Από τον Θανάση Γιαλκέτση, Εφημερίδα των Συντακτών
Επιφανής εκπρόσωπος της γερμανικής αριστερής διανόησης, ο 76χρονος
σήμερα Ελμαρ Αλτφατερ ήταν καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Ελεύθερο
Πανεπιστήμιο του Βερολίνου μέχρι το 2004, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Η
ακόλουθη συνέντευξή του δημοσιεύτηκε στο ιταλικό περιοδικό «Micromega».
• Καθηγητή Αλτφατερ, σε ένα πρόσφατο κείμενό σας, με το οποίο
συμμετείχατε στη συζήτηση που αναπτύχθηκε στη Γερμανία για το μέλλον της
Ευρώπης, γράψατε: «Στις αρχές του 21ου αιώνα, επέστρεψε στην Ευρώπη η
μεγάλη φτώχεια, η οποία μετά το 1945, στη διάρκεια των
“σοσιαλδημοκρατικών δεκαετιών” που σημαδεύτηκαν από την επιρροή του
κεϊνσιανισμού, είχε εξαλειφθεί». Εσείς είστε ένας από τους μεγαλύτερους
επικριτές στη Γερμανία των πολιτικών της λιτότητας, στις οποίες
αποδίδετε αυτήν την επιστροφή της φτώχειας στη γηραιά ήπειρο. Γιατί;
Αυτή δεν είναι μόνον η δική μου θέση. Είναι πολλοί σήμερα εκείνοι που
κατανοούν ότι οι πολιτικές της λιτότητας μοιραία θα αποτύχουν. Το
γνωρίζουμε ήδη από τη δεκαετία του 1980, από την κρίση του χρέους στις
αναπτυσσόμενες χώρες, που υποχρεώθηκαν να εφαρμόσουν σκληρότατες
πολιτικές λιτότητας. Η λιτότητα είναι προορισμένη να αποτυγχάνει πάντοτε
και για λόγους συστημικού χαρακτήρα. Πρώτα απ’ όλα, για να το πούμε με
όρους κλασικά κεϊνσιανούς, επειδή μειώνει την εσωτερική ζήτηση. Και
χωρίς εσωτερική ζήτηση δεν υπάρχει ανάπτυξη, επομένως ούτε και έξοδος
από την κρίση.
Δεύτερον, επειδή προκαλεί την αύξηση των κερδών και τη μείωση των μισθών και αυτό, αργά ή γρήγορα, οδηγεί στην καταστροφή του κοινωνικού συμβιβασμού μεταξύ των τάξεων, στην καταστροφή δηλαδή εκείνης της ισορροπίας που είχε αναδυθεί στις δεκαετίες μετά τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη. Αυτές οι πολιτικές έχουν γίνει σήμερα η ευρωπαϊκή καθημερινότητα και βλέπουμε τα ολέθρια αποτελέσματά τους στις χώρες του Νότου, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και βέβαια η Ιταλία.
Δεύτερον, επειδή προκαλεί την αύξηση των κερδών και τη μείωση των μισθών και αυτό, αργά ή γρήγορα, οδηγεί στην καταστροφή του κοινωνικού συμβιβασμού μεταξύ των τάξεων, στην καταστροφή δηλαδή εκείνης της ισορροπίας που είχε αναδυθεί στις δεκαετίες μετά τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη. Αυτές οι πολιτικές έχουν γίνει σήμερα η ευρωπαϊκή καθημερινότητα και βλέπουμε τα ολέθρια αποτελέσματά τους στις χώρες του Νότου, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και βέβαια η Ιταλία.
• Στα πιο πρόσφατα βιβλία σας έχετε περιγράψει τα διάφορα στάδια που οδήγησαν στη σημερινή οικονομική κρίση. Πώς φτάσαμε ώς εδώ;
Η οικονομική κρίση που άρχισε το 2008 μπορεί να κατανοηθεί μόνον αν
μελετήσουμε την ιστορία του καπιταλισμού μετά τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πρέπει να θυμηθούμε άλλη μια φορά ότι όλα άρχισαν στις δεκαετίες 1970
και 1980, όταν απελευθερώθηκαν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, καταρρίφθηκε
το σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς,
εγκαταλείφθηκε η διαμόρφωση των τιμών συναλλάγματος στις αγορές, δηλαδή
στους μεγάλους πρωταγωνιστές της οικονομίας της αγοράς: τις μεγάλες
τράπεζες, τα μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια, τους μεγάλους κερδοσκόπους.
Πρωταγωνιστές που προσέλαβαν βαθμιαία υπέρμετρες διαστάσεις. Και σήμερα
δεν υπάρχει πολιτικός που να μην αναγνωρίζει ότι οι τράπεζες και τα
επενδυτικά κεφάλαια έχουν γίνει υπερβολικά μεγάλα ώστε να μπορούν να
τεθούν υπό έλεγχο.
Η δεύτερη πηγή της κρίσης πρέπει να εντοπιστεί στην απελευθέρωση των
επιτοκίων και στο λεγόμενο «Big Bang», όταν η κυβέρνηση της κυρίας
Θάτσερ άρχισε να απορρυθμίζει τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η απελευθέρωση
των χρηματοπιστωτικών αγορών, που έγινε από τα τέλη της δεκαετίας του
1970 και στη δεκαετία του 1980, διεύρυνε υπέρμετρα τη δύναμή τους και
δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τις κερδοσκοπικές κινήσεις του
χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Η χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, από την
άλλη μεριά, ζει από τη συνεχή δημιουργία χρεών. Οι κερδοσκόποι μπορούν
να έχουν δουλειές μόνον αν φτιάχνουν χρέη. Τα έχουν ανάγκη. Και επομένως
δεν είναι τυχαίο που έγινε δυνατός, παράλληλα με τη διόγκωση του
χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας, ένας ιστορικός κύκλος διαρκούς
χρέωσης. Αρχισε στη δεκαετία του 1980 με τα χρέη των αναπτυσσόμενων
χωρών, που οδήγησαν στην κρίση τους, έπειτα υπήρξε η υπερχρέωση του
ιδιωτικού τομέα στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, που οδήγησε στην
οικονομική κρίση του 1997, κατόπιν υπήρξε η υπερχρέωση των επιχειρήσεων
της «νέας οικονομίας» στις ΗΠΑ, που οδήγησε το 2000 στην έκρηξη της
κερδοσκοπικής φούσκας.
Μετά την κρίση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ο Γκρίνσπαν μείωσε τόσο
πολύ τα επιτόκια ώστε δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την πρακτική των
ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων, η οποία τελικά οδήγησε με τη σειρά της
στην κρίση των αναξιόχρεων οφειλετών. Συμπερασματικά, υπάρχει πάντοτε
ανάγκη οφειλετών, αυτοί πρέπει να είναι ικανοί να πληρώνουν και,
προκειμένου να καταστεί αυτό δυνατό, χρειάζεται η λιτότητα. Η συνέπεια
είναι ότι όλα μεταφέρονται από τις δημόσιες επενδύσεις του κοινωνικού
κράτους στην εξυπηρέτηση του χρέους. Αυτό οδηγεί σε μιαν απίστευτη
κοινωνική αναδιανομή από τα κάτω προς τα πάνω, προς όφελος των μεγάλων
χρηματοοικονομικών ομάδων του πλανήτη. Και εμείς βρισκόμαστε τώρα
ακριβώς σε αυτήν την κατάσταση. Παρακολουθούμε μια συνεχή αύξηση των
κοινωνικών ανισοτήτων, όπως επιβεβαιώνουν όλες οι στατιστικές. Βλέπουμε
να καταστρέφονται σταδιακά οι οικονομικές και πολιτικές βάσεις των
δημοκρατικών συστημάτων, τα οποία γίνονται γι’ αυτόν τον λόγο
μεταδημοκρατίες, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Κόλιν Κράουτς. Μια
αντιστροφή αυτής της τάσης θα γινόταν εφικτή μόνον αν μειώνονταν οι
μεγάλες περιουσίες των πλουσίων, αν ελεγχόταν η πείνα τους για χρέη και
αν επιστρέφαμε στην πραγματικότητα μιας κανονικής φάσης συσσώρευσης του
κεφαλαίου.
• Στη συζήτηση που αναπτύχθηκε στη Γερμανία εσείς, ωστόσο,
ασκήσατε κριτική στις θέσεις όσων, όπως ο Βόλφγκανγκ Στρεκ, θεώρησαν
εφικτή εναλλακτική λύση στις πολιτικές της λιτότητας την έξοδο από το
ευρώ και την επιστροφή στα εθνικά νομίσματα. Γιατί έχει σημασία σήμερα
να υπερασπιζόμαστε το ευρωπαϊκό σχέδιο;
Οταν άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για τη συνθήκη του Μάαστριχτ ήταν
σαφές ότι θα χρειαζόταν μια βαθύτερη συζήτηση για τις πραγματικές
προοπτικές του κοινού νομίσματος. Τότε υπήρχε αντίθετα ένα είδος
ευρωπαϊστικής ευφορίας, που οφειλόταν πρώτα απ’ όλα στην κατάρρευση του
σοσιαλιστικού συστήματος, αλλά και στην πεποίθηση ότι μια κοινή
νομισματική ένωση θα μας προστάτευε όλους από τις κερδοσκοπικές
επιθέσεις, όπως εκείνες που έκανε ο Σόρος εκείνη την εποχή. Θυμάμαι ότι
όποιος τότε προσπάθησε να εκφράσει κριτικές γνώμες για τη διαδικασία
νομισματικής ενοποίησης στιγματιζόταν αμέσως ως αντιευρωπαίος,
εθνικιστής και δεχόταν διάφορες προσβολές. Αυτό συνέβη και σε μένα. Τώρα
όμως έρχονται πρόσωπα, μετά από είκοσι πέντε χρόνια, και μας λένε ότι
πρέπει να γυρίσουμε προς τα πίσω και ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε το
ευρώ.
Αυτές οι θέσεις αγνοούν την ιστορία που υπάρχει πίσω από τη
νομισματική ένωση, το νόημά της. Κυρίως όμως δεν συνυπολογίζουν
συγκεκριμένους λόγους οικονομικού χαρακτήρα. Αν οι χώρες του ευρωπαϊκού
Νότου έβγαιναν από το ευρώ, αυτό θα είχε συνέπεια την υποτίμηση του
νομίσματός τους. Κάθε υποτίμηση καθιστά όμως πιο ακριβές τις εισαγωγές.
Τα πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να προκύψουν για τις εξαγωγές θα
περιορίζονταν δραστικά ή θα εκμηδενίζονταν από τα πρόσθετα κόστη για τις
εισαγωγές. Σε δεύτερο επίπεδο, στον καιρό του χρηματοπιστωτικού
καπιταλισμού, στον οποίο από τον συνολικό όγκο των συναλλαγών μόνο το
1%-2% σχετίζεται με αγαθά και υπηρεσίες και το υπόλοιπο, το 99%, είναι
καθαρά χρηματικές συναλλαγές, η υποτίμηση των νομισμάτων θα ήταν ακόμη
μια ευκαιρία πλουτισμού για τους κερδοσκόπους. Τρίτον, είναι το ζήτημα
που προανέφερα, του ελέγχου των κεφαλαίων, που παραπέμπει στη δημιουργία
συλλογικών πολιτικών μέτρων. Αν μια χώρα βγει από το ευρώ, καταργεί τις
βάσεις για μια κοινή νομισματική πολιτική. […]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.