Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Γιατί η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στα Πανεπιστήμια;

Του Γιάννη Καρακάση, www.protagon.gr

Ο Κώστας Γαβρόγλου (ΚΓ) σε άρθρο του στη ΑΥΓΗ αναρωτιέται πώς η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ στο εκλογικό σώμα δεν αντικατοπτρίζεται στους συσχετισμούς εντός των Πανεπιστημίων. Θα επιχειρήσω μια σύντομη απάντηση. Ο ΚΓ δεν είναι τυχαίος. Έχει παίξει σημαντικό ρόλο ως μέλος της ηγεσίας του πάλαι ποτέ ΕΔΠ (του συνδικαλιστικού οργάνου των βοηθών, επιμελητών και επιστημονικών συνεργατών πριν το 1982). Σε δικά του κείμενα σε μεγάλο βαθμό βασίστηκαν διατάξεις του πρώτου Νόμου-Πλαίσιο που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1982. Η μάχη που κέρδισε το τότε ΕΔΠ (το ένδοξο παρελθόν κατά ΚΓ) ναι μεν έφερε την κατάργηση του αρχαϊκού και, ως εκ τούτου, αναχρονιστικού θεσμού της καθηγητικής έδρας, αλλά συνοδεύτηκε από τη συλλήβδην «καθηγητοποίηση» όλου σχεδόν του τότε βοηθητικού προσωπικού, με ειδικές διαδικασίες. Το βασικό επιχείρημα ήταν ότι, εφόσον λειτουργούσε το Πανεπιστήμιο, οι 5000 βοηθοί είχαν εκ των πραγμάτων αξιολογηθεί και επομένως δεν χρειαζόταν να κριθούν με ανοικτές διαδικασίες. Αυτή η νίκη σφράγισε τη μετριότητα σε πολλά τμήματα για πολλά χρόνια.

Το Πανεπιστήμιο έχει αλλάξει στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες. Η ένταξη στην Ε.Ε., τα μεγάλα ερευνητικά προγράμματα, η πρόσβαση στην επιστημονική βιβλιογραφία, η κινητικότητα διδασκόντων και φοιτητών, οι διεθνείς συνεργασίες και η σύνδεση με τα ερευνητικά κέντρα μετατόπισαν τον άξονα των αξιών. Η επιδίωξη της αριστείας στην έρευνα και τη διδασκαλία δεν είναι πια μονομανία μερικών ιδιόμορφων ακαδημαϊκών, αλλά βρίσκουν ολοένα και μεγαλύτερη απήχηση σε νέους ερευνητές, μεταπτυχιακούς αλλά και προπτυχιακούς φοιτητές. Το «κακό», όμως, είναι ότι όσοι παίρνουν στα σοβαρά την επιστήμη και ιδιαίτερα όσοι δεν χρησιμοποιούν την ακαδημαϊκή θέση τους για χρηματισμό, ως εφαλτήριο για την πολιτική, ή ως μέσο για άλλους ιδιοτελείς σκοπούς, είναι απαιτητικοί. Δηλαδή, δεν εννοούν ότι κάποιος μπορεί να τους κλειδώνει σε μια αίθουσα για να υπογράψουν δηλώσεις νομιμοφροσύνης, ή να τους επιβάλλει διακοπή της εργασίας τους επ’ αόριστον. Μπορεί να αλλάξουν άποψη αν τους πείσεις με επιχειρήματα, μπορεί να εφαρμόσουν έναν νόμο για τον οποίο προσωπικά έχουν επιφυλάξεις, αλλά δεν εννοούν να σκύψουν το κεφάλι στην οποιαδήποτε ομάδα φανατικών επιλέγει να τους αναγκάσει να υποταχθούν στις ορέξεις της. Η επιστήμη έχει τη δική της δεοντολογία που το πρώτο της άρθρο είναι η ελευθερία στην έκφραση των απόψεων και ο σεβασμός στη γνώμη του άλλου. Αν διαφωνείς με κάποιον προσπαθείς να βρεις λογικά αντεπιχειρήματα, δεν τον πλακώνεις στο ξύλο, ούτε του χτίζεις το γραφείο, ούτε τον απειλείς ότι ξέρεις που είναι το σπίτι του, ούτε βγάζεις αφίσες με το απίθανο σύνθημα «ο τρόμος άλλαξε στρατόπεδο». Αν, πάλι, έχεις μετατρέψει το εργαστήριό σου σε ιδιωτικό μελετητικό γραφείο, την πανεπιστημιακή κλινική σου σε προσωπικό ιατρείο, αν δημοσιεύεις σπάνια ή ποτέ, αν λείπεις μονίμως, αν έχεις να αποκαταστήσεις παιδιά σε καθηγητικές θέσεις, αν θέλεις ψήφους από τους φοιτητές σου κ.ο.κ., μπορεί να καταγγείλεις με άνεση όχι μόνο τον νόμο για τα πανεπιστήμια αλλά και τον νόμο της βαρύτητας.
Και ερχόμαστε στο πρόσφατο παρελθόν: σε 24 ιδρύματα έγινε απόπειρα να διεξαχθούν εκλογές για τα Συμβούλια. Όχι μία, αλλά τρεις φορές στο καθένα. Κάθε φορά η εφορευτική επιτροπή και οι πανεπιστημιακοί που πήγαν στην κάλπη, βρήκαν μπροστά τους μέλη των φοιτητικών παρατάξεων που διέλυσαν τη δημοκρατική διαδικασία. Δηλαδή, η Δημοκρατία έχασε στα Πανεπιστήμια με (3x24=) 72-0. Με τέτοιο σκορ μια ομάδα δεν ξαναμπαίνει στο γήπεδο, αλλάζει όνομα, προπονητή, παίκτες, σύμβολα και φιλάθλους. Σωστά; Δεν θα αναφερθώ στις αφίσες-προγραφές που κυκλοφόρησαν εναντίον όσων συναδέλφων έθεσαν υποψηφιότητα, ούτε τις πολυσυζητημένες επιθέσεις εναντίον άλλων που κατέληξαν στο νοσοκομείο, αλλά ας σκεφτούμε αλήθεια πόσο ασπόνδυλος πρέπει να είναι κανείς για να υποταχθεί σε μια τέτοια βαρβαρότητα; Όταν λοιπόν κάποιες κομματικές δυνάμεις, όχι απλώς δεν καταδικάζουν αλλά επαινούν αυτή τη συμπεριφορά ως αγωνιστικότητα, όταν βουλευτές (του ΣΥΡΙΖΑ) προτάσσουν τα στήθη τους για να μη λειτουργήσουν έστω και συμβολικά τα πειθαρχικά, όταν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εγκαλεί τους καθηγητές για την στάση τους, τι ακριβώς θα περίμενε ο ΚΓ, τη μαζική προσχώρηση στις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ; 
Όλοι έχουμε λίγο-πολύ τις πολιτικές μας απόψεις και τις κομματικές μας προτιμήσεις, αλλά αν ανήκα σε ένα κόμμα του οποίου η φοιτητική παράταξη κακοποιούσε συναδέλφους μου, θα τους υπερασπιζόμουν για λόγους αξιοπρέπειας ακόμη και αν διαφωνούσα απολύτως μαζί τους. Και αν η ηγεσία του κόμματος αυτού κάλυπτε μια τέτοια βίαιη συμπεριφορά θα αναρωτιόμουν σοβαρά αν έχω θέση σε ένα τέτοιο κόμμα. Ίσως, λοιπόν, η παρατήρηση του ΚΓ «η κατάσταση είναι ακόμη πιο απογοητευτική, αφού, σχεδόν σίγουρα, το 30% των πανεπιστημιακών πρέπει να έχει ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές», να πρέπει να εκληφθεί ως ελπιδοφόρο σημάδι: κάποιοι πανεπιστημιακοί-φηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι διατεθειμένοι να υποταχθούν σε πρακτικές που ακυρώνουν την έννοια του Πανεπιστημίου και που τους καθιστούν προσωπικά αφερέγγυους απέναντι στους συναδέλφους τους.
Η αυτοκριτική του ΚΓ για τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην αξιολόγηση είναι ευπρόσδεκτη αλλά ατελής. Δεν ξεκινά από την άποψη ότι η αξιολόγηση είναι μια επιθυμητή διαδικασία για τη βελτίωση του Πανεπιστημίου, η οποία μπορεί να ακυρώσει τις πελατειακές σχέσεις ανάμεσα σε πολιτικούς και πανεπιστημιακούς κύκλους, ή να επιβάλει κανόνες κοινά αποδεκτούς για το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας, αλλά τη βλέπει ως ένα ακόμη χαρτί στην κομματική αντιπαράθεση ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Γράφει χαρακτηριστικά «Εμείς, όμως, έχοντας χρεωθεί την πλήρη απόρριψη των αξιολογήσεων, δεν μπορέσαμε στη συνέχεια να καθορίσουμε μια στρατηγική γι' αυτά τα θέματα». Η ιδέα ήταν ότι η ατελής σε μεγάλο βαθμό αξιολόγηση, που δεν περιελάμβανε συγκριτική κατάταξη των ομοειδών τμημάτων, και που σε αρκετές περιπτώσεις κατέληξε σε καλά λόγια για όλους θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως συλλογικό αποδεικτικό στοιχείο ότι όλοι είμαστε άριστοι και επομένως «κάτω τα χέρια από τα Πανεπιστήμια». Το έχουμε ξαναδεί το έργο την εποχή του ΕΔΠ.
Το κύριο συμπέρασμα του άρθρου του ΚΓ είναι ακόμη πιο θλιβερό: «Και εμείς συνεχίζουμε να μη θέλουμε να αποδεχτούμε μια ζοφερή πραγματικότητα: ότι οι πανεπιστημιακοί, ως κοινωνική κατηγορία, φαίνεται να έχουν γίνει ένα εξαιρετικά συντηρητικό σώμα. Ένα σώμα φοβισμένων, ένα σώμα λειτουργών που αρνείται πεισματικά να αποδεχτεί το λειτούργημά του». Δηλαδή η διαφωνία με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μια νόμιμη διαφορετική άποψη, αλλά προϊόν φόβου ή τεκμήριο (αντιδραστικού) συντηρητισμού. Δηλαδή, το ιδεώδες του ΚΓ είναι ο «καθηγητής-αγωνιστής» που καταργεί τους νόμους στο πεζοδρόμιο, που κλείνει το Πανεπιστήμιο ανάλογα με τις κομματικές του επιδιώξεις, που ανέχεται το εξευτελιστικό σκουπιδαριό που ταλαιπώρησε επί μήνες το ΑΠΘ, που σιωπά μπροστά σε πρακτικές που είναι αδιανόητες σε πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο. Όποιος δεν υιοθετεί το ιδεώδες αυτό είναι φοβισμένος ή/και συντηρητικός. Νομίζω ότι εδώ οι λέξεις χάνουν τη σημασία τους.
Δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω το εκτεταμένο εδάφιο για την «ακαδημαϊκή ελευθερία» που ναι μεν την κατοχυρώνουν οι υφιστάμενοι νόμοι αλλά όχι αρκετά κατά τον ΚΓ. Εκφράζει τον φόβο ότι «Από την ελευθερία διακίνησης των ιδεών φτάσαμε στην οριοθέτηση των πάντων στο πλαίσιο των επιστημονικών απόψεων και της επιστημονικής κριτικής». Αλήθεια είναι ότι σε μερικές περιπτώσεις στην επιστήμη νέες απόψεις και μέθοδοι αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία μέχρι να καθιερωθούν. Αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι αντικείμενο του νόμου στην Ελλάδα ούτε πουθενά αλλού. Αν διαβάζω καλά τι εννοεί, πρέπει να έχουμε ανοικτά τα αυτιά μας σε μη επιστημονικές απόψεις και πρακτικές που κάποιες από αυτές ίσως δικαιωθούν από την Ιστορία. Εντάξει, μέσα, αρκεί αυτές να μην πνίγουν τον επιστημονικό διάλογο και να μη θέτουν σε κίνδυνο την σωματική ακεραιότητα κανενός.
Ίσως, τελικά, η απάντηση στο ερώτημα του ΚΓ είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί τη λύση αλλά μέρος του προβλήματος του πανεπιστημίου, όπως και σχεδόν όλες οι κομματικές παρατάξεις. Αυτό δεν το αντιλαμβάνονται μόνο οι καθηγητές αλλά και πολλοί, όλο και περισσότεροι φοιτητές. Η ενίσχυση του κύρους του δημόσιου πανεπιστημίου περνά μέσα από την αναβάθμιση της έρευνας και της διδασκαλίας, μέσω των ανοικτών διαδικασιών, της αξιολόγησης, της τήρησης της δεοντολογίας, της εξωστρέφειας, του διαλόγου, του σεβασμού στο δημόσιο χρήμα. Δυστυχώς αυτά τα στοιχεία δεν μοιάζει να συγκινούν κανέναν από το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Η ρητορική για το αξιοθρήνητο ελληνικό πανεπιστήμιο είναι ιδιαίτερα προσφιλής στη Δεξιά που βλέπει καχύποπτα κάθε τι δημόσιο, ενώ η ρητορική για το αγωνιστικό πανεπιστήμιο-δεξαμενή νέων στελεχών είναι ενσωματωμένη στο παραδοσιακό οπλοστάσιο μιας ορισμένης Αριστεράς. Και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι όσοι έμπρακτα αγωνίζονται για την αναβάθμιση του πανεπιστημίου βρίσκονται ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά της κομματικής ιδιοτέλειας.
*Ο Γιάννης Καρακάσης είναι καθηγητής  Πανεπ. Κρήτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

http://www.metarithmisi.gr/imgAds/epikentro_1.gif

Αναγνώστες