Σελίδες

Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

Η νέα κρίση που έρχεται

Του Γιάννη Βούλγαρη, ΝΕΑ
Στη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης το 2007-08 δύο λατινικά γράμματα προβλημάτιζαν τους αναλυτές. Το V και το W. Θα ήταν η κρίση μια βύθιση που θα ακολουθηθεί από την ανάκαμψη, όπως το V, ή θα σημειωνόταν μια νέα βύθιση μετά την πρόσκαιρη ανάκαμψη, όπως το W; Τελικά χάρη στην έγκαιρη και μαζική παρέμβαση των κρατών στην οικονομία η κρίση συγκρατήθηκε και δεν σημειώθηκε νέα βύθιση. Το σοκ ξεπεράστηκε σχετικά γρήγορα στις περισσότερες χώρες διαψεύδοντας την υπόθεση ότι η μεγάλη ύφεση θα είχε ριζικές πολιτικές επιπτώσεις. Μάλιστα, η σχετικά γρήγορη επιστροφή του κλίματος business as usual συνοδεύεται από την αναπαραγωγή της ισχύος του χρηματοπιστωτικού συστήματος χωρίς να έχουν πραγματοποιηθεί οι μεγάλες τομές που χρειάζονταν για την αποτελεσματικότερη θεσμική ρύθμισή του. Αντίθετα με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις της παγκόσμιας οικονομίας οι οποίες πέρασαν γρήγορα την κρίση, η Ευρώπη αποτέλεσε εξαίρεση. Η ιδιαίτερη και ατελής νομισματική αρχιτεκτονική της, μετέτρεψε τη χρηματοπιστωτική σε παρατεταμένη κρίση δημόσιου χρέους, ενώ η οικονομική ανάκαμψη είναι αναιμική. Μέσα στην ευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα, η Ελλάδα αποτέλεσε ιδιαιτερότητα της ιδιαιτερότητας. Τόσο ως προς το βάθος της ύφεσης όσο και ως προς τη διάρκεια. Οι αιτίες ήταν δομικές και συγκυριακές. Οι ευθύνες ήταν και των «δανειστών» (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ) και δικές μας. Οι πρώτοι, υπό την επήρεια των δικών τους προτεραιοτήτων, της ανάγκης να «κερδίσουν χρόνο» και της γενικής αγανάκτησης για τα greek statistics, σε συνδυασμό με μια στενή νεοφιλελεύθερη προδιάθεση σε πολλούς από αυτούς, επέβαλαν ένα πρόγραμμα που γρήγορα έπεσε έξω στις προβλέψεις του. Υποτίμησαν τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής περιστολής και το πρόβλημα της ρευστότητας που θα δημιουργούνταν στην ελληνική οικονομία. Προσδοκούσαν εσφαλμένα ότι οι αλλαγές θα εφαρμόζονταν πλήρως και θα απέδιδαν γρήγορα, παραγνωρίζοντας τις μακροχρόνιες τυπικές, άτυπες και παράτυπες κοινωνικές συμβάσεις που είχαν θεμελιωθεί στις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας. Στη συνέχεια, η «διόρθωση» περιέλαβε έναν πρωτοφανή δανεισμό που η Ελλάδα δεν θα έβρισκε πουθενά αλλού και μια επίσης εντυπωσιακή διαγραφή χρέους.

Ο δημόσιος πολιτικός λόγος από το 2011 ώς σήμερα μονοπωλείται από τις ευθύνες των «ξένων». Εχουν ξεχαστεί οι δικές μας ευθύνες. Τόσο εκείνες που ακύρωσαν μια έγκαιρη διάγνωση του μεγέθους της επερχόμενης κρίσης την περίοδο 2007-2010, όσο και η πλήρης απροετοιμασία όλων των πολιτικών και οικονομικών ηγεσιών μετά τη χρεοκοπία να διαμορφώσουν δική τους άποψη για το ποιες αλλαγές είχε ανάγκη η Ελλάδα. Αντίθετα με την Ιρλανδία που είχε δικό της λόγο, αντίθετα με την Πορτογαλία και την Κύπρο που πέτυχαν μια ορισμένη εθνική συνεννόηση, αντίθετα με την Ισπανία που απέφυγε τα Μνημόνια, το ελληνικό πολιτικό σύστημα ούτε άποψη μπόρεσε να προβάλει, ούτε να σχεδιάσει και να υιοθετήσει τις αναγκαίες αλλαγές, ούτε να βρει τον ελάχιστο εθνικό κοινό παρονομαστή. Οι ευθύνες περιλαμβάνουν όλους τους χώρους. Το ΠαΣοΚ που δεν καταλάβαινε, τη ΝΔ που κατέστησε ηγεμονικό τον «αντιμνημονιακό» λόγο, την Αριστερά που εντρυφούσε στην Αργεντινή, τον Ισημερινό ή την «κλεπτοκρατία».
Με αυτές τις προϋποθέσεις, λίγους μήνες μετά το πρώτο Μνημόνιο, η πολιτική ζωή εξελίχθηκε σε μια αντιπαράθεση μεταξύ του απεγνωσμένου πολιτικού ρεαλισμού που προσπαθούσε να αποφύγει την καταστροφή της ανοιχτής χρεοκοπίας από τη μια, και από την άλλη, του εύκολου εθνικολαϊκισμού που κέρδιζε έδαφος επιδεινώνοντας την κατάσταση της χώρας. Αυτή η αντιπαράθεση διεξήχθη με εναλλασσόμενους πρωταγωνιστές, στο μέτρο μάλιστα που απορροφούσε την παραδοσιακή αντίθεση Δεξιάς - Αριστεράς, παρήγαγε αδιανόητες στο παρελθόν συμπορεύσεις.

Η σύγκρουση πήρε εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά. Κατέστρεψε τις προϋπάρχουσες κοινές παραδοχές και τις «γέφυρες» διαλόγου.
Και όμως. Ολοι ξέραμε ότι η χρεοκοπία χωρίς να είναι νομοτελειακή, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Χρειάστηκε ένα πολιτικοκομματικό σύστημα αναποτελεσματικό, δημαγωγικό και αλλεργικό στον σχεδιασμό μακροπρόθεσμων μεταρρυθμίσεων. Ενα παραγωγικό σύστημα εσωστρεφές και μη ανταγωνιστικό. Ενα κράτος πρόνοιας άνισων υπηρεσιών και δικαιωμάτων, που αδικούσε τις νέες ηλικίες, τους ανασφάλιστους και τους άνεργους. Ενα δημοσιονομικό σύστημα που έρρεπε δομικά στα ελλείμματα και τα χρέη. Μια εκτεταμένη διαφθορά, μικρή και μεγάλη, που ανθούσε στη συμβιωτική σχέση δημόσιου - ιδιωτικού. Ενα μιντιακό σύστημα νευρωτικό και διχαστικό. Μια μαζική κουλτούρα δηλητηριασμένη από τον ανορθολογισμό, τη συνωμοσιολογία και τον εσωστρεφή εθνικισμό. Ξέραμε ότι όλα αυτά συνιστούσαν τις παθογένειες της «ελληνικής περίπτωσης», τις οποίες έπρεπε να θεραπεύσουμε κατά κάποιον τρόπο αν θέλαμε να μείνουμε με σταθερότητα και αξιώσεις στο νέο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον. Ξέραμε επίσης ότι η υπέρβαση αυτών των παθογενειών στην κατεύθυνση ενός εκσυγχρονισμού με λαϊκότητα συνέθετε ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών αλλαγών που έδινε διακριτή ταυτότητα στις φιλοευρωπαϊκές προοδευτικές δυνάμεις της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Διακριτή ταυτότητα που σήμερα φαίνεται να ξεχνάνε.

Γιατί ανατρέχουμε σε αυτό το παρελθόν; Γιατί χρειάζεται να ξαναπιάσουμε το νήμα. Γιατί η χώρα βρίσκεται σε μία εξαιρετικά κρίσιμη καμπή. Γιατί πλανάται το φάντασμα μιας νέας κρίσης. Το V κινδυνεύει να εξελιχθεί σε W. Αυτή τη φορά για στενούς πολιτικοκομματικούς λόγους. Η πολιτική και τα κόμματα δυσκολεύονται ή αδυνατούν να περάσουν στη μεταμνημονιακή ατζέντα της εθνικής ανασυγκρότησης. Ο «εξωτερικός έλεγχος» των Μνημονίων βαίνει στο τέλος του, οι εθνικές ηγεσίες ανακτούν μεγαλύτερα περιθώρια πολιτικής αυτονομίας, αλλά μοιάζουν να μην ξέρουν τι να την κάνουν. Κυρίως οι δύο πρωταγωνιστές, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, για διαφορετικούς ο καθένας λόγους.
Η ΝΔ που έβαλε τη σφραγίδα της στον ανασχηματισμό, μοιάζει αλαφιασμένη και ταλαντευόμενη. Ποιο πρόσωπο μας δείχνει; Του Γκίκα Χαρδούβελη που θα συνεχίσει την προσπάθεια την οποία έκανε με αποφασιστικότητα, επιδεξιότητα και ξεχωριστή τεχνοκρατική επάρκεια ο Γιάννης Στουρνάρας, ή το λαϊκιστικό πολωτικό πρόσωπο που αποστρέφεται την προοπτική των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών; Θα «φάει» κι άλλους Θεοχάρηδες αποδεικνύοντας ότι έχουμε ένα αμετανόητο κομματικό σύστημα που δεν δέχεται αποτελεσματικούς αλλά μη ελεγχόμενους δημόσιους λειτουργούς; Θα πέσει στην παγίδα της πολιτικής αδράνειας ενόψει της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης; Αλλά αν το κάνει δεν θα οδηγηθεί στις εκλογές υπό την πλήρη ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ; Δεν θα προλειάνει το έδαφος για την υπονόμευση της δημοσιονομικής σταθεροποίησης που με τόσο κόπο επιτεύχθηκε;

Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, δεν έχει καταφέρει να προχωρήσει στη «βίαιη ωρίμασή» του, παρά το ότι αυτοπροβάλλεται σαν επερχόμενη κυβέρνηση. Μένει προσκολλημένος στο Μνημόνιο για να σκεπάσει τη σιωπή του για το «μετά». Αντί της «ωρίμασης», εμφανίζει συχνά μια διχασμένη πολιτική φυσιογνωμία. Από τη μια, καθηλωμένη στις «παιδικές» ιδεοληψίες ενός ιστορικά αποτυχημένου κοινωνικού μοντέλου, από την άλλη, «υπερώριμη» ικανότητα να επαναλάβει όλα τα πολιτικάντικα τερτίπια της παραδοσιακής πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, κοροϊδεύει εαυτόν και αλλήλους. Προτείνει ως κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής την αδύνατη παλινόρθωση του χρεοκοπημένου κρατικιστικού - συντεχνιακού μοντέλου με την πρόσθεση μιας δήθεν κεϊνσιανής «ενίσχυσης της ζήτησης» που απλώς αποτελεί το ισοδύναμο του «λεφτά υπάρχουν».
Ας ελπίσουμε ότι οι σημερινές ανησυχητικές ενδείξεις δεν είναι οριστικές. Πάντως, η Ελλάδα τρέχει σε απότομη στροφή. Οι επόμενοι μήνες θα είναι καθοριστικοί για τη μακροπρόθεσμη πορεία της.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.