστικής δαπάνης, η
οποία έπεσε από το 2008 έως το 2011 στο 40%, προανήγγειλε τη χρεοκοπία
πολλών μέσων και την πρωτοφανή συνθήκη ανεργίας για πολλούς παλιούς και
νέους δημοσιογράφους.
Ο Χαιρετάκης, σε αυτές τις δυσοίωνες εξελίξεις, επισημαίνει τη
σημασία που αρχίζουν να παίζουν τα νέα μέσα στη ραγδαία αλλαγή
κατανάλωσης του περιεχομένου των ΜΜΕ. Υπογραμμίζει δηλαδή το γεγονός ότι
τείνουν να διαμορφωθούν δύο είδη κοινού, με μεγάλες διαφορές στις
προσλαμβάνουσες της πραγματικότητας: το κοινό κάτω των 35 (και κυρίως
κάτω των 25) ετών, που αποτελείται κυρίως από συστηματικούς χρήστες του
διαδικτύου, και το κοινό των μεγαλύτερων ηλικιών που μένει πιστό στα
παραδοσιακά μέσα ή κάνει μια περισσότερο «επιπόλαια» χρήση του ίντερνετ.
Αν και η προσέγγιση αυτή δεν μας δίνει επαρκή εχέγγυα για τη
διαφορετικότητα του περιεχομένου της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας που
καταναλώνουν τα δύο κοινά, η διαπίστωση ενός χάσματος στο επίπεδο της
διαμεσολάβησης ως διαρθρωτική συνθήκη του επικοινωνιακού και βιωματικού
περιβάλλοντος της κρίσης χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Πρόκειται για ένα
ηλικιακό χάσμα που έχει αρχίσει να αποτυπώνεται και στα εκλογικά
αποτελέσματα από το 2012.
ΜΜΕ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
Το δεύτερο πεδίο στο οποίο επιχειρείται ο εντοπισμός των σχέσεων της
κρίσης με τα ΜΜΕ είναι αυτό της ιδεολογικής λειτουργίας τους. Στο σημείο
αυτό, η εισαγωγή του Πλειού φαίνεται να προδιαγράφει σε ένα βαθμό το
φίλτρο μέσα από το οποίο επιχειρείται αυτή η διερεύνηση. Η ερευνητική
έλλειψη που διαπιστώνεται και η οποία επιχειρείται να καλυφθεί από
σημαντικό αριθμό των άρθρων του βιβλίου είναι «η συμβολή των ΜΜΕ
στον “ορισμό της κατάστασης”, δηλαδή στην παγίωση της κοινής γνώμης των
κυρίαρχων, πλέον, αντιλήψεων σχετικά με το περιεχόμενο και το χαρακτήρα
της κρίσης» (έκταση, αιτίες, φύση κ.λπ.). Όπως υπογραμμίζει ο επιμελητής του βιβλίου,
«η αδυναμία δανειοδότησης λόγω των υψηλών ελλειμμάτων χαρακτηρίζεται ως
«κρίση» (της οικονομίας ή ευρύτερα του κοινωνικού συστήματος). Κάτι
τέτοιο δεν είναι αυτονόητο…». Η απόφανση ότι η κρίση, δηλαδή τα
σκληρά οικονομικά στοιχεία που οδήγησαν σε αυτή, δεν είναι κάτι
δεδομένο, αλλά ο «ορισμός μιας κατάστασης» στον οποίο καθοριστικό ρόλο
παίζουν τα ΜΜΕ –και που ουσιαστικά πρέπει να αμφισβητηθεί από την
επιστημονική βάσανο– είναι το κρίσιμο σημείο αφετηρίας, τόσο του ίδιου
του επιμελητή όσο και ορισμένων από τα άρθρα του βιβλίου που μελετούν
την ιδεολογική διάσταση της επικοινωνίας κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο.
Με άλλα λόγια, έχουμε μια αρκετά κλασική πρόθεση ανάλυσης των ΜΜΕ ως
ιδεολογικών μηχανισμών που έρχονται να καταστήσουν αναμφισβήτητο ένα
διφορούμενο γεγονός (αυτό της κρίσης) και να διευκολύνουν τη λήψη όλων
εκείνων των σκληρών μέτρων λιτότητας και συρρίκνωσης του κοινωνικού
κράτους που επιτάσσουν οι νεοφιλελεύθερες στρατηγικές, καθιστώντας τα
ιδεο-λογικά αναπόφευκτα.
Είναι βέβαια ενδιαφέρον ότι αυτή η οπτική ανάλυσης των
αναπαραστασιακών τακτικών των ΜΜΕ εφαρμόζεται στο βιβλίο κυρίως στην
περίπτωση των ελληνικών και όχι τόσο των διεθνών μέσων που μελετώνται.
Έτσι, για παράδειγμα, ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος και ο Αχιλλέας
Καραδήμος στο άρθρο τους, εξετάζοντας τα έντυπα μέσα Αυστρίας, Βελγίου,
Γερμανίας, Γαλλίας, Βρετανίας, Ισπανίας και ΗΠΑ, διαπιστώνουν ότι η
διεθνής εικόνα της Ελλάδας δεν βάλλεται δραματικά την πρώτη περίοδο της
κρίσης (διάστημα έρευνας: Μάρτιος-Μάιος 2010). Τα 723 δημοσιεύματα του
διεθνούς Τύπου που αναλύονται στη συγκεκριμένη έρευνα δεν αποδεικνύουν
ότι φιλοτεχνήθηκε κάποιο ιδιαίτερα αρνητικό στερεότυπο για τη χώρα μας,
τουλάχιστον όχι ανάλογο με αυτό που διατεινόταν ο ελληνικός Τύπος ότι
προέκυπτε στα ΜΜΕ του εξωτερικού.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η μελέτη της Ήλια Έχτερ, η οποία
διερευνά τον τρόπο πλαισίωσης που παρέχουν γερμανικές εφημερίδες στην
ελληνική κρίση χρέους από τον Οκτώβριο του 2009 έως τον Μάρτιο του 2011.
Σε αυτή τη μελέτη διαπιστώνεται η ιδιαίτερη βαρύτητα που απέκτησε στον
γερμανικό Τύπο, το πρώτο χρονικό διάστημα, μέχρι τον Απρίλιο του 2010, η
χρήση στερεοτύπων για την ελληνική «διαφθορά» και τον έλληνα
«απατεώνα», που δεν επέτρεψαν μια διεισδυτικότερη ανάλυση στα αίτια της
κρίσης –πέραν των επισημάνσεων περί ανεπάρκειας του πολιτικού
συστήματος–, εξυπηρετώντας είτε την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων
της Γερμανίας είτε τη γενικότερη άνοδο του ευρωσκεπτικισμού
(χαρακτηριστικό παράδειγμα το περιοδικό Focus και τα προσβλητικά
εξώφυλλά του). Από το διάστημα όμως εκείνο και ύστερα, τα δημοσιεύματα
με αρνητικό πρόσημο για την ελληνική ιδιομορφία ελαττώνονται και
σημαντικό μέρος του γερμανικού Τύπου (Der Spiegel, Die Zeit)
αρχίζει να φωτίζει τις ευθύνες των ηγεσιών της Ευρώπης και της
αναποφασιστικότητάς τους να δράσουν για την αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής
πια κρίσης.
Σε μια συγκριτική ανάλυση τριών βρετανικών εφημερίδων (The Guardian, The Daily Telegraph, Daily Mail) και τριών ελληνικών εφημερίδων (Τα Νέα, Καθημερινή, Ελευθεροτυπία),
ο Δημήτρης Σουλιώτης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτές κατατείνουν σε
παρόμοιες στρατηγικές ειδησεογραφικής κάλυψης της ελληνικής κρίσης ως
προς τη θεματολογία και τον αφηγηματικό τόνο και, κυρίως, ως προς την
απεικόνισή της σαν μάχη μεταξύ κερδοσκοπικών αγορών και ΕΕ. Αν και η εν
λόγω μελέτη καλύπτει το πολύ βραχύ διάστημα Απριλίου-Μαΐου 2010,
ουσιαστικά δηλαδή το σημείο εκκίνησης της περιόδου του Μνημονίου, εν
τούτοις οι συγγένειες που εντοπίζει στην υφολογία και στην ιεράρχηση της
σχετικής ειδησεογραφίας από τον ελληνικό και τον βρετανικό Τύπο,
ανεξάρτητα από τις μικρές διαφοροποιήσεις τους, έχει ενδιαφέρον. Ίσως να
περιγράφει έμμεσα την εξωτερικότητα με την οποία, σε αυτό το πρώτο
διάστημα, βιώθηκε και διαμεσολαβήθηκε στην Ελλάδα η κρίση από ένα
κομμάτι του ελληνικού Τύπου (έτσι κι αλλιώς, η επιλογή των εφημερίδων
που μελετώνται είναι πολύ μικρή για σφαιρικές διαπιστώσεις), ανάλογο με
την αποστασιοποίηση που διατηρεί διαχρονικά ως προς τα θέματα της
ευρωζώνης η βρετανική πολιτική και κοινωνία.
Τα παραπάνω συμπεράσματα, που σε κάθε περίπτωση δεν καταδεικνύουν μια
μονοσήμαντη ιδεολογική λειτουργία των ΜΜΕ (ελληνικών και ξένων), δεν
αναιρούνται ούτε στο σχετικό άρθρο του ίδιου του επιμελητή του τόμου.
Στη συνθετική παράθεση τριών μελετών που αναφέρονται στην κάλυψη της
κρίσης στα έντυπα έξι ξένων χωρών (Ελλάδα, Γαλλία, Πορτογαλία, Γερμανία,
Ιταλία, Βρετανία) κατά την περίοδο 2009-11, ο Πλειός καταλήγει στο
συμπέρασμα ότι η κάλυψη της ελληνικής κρίσης διευρύνει την ευρωπαϊκή
δημόσια σφαίρα, τα ευρωπαϊκά θέματα αποκτούν μεγαλύτερη ορατότητα στα
ΜΜΕ και ότι τα τελευταία, αν και φαίνεται να ακολουθούν την ατζέντα και
την οπτική της πολιτικής, τελικά αυτονομούνται και ενεργοποιούν το δικό
τους πλαίσιο ημερήσιας διάταξης. Μάλιστα, ο συγγραφέας του άρθρου
καταλήγει στην υπόθεση εργασίας που πηγάζει εξαιτίας της διαχρονικής
στην Ελλάδα «διαπλοκής» οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων, ότι οι
πολιτικοί τείνουν να προβάλλονται πια από τα ΜΜΕ σαν να λειτουργούν ως
επιχειρηματίες και οικονομικά στελέχη. Το ότι δεν διαπιστώνονται σοβαρές
διαφορές μεταξύ ελληνικών και ξένων ΜΜΕ –ή ότι αυτές δεν αξιολογούνται
ως σημαντικές– είναι ενδιαφέρον. Βοηθάει άλλωστε στο τρίτο συμπέρασμα
του άρθρου και στις θεωρητικές καταβολές του, ότι τελικά τα ευρωπαϊκά
ΜΜΕ υιοθετούν τις νεοφιλελεύθερες απόψεις πολιτικών και οικονομικών
ελίτ, αφού σηματοδοτούν την κρίση μόνο ως
δημοσιονομική-χρηματοοικονομική, ανάγουν τα αίτιά της κατ’ αρχήν σε
πολιτιστικούς παράγοντες-στερεότυπα και αναζητούν μόνο τεχνοκρατικές και
όχι πολιτικές μορφές αντιμετώπισής της (π.χ. ολοκλήρωση της Ε.Ε.).
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΣΚΟΠΙΑ
Σε σχετική αρμονία με την τελευταία επισήμανση και σε πολύ μεγαλύτερη
σύμπλευση με τη στόχευση που έχει αναγγείλει στην εισαγωγή του βιβλίου ο
επιμελητής του, είναι τα δύο κείμενα των Σταμάτη Πουλικιδάκου,
Γεράσιμου Κάρουλα και των Γιάννη Μυλωνά, Παναγιώτη Κομπατσιάρη. Οι
Πουλικιδάκος, Κάρουλας επιδιώκουν να ανιχνεύσουν τις προπαγανδιστικές
τεχνικές που αναπτύσσει η πολιτική ελίτ μέσω της τηλεόρασης,
επικεντρώνοντας στο εικοσαήμερο διάστημα ανακοίνωσης της προσχώρησης της
Ελλάδας στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης, μέχρι και την ψήφιση του
Μνημονίου. Ακολουθώντας μια συστηματική έρευνα ανάλυσης περιεχομένου
καταλήγουν σε μια μερική αναίρεση των υποθέσεων εργασίας που
διατυπώνουν, οι οποίες εκλάμβαναν το χώρο των ΜΜΕ και ιδίως της
τηλεόρασης ως προνομιακό χώρο προπαγανδιστικής έκφρασης των ενιαίων
φωνών και συμφερόντων της εγχώριας πολιτικής ελίτ. Με ιδιαίτερη
ειλικρίνεια στο πλαίσιο των συμπερασμάτων τους καταλήγουν ότι, πέρα από
μια επιλεκτική χρήση των πολλών θεμάτων που έβαζε η ατζέντα του
μνημονίου και μια αποφυγή να θιχτούν οι πολιτικές ευθύνες του
παρελθόντος στα τηλεοπτικά μέσα, η πολιτική ελίτ που εκφράστηκε εκείνο
το διάστημα από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ διαφοροποιήθηκε σημαντικά ως προς τη
σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητα των μέτρων της δανειακής
σύμβασης. Επρόκειτο για διαφοροποίηση που εκδηλώθηκε έντονα όχι μόνο
μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης αλλά και με διαφωνίες στο εσωτερικό
του κάθε κόμματος και στα τηλεοπτικά μέσα που τις αναπαρήγαγαν.
Οι Μυλωνάς, Κομπατσιάρης αναλύουν τους φορείς λόγου που νομιμοποίησαν
στην ελληνική δημόσια σφαίρα τη «νεοφιλελεύθερη οπτική της
πραγματικότητας», διαλέγοντας ως χαρακτηριστικά παραδείγματα το φιλόσοφο
Στέλιο Ράμφο και τον ειδικό του μάρκετινγκ Peter Ekonomidis.
Χρησιμοποιώντας την, ούτως ή άλλως πιο χαλαρή και ευέλικτη μέθοδο της
ανάλυσης λόγου, επιχειρούν να φέρουν σε σύνδεση δύο εντελώς διαφορετικές
περιπτώσεις ως παραδείγματα μιας πολιτισμικής ερμηνείας της κρίσης
χρέους αλλά και ηθικής νομιμοποίησης των νεοφιλελεύθερων δογμάτων. Ως
προς την πρώτη διάσταση, δηλαδή την κεντρικότητα των πολιτισμικών τάσεων
της ελληνικής κοινωνίας στην ανάλυση της κρίσης, οι διαπιστώσεις τους
είναι αξιοσημείωτες. Πράγματι, μια σημαντική πτυχή φορέων και προσώπων
που δικαιολόγησαν ή αποδέχτηκαν τη λογική της πολιτικής την οποία
επέβαλε η δανειακή σύμβαση είχε ως βάση της μια ανθρωπολογική και ως εκ
τούτου γενικευτική και εν μέρει οντολογική θεώρηση των πολιτισμικών
έξεων του «Έλληνα». Ο συνδυασμός όμως ενός φιλοσοφικού λόγου (το
παράδειγμα Ράμφου), που έχει εγγενώς τάσεις γενίκευσης και υπέρβασης των
κατά τόπους και χρόνους διαφοροποιήσεων και των εξαιρέσεων του κανόνα,
και εκείνου που προσκαλεί σε μια επιτελεστική κυρίως στόχευση για ένα
νέο branding της ελληνικής ταυτότητας (το παράδειγμα Economides) είναι
οριακά αποδεκτός και, πάντως, όχι επαρκώς τεκμηριωμένος. Η σύνδεσή τους
μάλιστα, από κοινού με το άρμα των κελευσμάτων των αγορών και της
παγκόσμιας κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, είναι απολύτως αυθαίρετος
αφού δεν λαμβάνει υπ’ όψη ούτε την πολιτική γενεαλογία των λόγων και των
προσώπων που την εκφράζουν ούτε τα κοινά στα οποία βρήκαν απήχηση, τα
οποία σε πολύ μικρό ποσοστό μπορεί να διαπιστωθεί ότι ασπάζονται τις
ιδέες του σκληρού μονεταρισμού ο οποίος επιβλήθηκε (αγνοήθηκαν δηλαδή
βασικά προαπαιτούμενα μιας διεξοδικής έρευνας ανάλυσης λόγου). Δυστυχώς η
συγκεκριμένη μελέτη, ιδεολογικά φορτισμένη πολύ περισσότερο από τις
περιπτώσεις μελέτης της, κατατείνει με αστήριχτο τρόπο στο γνωστό
συμπέρασμα που διατυπώνεται με πολλαπλούς τρόπους στον δημόσιο λόγο:
«πας μη αντιμνημονιακός = νεοφιλελεύθερος».
ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΚΑΙ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
Δύο άρθρα του βιβλίου καταδύονται στο ρόλο του διαδικτύου στην
ενημέρωση και στην πολιτικοποίηση την περίοδο της κρίσης. Το κείμενο της
Ρόης Παναγιωτοπούλου επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο το
διαδίκτυο έγινε το μέσο για τη διάδοση των κινητοποιήσεων των
Αγανακτισμένων αλλά και των αιτημάτων και της δραστηριότητάς τους εν
γένει. Εξετάζοντας κυρίως την ιστοσελίδα www.real-democracy.gr
(και όχι το σχετικό γκρουπ στο Facebook που αποτέλεσε τη μήτρα του
διαδικτυακού κύματος αγανάκτησης), διαπιστώνει τη σχετική επιτυχία της
να διαμορφώσει μια ορατότητα με διεθνή αντανάκλαση, να αποσπάσει το
ενδιαφέρον από οποιονδήποτε άλλο κεντρικό παραδοσιακό πολιτικό φορέα ως
προς την οργάνωση των ενδιαφερομένων αλλά και να εμπλέξει τα παραδοσιακά
ΜΜΕ στη δική της συνεχή ροή πληροφόρησης. Ως προς τη στάση των
παραδοσιακών ΜΜΕ, παρατηρείται ότι έδειξαν αρχικά επιφυλακτικότητα
απέναντι στο κίνημα των Αγανακτισμένων, μια διαπίστωση που μάλλον
βρίσκεται σε αντίφαση με την προηγούμενη επισήμανση. Η επικοινωνιακή
επιτυχία του κινήματος αυτού να προσελκύσει το ενδιαφέρον και τη θετική
αναπαραγωγή νέων και παλαιών ΜΜΕ μέσα από τον ακομμάτιστο κυρίως
χαρακτήρα του, τουλάχιστον τις πρώτες βδομάδες, δεν μελετάται επαρκώς.
Το δεύτερο κείμενο που ασχολείται με το διαδίκτυο, της Κάλλης Ζάραλη
και Χρήστου Φραγκονικολόπουλου, επικεντρώνει στο πεδίο του
εθνικολαϊκιστικού λόγου που το διαπερνά. Είναι το μοναδικό ουσιαστικά
κείμενο του βιβλίου που ασχολείται με το καθοριστικό ζήτημα της
ανάπτυξης του αντιμνημονιακού λόγου την περίοδο της κρίσης και των
τρόπων άρθρωσης και διάχυσής του στα ΜΜΕ, αφού εκείνο της Ρόης
Παναγιωτοπούλου για τους Αγανακτισμένους δεν εμπλέκεται τόσο με το
ιδεολογικό περιεχόμενο των μηνυμάτων που αυτοί εξέπεμψαν, όσο με την
πολιτικο-επικοινωνιακή δυνατότητα που τους έδωσε το νέο μέσο. Οι Ζάραλη
και Φραγκονικολόπουλος, αντιθέτως, εξετάζοντας ελληνικά newsportals και
blogs την ταραγμένη περίοδο Νοεμβρίου 2011-Φεβρουαρίου 2012, δεν
βρίσκουν σημαντικές διαφοροποιήσεις από τους βασικούς κανόνες της
τηλεοπτικοκεντρικής ενημέρωσης. Εντυπωσιοθηρία, σκανδαλολογία, πολωτικός
σχολιασμός, καταστροφολογία, συνωμοσιολογία, ισοπεδωτική αντιμετώπιση
του λεγόμενου «μνημονιακού» στρατοπέδου, τρομολαγνεία, ανακύκλωση
αρνητικών αντιλήψεων και εμπέδωση του μιζεραμπιλισμού είναι τα
συνηθέστερα υλικά ενημέρωσης των κυρίων παικτών ενημέρωσης στον ελληνικό
διαδικτυακό χώρο. Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τη
συγκεκριμένη μελέτη είναι ότι ο «μη συμβατικός» χώρος ενημέρωσης του
διαδικτύου είναι το θερμοκήπιο εθνικιστικών αντιλήψεων, εκείνων δηλαδή
των επιχειρημάτων που χρήζουν τον «εθνικό εαυτό» προδομένο και τον
κάνουν επιφυλακτικό –ή ανοιχτά αρνητικό– απέναντι στη Δύση και τον
κοινοβουλευτισμό.
Τέλος, το βιβλίο περιλαμβάνει ένα ακόμη άρθρο το οποίο δεν μπορεί να
κατηγοριοποιηθεί εύκολα στις παραπάνω προβληματικές, διότι ουσιαστικά
επικεντρώνει στις μορφολογικές αλλαγές της ελληνικής τηλεόρασης και
ψηλαφεί τις πιθανές επιδράσεις τους στο τηλεοπτικό κοινό. Το κείμενο
αυτό είναι της Ιωάννας Βώβου, που αναλύει το όντως πρωτότυπο φαινόμενο
της πολύμορφης επανάληψης στο ενημερωτικό και ψυχαγωγικό πρόγραμμα της
ελληνικής τηλεόρασης κατά την περίοδο της κρίσης και των οικονομικών
δυσχερειών που αυτή επέφερε στα κανάλια. Μελετώντας την τηλεοπτική
επανάληψη σε επίπεδο θεματικό, προγράμματος, αυτοαναφορικότητας, ύφους,
παρωδίας και μίμησης, διαπιστώνει τη μετάλλαξη της τηλεόρασης από κατ’
εξοχήν μέσο της «ζωντανής» μετάδοσης σε ένα ακόμη πεδίο οπτικοακουστικού
αρχείου (όπως, π.χ., το Youtube), που τείνει, κατά την περίοδο της
κρίσης, όχι να αναιρέσει αλλά μάλλον να ενισχύσει τη μεταμοντέρνα
υποκειμενικότητα που νοσταλγεί και αναμορφώνει τις εικόνες του
παρελθόντος της.
Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, το βιβλίο Η κρίση και τα ΜΜΕ ανοίγει
έναν προβληματισμό που θα μας απασχολήσει για πολύ ακόμη. Επιχειρεί,
στη ζέση της όλης εξέλιξης, να ερευνήσει και να προτείνει διευρυμένες
ερμηνείες για μια πολύ σημαντική διάσταση της κρίσης, τον δημόσιο χώρο
της, τα μέσα τα οποία τη διαμεσολάβησαν. Στοιχείο από μόνο του ιδιαίτερα
πολύτιμο. Ειδικά όσον αφορά τις διαρθρωτικές αδυναμίες των ελληνικών
ΜΜΕ σε όρους οικονομίας και επιχειρηματικότητας, οι προσεγγίσεις που
προσφέρονται είναι ιδιαίτερα μεστές.[1]
Το ίδιο και για το ζήτημα της αναπαράστασης της ελληνικής κρίσης από τα
έντυπα διαφόρων χωρών, οι μελέτες του βιβλίου καταδεικνύουν τις
διακυμάνσεις, τους δισταγμούς, τις υπερβολές στις οποίες κατέφυγαν, αλλά
που σε καμία περίπτωση δεν διαμόρφωσαν ένα καθολικά απαξιωτικό πνεύμα
για την ελληνική ταυτότητα και τη θέση της στην Ευρώπη.[2]
Ακόμη, ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι μετατοπίσεις που εντοπίζονται στο
όλο έργο σε όρους επικοινωνιακής και πολιτικής σημασίας, από τα παλαιά
στα νέα μέσα αλλά και στις μορφολογικές ορίζουσες του ίδιου μέσου. Είναι
βέβαια ένα πεδίο έρευνας στο οποίο πρέπει να αναπτυχθούν ακόμη πολύ πιο
συστηματικές συγκριτικές μελέτες.
ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ
Την ίδια ώρα, όμως, που το συλλογικό αυτό έργο αναπτύσσει τις αρετές
κάθε αφετηριακής προσπάθειας, φανερώνει και κάποιες αξιοσημείωτες
αδυναμίες. Η σημαντικότερη από αυτές είναι ότι το βιβλίο δεν προσπαθεί,
και βέβαια δεν επιτυγχάνει, να διερευνήσει το σύνολο των λόγων που
αναπτύχθηκαν στα ΜΜΕ την εποχή της κρίσης. Οι περισσότερες έρευνές του
για την ιδεολογική λειτουργία των ελληνικών ΜΜΕ βάζουν στο φακό τους
πολύ συγκεκριμένα παραδείγματα που κυρίως αφορούν αυτό που θα
αποκαλούσαμε «κλασικός πολιτικός Τύπος», και μάλιστα εκείνο το μέρος του
που επέδειξε ανοχή ή και αποδοχή των πολιτικών του Μνημονίου. Ελάχιστα
μελετώνται παραδείγματα ΜΜΕ ή επί μέρους εκπομπές και περιπτώσεις που
φιλοξένησαν και ανέπτυξαν την αντίθετη επιχειρηματολογία: τον
αντιμνημονιακό λόγο (εξαίρεση το άρθρο Ζάραλη, Φραγκονικολόπουλου για τη
μπλογκόσφαιρα). Οι κυριακάτικες εφημερίδες με μεγάλη αναγνωσιμότητα,
εμπορικό προσανατολισμό και συστηματικές προσπάθειες επιθετικής
αποδόμησης του Μνημονίου και των πολιτικών του, δεν ερευνώνται καθόλου (Πρώτο Θέμα, Real News, Αυγή κ.λπ.).[3]
Οι τηλεοπτικές εκπομπές της πρωινής ζώνης που φιλοξένησαν συστηματικά
δημοσιογράφους, δημοσιολογούντες και πολιτικούς οι οποίοι επιδόθηκαν σε
αντιμνημονιακή ρητορική και οργισμένη υφολογία δεν μπαίνουν καθόλου στην
ερευνητική ανησυχία του εγχειρήματος για να διαπιστωθεί το
«προπαγανδιστικό» περιεχόμενο και η απήχησή τους. Το γεγονός ότι σε
«συστημικά» μέσα που ευνοούν τον υποτιθέμενο νεοφιλελευθερισμό υπάρχουν
σχολιογράφοι της εντελώς αντίθετης φιλοσοφίας ή και του ακραίου
ανορθολογισμού (το παράδειγμα Τράγκα είναι το πιο πρόσφορο) δεν
προβληματίζει.[4]
Επίσης, ψυχαγωγικά προγράμματα με τεράστια θεαματικότητα και σαφή
πρόθεση αποδοκιμασίας του παραδοσιακού δικομματισμού και καλλιέργειας
της λαϊκής αγανάκτησης δεν λογίζονται ως σημαντικά (π.χ. Αλ Τσαντίρι Νιούζ).
Κατ’ αυτή την έννοια, η παραμέληση σχεδόν του μισού πεδίου στο οποίο τα
νέα και τα παλαιά ΜΜΕ αναπτύσσουν λόγο για την κρίση καθιστά το έργο
εξαιρετικά ετεροβαρές προς τη μία κατεύθυνση, προς εκείνη που με
διάφορους όρους υποστήριξε τη με κάθε τρόπο παραμονή της Ελλάδας στο
ευρώ.
Η ανάλυση του ιδεολογικού προσανατολισμού των ελληνικών ΜΜΕ για την
κρίση είναι απαραίτητο να ξεκινήσει από την παραδοχή ότι υπάρχει
τουλάχιστον άλλος ένας κυρίαρχος λόγος δίπλα σε αυτόν που νομιμοποιούσε
το μνημόνιο. Δίπλα στο λόγο που πράγματι προέρχεται «απ’ έξω», από τις
αγορές, από την Ε.Ε., το ΔΝΤ, και σε μεγάλο βαθμό κατευθύνει τις
αμφίθυμες κυβερνητικές πολιτικές και τους υποστηρικτές τους, υπάρχει
ένας εξίσου ισχυρός, αν όχι ισχυρότερος. Είναι εκείνος ο λόγος που,
αρχικά, αρνείται την ύπαρξη της ίδιας της κρίσης και, στη συνέχεια,
αντιδρά στη δικαιολόγηση των «μνημονιακών» πολιτικών αντιμετώπισής της
ως μονοδιάστατα εξουσιαστική, ξενόφερτη, βάναυση. Ο δεύτερος αυτός λόγος
εκφράστηκε πληθωριστικά όχι μόνο μέσα από τα νέα εξατομικευμένα αλλά
και από τα παλιά μαζικά μέσα. Το ενδιαφέρον είναι ότι η επιστημονική
μελέτη του «αντιμνημονιακού» λόγου εξαιτίας των συχνά αριστερών προσήμων
που φέρει –αλλά και του γεγονότος ότι αντιμετωπίζει την κρίση εν
πολλοίς ως μια κατασκευή ενός συστημικού λόγου– δεν φαίνεται
διατεθειμένη να τον μελετήσει επαρκώς ως προς τις εξουσιαστικές του
συμπαραδηλώσεις. Το να μελετηθεί η λειτουργία των ελληνικών ΜΜΕ την
περίοδο της κρίσης με όρους ηγεμονίας και προπαγανδιστικής εξυπηρέτησης
μιας μονοσήμαντης στοχοθεσίας αποδεικνύεται ιδιαίτερα παρακινδυνευμένο.
Το μοναδικό σχήμα που διαδόθηκε με ηγεμονικούς όρους στο σύνολο των
ελληνικών ΜΜΕ είναι αυτό της (συχνά ακραίας) πόλωσης που κατασκευάστηκε
ή, τέλος πάντων, εντάθηκε μέσα από τις αναπαραστάσεις τους. Η ελληνική
κρίση είναι ένα σημαντικό παράδειγμα για τη μελέτη του ρόλου των ΜΜΕ όχι
ως «κατασκευαστών της συναίνεσης» (όπως προκρίνει εμμέσως πλην σαφώς το
εν λόγω βιβλίο) αλλά της διαφωνίας[5]
και της σύγχυσης. Σε αυτό το επικοινωνιακό καθεστώς θα είχε πράγματι
ιδιαίτερο ενδιαφέρον να μελετηθούν όχι μόνο τα συμβολικά του υλικά αλλά
και τα συμφέροντα της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ελίτ που το
καλλιέργησε.
[1]
Ενδιαφέροντα επίσης ως προς αυτό, τα στοιχεία που βρίσκουμε στο: Νίκος
Σμυρναίος, «Οικονομική εξουσία και ΜΜΕ στην εποχή της κρίσης: μια άσκηση
χαρτογράφησης», http://ephemeron.eu/943 (τελευταία πρόσβαση 1/3/2014)
[2]
Οι σχετικές μελέτες προσθέτουν σημαντικά στοιχεία στη σχετική πολύ
συστηματική έρευνα για την περίοδο 2009-10 στο Γιώργος Τζογόπουλος, Η ελληνική κρίση στα ξένα ΜΜΕ, Κείμενο Εργασίας ΕΛΙΑΜΕΠ, 2011
[3]
Παρεμφερής επιλογή γίνεται και στο: Νίκος Λέανδρος, Δήμητρα
Παπαδοπούλου, Μαριάννα Ψύλλα, «Η «Κρίση» στον Τύπο. Μια θεματική και
γλωσσολογική ανάλυση», Eπιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 134-135, Α´- Β´
2011, 237-255
[4] Ελίνα Τζανουδάκη, «Το μεγάλο δελτίο των οκτώ», The Books Journal, τχ.13, σσ.4-6
[5] Simon Cottle, «Reporting demonstrations: The changing media politics of dissent», Media Culture Society, v.30, 2008,σσ.853-872, Kirsty Milne, Manufacturing Dissent: Single-issue Protest, the Public and the Press, Demos, Λονδίνο, 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.